Site icon ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ

Άγνωστες μορφές του Ελληνισμού: Ηλίας Αναστάσιος Σπαντιδάκης (Λούις Τίκας)

Ο αρχηγός των ανθρακωρύχων στην μεγάλη απεργία του Κολοράντο

Στην Κρήτη στις αρχές του 20ου αιώνα επικρατούσε φτώχεια όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Οι κάτοικοί της έφευγαν στα ξένα για να βρουν μια καλύτερη τύχη, γι’ αυτούς και τα παιδιά τους. Υπερωκεάνια, καθώς και μικρότερα πλοία διέσχιζαν τον Ατλαντικό, μεταφέροντας γενιές Ελλήνων και άλλων Ευρωπαίων στον νέο κόσμο.

 Ανάμεσα σ’ αυτούς κατά το 1906, ήταν κι ένας νεαρός Κρητικός που άφηνε το χωριό του, για μια καλύτερη τύχη στην Αμερική. Ήταν ο Ηλίας – Αναστάσιος Σπαντιδάκης, ένας 20χρονος που μόλις είχε αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο Σπαντιδάκης είχε γεννηθεί στις 13 Μαρτίου 1886 στο χωριό Λουτρά.
Εγκαταστάθηκε στην πολιτεία του Κολοράντο, στην πόλη Λάντλοου, όπου υπήρχαν πολλά ανθρακωρυχεία. Το ορυχείο στο οποίο έπιασε δουλειά άνηκε στην εταιρεία Colorado Fuel And Iron Company, που άνηκε κατά 40% στον εβραίο κεφαλαιοκράτη Τζων Ντέιβιντ Ροκφέλερ, που σαν αιώνιος εβραίος εκμεταλλευότανε με το σκληρότερο τρόπο τους ανθρακωρύχους. Ο Σπαντιδάκης δούλευε σκληρά μέσα στα ανήλιαγα ορυχεία, μέσα στους καπνούς και τις σκόνες, αλλά έκανε υπομονή πιστεύοντας ότι οι συνθήκες θα καλυτέρευαν με τον καιρό.
Η εταιρεία όμως, φερόταν  όλο και πιο σκληρά στους ανθρακωρύχους, καθώς δούλευαν από το πρωί έως το βράδυ στις χειρότερες συνθήκες, βγάζοντας από την γη χιλιάδες τόνους κάρβουνου που χρησιμοποιούνταν ως ενέργεια για να δουλέψουν τα εργοστάσια. Οι ανθρακωρύχοι ζούσαν σε οικισμούς γύρω από τα ορυχεία, ενώ όλα τα μαγαζιά άνηκαν στον Ροκφέλερ και πουλούσαν τα πάντα ακριβότερα από ό,τι στην υπόλοιπη χώρα. Ο Ροκφέλερ νοίκιαζε στους εργάτες ακόμη και τα σπίτια τους και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είχαν μόνο όσοι την πλήρωναν από τον μισθό τους. Αυτούς τους οικισμούς τους περιφρουρούσε μια ιδιωτική αστυνομία που φερόταν απάνθρωπα στους εργάτες, κλέβοντάς τους ακόμη και τα λιγοστά υπάρχοντα που είχαν στη κατοχή τους. Η ιδιωτική αστυνομία αποτελούνταν από εγκληματικά στοιχεία, που καταζητούνταν ακόμη και για φόνους σε άλλες πολιτείες. Αυτή η κατάσταση επικρατούσε εν ολίγοις στα ανθρακωρυχεία.
Στα ορυχεία δούλευαν περίπου 13.000 εργάτες, ποτίζοντας με το αίμα και τον ιδρώτα τους την γη. Η απόγνωση και η οργή για τις τόσες αδικίες που γίνονταν ήταν έτοιμη να ξεσπάσει, κι έτσι οι ανθρακωρύχοι αποφάσισαν να κηρύξουν γενική απεργία ενάντια στους εκμεταλλευτές τους, κυρίως όμως κατά του Τζων Ντέϊβιντ Ροκφέλερ, που ουσιαστικά ήλεγχε τα ορυχεία.  Από το σύνολο των 13.000 εργατών, οι 11.000 έλαβαν μέρος.
