Ο Κορνήλιος Κοντρεάνου και η Σιδηρά Φρουρά στην σκέψη του Έβολα
Από τα «Σχόλια και Παρατηρήσεις στον Έβολα» – Μάρτιν Σβάρτς
Centro Studi La Runa-Ιούλιος 2005
Να είσαι πιστός μέχρι θανάτου και θα σου δώσω το στεφάνι της ζωής !
(Αποκάλυψη του Ιωάννου 2: 10)
Τον Μάρτιο του 1938, ένα σχεδόν μήνα πριν από την φυλάκιση του Κοντρεάνου, πραγματοποιήθηκε στο Βουκουρέστι μια συνάντηση μεταξύ του Κοντρεάνου και του Ιούλιου Έβολα. Μετά απ’ αυτήν την συνάντηση ο Έβολα έγραψε ένα πολύ σημαντικό άρθρο γύρω από τις σκέψεις του Κοντρεάνου για τον αγώνα της «Σιδηράς Φρουράς».
Σύμφωνα μ’ αυτό το άρθρο, ο Έβολα αναφέρει πως ο Κοντρεάνου χαρακτήρισε τα εθνικά κινήματα της εποχής τους ως εξής: «Είπε ότι υπάρχουν τρεις αρχές σε κάθε οργανισμό : Μορφή, Ζωτική Ενέργεια και Πνεύμα. Ένα Κίνημα για την Εθνική Αναγέννηση δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί αν έδινε έμφαση μόνο στην μία ή στην άλλη αρχή. Εάν κάποιος ακολουθήσει την άποψη του Κοντρεάνου, στον φασισμό η μορφοποιητική αρχή («Μορφή»), είναι η κορυφαία πολιτική ιδέα ότι «το κράτος έχει προτεραιότητα». Η κληρονομιά της Ρώμης είναι εδώ η οργανωτική ενέργεια. Στον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό, από την άλλη πλευρά, ιδιαίτερο βάρος δίνεται στην αρχή της Ζωτικής Ενέργειας. Από αυτήν προέρχεται η ανησυχία, η ενασχόληση, η αγωνία για την φυλή. Ο φυλετικός μύθος, με την αναγνώριση του αίματος και της εθνικής φυλετικής κοινότητας, βρίσκεται στο κέντρο του εθνικοσοσιαλισμού. Σ’ αντίθεση με αυτά τα Κινήματα, για την Σιδηρά Φρουρά το πνευματικό στοιχείο είναι καίριας σημασίας, με θρησκευτικές και ασκητικές αξίες, οι οποίες για τον Κοντρεάνου συνδέονται στενά. (Έβολα, «Η συνάντησή μου με τον Κοντρεάνου»).
Δεν υπάρχει βέβαια καμία αμφιβολία σε ποιαν από τις τρεις αρχές αποδίδει το μεγαλύτερο βάρος ο Έβολα ! Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα είχε επικρίνει σφοδρά την μετάπτωση και την απομείωση του φασισμού σε μία «λατρεία του κράτους» και μια «νέα γραφειοκρατία». Κατά την γνώμη του, ο φασισμός έπρεπε να επιλέξει μεταξύ της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Ιταλίας: μεταξύ της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία είναι επίσης μια σημαντική κληρονομιά και της Ρουμανίας και της Ιταλίας, από την μια – και από την άλλη, της Ιταλίας, αυτού του επαναστατικού μασονικού κράτους που προέκυψε από το ανίερο πνεύμα της Γαλλικής Επανάστασης, η αντίστοιχα στην τρέχουσα Ρουμανία των ημερών του με τους σκυλοκαυγάδες των κομμάτων του κοινοβουλίου.
