από το βιβλίο του Ιούλιου Έβολα «Οι άνθρωποι και τα ερείπια» – 1953
[…] Ωστόσο, πρέπει να παραδεχτούμε ότι, αφ ‘εαυτής, μια αντι-αστική στάση έχει λόγο ύπαρξης. Δεν εννοώ αστική τόσο με την έννοια της οικονομικής τάξης, αλλά μάλλον την ομόλογή της: υπάρχει ένας διανοητικός κόσμος, μια τέχνη, μια συνήθεια και γενική άποψη της ζωής που, έχοντας διαμορφωθεί στον τελευταίο (19ο)αιώνα, παράλληλα με την επανάσταση της Τρίτης Τάξης, εμφανίζονται ως κενά, παρακμιακά και διεφθαρμένα. Μια αποφασιστική αντιμετώπιση όλων αυτών είναι μία από τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την επίλυση της παρούσας κρίσης του πολιτισμού μας.
Έτσι, εκείνες οι προσπάθειες να αντιδράσουμε ενάντια στις πιο ακραίες πτυχές της παγκόσμιας υπονόμευσης είναι πράγματι πολύ επικίνδυνες, όταν στοχεύουν μόνο σε ιδέες, συνήθειες και θεσμούς της αστικής εποχής. Αυτό ισοδυναμεί με την παροχή πυρομαχικών στον εχθρό. Η αστική νοοτροπία και το αστικό πνεύμα, με τον κομφορμισμό του, τις ψυχολογικές και ρομαντικές του αποφύσεις, την ηθικολογία, και τις ανησυχίες του για μιαν ήσσονος σημασίας ασφαλή ύπαρξη, στην οποία ένας θεμελιώδης υλισμός βρίσκει την αποζημίωση του στον συναισθηματισμό και στην ρητορική των μεγάλων ανθρωπιστικών και δημοκρατικών λέξεων -όλα αυτά έχουν μόνο μια τεχνητή, περιφερειακή κι επισφαλή ζωή, άσχετα πόσο αποφασιστικά επιβιώνει λόγω της αδράνειας σε πλατειά κοινωνικά στρώματα από πολλές χώρες του «ελεύθερου κόσμου». Ως εκ τούτου, δηλώνω ότι η αντίδραση στο όνομα των ειδώλων, στον τρόπο ζωής, και στις μέτριες αξίες του αστικού κόσμου, όπως συμβαίνει με την μεγάλη πλειοψηφία των σύγχρονων υποστηρικτών του «νόμου και της τάξης», σημαίνει ότι η μάχη έχει χαθεί από την αρχή.
Ωστόσο, ακριβώς όπως η αστική τάξη στους προηγούμενους πολιτισμούς ήταν κοινωνικά μια ενδιάμεση κατηγορία, που βρίσκεται μεταξύ των πολεμιστών και της πολιτικής αριστοκρατίας από τη μια πλευρά, και του απλού «λαού» από την άλλη – παρόμοια, υπάρχει μια διπλή δυνατότητα (μια θετική, η άλλη αρνητική) σε γενικές γραμμές για την υπέρβαση της αστικής τάξης – εκείνη της λήψης μιας αποφασιστικής στάσης ενάντια στον αστικό τύπο, στον αστικό πολιτισμό και στο πνεύμα και τις αξίες του.
Η πρώτη πιθανότητα αντιστοιχεί σε μια κατεύθυνση που οδηγεί ακόμη χαμηλότερα, προς μιαν υλιστική και κολεκτιβοποιημένη υπο-ανθρωπότητα, κάτω από την σημαία του μαρξιστικού ρεαλισμού, προς κοινωνικές και προλεταριακές αξίες κατά την «αστικής παρακμής». Είναι πράγματι δυνατόν να συλλάβουμε μιαν εκκαθάριση του οποιουδήποτε σχετίζεται με την συμβατική, υποκειμενικό, και «εξωπραγματικό» κόσμο που ήταν γενικά αστικός, κατευθυνόμενοι όχι υψηλότερα, αλλά χαμηλότερα απ’ ότι είναι κατάλληλο για το φυσιολογικό ιδανικό της προσωπικότητας.
Αυτό συμβαίνει όταν το τελικό αποτέλεσμα είναι το μαζικό άτομο (ο «μαζάνθρωπος»), η «συλλογικότητα» της σοβιετικής ιδεολογίας, στο μηχανοποιημένο και άψυχο κλίμα που την συνοδεύει. Σ’ αυτήν την περίπτωση, το αποτέλεσμα της εκκαθάρισης του αστικού κόσμου μπορεί να συνεισφέρει μόνο σε περαιτέρω οπισθοδρόμηση : οδεύουμε προς ότι είναι κάτω και όχι πάνω από το πρόσωπο. Είναι το αντίθετο από ότι συνέβη στους μεγάλους «αντικειμενικούς» (για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Γκαίτε)πολιτισμούς, οι οποίοι προώθησαν την ανωνυμία και την περιφρόνηση για το άτομο, όμως στο πλαίσιο των ανώτερων, ηρωικών και υπερβατικών αξιών.
