Ο Όσβαλντ Σπένγκλερ, ένας από τους μεγαλύτερους και πιο αδικημένους διανοητές του προηγούμενου αιώνα, ισχυρίστηκε ότι οι πολιτισμοί κινούνται σε κύκλους ακμής και παρακμής στον χωροχρόνο. Στο τέλος του κάθε κύκλου ένας πολιτισμός κλείνει τον κύκλο του, ολοκληρώνοντας την περίοδο παρακμής του, και ένας άλλος αρχίζει την δική του ζωή με την περίοδο της ακμής του. Όλα δείχνουν πως βρισκόμαστε στο τέλος ενός τέτοιου κύκλου, ενός κύκλου που διήρκεσε δύο χιλιάδες χρόνια, και τώρα θα επιστεγαστεί από τον επιθανάτιο ρόγχο του δυτικού πολιτισμού. Όταν μιλάμε για τον θάνατο ενός πολιτισμού, αναφερόμαστε στην απονέκρωση του αξιακού συστήματος που τον δημιούργησε, γεγονός το οποίο συνεπάγεται ότι όλες οι συνεπαγωγές αυτού του αξιακού συστήματος, μοιραία θα μαραζώσουν αποκομμένες από την ρίζα τους.
Ο Αρχαίος κόσμος πέφτει οριστικά και επίσημα το 529 μ.Χ. από την κίνηση του αυτοκράτορα Ιουστινιανού να κλείσει την Ακαδημία Πλάτωνος και να βάλει την ταφόπλακα σε ένα, επί πολλούς αιώνες, παρηκμασμένο τρόπο σκέψης, αυτό των σωκρατικών και προσωκρατικών φιλοσόφων, ο οποίος είχε ήδη δώσει την θέση του στην νέα κυρίαρχη ιδεολογία. Η ληξιαρχική πράξη θανάτου, όμως, του Αρχαίου κόσμου μπορεί να χρονολογηθεί πολύ πιο πριν, όμως δεν είναι αυτό το ζητούμενο μας. Αμέσως μετά ξεκινά η κυριαρχία της «κορυφής των παρακμιακών κινημάτων». Σήμερα ζούμε στο τέλος της βασιλείας των ιδεολογικών του τέκνων, τα οποία κατά την διάρκεια της «νιότης» τους, χώρισαν τον κόσμο στα δύο, και εν συνεχεία ενώθηκαν εις σάρκαν μίαν, από όπου και προήλθαν, με σκοπό την παγκόσμια σιωνιστική διακυβέρνηση, την παγκόσμια κυριαρχία του σκότους.
Ο κομμουνισμός και ο φιλελευθερισμός, τα δύο αυτά ιδεολογικά τέκνα, όπως προαναφέραμε, με την νίκη τους στον μεγάλο Ιδεολογικό πόλεμο, εδραίωσαν την κυριαρχία τους. Τώρα πλέον εμφανίζουν το πραγματικό τους πρόσωπο, δείχνοντας αυτό που όλοι οι, πραγματικά ανεξάρτητοι, μελετητές τους γνώριζαν. Ότι είναι πραγματικά τέκνα του πατέρα τους και όμοια σε όλα. Ο δεσποτικός, τυραννικός κομμουνισμός έδωσε τα ηνία σε έναν εξίσου τυραννικό και αντιφυσικό διεθνιστικό αριστερισμό, ο οποίος θέλει και τείνει να ενωθεί με τον δεξιό του αδερφό, τον κοσμοπολίτικο φιλελευθερισμό, ως δόκανα γύρω από τους Λαούς. Απώτερος σκοπός, αμφότερων, είναι η παγκοσμιοποίηση, η τελική τους ένωση σε μία ιδεολογία που θα πρεσβεύει το θάνατο των ιδεολογιών, τον θάνατο του ιδεαλισμού, τον θάνατο του Ανθρώπου.
