τέλη λοιπόν του 1849 ο Άγγλος ναύαρχος Γουλιέλμος Πάρκερ απέπλευσε από τα Δαρδανέλια με 14 ή 15 πλοία τελευταίου τύπου εξοπλισμένα με 731 πυροβόλα και με 7 με 8 χιλιάδες ναύτες. Ο στόλος αυτός – είπε ο λόρδος Άμπερντην – ήταν ισχυρότερος και από εκείνον με τον οποίο νίκησε ο Νέλσον στη ναυμαχία του Τραφάλγκαρ. (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 10ης Απριλίου 1966). Προφανής λοιπόν η αποφασιστικότητα της Αγγλίας να ταπεινώσει τη χώρα μας και να την αλυσοδέσει οικονομικά μέσω υπέρογκων τοκογλυφικών δανείων και ακραίων απαιτήσεων για αποζημειώσεις…
Τη 15η Ιανουαρίου 1850 ο Πάρκερ αγκυροβόλησε στον Πειραιά και την επόμενη ημέρα συνοδευόμενος από τον Άγγλο πρεσβευτή Βάις (είχε διαδεχτεί τον Ε. Λάιονς τον Απρίλιο του 1849) επέδωσε στον υπουργό των Εξωτερικών Αναστάσιο Λόντο τελεσίγραφο, με το οποίο ζητούσε την άμεση ικανοποίηση ορισμένων αγγλικών απαιτήσεων. Συγκεκριμένα ζητούσε:
-Να αποζημιωθεί ο Πατσίφικο με 31.534 λίρες και ένα (…) σελίνι,
-Να αποζημιωθεί ο Άγγλος ιστορικός Φίνλεϋ για ορισμένα οικόπεδα που είχε στην Αθήνα, τα οποία είχε αγοράσει κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1821 και τα οποία είτε περιλήφθηκαν στον Εθνικό (τότε Βασιλικό) κήπο είτε χρησιμοποιήθηκαν για να ανοιχτούν οι οδοί Αθηνάς και Πειραιώς!
-Να αποζημιωθούν κάποιοι Επτανήσιοι, υπήκοοι της Ιονίου Πολιτείας που τότε ήταν αγγλικό προτεκτοράτο, οι οποίοι είχαν κακοποιηθεί από τις Ελληνικές αστυνομικές αρχές στη Πελοπόννησο και ο ίδιος να διαχειρισθεί τις αποζημειώσεις,
-Να καταβληθεί αποζημίωση σ’ έναν Επτανήσιο, το αλιευτικό πλοιάριο του οποίου είχε ληστευτεί προ πολλών ετών στις εκβολές του Αχελώου (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 28ης Μαΐου 1955),
-Να ικανοποιηθεί οικονομικά η Αγγλία για την προσβολή της αγγλικής σημαίας που είχε γίνει στον Πύργο από άγνωστους μεθυσμένους,
-Να ενσωματωθούν στην Ιόνιο Πολιτεία δυο νησίδες στην άκρη της Πελοποννήσου : η Ελαφόνησος (απέναντι από τη Λακωνία) και η Σαπιέντζα (κοντά στη Μεθώνη) (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 20ης Απριλίου 1952). Ο Γ. Κορδάτος, αναφορικά με την τελευταία αγγλική διεκδίκηση, έγραψε στο βιβλίο «Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος»: «Η Αγγλία ήθελε να κάνει τα δυο νησιά βάσεις με απώτερο σκοπό να βάλει μια μέρα πόδι στο Μοριά».