Ένα χιονισμένο φθινοπωρινό πρωινό, στις 23 Σεπτεμβρίου του 1913, ξεκίνησε η μεγάλη απεργία με αρχηγό της τον δραστήριο Κρητικό Ηλία-Αναστάσιο Σπαντιδάκη. Κατασκήνωσαν σε καταυλισμούς μέσα στο  κρύο, μπροστά στις χαράδρες που οδηγούσαν στα ορυχεία. Σ’ ένα καταυλισμό περίπου 800 ατόμων συγκεντρώθηκαν κυρίως οι Έλληνες μαζί με τις οικογένειες του. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς είχαν έρθει από την Λέσβο και την Κρήτη, ενώ λειτουργούσαν Ελληνικό καφενείο και φούρνο. Μερικά από τα αιτήματά τους ήταν για καλύτερες συνθήκες δουλειάς και διαβίωσης, να επιβληθεί το οκτάωρο, καθώς και 10% αύξηση στα ημερομίσθια. Οι ιδιωτικοί αστυνομικοί άρχισαν να απειλούν και να εκφοβίζουν τους ανθρακωρύχους. Το θράσος τους έφτασε μέχρι του να απειλούν τις γυναίκες και τα παιδιά, να μπαίνουν μέσα στις σκηνές και να ασχημονούν κατά των ανυπεράσπιστων γυναικοπαίδων. Οι εργάτες είχαν λίγα ντουφέκια για την αυτοπροστασία τους. Μέσω του συνδικάτου της «Ενώσεως Ανθρακωρύχων Αμερικής», ο Σπαντιδάκης ζήτησε από την εθνοφρουρά να τους προστατέψει από τις αυθαιρεσίες της ιδιωτικής αστυνομίας.
Η απεργία συνεχίστηκε κάτω από αντίξοες συνθήκες για έναν μήνα, ενώ ο στρατηγός Τσαιζ της εθνοφρουράς, πληροφόρησε τους εργάτες ότι ο κυβερνήτης του Κολοράντο Άμον, του έδωσε εντολή να σταματήσει τις εχθροπραξίες ανάμεσα στις δυο πλευρές και να τους αφοπλίσει, κάτι όμως που δεν έγινε. Οι εθνοφρουροί ήταν μισθοφόροι, μια μάζωξη κακοποιών, τουλάχιστον οι αξιωματικοί που απάρτιζαν τα σώματα. Αμέσως πήραν το μέρος της εταιρείας του Ροκφέλερ και απειλούσαν τους εργάτες. Στις 15/11/1913 σκοτώθηκε ένας αστυνομικός και η εθνοφρουρά ζήτησε από τον Σπαντιδάκη να του παραδώσουν δυο ανθρακωρύχους που υποψιάζονταν ως τους πιθανούς δολοφόνους, αλλά ο Σπαντιδάκης τους ζήτησε ένταλμα, που δεν είχαν. Οι εθνοφρουροί σκότωσαν τους δυο ανθρακωρύχους και φυλάκισαν τον Σπαντιδάκη για αρκετές εβδομάδες, μιας και συγκέντρωνε το μίσος τους ως ηγετική φυσιογνωμία. Ο Ροκφέλερ έδωσε εντολή να τελειώνουν με τους ανθρακωρύχους. Οι μήνες πέρασαν και έφτασε το Πάσχα του 1914 και ο Σπαντιδάκης γιόρταζε με όλους τους Έλληνες, κατά τα ήθη και τα έθιμα της πατρίδας. Την Κυριακή του Πάσχα στις 19 Απριλίου του 1914 ακούγονταν γέλια, χαρές και χοροί στον καταυλισμό που ήταν οι Έλληνες εργάτες. Στο γλέντι είχαν συρρεύσει εργάτες και από άλλες εθνικότητες από όλη την Ευρωπαική ήπειρο, καμαρώνοντας τα Ελληνικά ήθη.
