Ο εκδότης Ρουσκόνι, ο οποίος εκτελεί μιαν άξια δραστηριότητα με την εκτύπωση μια σειράς έργων τα οποία αποτελούν μια πολύτιμη τροφή για τον πολιτισμό της Δεξιάς, μόλις εξέδωσε μια νέα έκδοση του βιβλίου του Ζοζέφ ντε Μεστρ «Οι εσπερινοί διάλογοι της Αγίας Πετρούπολης», με επιμέλεια του Αλφρέντο Καταμπιάνι [1]. Αυτό είναι το πιο διάσημο έργο του ντε Μεστρ. Σ’ αυτό όμως οι άμεσες αναφορές στο πολιτικό πεδίο, στο οποίο ο ντε Μεστρ λογίζεται ως
«αντιδραστικός», είναι σπανιότερες από ότι σε άλλα γραπτά του. Στην πραγματικότητα, μετέρχεται ζητήματα επί των ηθικών και θρησκευτικών προβλημάτων και ο ίδιος ο υπότιτλος του βιβλίου «Συνομιλίες για την προσωρινή κυβέρνηση της Πρόνοιας» καταδεικνύει αυτήν την γραμμή σκέψης, η οποία δεν παρουσιάζει επαρκές ενδιαφέρον για εμάς. Προϋποθέτοντας την ύπαρξη μιας Πρόνοιας αντιληπτής με ηθικολογικούς όρους, ο ντε Μεστρ αντιμετωπίζει το πρόβλημα του συμβιβασμού με το θέαμα το οποίο παρουσιάζουν ο κόσμος και η ιστορία μέσα στην πραγματικότητά τους: κακίες οι οποίες δεν τιμωρούνται, αρετές που δεν είχαν καμία ανταμοιβή, και ούτω καθεξής.
Δεν μπορεί να ειπωθεί ότι οι λύσεις που προτάθηκαν από ντε Μεστρ γι’ αυτό το πρόβλημα είναι απολύτως πειστικές, πράγματι δε μας φαίνεται πως επανέρχονται στην ιδέα μιας θείας δικαιοσύνης που μόνον αναβάλλει τις τιμωρίες της (όπως υποστηρίζει ο ντε Μεστρ, στο παράρτημα του βιβλίου του έχει μεταφράσει μια πραγματεία του Πλουτάρχου με τίτλο : «Περί των υπό του θείου βραδέως τιμωρουμένων» / De sera numinis vindicta). Ωστόσο, ο ίδιος ο ντε Μεστρ προσεγγίζει σε μιαν άποψη πιο ελεύθερη και πιο ικανοποιητική κατά τη σύγκριση των δεινών και των απρόβλεπτων -που πέφτουν σαν βροχή πάνω σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα- με τις σφαίρες οι οποίες στον πόλεμο πλήττουν ένα στράτευμα, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ του καλού και του κακού. Οδηγούμαστε έτσι να σκεφτούμε ότι το είναι, στην δεδομένη ανθρώπινη κατάσταση της ύπαρξης (πρόθυμα, αλόγιστα ή τολμηρά, όπως λέγεται σε μιαν ερμητική πραγματεία) δεν μπορεί παρά να εκτεθεί στ’ αντίστοιχα αυτής της κατάστασης απρόβλεπτα. Η αναζήτηση υπερβατικών ηθικών δεσμών σε κάθε περίπτωση, είναι κάτι το οποίο μπορεί φυσικά κάποιος να εκδηλώνει, κάτι όμως το οποίο διατηρεί πάντοτε τον χαρακτήρα μιας απερίσκεπτης υπόθεσης.
Αλλά αφήνοντας κατά μέρος αυτή την σειρά των προβλημάτων, ας αναφερθούμε σε κάποιες ιδέες του ντε Μεστρ που από την παραδοσιακή άποψη είναι ενδιαφέρουσες. Κατ’ αρχάς, μπορεί να υποδεικνύουν μιαν αρχέγονη παράδοση. Ενδεχομένως ο ντε Μεστρ ήταν υπόχρεος στον Κλωντ ντε Σεντ Μαρτέν, τον οποίο γνώριζε και ο οποίος ήταν ένας εκπρόσωπος των εσωτεριστικών δογμάτων. Στην συνέχεια, υπάρχει η θέση του ότι, η αρχική φυσική κατάσταση της ανθρωπότητας δεν ήταν εκείνη μιας βαρβαρότητας. Αντίθετα, ήταν μια κατάσταση φωτός και γνώσης, ενώ η άγρια, η υποτιθέμενη «πρωτόγονη» κατάσταση, ήταν μόνον «απότοκη ενός ανθρώπου που αποσπάται από το μεγάλο δέντρο του πολιτισμού, μετά από μια κατάχρηση που δεν μπορεί να επαναληφθεί.»