Το πραγματικό ερώτημα των σημερινών κυβερνώντων είναι αν θα προλάβουν να κλείσουν την «παγίδα» και να ολοκληρώσουν τον οριστικό θάνατο του πραγματικού, φυσικού, εθνικού πολιτισμού που σχεδιάζουν. Η πικρή γι’ αυτούς αλήθεια, όμως, είναι ότι ο πολιτισμός, ο οποίος πεθαίνει, στην σημερινή εποχή, είναι ο δικός τους. Το αξιακό σύστημα που τους γέννησε και τους έθρεψε βρίσκεται στα τελευταία του και δεν χωρά γι’ αυτό επιστροφή ή αμφιβολία. Ο Έβολα τοποθετούσε τον πόλεμο σε δύο επίπεδα, αναφερόμενος στους πολέμους που έχουν κάποια σημασία φυσικά, ονομάζοντας τους Ιερούς. Το ένα επίπεδο είναι ο Μεγάλος Ιερός Πόλεμος, που ήδη μαίνεται στην εποχή μας. Είναι ο Ιδεολογικός πόλεμος που έχει ήδη ξεκινήσει σε όλη την Ευρώπη, μεταξύ των δυνάμεων του συστήματος και των δυνάμεων της αλλαγής, μεταξύ του κόσμου που φεύγει και του κόσμου που έρχεται. Είναι ο πόλεμος που διεξάγει ο κάθε άνθρωπος απέναντι στον εαυτό του, ο εσωτερικός πόλεμος, του οποίου την εξωτερίκευση βιώνουμε σήμερα. Το άλλο επίπεδο είναι ο Μικρός Ιερός Πόλεμος που μαίνεται στα πεδία των μαχών, είναι ο υλιστικός πόλεμος.
Βρισκόμαστε στο μεταίχμιο δύο εποχών, αυτό είναι σίγουρο. Είναι σίγουρο πως ένας παλαιός κόσμος δύει και ένας νέος ανατέλλει. Αυτό δεν είναι μοναχά ένα ζήτημα Ελληνικό, είναι ένα ζήτημα παγκόσμιο, αφού θα κρίνει την νέα παγκόσμια κυρίαρχη κατάσταση, που θα μας επηρεάζει όλους. Το πραγματικό ζητούμενο είναι το ποια θα είναι η εποχή που θα αναδυθεί από τις φλόγες του Ιδεολογικού Πολέμου του 21ου Αιώνα, ενός πολέμου που, προς στιγμήν, δεν δείχνει ικανός να φτάσει, ανοιχτά, μέχρι τα πλαίσια του Μικρού Ιερού Πολέμου και περιορίζεται στον χώρο των Ιδεών. Είναι, μάλιστα, θεμιτό αυτός ο Μικρός Ιερός Πόλεμος να καθυστερήσει όσο το δυνατόν περισσότερο, απογυμνώνοντας το σημερινό κυρίαρχο σύστημα από τους υποστηρικτές του, λεπταίνοντας τις γραμμές του. Πολύ θα ήθελε το σημερινό κυρίαρχο σύστημα να δώσει μια μάχη που γνωρίζει, εκ των προτέρων, ότι θα νικήσει, παρατείνοντας έτσι για κάποιο διάστημα την κυριαρχία του και αναβάλλοντας τον προδιαγραφέντα θάνατό του. Δεν είναι συντηρητική, αλλά ρεαλιστική η παραπάνω διαπίστωση, είναι η στρατηγική επιλογή που θα διάλεγε ο οποιοσδήποτε αν έβλεπε ότι ο αντίπαλος του φθίνει σταθερά και από μόνος του. Ο σκοπός, άλλωστε, είναι η νίκη και όχι η εκτόνωση της καταστάσεως, όπως ακριβώς θα την ήθελε το κρατούν σύστημα.
Ποιο είναι, όμως, ακριβώς το σύστημα που πεθαίνει; Θα πρέπει πρωτίστως να συνειδητοποιήσουμε, ότι για να ανέλθει ένα σύστημα στην παγκόσμια εξουσία, πρέπει πρώτα απ’ όλα να αποδομήσει ολοκληρωτικά το προηγούμενο. Θα πρέπει μέχρι και τις έννοιες του να τις διαστρεβλώσει ή να τις κάνει εχθρικές για το αυτί. Αυτό έκανε και το σημερινό καθεστώς που τώρα πέφτει, αυτό πρέπει να συμβεί και τώρα. Θα αναφέρω χαρακτηριστικά ένα παράδειγμα από τον κατ’ εξοχήν «φιλόσοφο» του σημερινού καθεστώτος, τον Εβραίο Κάρλ Πόππερ, ο οποίος στο βιβλίο του «Η ανοικτή κοινωνία και οι εχθροί της» αναφέρει τον Πλάτωνα ως «προπαγανδιστή του θεμελιώδους μοντέλου του ολοκληρωτικού κράτους», κοινώς ως έναν «πρώιμο» φασίστα. Με αυτά κατά νου θα πρέπει να γνωρίζει, εκ των προτέρων, ο αναγνώστης ότι στο αξιακό σύστημα του συστήματος που πέφτει, θα δει έννοιες που τείνουν να λάβουν «θρησκευτικό» περιεχόμενο. Έννοιες που, ίσως μέχρι και σήμερα, σχεδόν κανείς δεν τολμά να αναφέρει με οποιαδήποτε χροιά αρνητισμού ή απόρριψης.
