ΙΟΥΛΙΟΣ ΕΒΟΛΑ / Corriere Padano – Φεράρα, 13 Ιανουαρίου 1934
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι μέσα σε μιαν ολόκληρη ομάδα πολύ πρόσφατων ερευνών για την προϊστορία, κάνουν την επανεμφάνισή τους αρχαίες ιδέες, οι οποίες μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν ως απλοί μύθοι. Μία από αυτές τις ιδέες αναφέρεται στην αρχέγονη θρυλική χώρα των Υπερβορείων. Με μεγάλη επιφύλαξη όσον αφορά στην υποτιθέμενη βεβαιότητα πως στην προϊστορία έχει ζήσει μόνο μια πιθήκεια ανθρωπότητα, έχοντας σήμερα ανακαλέσει αυτήν την ιδέα, φθάνουμε ν’ αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της προέλευσης με μια νέα και απροκατάληπτη άποψη των διαφόρων ερευνητών, ως «υπόθεση εργασίας», ως μια συμβολική και πνευματική πραγματικότητα για να επιτευχθεί μια μεγάλη ιστορική σύνθεση, καταλήγουμε δε να υποπτευόμαστε ότι ακόμη και η λίθινη εποχή υπήρξε μάρτυρας ενός αυθεντικού πολιτισμού ανώτερου τύπου.
Η αρχέγονη πατρίδα μιας προϊστορικής λευκής φυλής, εξαιρετικά πολιτισμένης, τόσον ώστε να θεωρηθεί ως «θεϊκή» από τους αρχαίους, θα ήταν πράγματι η Αρκτική, ο Βόρειος Πόλος, η μυθική Υπερβορεία. Η παράδοξη εμφάνιση αυτού του επιχειρήματος αφανίζεται αμέσως μόλις θυμηθούμε τι διδάσκει η φυσική σχετικά με τα φαινόμενα που προέρχονται από τη λεγόμενη «μετάπτωση των ισημεριών».
Λόγω της κλίσης του άξονα της Γης, από εποχής σε εποχή παράγεται μια αλλαγή στο κλίμα της Γης. Καθώς κάτω από τους πολικούς πάγους έχει ανακαλυφθεί απολιθωμένος άνθρακας, αυτό σημαίνει ότι κάποια περίοδο σ’ αυτήν την ζώνη υπήρχαν δάση και πυρκαγιές. Η ψύξη δεν επέδρασε στην Αρκτική παρά σε μία μεταγενέστερη περίοδο.
Μία από τις επωνυμίες της Άσγκαρντ [1] (Asgard), οίκου των «θεών» και πατρίδας καταγωγής των βορείων βασιλικών οικογενειών, είναι σύμφωνα με την σκανδιναβική παράδοση «πράσινο νησί» ή «πράσινη γη», στη σύγχρονη γερμανική Grünes-Land, απ ‘ όπου Γροιλανδία.
Αλλά αυτή η γη, όπως λέει το όνομά της, ακόμα και μέχρι τα χρόνια των Γότθων φαίνεται να παρουσίαζε μια πλούσια βλάστηση και δεν είχε ακόμη καταβληθεί ολόκληρη από την κατάψυξη. Όμως υπάρχει και κάτι περισσότερο : στην περιοχή των αρκτικών πάγων, πρόσφατες αποστολές του Καναδού Τζένες, των Δανών Ράσμουσεν και Θέρκελ και του Αμερικανού Μπίρκετ – Σμιθ, παρήγαγαν πράγματι μοναδικά αρχαιολογικά ευρήματα : στο βάθος, κάτω από τους πάγους βρέθηκαν υπολείμματα πολιτισμού πολύ υψηλότερης βαθμίδας από ό, τι εκείνος των Εσκιμώων και κατάλοιπα στρωμάτων ακόμα πιο αρχαίων, προϊστορικών. Σ’ αυτόν τον πολιτισμό έχει δοθεί το όνομα του «Πολιτισμού της Θούλης».
