Το 1803, είναι η χρονιά της συντέλειας. Το Σούλι με τις τόσες θυσίες και τους ακόμη περισσότερους ηρωϊσμούς πέφτει. Το τραγούδι τώρα πια ένας θρήνος.
Ένας Ηπειρώτικος θρήνος ένα μοιρολόι που μέσα στη λιτότητά του τα λέει όλα. Τον πόνο της καταστροφής. Την ανυποχώρητη κραυγή “Θάνατος ή λευτεριά”. Οι γυναίκες προτιμούν το Ζάλογγο, ο Σαμουήλ την ολοκαυτωματική ανατίναξη:
Ένα πουλάκι ξέβγαινε ψηλά από το Σούλι.
Παργιώτες το ρωτήσανε, Παργιώτες το ρωτάνε:
-“Πουλάκι πούθεν έρχεσαι, πουλί μου πού πηγαίνεις;”.
-“Από το Σούλι έρχομαι και στη Φραγκιά πηγαίνω”.
-“Πουλάκι πες μας τίποτε, κανά καλό μαντάτο”.
-“Αχ τι μαντάτο να σας πω, τι να σας μολογήσω;
Πήραν το Σούλι πήρανε, πήραν τον Αβαρίκον
πήραν την Κιάφα την κακή, επήραν και το Κούγκι
κι έκαψαν τον Καλόγερο με τέσσερις νομάτους”.