Αλλά κατά τα άλλα ο άνθρωπος αισθάνεται τις επιπτώσεις μιας κατάχρησης εξουσίας και μιας συνακόλουθης υποβάθμισης ως αιτίες της τρωτότητας του, όχι μόνο πνευματικής και διανοητικής, αλλά και φυσικής. Μια τέτοια ιδέα είναι προφανώς παρόμοια μ’ εκείνη του «προπατορικού αμαρτήματος» της χριστιανικής μυθολογίας, ωστόσο το πλαίσιό της είναι ευρύτερο και πιο αποδεκτό. Όπως η προαναφερόμενη θέση του σχετικά με την πραγματική φύση του «πρωτόγονου», που είναι πιθανό να οδηγήσει την εθνολογική έρευνα σε ένα υψηλότερο επίπεδο και να την αποτρέψει από πολλά λάθη.
Ο ντε Μεστρ κατηγορεί τους σοφούς, τους επιστήμονες κι εκείνους οι οποίοι όπως σε μια συνωμοσία, δεν παραδέχονται ότι κάποιος γνωρίζει κάτι περισσότερο από αυτούς ή με διαφορετικό τρόπο από τον δικό τους. «Καταδικάζουν ως παράλογη μιαν εποχή στην οποία οι άνθρωποι έβλεπαν τα αποτελέσματα στις αιτίες, (την καταδικάζουν) με τη νοοτροπία αυτού του καιρού οπότε οι άνθρωποι μόλις και μετά βίας διεισδύουν από τα αποτελέσματα στις αιτίες, ή λένε ότι είναι άχρηστο ν’ ασχοληθεί κανείς με τις αιτίες ή δύσκολα πιά ξέρει τι είναι μια αιτία». Και προσθέτει: «Ακούμε χίλιες φαιδρές κοινοτυπίες για την άγνοια των αρχαίων που έβλεπαν παντού πνεύματα: μου φαίνεται πως είμαστε πολύ πιο ανόητοι από αυτούς, επειδή δεν τα βλέπουμε πουθενά. Ακούμε πάντα ομιλίες για φυσικές αιτίες, όμως σε τελική ανάλυση, τι είναι μια φυσική αιτία;»
Γι’ αυτόν το αξίωμα: «Κανένα φυσικό γεγονός για τον άνθρωπο δεν μπορεί να έχει ανώτερη αιτία» είναι δυσοίωνα ανόητο κι αναμένεται να προωθήσει μια θεμελιώδη επιπολαιότητα.
Αρνείται την ιδέα της προόδου. Εκείνη μιας υποστροφής εμφανίζεται γι’ αυτόν πολύ πιο πιθανή. Ο Ντε Μεστρ σημειώνει ότι πολλές παραδόσεις βεβαιώνουν πως «οι άνθρωποι ξεκίνησαν την επιστήμη, αλλά μιαν επιστήμη διαφορετική από την δική μας και καθαυτήν ανώτερη, επειδή προήλθε από ένα υψηλότερο σημείο, πράγμα που επίσης την έκανε πιο επικίνδυνη. Κι αυτό εξηγεί πώς η επιστήμη, στις αρχές της, ήταν πάντα μυστήρια και περιορίστηκε στους ναούς, όπου τελικά έσβησε όταν η φλόγα της δεν μπορούσε πλέον να εξυπηρετήσει τίποτε άλλο εκτός από το να κάψει».
Ο Ντε Μεστρ προσέδωσε μεγάλη σημασία στην προσευχή και στην δύναμή της. Μάλιστα έγραψε: «Κανείς δεν μπορεί να αποδείξει ότι ένα έθνος που προσεύχεται δεν έχει εισακουστεί», αλλά, μάλλον το αντίθετο είναι που πρέπει να αποδείξουν, το οποίο δεν είναι εύκολο. Βρισκόμαστε μπροστά στην αντίθεση ανάμεσα στην προσευχή και της ισχύος που αποδίδεται σ’ αυτήν και στο αμετάβλητο των νόμων της φύσης – αντίθεση που ο ντε Μεστρ προσπαθεί να αντιμετωπίσει, αλλά δίχως πολύ πειστικό τρόπο. Πιστεύει ότι αν δεν εισακουστούν οι προσευχές, αυτό οφείλεται μόνο σε μιαν ανώτερη θεία σοφία.