Θούλη είναι το όνομα που έδωσαν οι Έλληνες, ακριβώς σε μια περιοχή ή σ’ ένα νησί στον μακρινό Βορρά, το οποίο συχνά συγχέεται με τις γαίες των Υπερβορείων, από όπου θα έρθει ο ηλιακός Απόλλων, δηλαδή ο θεός των δωρικο-αχαϊκών φυλών, που πράγματι κατήλθαν από τον βορρά στην Ελλάδα.
Και ο Πλούταρχος λέει για την Θούλη ότι σ’ αυτήν επί ένα περίπου μήνα η νύκτα διαρκούσε μόνο δύο ώρες: είναι η «λευκή νύχτα» των βορείων χωρών. Επειδή δε, άλλες ελληνικές παραδόσεις αποκαλούν την αρκτική θάλασσα «Κρονία Θάλασσα», δηλαδή Θάλασσα του Κρόνου, αυτή είναι μια σημαντική ένδειξη, καθώς ο Κρόνος ήταν αντιληπτός ως ένας από τους θεούς της χρυσής εποχής, της αρχέγονης εποχής, της πρώτης εποχής της ανθρωπότητας.
Τώρα, αν κατευθυνθούμε στην Αμερική, στους πολιτισμούς των Αζτέκων του Μεξικού θα βρούμε αντιστοιχίες τόσο μοναδικές, ώστε τελικά επεκτείνονται στα ονόματα. Πράγματι οι αρχαίοι Μεξικανοί ονόμαζαν την αρχέγονη πατρίδα τους Τλαπαλάν, Τουλάν και επίσης Τούλα (η Ελληνική Θούλη). Και όπως η Ελληνική σχετιζόταν με τον ηλιακό Απόλλωνα, έτσι κι εδώ η Μεξικανική Τούλα θεωρούταν ως ο «Οίκος του Ήλιου».
Αλλά ας συγκρίνουμε αυτές τις μεξικανικές παραδόσεις μ’ εκείνες των Κελτών. Αν οι μακρινοί πρόγονοι των Μεξικανών είχαν έρθει στην Αμερική από μια Βορειο-Ατλαντική γή, ιδού πως οι Ιρλανδικοί θρύλοι μιλούν για την «θεϊκή φυλή» των Τουάθα ντε Ντανάν [2] (Tuatha de Danann), που ήρθε στην Ιρλανδία από την Δύση, από μια μυστική Ατλαντική ή Βορειο – Ατλαντική γη, την Άβαλον. Θα λέγαμε, επομένως, δύο μορφές της ίδιας ανάμνησης.
Οι δύο πολιτισμοί αντιστοιχούν σε δύο φωτοακτίνες, αμερικανική η μία, ευρωπαϊκή η άλλη, προερχόμενες από ένα ενιαίο κέντρο, από μία τοποθεσία εξαφανισμένη (ο μύθος της Ατλαντίδας), ή μάλλον παγωμένη. Αλλά υπάρχει κάτι περισσότερο, με την έννοια ότι, αν περάσουμε στο πεδίο των συγχρόνων θετικών ερευνών, θα βρούμε στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν κάλλιστα να συμφωνούν μ’ αυτές τις αντηχήσεις των θρύλων. Στην πραγματικότητα, στην ευρωπαϊκή ακτή του Ατλαντικού (κυρίως στον λεγόμενο μαγδαληναίο πολιτισμό) υπάρχουν σαφή ίχνη ενός αυθεντικού πολιτισμού κι ένας τύπος της ανθρωπότητας – ο λεγόμενος άνθρωπος Κρο-Μανιόν – τα οποία εμφανίζουν μιαν εξέλιξη πολύ υψηλότερη απ’ ότι οι σχεδόν ζωώδεις φυλές, οι τότε κάτοικοι της Ευρώπης που αποκλήθηκαν «παγετώδης άνθρωπος» ή «μουστεριανός άνθρωπος».