Για τον εθνικοσοσιαλισμό, ο Έβολα εξέφρασε μεν την βαθειά ικανοποίησή του και υποδέχθηκε περιχαρής τις φυλετικές ιδέες, αλλά επέκρινε ανοιχτά την διάρθρωση και διατύπωση τους μόνο σύμφωνα με όρους βιολογικού υλισμού. Για τον Έβολα, η φυλετική ψυχή ήταν πολύ μεγαλύτερης σημασίας απ’ ότι η ίδια η υλική βάση της, εκείνη της κληρονομικότητας. Η άποψη του αυτή συνδέεται σαφώς με την άρνησή του στην λεγόμενη «θεωρία της εξέλιξης», αυτήν την σαγηνευτική αλλά υλιστική εφεύρεση του Δαρβίνου – ο οποίος σύμφωνα με τον Έβολα, μαζί με τους Ιουδαίους Μαρξ και Φρόιντ, θεωρούνται ως πομποί των ευτελέστερων γενικεύσεων της υλιστικής περιόδου της σκέψης.
Ο «Αιμάτινος Βαρώνος» βρισκόταν σε εναγώνια αναζήτηση ενός εθνικού Κινήματος που θα βοηθούσε στην ανάδειξη και στην κυριαρχία της πνευματικής πτυχής, της πνευματικής θεμέλιας αρχής, του Πνεύματος . Αυτός και λίγοι φίλοι του είχαν προσπαθήσει να επηρεάσουν αναλόγως τον φασισμό. Νόμιζε ότι με την ύπαρξη, παρουσία και δράση των SS, είχε ανακαλύψει στον εθνικοσοσιαλισμό, την ειλικρινή προσπάθεια να δημιουργηθεί μια νέα ασκητική τάξη μαχητών – μοναχών, ικανών να μεταλαμπαδεύσουν την φλόγα της Άριας Παράδοσης στα πέρατα του Κόσμου Στην πραγματικότητα, η ουσιαστική πρόθεση του Ηγέτη των SS Χάϊνριχ Χίμλερ ήταν να απλώσει ένα ευρύτατο προστατευτικό δίκτυο «κάστρων» του Τάγματος των SS σε ολόκληρο το νέο Μείζον Γερμανικό Ράιχ, ένα δίκτυο το οποίο θ’ αναλάμβανε την διακυβέρνησή του Ράιχ, μετά τον θάνατο ή την συνταξιοδότηση του «Φύρερ» Αδόλφου Χίτλερ, δυσχεραίνοντας έτσι την ανάπτυξη μιας οποιασδήποτε νέας γραφειοκρατικής ηγεμονίας. Αλλά ποια ήταν η πνευματική αρχή της εν λόγω φιλοδοξίας; Εκτός από τη λατρεία του Φύρερ (αρχή της «Μορφής») και την πίστη στην ανωτερότητα του Βορείου τύπου της Αρίας Λευκής φυλής (αρχή της «Ζωτικής Ενέργειας»), δεν υπήρξαν πολλά περιθώρια για το Πνεύμα : απλά και μόνο μια συστηματική λατρεία των ρούνων, ολότελα εξωτερική όμως, υποτίθεται ότι θα μπορούσε να προκαλέσει και να αφυπνίσει το πνεύμα της γερμανικής αρχαιότητας. Εδώ ο Έβολα είδε την ευκαιρία της εισαγωγής του «Δόγματος της Παράδοσης», αλλά αυτό αντιμετωπίστηκε με καχυποψία, σκεπτικισμό, δυσπιστία και έλλειψη κατανόησης. Όπως προκύπτει από τα μητρώα των εθνικοσοσιαλιστικών αρχών, η εβολιανή έννοια της «ψυχικής φυλής» τους είχε πράγματι αναστατώσει, καθώς φοβήθηκαν την εξ αιτίας της ανάπτυξη ιδεολογικών αιρέσεων και εξωπραγματικού μυστικισμού. Έως τότε μπορούσαν με επιστημονική μεθοδολογία να εκδίδουν ανθρωπολογικά και γενετικά πιστοποιητικά αριανικότητας, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούσαν να πληρούν τις ελπίδες του Έβολα για τον εξελιγμένο τύπο του Άριου πολεμιστή και υπό πνευματική έννοια.