Την νύχτα έγιναν αντιληπτές κάποιες κινήσεις από την μεριά της εθνοφρουράς. Στις 08:45 το πρωί της Δευτέρας 20 Απριλίου ζήτησαν από τους ανθρακωρύχους να παραδώσουν κάποιον συγκεκριμένο εργάτη. Φώναξαν τον Σπαντιδάκη, αλλά αυτός τους είπε πως δεν υπήρχε εργάτης με τέτοιο όνομα ανάμεσά τους. Οι εθνοφρουροί τον αποκάλεσαν ψεύτη και τον απείλησαν ότι θα έρθουν με ένα απόσπασμα. Ο Σπαντιδάκης παρατήρησε ότι πάνω από τις κατασκηνώσεις η εθνοφρουρά είχε τοποθετήσει περίπου 25 μυδραλιοβόλα (πολυβόλα). Κάλεσε τον Χάμροκ, τον επικεφαλής της εθνοφρουράς, να συναντηθούν κάπου και να συζητήσουν πώς θα λυθεί το θέμα. Όταν συναντήθηκαν του είπε πως δεν γνώριζε τέτοιο άτομο και ενώ συζητούσαν ακούστηκε έξω από την σκηνή μια έκρηξη βόμβας, μετά μια δεύτερη και μετά μια τρίτη. Ο Σπαντιδάκης πετάχτηκε έξω και έτρεξε στον καταυλισμό να δει τι συνέβαινε. Οι σφαίρες έπεφταν βροχή προς το μέρος του καταυλισμού. Έτρεχε πάνω κάτω και βοηθούσε όποιον είχε ανάγκη, δένοντας τραύματα και στέλνοντας τους ανθρώπους να κρυφτούν σε ασφαλή μέρη. Τα πολυβόλα θέριζαν τους εργάτες σαν στάχυα. Γυναίκες και παιδιά έπεφταν λαβωμένοι στην γη. Οι ανθρακωρύχοι με 47 ντουφέκια υπεράσπιζαν τις ζωές τους, αλλά τα πυρομαχικά γρήγορα τελείωσαν.
Ο Σπαντιδάκης ξαναπήγε στην σκηνή του Χάμροκ, αλλά εκεί βρήκε τον αδίστακτο λοχαγό Καρλ Λιντερφέλντ που τον έβρισε χυδαία. Του είπε να σταματήσει να πυροβολάει τον κόσμο και τότε αυτός σήκωσε την καραμπίνα του και με τον υποκόπανο του έδωσε ένα δυνατό χτύπημα στο πρόσωπο, ρίχνοντάς τον κάτω αιμόφυρτο. Ο δυναμικός και σεμνός Κρητικός κείτονταν νεκρός μέσα στην σκηνή. Ο λοχαγός διέταξε τους άνδρες να τον γυρίσουν και να τον πυροβολήσουν πισώπλατα για να πουν ότι πήγε να ξεφύγει και γι’ αυτό τον χτύπησαν. Στον καταυλισμό επικρατούσε μια απί γης κόλαση. Όταν τελείωσαν οι πυροβολισμοί, οι εθνοφρουροί πήραν μπιτόνια βενζίνης και έκαναν παρανάλωμα του πυρός ό,τι είχε απομείνει απ’ τον καταυλισμό. Πολλά γυναικόπαιδα σκοτώθηκαν με αυτόν τον τρόπο, γιατί κάτω από τις σκηνές οι ανθρακωρύχοι είχαν σκάψει ορύγματα για να κρύβονται μέσα. Μόλις κάηκαν τα γυναικόπαιδα, οι εθνοφρουροί μάζεψαν τα πτώματα σε ένα σωρό και τα ανατίναξαν με δυναμίτιδα, λέγοντας εκ των υστέρων ότι ανατίναχθηκαν μόνοι τους. Το πτώμα του Σπαντιδάκη έμεινε πεταμένο και άταφο για 3 μέρες, μετά το περισυνέλεξαν και τον κηδέψανε στις 27 Απριλίου σε ηλικία 27 χρονών. Τριμελής επιτροπή του Κογκρέσου, αφού πήγε επιτόπου να κάνει έρευνα, έβγαλε πόρισμα ότι αυτός που έφταιγε για την σφαγή ήταν ο ίδιος Ροκφέλερ προσωπικά, όπως και η εταιρεία του, που εξώθησε τα πράγματα στα άκρα και επέδειξε εξαιρετική σκληρότητα απέναντι στους ανθρακωρύχους.

Αίας ο Τελαμώνιος
Τ. Ο. Καβάλας
ΠΗΓΗ
Exit mobile version