Τα σωζόμενα θραύσματα αυτού του πολιτισμού είναι τέτοιας φύσεως, ώστε να επιτρέπουν στους ερευνητές να ισχυριστούν ότι, οι Κρο-Μανιόν μπορούν κάλλιστα να ονομάζονται οι Έλληνες της λίθινης εποχής. Κάποτε αυτή η φυλή του Κρο-Μανιόν εμφανίστηκε μυστηριωδώς κατά την λίθινη εποχή, κατά μήκος της ακτής του Ατλαντικού μεταξύ των κατώτερων και σχεδόν πιθήκειων φυλών. Δεν θα μπορούσε ίσως να είναι η ίδια περίπτωση με τους Τουάθα ντε Ντανάν, με την « θεϊκή φυλή που προήλθε από την μυστηριώδη Βόρειο – Ατλαντική γη, αυτήν των σχετικών Ιρλανδικών θρύλων; Και οι μύθοι για τους αγώνες μεταξύ των «θεϊκών φυλών» που προέκυψαν ξαφνικά και των φυλών των «δαιμόνων» ή των τεράτων, δεν θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ίσως ως φανταστικές αντηχήσεις του μεγάλου αγώνα που διεξήχθη μεταξύ αυτών των δύο φυλών, μεταξύ των ανθρώπων Κρο-Μανιόν, των «Ελλήνων της Εποχής του Λίθου» και των ζωωδών μουστεριανών ανθρώπων;
Επιστρέφοντας στις παραδοσιακές μνήμες, δεν θυμούνται μόνον οι Έλληνες και οι Αμερικανοί μιάν αρχέγονη αρκτική κοιτίδα.
Σύμφωνα με τις Ιρανικές αναμνήσεις της Αβέστα, η αρχική και μυστική πατρίδα των Αρίων, αντιληπτή ως η «πρώτη δημιουργία του Θεού του Φωτός» – η «αριάνεμ βαέγιο» / aryanem vaêjô [3]- ήταν μια χώρα στον απώτατο βορρά, και λέγεται ακόμη ότι σ’ αυτήν, όταν ξεκινούσε ο χειμώνας διαρκούσε επί δέκα μήνες του έτους, όπως ακριβώς και στις αρκτικές περιοχές.
Συνεπώς, είναι μια πολύ ακριβής ανάμνηση των παγετώνων, όπως συνέβη με την μετάπτωση των ισημεριών στις αρκτικές περιοχές: ανάμνηση, η οποία, όμως, ταιριάζει με τον «τρομερό χειμώνα Φίμπουλ [4] (Fibul)», που εξαπολύεται στο τέλος ενός συγκεκριμένου κύκλου, ή «κόσμου», όπως αυτός περιγράφεται στις πανάρχαιες σκανδιναβικές παραδόσεις.
Αλλά ακόμα και στην Ινδία θυμούνται ένα νησί ή μια γη του φωτός, που τοποθετείται στο μακρινό Βορρά, την «σβέτα-ντβίπα» [«λευκή νήσο» ή «λαμπρή νήσο»], και μια φυλή στον μακρινό Βορρά, τους Ουτάρα – Κούρα [5]. Η ίδια ανάμνηση που έχουν στο Θιβέτ, ο μύθος της μυστικής πόλης του Βορρά, της Σαμπάλα. Στην Άπω Ανατολή, το Λιέ-τσί [6] αφηγείται την παράδοση σχετικά με την γη που βρίσκεται «στις βορειότερες περιοχές της βόρειας θάλασσας» και κατοικείται από «υπερβατικούς ανθρώπους», κι έτσι θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε με πολλές άλλες αναφορές, τόσο σύμφωνες, ώστε ν’ αναρωτιόμαστε αν οφείλεται μόνο στην «τύχη» η παρουσία του κοινού θέματος μεταξύ λαών τόσο διαφορετικών και απόμακρων μεταξύ τους.