Πρόκειται στην ουσία για την αποδόμηση του αστικού πολιτισμού, όπως αυτός πραγματώθηκε στην Δύση, δηλαδή στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων των συνεπαγόμενων του, όπως η δημοκρατία, η θεοποίηση των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», η «ανοχή στην διαφορετικότητα», οι «αγορές», η «ισότητα» και άλλα πολλά που έτειναν να ξαναπάρουν θρησκευτική μορφή. Πρόκειται για την λατρεία του μετρίου και την εχθρικότητα σε κάθε τι πραγματικά ξεχωριστό και ανώτερο. Για την μετουσίωση του διεθνισμού σε όλα τα επίπεδα, όπως αυτός άρχισε να εφαρμόζεται και να αναπαράγεται ήδη από το τέλος του Αρχαίου Κόσμου. Όμως όλο αυτό το σύστημα έφτασε στο τέλος του, όχι για κάποιον άλλο λόγο, αλλά γιατί έφτασε στο ιδεολογικό τέλμα του, απαξιώθηκε και συνεχίζει και απαξιώνεται στα μάτια των ίδιων των ανθρώπων. Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, πραγματικά, αφού στήθηκε εξ αρχής σε σαθρά θεμέλια.
Ο Κόσμος αυτός που ζούμε σήμερα, στήθηκε και στηρίχθηκε ώστε να αποτελέσει μια ομαλή μετάβαση από τον Αρχαίο Κόσμο, μόνο που η μετάβαση του, ούτε ήταν ομαλή, ούτε έπεισε ποτέ κανέναν ως ομαλή. Πέραν, φυσικά, κάποιων αδαών, κάποιων ιδεολογικά ευνουχισμένων και κάποιων άλλων που είχαν σαφή συμφέροντα στο να κάνουν τα «στραβά μάτια» στον προφανή εσωτερικό παραλογισμό της αστικής αντεθνικής δημοκρατίας. Ενδεικτικά ας δούμε μόνο την αστική δημοκρατία, το «ιερό τέρας» που δεν πρέπει σε καμμία περίπτωση να απειληθεί. Μια αστική δημοκρατία που είναι, σύμφωνα με τα λεγόμενα και γραφόμενα των προαναφερθέντων κατηγοριών ανθρώπων, απόγονος του χρυσού αιώνα του Περικλέους και της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, ενός πολιτεύματος που κατά τον Θουκυδίδη που το έζησε «εγίγνετο τε λόγω μεν δημοκρατία, έργω δε υπό του πρώτου ανδρός αρχή», δηλαδή ένα πολίτευμα που «λεγόταν μεν δημοκρατία, στην πραγματικότητα όμως διαμορφωνόταν σε διακυβέρνηση από τον πρώτο πολίτη». Αυτό ως ενδεικτικό για να μην αναλύσουμε τον εσωτερικό παραλογισμό όλων των χαρακτηριστικών του κόσμου που φεύγει, χάριν συντομίας.
Ξεπερνώντας την αρχική φενάκη του συστήματος οφείλουμε να δούμε τα προβλήματα που ταλανίζουν τον τόπο μας, αλλά και το παγκόσμιο στερέωμα στην πραγματική τους μορφή, ως συνεπαγόμενα ενός συστήματος που λειτούργησε επί πολλά χρόνια, και του οποίου ζούμε τις τελευταίες «ημέρες». Η οικονομική κρίση και η λαθρομετανάστευση, για να δώσουμε ένα παράδειγμα, εκλαμβάνονται ως διαφορετικά προβλήματα, ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, της καπιταλιστικής πρακτικής και της φιλελεύθερης ανθρωποκεντρικής ρητορείας που χρησιμοποιήθηκε για να δώσει κάλυψη στην πρώτη. Η τεχνολογική έκρηξη του προηγούμενου αιώνα και η συνεπαγόμενη της μηχανοποίηση των γραμμών παραγωγής δημιούργησαν μείωση των θέσεων εργασίας, η οποία σε συνδυασμό με τον υπερπληθυσμό του πλανήτη επέφεραν μια λογιστική διαφορά ανάμεσα στην τιμή της εργατοώρας, ανά τον κόσμο. Μια διαφορά που οι καπιταλιστές με την συνεπικουρία των «αντιρατσιστών» συνεργατών τους θα ήθελαν να αμβλύνουν. Έτσι εφάρμοσαν το «τερπνόν μετά του ωφελίμου», διεξάγοντας πολέμους στις περιοχές με υπερπληθυσμό, ενεργοποιώντας τον «καπιταλισμό της καταστροφής» που θρέφει τις κατασκευαστικές εταιρίες, σπρώχνοντας με αυτό τον τρόπο πληθυσμούς, από υπερπληθυσμένες περιοχές με χαμηλή τιμή της εργατοώρας, σε άλλες περιοχές με υψηλή τιμή της εργατοώρας, με απώτερο σκοπό την εφαρμογή ενός μέσου όρου στον πληθυσμό και στο εργατικό κόστος, κάνοντας παράλληλα και ένα «αντιρατσιστικό» βήμα προς την παγκοσμιοποίηση και την νηνεμία του θανάτου των Εθνών. Επίσης παράλληλα, «εκδημοκράτιζαν» τις συγκεκριμένες περιοχές, δηλαδή σε μετάφραση τις άνοιγαν για τις «αγορές» των τοκογλύφων και των μεγαλοκαπιταλιστών.