Συχνά αναφέρεται με τρόμο η υπεράσπιση του δημίου ως οργάνου του Θεού την οποία διενήργησε ο ντε Μεστρ, καθώς και η σύλληψη του περί του θεϊκού χαρακτήρα του πολέμου. Δυστυχώς αυτή η τελευταία άποψη δεν λαμβάνει υπ’ όψη ότι ο πόλεμος μπορεί να προωθήσει πραγματικά και αληθινά τον ηρωισμό, τις υπερατομικές δράσεις, αλλά εξετάζεται με ζοφερούς όρους μιας εξιλέωσης που πλήττει μιαν ανθρωπότητα θεμελιωδώς ένοχη, απατηλή κι εκφυλισμένη. Η διαφορά μεταξύ του δίκαιου και του άδικου πολέμου, μεταξύ αμυντικού και κατακτητικού πολέμου, μεταξύ του κερδισμένου και χαμένου πολέμου δεν εξετάζεται. Οι απόψεις αυτές, λίγο συμφωνούν μ’ έναν προσανατολισμό θετικά «αντιδραστικό».
Σ’ ένα άλλο από τα έργα του -«Εκτιμήσεις για την Γαλλία»- ο ντε Μεστρ, κηρύσσοντας υπέρ της μοναρχικής αποκατάστασης, δηλώνει μια σημαντική έννοια λέγοντας ότι, η αντεπανάσταση δεν πρέπει να είναι μια «επανάσταση σε αντίθετη κατεύθυνση» αλλά μάλλον «το αντίθετο της επανάστασης». Του χρωστάμε ένα είδος θεολογίας της επανάστασης : ο ίδιος επισημαίνει ότι κάτι «δαιμονικό» κρύβεται γενικά στο επαναστατικό φαινόμενο. Αυτή η άποψη είναι επίσης ανιχνεύσιμη από το γεγονός ότι, στ’ αλήθεια η επανάσταση μεταφέρει από πίσω της τους δημιουργούς της, περισσότερο απ’ ότι καθοδηγείται από αυτούς. Μόνο στην σύγχρονη εποχή έχει πάρει τον χαρακτήρα της περισσότερο ή λιγότερο θεσμοθετημένης «διαρκούς επανάστασης», με τους τεχνικούς και τους λαμπερούς διαχειριστές της.
Στους «Εσπερινούς διαλόγους στην Αγία Πετρούπολη», σταχυολογώντας και αφήνοντας κατά μέρος τις λεπτομερέστατες ομιλίες (όπως αυτή η γεμάτη ταυτολογίες ρητορική για τον Λοκ), ο αναγνώστης θα βρει πολλές άλλες ενδιαφέρουσες ιδέες. Δεν μπορούμε ν’ αντισταθούμε στον πειρασμό να αναφέρουμε τι λέει ο ντε Μεστρ για τις γυναίκες : «Μια γυναίκα μπορεί να είναι ανώτερη μόνον ως γυναίκα, αλλά από την στιγμή που θέλει να μιμηθεί τον άνδρα, δεν είναι παρά ένας πίθηκος.» Καθαρή αλήθεια, είτε αρέσει είτε όχι στα διάφορα σύγχρονα «φεμινιστικά κινήματα».
Ιούλιος Έβολα / Il Conciliatore – Νοέμβριος 1972
Το περιοδικό πολιτικής και λογοτεχνικής ύλης «IL CONCILIATORE» μετονομάστηκε σ’ αυτόν τον τίτλο το 1967, ενώ πρωτοεκδόθηκε το 1951 από τον Λομβαρδό αγωνιστή του MSI Κάρλο Πεβερέλλι ως «ILCONCILIATORE ΔΙ ΜΙΛΑΝΟ». Το παραπάνω κείμενο του θέματος είναι το 52ο της συλλογής από 54 κείμενα του Βαρώνου Έβολα, που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό από το 1958 έως το 1973 και συμπεριλήφθηκαν στο βιβλίο «I testi de Il Conciliatore»- EDIZIONI DI AR/2001
[1] Ιταλός συγγραφέας και δημοσιογράφος (1937- 2003). Η διατριβή του στις Πολιτικές επιστήμες (πανεπιστήμιο Τορίνου) είχε θέμα : «Η πολιτική σκέψη του κόμητος Ζοζέφ ντε Μεστρ». Στην πολύχρονη σταδιοδρομία του επιμελήθηκε την έκδοση έργων παραδοσιακών συγγραφέων όπως οι Ζοζέφ ντε Μεστρ, Ζωρζ Μπερνανός, Τζών Τόλκιν, Ερνστ Γιούγκερ, Ανάντα Κουμαρσβάμι, Χουάν Ντονόσο Κορτές και Πάβελ Φλορένσκι. Μετέφρασε κείμενα του Ντρυ λα Ροσέλ και έγραψε 14 βιβλία με σπουδαιότερο το «Σύμβολα, μύθοι και μυστήρια της Ρώμης». Από τα 1969 συνεργάστηκε στενά με τον φιλόλογο κι εκδότη Αιμίλιο Ρουσκόνο που τότε ίδρυσε τον ομώνυμο εκδοτικό οίκο στο Μιλάνο.