Ως εδώ όμως οι παραδοσιακές μνήμες. Ακριβώς αυτές οι ιδέες έχουν ενσωματωθεί σήμερα σε μιαν επιστημονική έρευνα πραγματικά «μαστοδοντική» (μαμούθ), η οποία επαναφέρει σ’ ενότητα ένα γενικό σύμπλεγμα από διαπιστώσεις και ειδικές έρευνες – όπως αυτές του Φρομπένιους, του Χέρμαν, των καρστικών πετροστρωμάτων, κλπ.. – Σκοπός της είναι να ισχυροποιήσει το ζήτημα της κοινής προέλευσης. Προτιθέμαστε να μιλήσουμε για το έργο που εγκαινιάστηκε από τον επιστήμονα Χέρμαν Βιρτ ακριβώς στην «Αυγή της Ανθρωπότητας» (Λογοπαίγνιο συσχετισμού με τον τίτλο του πρώτου έργου του Βιρτ «Der Aufgangder Menschheit», 1928).
Εδώ δεν ασχολούμαστε ούτε μ’ ένα «θεοσοφιστή», ούτε μ’ ένα φαντασιοκόπο ερασιτέχνη, αλλά μ’ έναν τεχνικό του οποίου η εμπειρογνωμοσύνη στον τομέα της φιλολογίας, της ανθρωπολογίας, της παλαιογραφίας και των συναφών κλάδων, πράγματι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.
Με λίγα λόγια τα’ αποτελέσματα της έρευνας του Βιρτ είναι ακριβώς αυτά : ότι στην αρχαιότερη προϊστορία -περί το 20.000 προ Χριστού- μια μεγάλη ενωμένη λευκή φυλή, με λατρεία του ήλιου, μετακινήθηκε από την πολική περιοχή που κατέστη ακατοίκητη λόγω των παγετώνων προς Νότο, στην Ευρώπη και στην Αμερική, αλλά ειδικά σε μιαν εξαφανισμένη γη, που βρίσκεται στο Βόρειο Ατλαντικό.
Από την γη αυτήν μετακινήθηκε στη συνέχεια κατά την παλαιολιθική περίοδο, στην Ευρώπη και την Αφρική, με μια κίνηση, από την Δύση στην Ανατολή. Στην συνέχεια θα διεισδύσει στη λεκάνη της Μεσογείου, δημιουργώντας έναν κύκλο προϊστορικών πολιτισμών στενά αλληλένδετων, οι οποίοι θα σχηματοποιηθούν στον αιγυπτιακό, ετρουσκοσαρδηνικό, πελασγικό, κλπ.., για να μην πούμε τίποτα και για τους πολλούς άλλους, που θα ιδρυθούν από νέα κύματα κατά την πορεία τους από την ηπειρωτική οδό, φθάνοντας τελικά στον Καύκασο και πιο πέρα, μέχρι στην Ινδία και στην ίδια την Κίνα.
Έτσι, αυτό που υποτίθεται ότι είναι το «λίκνο της ανθρωπότητας», το οροπέδιο του Παμίρ, θα ήταν μόνο ένα από τα αρκετά πρόσφατα κέντρα ακτινοβολίας μια φυλής πολύ πιο αρχαίας. Οι Άριες και ινδογερμανικές φυλές και γενικότερα ο «Ευρωπαίος Άνθρωπος» (homo europaeus), είναι ήδη παράγωγες φυλές απογόνων και σε κάποιο βαθμό ήδη μεικτές, σε σύγκριση με τις παλαιότερες και καθαρότερες φατρίες «Υπερβορείων», στις οποίες αναφέρονται οι μνήμες, τα σύμβολα, ακόμα και οι προϊστορικές βραχογραφίες σχετικά με «ξένους κατακτητές με τα μεγάλα σκάφη», με τον «πέλεκυ», τον «ήλιο» και τον «ηλιακό άνθρωπο με τους ανυψωμένους βραχίονες».