Όσο κυνικό και να ακούγεται, αυτή είναι η πραγματικότητα για το πως οι κραταιοί του κόσμου που φεύγει, βλέπουν μέχρι τώρα τον κόσμο. Ως αριθμητικές οικονομικές ποσότητες και στατιστικά, τα οποία πρέπει να χαλιναγωγηθούν. Συνεπαγωγικά, η εργασία ξέφυγε από τον αγρό και την εξυπηρέτηση των αναγκών της Φυλής και έγινε χρηματιστηριακοί δείκτες, αγορές και νόμος της «προσφοράς και της ζήτησης». Έτσι φτάσαμε και στον «καπιταλισμό της καταστροφής», που απαιτεί καταστροφή προκειμένου να εργάζονται οι κατασκευαστικές εταιρίες του, για να αποπληρώνουν τα δάνεια τους στις τράπεζες και να μην επέλθει «χρηματοπιστωτική κρίση». Έτσι φτάσαμε στα ισχυρά λαθρομεταναστευτικά ρεύματα, γιατί δεν γίνεται να υπάρχουν μισθολογικές διαφορές στον κόσμο όπου επικρατούν ιδεολογίες του τύπου «οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα» ή «το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα», όπως λένε οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Δεν γίνεται στον κόσμο της «ισότητας» να υπάρχουν ανισότητες.
Όλα εν τέλει αντικατοπτρίζουν το πώς κάποιος «βλέπει» την Αλήθεια στον κόσμο, πώς την εκλαμβάνει, πώς την ερμηνεύει και εν τέλει πώς πράττει με βάση όλα αυτά. Είναι το πρίσμα, μέσα από το οποίο ο Άνθρωπος βλέπει την Ζωή, τον Θάνατο, την Τέχνη, την Ψυχή. Το πρίσμα μέσα από το οποίο βλέπει τον ίδιο του τον Εαυτό και την σχέση του με όσα βρίσκονται γύρω του. Το πρίσμα που κοιτάει τον Θεό και την δημιουργία Του! Όλα αυτά είναι που πεθαίνουν και άλλα θα ανατείλουν, καινούργια. Αυτό έβλεπε ο Σπένγκλερ, αυτό προφήτευε ο Νίτσε όταν έλεγε «Ο Θεός πέθανε» και σωστά τον επεξηγούσε ο Λιαντίνης λέγοντας «Πεθαίνει ο Άνθρωπος». Πεθαίνει όμως; Όχι, αλλάζει απλώς, για άλλη μία φορά στην Ιστορία. Όπως τα σύμβολα δεν πεθαίνουν, αλλά μπορεί να αλλάξουν νόημα, όπως η ρούνα του θανάτου κυκλώθηκε και έγινε σύμβολο της ειρήνης. Αλλάζει συνεπώς η «βούληση για ισχύ» στην, κατά Χάιντεγκερ, ερμηνεία της οντολογίας του Νίτσε, αλλάζει ο χαρακτήρας του όντος.
