Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς.
Παρά τα όσα συχνά πυκνά γράφονται, η ιστορία της καθιέρωσης της Κυριακής ως αργίας, είναι πλούσια και παραμένει ακατάγραφη, αφού ακόμη και η ημερομηνία εφαρμογής της αναπαράγεται λανθασμένα. Όλοι ασχολήθηκαν με τους εμπόρους, τους επιχειρηματίες και τους οικονομικούς παράγοντες. Κανείς δεν αποτύπωσε τι συνέβη με τις περισσότερο ωφελημένες τάξεις συμπαθών εργαζομένων, όπως τα «μπακαλόπαιδα», οι μικροί «γαυριάδες» και οι «μικροϋπάλληλοι», αφού είχε έλθει επιτέλους και γι’ αυτούς μία ημέρα που θα αναπαύονταν ή θα διασκέδαζαν με τον υπόλοιπο κόσμο!
Και βεβαίως, η απόφαση για εφαρμογή της Κυριακής ως αργίας, ήταν προϊόν πολύχρονων διεργασιών. Δεν ελήφθη μέσω του Εμπορικού Συλλόγου, όπως αναπαράγεται τα τελευταία χρόνια, ούτε εφαρμόσθηκε το 1908. Οφείλεται στην Κυβέρνηση Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, που ψήφισε ειδικό Nόμο, ο οποίος δημοσιεύθηκε στα τέλη Δεκεμβρίου 1909 και άρχισε να εφαρμόζεται την πρώτη Κυριακή του νέου χρόνου, 4 Ιανουαρίου1910. Η απόφαση δεν ήταν εύκολη. Υπήρξαν βουλευτές που υποστήριξαν στη Βουλή πως η εφαρμογή του μέτρου θα προκαλούσε «μακελειό»!
Όσοι αργούσαν το πανηγύρισαν δεόντως. Το πρωί γέμισαν τις εκκλησίες, τα αμάξια διαρκώς πηγαινοέρχονταν, τα τραμ ήταν πλημμυρισμένα μέχρι τη νύχτα και πολλοί ξεχύθηκαν στις εξοχές, παρά τη βροχή και την παγωνιά… Όσα καταστήματα εξαιρούντο από την εφαρμογή του νόμου (καφενεία, ζαχαροπλαστεία, καπνοπωλεία, κινηματογράφοι) έκαναν χρυσές δουλειές, όπως και τα οινοπωλεία στις γειτονιές. Εκεί, ένα μωσαϊκό αγωνιστών της καθημερινής βιοπάλης εγκατέλειπε τα υγρά υπόγεια και απολάμβανε το νέο θεσμό με αισθήματα ανακούφισης. Τότε εφαρμόσθηκε –για πρώτη φορά– ο θεσμός των εφημερευόντων φαρμακείων, ενώ το πρόστιμο για όσους θα άνοιγαν τις επιχειρήσεις ανερχόταν σε 500 δραχμές, ή για τους ενδεείς κράτηση μέχρι 30 ημέρες. Πάντως, από την εφαρμογή του νόμου εξαιρέθηκαν οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι έπρεπε να εργασθούν κανονικά!