Μια μυστηριώδης ενότητα περικλείει κατ’ αυτόν τον τρόπο μιαν ομάδα μεγάλων πολιτισμών και αρχαίων θρησκειών, που άνθησαν εκεί όπου μέχρι χθες υποτίθεται πως κατοικούσε ο ζωώδης άνθρωπος των σπηλαίων. Εν ολίγοις, αυτή είναι η παράξενη και συναρπαστική έννοια η οποία διερχόμενη από τον κόσμο του μύθου, τώρα επιστρέφει πίσω στο φως : Η Αρκτική, είναι η πρωτοπατρίδα της ανθρωπότητας, καθώς επίσης και του πολιτισμού, με την υψηλότερη έννοια του όρου, «ηλιακή». Και μια φορά σύμβολο, ξαναγίνεται σύμβολο, τελικά, αυτό να το θυμόμαστε.
Ακόμα και κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους η ιδέα της βόρειας περιοχής ως μυστικής χώρας, που κατοικείται από τον «πατέρα των θεών», από τον θεό της πρώτης εποχής ή χρυσής εποχής, και η ιδέα ότι η αρκτική ημέρα, σχεδόν δίχως νύχτα, δεν ήταν άσχετη με το αιώνιο φως που περιρρέει τους αθανάτους, αυτές οι ιδέες στην Ρωμαϊκή εποχή ήταν ακόμη τόσο ζωντανές, ώστε σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ευμάνθιου[επίσκοπος της Βελάθρης (Βολτέρα) στην Τοσκάνη της Ιταλίας], ο Κωνστάντιος ο Χλωρός θα ηγείτο μιας εκστρατείας στο βόρειο τμήμα της Βρετανίας, συγχεόμενο με την ίδια την θρυλική Θούλη, όχι τόσο πολύ από επιθυμία του για στρατιωτική δόξα, αλλά για να φθάσει στην γη «που είναι περισσότερο από κάθε άλλη κοντά στον ουρανό», καθώς σχεδόν αισθανόταν την θεία μεταμόρφωση που υφίστανται οι Ήρωες και οι Αυτοκράτορες κατά τον θάνατο τους.
Τώρα, αυτές οι ίδιες περιοχές, που είδαν την αυγή της ανθρωπότητας, περιέχουν και διαφυλάσσουν το μυστήριο μιας αρχέγονης φυλής λευκών κατακτητών, της οποίας το σύμβολο, ο πέλεκυς, επανεμφανίζεται στο ίδιο το ρωμαϊκό σύμβολο της ραβδουχικής δέμης . Αυτές οι βορειοαρκτικές περιοχές, από την Ισλανδία στην Γροιλανδία και στην Βόρεια Αμερική, είναι οι ίδιες πάνω από τις οποίες χθες πέταξαν νικηφόρα τα ιταλικά φτερά, σε μιαν επιχείρηση όπου άσχετα με το τίμημα, θέλησε να συνδεθεί πράγματι αινιγματικά με τις θέσεις ενός αρχέγονου μεγαλείου [*].
Σημείωση του εκδότη: [*] Η αναφορά είναι για την υπερατλαντική πτήση μιας μοίρας από 25 υδροπλάνα, με επικεφαλής τον υπουργό της Πολεμικής Αεροπορίας Ίταλο Μπάλμπο, ο οποίος αναχώρησε από την Ιταλία στις 1 Ιουλίου 1933 και έφτασε στις 19 Ιουλίου στην Νέα Υόρκη ή, πιο πιθανό, για τις δύο υπερπτήσεις του πόλου με αερόπλοιο, με επικεφαλής τον Στρατηγό Ουμπέρτο Νόμπιλε -το 1926 και το 1928, αντίστοιχα, με τη Νορβηγία και την Ιταλία- η δεύτερη των οποίων έληξε τραγικά με την περιπέτεια του «Ερυθρού Αντίσκηνου».