Οι αγγλικές απαιτήσεις απερρίφθησαν από την Ελληνική κυβέρνηση και ο Επτανήσιος υπουργός των Εξωτερικών Αναστάσιος Λόντος τη 19η Ιανουαρίου 1850 με μια επιστολή που έστειλε στον Πάρκερ εξέφραζε τη λύπη του για τη στάση της Αγγλίας. Είναι ενδεικτικό ένα απόσπασμα: «Ενώπιον μιας δυνάμεως ως εκείνης ήτις υπακούει εις τας οδηγίας σας, η κυβέρνησις της Αυτού Μεγαλειότητος (: του Όθωνα) δεν δύναται να αντιτάξει ειμή τα δίκαιά της και την επίσημον διαμαρτυρίαν της διά τας εχθρικάς πράξεις τας συντελεσθείσας εν πλήρει ειρήνη και αίτινες αποτελούν βιασμόν της αξιοπρεπείας και της ανεξαρτησίας της». Παράλληλα επικαλέστηκε τη συνδρομή των πρεσβευτών της Γαλλίας Τουβενέλ και της Ρωσίας Περσιάνι, δεδομένου ότι οι δυο αυτές χώρες μαζί με την Αγγλία ήταν «προστάτιδες δυνάμεις» της Ελλάδας βάσει των συνθηκών του 1830 και 1832. Ο Γάλλος πρεσβευτής ζήτησε από τον Βάις να ανασταλεί κάθε πολεμική δράση εξαναγκασμού του ελληνικού κράτους, μέχρις ότου οι Δυνάμεις απαντήσουν στην αίτηση διαιτησίας που είχε υποβληθεί προς αυτές από την ελληνική κυβέρνηση. Παρά την αντίδραση όμως των διπλωματικών εκπροσώπων των δυο άλλων εγγυητριών δυνάμεων ο Άγγλος ναύαρχος Πάρκερ συνέχισε τον αποκλεισμό όλων των ελληνικών λιμανιών και απαγόρευσε κάθε ναυσιπλοΐα.Την 29η Ιανουαρίου 1850 όμως η αγγλική πίεση εντάθηκε. Δεν συλλαμβάνονταν μόνο τα πολεμικά αλλά και τα εμπορικά ελληνικά πλοία, τα οποία οδηγούνταν στο λιμάνι της Σαλαμίνας και κρατούνταν εκεί ως ενέχυρο για τις αιτούμενες αποζημιώσεις. Και ενώ αυξανόταν συνεχώς ο αριθμός των πλοίων που συλλάμβαναν οι Άγγλοι, στους δρόμους των αθηναϊκών συνοικιών οι μαστιζόμενοι από την πείνα Έλληνες συζητούσαν για τον ενδεχόμενο πόλεμο Ελλάδας – Αγγλίας! Αυτό το πολεμικό κλίμα το εξέφραζε και το δίστιχο που τότε συντέθηκε:
“Σαν σου βαστάει Εγγλέζο, για έβγα στη στεριά, ν’ ακούσεις καριοφίλια κι Ελληνικά σπαθιά” –(εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 19ης Ιουλίου 1929).
Αναφορά στα δραματικά γεγονότα της περιόδου αυτής έκανε και ο Γ. Μακρυγιάννης στα «Απομνημονεύματά» του: «…Μας πήραν όλα τα καράβια και μας κατακερμάτισαν όλο το εμπόριο και τζαλαπάτησαν την Σημαίαν μας και πεθαίνουν της πείνας οι ανθρώποι των νησιών και εκείνοι οπούχουν τα καράβια τους γκιζερούν εις τους δρόμους και κλαίνε με μαύρα δάκρυα». Και σε άλλο σημείο πρόσθεσε: « Ήρθε ο Πάκερ με όλο το στόλο του, ο ναύαρχος της Αγγλίας, και μας μπλοκάρισαν κάμποσον καιρόν. Ο Βασιλέας και η Κυβέρνηση μου έστειλαν τον Γαρδικιώτη και μου είπαν να βαρέσω ντουφέκι. Τους είπα ντουφέκι δεν βαρώ, ότι όσα κανόνια έχει ο Πάκερ, δεν έχομε ντουφέκια εμείς».Τη 12η Φεβρουαρίου 1850 ορίστηκε ως μεσολαβητής ο Γάλλος βαρόνος Γκρος, ώστε να τερματιστεί ο ναυτικός αποκλεισμός, που είχε δημιουργήσει μεγάλο επισιτιστικό πρόβλημα στη χώρα μας. Ήρθε στην Αθήνα την 6η Μαρτίου και την επόμενη ημέρα συναντήθηκε με τον Άγγλο πρεσβευτή Βάις. Ο ναυτικός αποκλεισμός ήρθη προσωρινά, αλλά τα κατασχεθέντα ελληνικά πλοία κρατούνταν από τους Άγγλους. Ο υπουργός των Εξωτερικών Πάλμερστον δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει καμιά υποχώρηση από τις αξιώσεις του. Την 26η Μαρτίου ο Γκρος πρότεινε την απόδοση των καταληφθέντων πλοίων με την καταβολή κάποιας αποζημίωσης από μέρους της Ελλάδας, της οποίας δεν καθόρισε το ποσό. Η αγγλική αδιαλλαξία συνεχίστηκε, γεγονός που ανάγκασε το Γάλλο μεσολαβητή να κάνει την τελική του πρόταση. Η Ελλάδα θα πλήρωνε το ποσό των 500.000 δραχμών για τις αποζημιώσεις που απαιτούσαν οι Άγγλοι.