Ομοίως, αν η επίμοχθη προσπάθεια προς την κατεύθυνση ενός νέου ρεαλισμού είναι σωστή, μπορούμε να δούμε ξεκάθαρα το λάθος εκείνων που θεωρούν μόνον τις κατώτερες βαθμίδες της πραγματικότητας ως πραγματικές. Αυτό συμβαίνει όταν ο ρεαλισμός έχει ουσιαστικά διατυπωθεί σε οικονομικούς όρους (όπως συμβαίνει στον κομμουνισμό). Το ίδιο ισχύει και για κάποιες τάσεις που έχουν προκύψει στις τέχνες ή στις παρυφές της φιλοσοφίας, και οι οποίες παρατάχθηκαν με κινήματα της αριστεράς, υποδυόμενες μιαν αντισυγκαταβατική στάση προς την πραγματική κοινωνία. Μία από αυτές τις τάσεις αυτοαποκαλείται «νεο-ρεαλισμός», ενώ μια άλλη είναι ο ριζοσπαστικός υπαρξισμός, εμπνευσμένος από τον Σαρτρ και την κλίκα του. Σ’ αυτήν την φιλοσοφία, η «ύπαρξη» ταυτίζεται με τις πιο ρηχές μορφές ζωής. Αυτό το είδος της ύπαρξης διαχωρίζεται από οποιαδήποτε ανώτερη αρχή, γίνεται απόλυτη, και διατηρείται στην αγωνιώδη και άφωτη αμεσότητα του.
Αυτό το είδος υπαρξισμού έχει το αντίστοιχό του στην ψυχανάλυση, ένα δόγμα που απορρίπτει και στιγματίζει ως εξωπραγματική την συνειδητή και κυρίαρχη αρχή του προσώπου, θεωρώντας αντ’ αυτής ως «πραγματικό» την άλογη, ασυνείδητη, συλλογική και νυχτερινή διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης : με αυτή την βάση, κάθε ανώτερη λειτουργία αντιμετωπίζεται ως παράγωγό και εξάρτημα αυτής της διάστασης. Αυτό συμβαίνει επίσης στο κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο, όπου ο μαρξισμός προσπαθεί να απεικονίσει ως απλή «υπερδομή» ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κοινωνικές και οικονομικές διαδικασίες. Προφανώς είμαστε στην ίδια γραμμή σκέψης, όταν ο υπαρξισμός διακηρύσσει την πρωτοκαθεδρία της «ύπαρξης» πάνω στο «είναι», αντί ν’ αναγνωρίσει ότι η ύπαρξη αποκτά νόημα μόνον όταν είναι εμπνευσμένη από κάτι πέρα από τον εαυτό της.
Υπάρχει συνεπώς μια ακριβής, ορατή παράλληλος μεταξύ τέτοιων διανοητικών ρευμάτων και επαναστατικών, κοινωνικοπολιτικών κινημάτων, γιατί αυτό το οποίο αντιμετωπίζουμε είναι η εκδήλωση, στον ατομικό τομέα, αυτού που εκδηλώνεται στο κοινωνικό και ιστορικό πεδίο ως μια ανατρεπτική μετατόπιση της ισχύος προς τις μάζες, η αντικατάσταση του ανώτερου με το κατώτερο, καθώς και η απομάκρυνση κάθε αρχής της εθνικής κυριαρχίας που δεν προέρχεται «εκ των κάτω». Ο υπαρξιστικός και ψυχαναλυτικός «ρεαλισμός», μαζί με παρόμοιες τάσεις, δείχνει προς μιαν ανθρώπινη εικόνα η οποία αντανακλά αυτές τις σχέσεις στο άτομο. Μια τέτοια εικόνα εμφανίζεται ως ακρωτηριασμένη, διαστρεβλωμένη και ανατρεπτική. Οπότε μπορούμε να την θεωρούμε ως το αποτέλεσμα κάποιας σύμφωνης ομοιότητας όταν πολλοί διανοούμενοι παρόμοιων κλίσεων επιδεικνύουν συμπάθεια προς τα αριστερά κοινωνικά ρεύματα, ακόμη κι όταν οι πολιτικοί ηγέτες αυτών των ρευμάτων δεν έχουν τα ίδια συναισθήματα γι ‘αυτούς.