Η Σιδηρά Φρουρά, από την άλλη πλευρά, φαίνεται ότι ανταποκρινόταν πληρέστερα στο ιδανικό που αναζητούσε ο Έβολα. Είχε εγκρίνει με ευχαρίστηση το όνομα που επέλεξαν οι Ρουμάνοι Εθνικιστές γιά το Κίνημά τους : «Λεγεώνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ». Ο Έβολα αναφέρει επίσης την πρωταρχική σημασία που είχαν η νηστεία και η προσευχή για τον Κοντρεάνου. «Με την προσευχή καταλαβαίνει την εσωτερική ηρεμία και την συγκέντρωση των ενεργειών». Αυτή η τοποθέτηση του Έβολα δεν σχετίζεται καθόλου με την προηγούμενη πρώτη ερμηνεία του της χριστιανικής προσευχής, σύμφωνα με το πνεύμα του Νίτσε, ως «τίποτε άλλο πέρα από σύρσιμο και εξασθένηση». Ο Έβολα αργότερα θα γράψει («Το Δόγμα της Αφύπνισης», 1943) για ασκήσεις στο πλαίσιο του Βουδισμού. Στο έργο του αυτό υποστηρίζει την ιδέα ότι ο Βούδας δεν δίδαξε τίποτα άλλο πέρα από τις αρχικές Ινδοευρωπαϊκές – ινδογερμανικές αξίες, που σήμερα χάθηκαν για εμάς, επειδή ο Βουδισμός κατέπεσε κάτω από την ασιατική επιρροή.
Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε την «εξωτερική» σχέση χριστιανικής Εκκλησίας με το Έθνος. Ο Έβολα μεταφέρει αυτούσια τα λόγια του ίδιου του Κοντρεάνου: « Προσπαθούμε, σε γενικές γραμμές, να δώσουμε ζωή σ’ αυτήν την θρησκεία που έχει μουμιοποιηθεί πολύ – την απλή παραδοσιοκρατία ενός κλήρου που έχει αποκοιμηθεί – με την μορφή της εθνικής συνείδησης και την εμπειρία ζωής. Επιπλέον, βρισκόμαστε σε μια κατάσταση που είναι ξένη προς την θρησκεία μας : αυτήν του δυϊσμού, μεταξύ πίστης και πολιτικής, μια κατάσταση η οποία παράγει μια ηθική και μια πνευματικότητα που δεν έχουν πολιτικές συνέπειες. Το Κίνημα της Σιδηράς Φρουράς αφαιρεί μια θεμελιώδη ιδέα από την θρησκεία μας: αυτήν της παγκοσμιότητας. Αυτή η αφαίρεση είναι μια θετική άρνηση του οποιουδήποτε διεθνισμού, της κάθε αφηρημένης και ορθολογικής καθολικότητας. Η ιδέα της «Οικουμενικότητα» είναι η σύλληψη της κοινωνίας ως μιας ενότητας ζωής, ως ενός ζωντανού οργανισμού, ως μιας «ζωής», όχι μόνο με τον Λαό μας, αλλά μαζί με τους νεκρούς μας και με τον Θεό. Η υλοποίηση μιας τέτοιας ιδέας, με την μορφή μιας πραγματικής εμπειρίας είναι στο κέντρο του κινήματος μας : η πολιτική, το κόμμα, ο πολιτισμός, κλπ., είναι για μας μόνο συνέπειες και παρεμφερείς απόρροιες της. Θ’ αναζωογονήσουμε αυτήν την κεντρική πραγματικότητα και ως εκ τούτου θα ανανεώσουμε τον Ρουμάνο, ώστε να μπορέσει επιτέλους να δράσει και να συγκροτήσει το έθνος και το κράτος. Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό σημείο για μας : η παρουσία των νεκρών στο «Οικουμενικό Έθνος» δεν είναι αφηρημένη, αλλά πραγματική. Όντως η παρουσία των νεκρών μας και ιδιαίτερα των ηρώων μας».
Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε εδώ σε λεπτομέρειες σχετικά με το πόσο στενά ανταποκρίνονται αυτές οι σκέψεις του Κοντρεάνου σε πολλές από εκείνες του Αυστρογερμανού καθολικού στοχαστή – φιλόσοφου Ότμαρ Σπαν, ο οποίος είχε επίσης επηρεαστεί αντίστοιχα από τον Έβολα αυτό το χρονικό διάστημα. Μαζί, ο Κοντρεάνου και ο Σπαν έδειξαν στον Έβολα ένα ζωντανό και ακμαίο «Πνευματικό Εθνικισμό», σε αντίθεση με τις αφηρημένες φιλοσοφικές έννοιες τις αποτυπωμένες απλά στο χαρτί.