Την 25η Απριλίου ο ναύαρχος Πάρκερ, για να εξαναγκάσει τους Έλληνες να δεχτούν την πρόταση, εφάρμοσε γενικό αποκλεισμό του εμπορικού ναυτικού της Ελλάδας, επιτείνοντας τα πιεστικά μέτρα που είχαν για λίγες μέρες αρθεί. Μπροστά στη νέα κατάσταση ο βασιλιάς Όθωνας και η ελληνική πολιτική ηγεσία αναγκάστηκαν να «συνθηκολογήσουν» την 26η Απριλίου 1850 (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 27ης Ιουνίου 1926).Τελικά ύστερα από την καταβολή του καθορισθέντος χρηματικού ποσού στην Αγγλία, τον Ιούνιο του 1850 ο πανίσχυρος στόλος του Πάρκερ απέπλευσε από τον Πειραιά, ελευθερώνοντας και τα Ελληνικά πλοία, τα οποία είχαν κατάσχει οι Άγγλοι κατά τη διάρκεια του αποκλεισμού (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 10ης Απριλίου 1966). Όσο για τον Δαυίδ Πατσίφικο ο τελικός διακανονισμός έγινε τη 18η Ιουλίου του 1850 και του καταβλήθηκε το ποσό των 3.750 δραχμών (εφημερίδες ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 27ης Ιουνίου 1926 και ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλο της 12ης Νοεμβρίου 1959). Συμπερασματικά, η Αγγλία με το ναυτικό αποκλεισμό της Ελλάδας εξυπηρέτησε δόλια και με τη δύναμη των κανονιοφόρων (από αυτό το περιστατικό έμεινε και η έκφραση “διπλωματία των κανονιοφόρων”) έναν πολιτικό κι έναν οικονομικό στόχο της:
Υπογράμμισε στις άλλες εγγυήτριες δυνάμεις ότι δεν θα επέτρεπε την αύξηση της επιρροής τους στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος και έπληξε τον Ελληνικό εμπορικό στόλο, τον οποίο τον έβλεπε ως ανταγωνιστή του εμπορικού ναυτικού της, δεδομένου ότι τα Ελληνικά πλοία είχαν ήδη κυριαρχήσει στη ναυσιπλοΐα στο Δούναβη. Έτσι, λοιπόν, βρήκε αφορμή διογκώνοντας το ασήμαντο περιστατικό της υπόθεσης Πατσίφικο να εφαρμόσει στα μέσα του 19ου αιώνα την πολιτική του «δικαίου της πυγμής και των κανονιοφόρων…Η χώρα μας δυστυχώς βρισκόταν μετά από τον Εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και την απελευθέρωση μας από τους Τούρκους, στα νύχια της αιμοδιψούς ως σήμερα Βρεττανίας της οποίας η πολιτική και η διπλωματική “φιλοσοφία” δεν αλλάζει. Ελάχιστες Ελληνικές κυβερνήσεις βρήκαν το κουράγιο και το Εθνικό ανάστημα να πουν ΟΧΙ σαν εκείνο του Εθνικού μας κυβερνήτη Ιωάννου Μεταξά που αποτελεί φωτεινή εξαίρεση στο χαρακτηριστικό της εθελοδουλείας όσων μας κυβέρνησαν και μας κυβερνούν.
ΜΑ.Τ