Ωστόσο, υπάρχει και μια δεύτερη δυνατότητα: μπορεί κανείς να συλλάβει μια ρεαλιστική άποψη κι έναν αγώνα ενάντια στο αστικό πνεύμα, στον ατομικισμό, και στον ψευδή ιδεαλισμό, μια άποψη που είναι πιο ριζοσπαστική από ότι ο αγώνας ενάντια τους από την Αριστερά, αλλά συνάμα και προσανατολισμένη προς τα πάνω και όχι προς τα κάτω. Όπως έχω πει σε προηγούμενο κεφάλαιο, η διαφορετική αυτή δυνατότητα συναρτάται με μιαν αναβίωση των ηρωικών και αριστοκρατικών αξιών, όταν γίνονται αντιληπτές φυσικά και καθαρά, δίχως ρητορεία ή έπαρση : Ανασκοπώντας εκ των υστέρων, ήδη την έχουν παραδειγματίσει τυπικές πτυχές του Ελληνικού, Ρωμαϊκού και Γερμανορωμαϊκού κόσμου. Είναι δυνατόν να κρατήσουμε μιαν απόσταση από όλα όσα έχουν μόνο έναν ανθρώπινο και ιδιαίτερα υποκειμενικό χαρακτήρα. Να αισθανόμαστε περιφρόνηση για τον αστικό κομφορμισμό και τον μικρόψυχο εγωισμό και την ηθικολογία του. Να ενσαρκώνουμε το ύφος μιας απρόσωπης δραστηριότητας. Να προτιμούμε ότι είναι ουσιώδες και πραγματικό με μιαν υψηλότερη αίσθηση, απαλλαγμένοι από τις παγίδες του συναισθηματισμού και από ψευτοδιανοητικές υπερδομές- κι ακόμη όλα αυτά πρέπει να γίνουν στέκοντας ορθοί, νοιώθοντας στην ζωή την παρουσία εκείνου που οδηγεί πέρα από τη ζωή, αντλώντας από αυτό ακριβή πρότυπα συμπεριφοράς και δράσης.
Κάθε τι που είναι αντι-αστικό υπ’ αυτήν την έννοια δεν συγκλίνει προς τον κομμουνιστικό κόσμο. Αντίθετα, είναι η προϋπόθεση για την ανάδειξη των νέων ανδρών και ηγετών, ικανών να ορθώσουν αληθινά φράγματα ενάντια στην παγκόσμια ανατροπή, σε συνδυασμό με την δημιουργία ενός νέου κλίματος, ενός κλίματος που θα είναι προικισμένο με τις δικές του μοναδικές εκφράσεις, ακόμη και σε όρους καλλιέργειας και πολιτισμού.
Είναι λοιπόν ύψιστης σημασίας να αναγνωρίζουμε ξεκάθαρα την αντίθεση μεταξύ των δύο δυνατοτήτων ή κατευθύνσεων της αντι-αστικής στάσης οι οποίες προαναφέρθηκαν. Αυτό υπήρξε ιδιαίτερα αληθές στην Ιταλία. Στο παρελθόν, ο φασισμός υιοθέτησε μια αντι-αστική στάση και στο πλαίσιο της ανανέωσης που επρόκειτο να εισάγει, επιθυμούσε την έλευση ενός Νέου Ανθρώπου, ο οποίος έπρεπε ν’ αποκοπεί από το αστικό ύφος της σκέψης, του αισθήματος και της συμπεριφοράς.
Δυστυχώς, αυτή ήταν μία από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο φασισμός δεν ξεπέρασε ποτέ την συνθηματολογία του. Αυτά τα στοιχεία στο φασισμό που, παρ’ όλα, παρέμειναν αστικά ή κατάντησαν αστικά με μεταδοτική μόλυνση, αποτελούσαν μια από τις αδυναμίες του. Σ’ ότι αφορά το παρόν, με σπάνιες εξαιρέσεις, ο μέσος Ιταλός κομμουνιστής δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ένας αστός που βγαίνει στους δρόμους (ο ίδιος ο Λένιν είπε ότι ένας προλετάριος, αριστερός για τον εαυτό του, τείνει να μετατραπεί σε αστό), όπως ακριβώς και ένας ψευτο- χριστιανός κι ένα μέλος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος δεν αντιπροσωπεύουν τίποτ’ άλλο πέρα από την αστική τάξη στο ναό. Ακόμη κι εκείνοι που αποκαλούν τους εαυτούς τους μοναρχικούς, μπορούν να εννοήσουν μόνον έναν αστό – βασιλιά. Το χειρότερο κακό για την Ιταλία είναι η αστική τάξη: ο αστός-ιερέας, ο αστοί-εργάτης, ο αστός-«ευγενής», ο αστός-διανοούμενος. Αυτός ο τύπος είναι ασταθής, μια ουσία δίχως μορφή, στην οποία δεν υπάρχει «πάνω» ή «κάτω». Το σύνθημα και η προσταγή συσπείρωσης πρέπει να είναι : «Σβήστε το παρελθόν!» Μόνον ακολουθώντας αυτό το απόφθεγμα θα είναι θα αποφευχθεί η στροφή προς τη λάθος κατεύθυνση.
Θ.Π.