Τι είναι όμως αυτό που έρχεται; Ποια είναι η νέα κυρίαρχη κατάσταση που αναμένεται; Θα είναι ο κινέζος μαζάνθρωπος του μετακομμουνιστικού νεοκαπιταλισμού; Θα είναι ο σκληροτράχηλος Ρώσος του αντιφιλελευθερισμού; Ή θα είναι κάτι άλλο νέο ή ανανεωμένο; Αυτό το γνωρίζουν αυστηρώς και μόνο οι Μοίρες και πιθανώς ο «Μοιραγέτης». Το σίγουρο είναι ότι δεν το γνωρίζουν οι Άνθρωποι, που μόνο να εικάζουν και να αγωνίζονται μπορούν. Αξίζει πάντως να αναφέρουμε σε αυτό το σημείο τον ευσεβή πόθο ενός από τους μεγαλύτερους διανοητές της εποχής μας, του Φρειδερίκου Νίτσε, ο οποίος αναφερόμενος στην Γερμανική Φιλοσοφία του τέλους του 19ου Αιώνα και πιο συγκεκριμένα στους Λάιμπνιτζ, Κάντ, Χέγκελ και Σοπενγχάουερ, είπε: «Επιστρέφουμε εκεί σήμερα όλοι, σ’ αυτές τις θεμελιώδεις ερμηνείες του σύμπαντος που επινόησε το Ελληνικό πνεύμα, μέσω του Αναξίμανδρου, του Ηράκλειτου, του Παρμενίδη, του Εμπεδοκλή, του Δημόκριτου και του Αναξαγόρα. Από μέρα σε μέρα γινόμαστε περισσότερο Έλληνες, πρώτα ασφαλώς στις αντιλήψεις μας και τις αξιολογήσεις μας, σαν να είμαστε ακριβώς ελληνίζοντα φαντάσματα. Αλλά ας ελπίσουμε ότι κάποτε θα γίνουμε φυσιολογικά Έλληνες! Είναι αυτό και πάντοτε θα είναι αυτό που περιμένω από το γερμανισμό!».
Όλα δείχνουν πως μία από τις πιθανές μετεξελίξεις της κοινωνίας, με μεγάλες τάσεις επικράτησης ανά την Ευρώπη, στηρίζεται στις θεμελιώδεις αξίες του Εθνικισμού και της κοινωνικής πολιτικής του, του Κοινωνισμού. Με τις Κοινωνίες να δέχονται την ολομέτωπη επίθεση του παγκοσμιοποιητικού μετώπου, έχουν ήδη αρχίσει να ξυπνούν από τον καταναλωτικό λήθαργο οι συνειδήσεις των Ανθρώπων. Τα πρώτα οχυρά του Ιδεολογικού Πολέμου του 21ου Αιώνα έχουν ήδη πέσει. Θέλει, όμως, εξίσου προσοχή αυτός ο πόλεμος, όπως και ο κανονικός, αφού διέπεται από τους ίδιους κανόνες. Θέλει προσήλωση, ιεραρχία, πειθαρχία και στρατηγική! Πρέπει, συστηματικά και χωρίς κανένα ενδοιασμό, να αποδομήσουμε το θνήσκον καθεστώς και να πραγματώσουμε τους φόβους του. Το ίδιο το σύστημα δείχνει, αθέλητα, τους φόβους του, δείχνοντας το δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσουμε προκειμένου να διαρρήξουμε επαρκώς το ρήγμα που του έχει ανοίξει η χρηματοπιστωτική κρίση, που δημιούργησε η ίδια του η ανεπάρκεια. Η αχίλλειος πτέρνα του είναι εμφανής στους υποψιασμένους και έχει ήδη γίνει στόχος του δόρατος της Χρυσής Αυγής.
Ο φόβος του καθεστώτος είναι η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση του Λαϊκού Εθνικιστικού Κινήματος, όχι υπό την μορφή επερωτήσεων και με σεβασμό στον «πολιτικό πολιτισμό», αλλά αντιθέτως με την ενεργή αντίσταση και την αφύπνιση του κοιμώμενου Ελληνικού Λαού. Με την Επανελληνοποίηση της Ελληνικής Κοινωνίας. Με το οριστικό και αμετάκλητο γκρέμισμα των τελευταίων αναχωμάτων του καθεστώτος, με την απογύμνωση του από τις τελευταίες του ελπίδες, τις τελευταίες του εφεδρείες. Με την συστράτευση των Ελλήνων στην Εθνική Αντίσταση. Αυτό γίνεται εμφανές, αν κάποιος δει τις πρόσφατες δηλώσεις των καθεστωτικών, είτε πολιτικών, είτε δημοσιογράφων, που ήρθαν ως αποτέλεσμα των πραγματικών δημοσκοπήσεων. Το κλάμα του καθεστώτος είναι η δική μας χαρά! Μας πολεμούν, άρα πάμε καλά! Ζήτω η Νίκη!
Κώστας Αλεξανδράκης
Διαβάστε αυτό και άλλα πολλά στο πρώτο τεύχος της Ιδεολογικής Επιθεώρησης “Μαίανδρος” που κυκλοφορεί