Σημειώσεις του μεταφραστή:
[1] Η λέξη Άσγκαρντ κυριολεκτικά σημαίνει «Περίφραγμα των Εσίρ (ή Άσες)» δηλαδή των θεών.
[2] Οι Τουάθα ντε Ντανάν (ιρλ. Tuatha Dé Danann), «τα παιδιά της θεάς Ντάνου», ήταν οι πέμπτοι κατά σειρά έποικοι της Ιρλανδίας, σύμφωνα με το «Βιβλίο των Εισβολών». Ο θεϊκός αυτός λαός είχε τελειοποιήσει την χρήση της μαγείας και ζούσε αρχικά στην «νήσο της Δύσης». Όμως ταξίδεψε μέσα σε ένα μεγάλο σύννεφο κι έφτασε στην Ιρλανδία, όπου τελικά εγκαταστάθηκε. Η Ντάνου ή Ντάνα ήταν η Μητέρα-θεά των Τουάθα ντε Ντανάν. Βάσει τοπωνυμίων, όπως οι ποταμοί Δούναβης (αρχ. Δάνουβις), Δνείστερος, Δνείπερος και Ντον, πιθανολογείται ότι η λατρεία της θεάς Ντάνου είχε εξαπλωθεί σε όλο τον Κελτικό κόσμο. Πράγματι, η ύπαρξη μιας ινδικής θεότητας, της Ντάνου, σχετιζόμενης με το νερό και μητέρας της φυλής των Ντανάβας, υποδεικνύει πιθανόν μιαν αρχαία Πρωτοάρια ρίζα αυτής της κελτικής θεότητας. Το όνομα ντάνου (*dhanu) φαίνεται ότι αρχικά σήμαινε «γρήγορος, ταχύς», όπως ο ίππος αλλά και το νερό των ποτάμιων ρευμάτων.
[3] «Πλατιά γη των Αρίων»
[4] Φίμπουλ από το «φίμπουλφετρ» που σημαίνει «τρομακτικός μεγάλος χειμώνας» στην Αρχαία Βόρεια γερμανική γλώσσα, ομιλούμενη στην Σκανδιναβία περίπου έως το 1300 μ.χ.Ο Φίμπουλ αναφέρεται στο τρίτο ποίημα της Έντα, «Λόγια του Βαθρούδνιρ», όπου ο ύπατος θεός Όντιν συζητά με τον σοφό γίγαντα Βαθρούδνιρ ( ο «Ρωμαλέος Υφαντής») για την επιβίωση των ανθρώπων όταν θα έρθει ο τρομακτικός Φίμπουλ, «…όσος τρείς χειμώνες δίχως καλοκαίρι ανάμεσα…. Όταν χιόνι θα έρχεται από παντού»
[5] Οι Ουτάρα – Κούρα αναφέρονται στην «Αϊταρέγια Βραχμάνα» (VIII.14), ως «αστραφτερός λαός, γεννημένος ολόκληρος με την χάρη των βασιλέων» που ζει πέρα από τα Ιμαλάϊα. Κάθε βραχμάνα αποτελεί συλλογή σχολίων σε κάποια Βέδα. Η εν λόγω «Αϊταρέγια Βραχμάνα» αφορά σε σχόλια επί της θεμέλιας Ριγκ Βέδα και αποσκοπεί «στην λεπτομερή μεταφορά της γνώσης παρελθόντος και παρόντος ώστε να εξασφαλίζεται λεπτομερώς η κατάλληλη διεξαγωγή των τελετών».
[6] Ταοϊστικό κείμενο (κυριολεκτικά σημαίνει: «Δάσκαλος Λιέ») του 5ου π.Χ. αιώνα, αποδιδόμενο στον φιλόσοφο Λιέ-γιού-κόου
Θεόφραστος Παραδέλης