Ακολούθως ο Έβολα συγκλονίστηκε – μετά την φυλάκιση του Κοντρεάνου – όταν, στις αρχές του Δεκέμβρη του 1938,έφτασε η είδηση για την κτηνώδη κι επαίσχυντη δολοφονία του Κοντρεάνου από τους Ιουδαίους εκτελεστές της κρατικής εξουσίας, (στην οποία άνανδρη πράξη αναφέρθηκε ειδικά, στο άρθρο του «Μετά την δολοφονία του Κοντρεάνου: Η τραγωδία του Ρουμανικού Λεγεωναρισμού»).
Κατά την διάρκεια του πολέμου, ο Έβολα αφιερώθηκε στην κατανόηση της σημασίας του Παγκοσμίου Πολέμου. Προσπάθησε να κατανοήσει τον πόλεμο όχι απλά ως ένα φυσικό κακό που πρόκειται να ανεχτούμε, που οπωσδήποτε θα υποστούμε, αλλά ως μιαν ευκαιρία για ανάπτυξη ηρωικών μορφών ενέργειας και για την δημιουργία ενός «Νέου Ανθρώπου». «Πολλά θα εξαρτηθούν τώρα από το πώς το άτομο μπορεί να μορφοποιήσει την εμπειρία της μάχης του : Για το αν είναι σε θέση ν’ αποδεχθεί τον ηρωισμό και την θυσία ως κάθαρση, ως μέσον για την απελευθέρωση και την εσωτερική αφύπνιση. Αυτή η προς τα έσω αόρατη πράξη των πολεμιστών μας δεν έχει σε τίποτα να κάνει με χειρονομίες ή μεγάλα λόγια, αλλ’ όμως θα είναι αποφασιστικής σημασίας, όχι μόνον για την τελική νικηφόρα κατάληξη των γεγονότων αυτής της θυελλώδους εποχής, αλλά και για να δοθεί μορφή και νόημα στην Τάξη που θα προκύψει από την νίκη. […] Αυτός ο Νέος Άνθρωπος θα κατανικήσει ολότελα κάθε τι σκοτεινό και χαοτικό στον εαυτό του και θ’ αποτελέσει την αρχή μιας νέας ανάπτυξης στα χρόνια που θάρθουν. Σύμφωνα με την αρχαία Άρια παράδοση, ένας τέτοιος ηρωισμός από την πλευρά των καλυτέρων ανδρών μπορεί να λειτουργήσει ως επίκληση και να αποκαταστήσει την επαφή μεταξύ του κόσμου και το ανώτερου κόσμου, επαφή που έχει αποδυναμωθεί για αιώνες. («Η Άρια Διδασκαλία του Αγώνα και της Νίκης» Βιέννη, 1941). Ποιός ενσωματώνει καλύτερα αυτή την επαφή, μεταξύ του «εδώ» και του «υπερπέρατος», του ανθρώπινου και του θεϊκού, αν όχι ο Αρχάγγελος Μιχαήλ; Ο Νικητής και Καταστροφέας των δαιμόνων, ο προστάτης των Πιστών και Ξίφος της Πίστης, ο Πολέμαρχος Αρχάγγελος αποτέλεσε το έμβλημα των Λεγεωναρίων της Σιδηράς Φρουράς, με τον μοναχικό ζήλο και την έως θανάτου αφοσίωσή τους.
Όμως ο πόλεμος δεν τελείωσε όπως ήλπιζε ο Έβολα, ενώ η μεταπολεμική Ευρώπη βρέθηκε διαιρεμένη μεταξύ της εξουσίας του μπολσεβικισμού και του αμερικανισμού. Σε τι είχαν κάνει λάθος οι δυνάμεις του Άξονα; Ο Έβολα εξέφρασε απροκάλυπτα τις σκέψεις του για τα λάθη του φασισμού και του εθνικοσοσιαλισμού στην εργασία του « Ο Φασισμός : Σύνοψη μιας κριτικής ανάλυσης από την άποψη της Δεξιάς» (1970). Μάλιστα χαρακτήρισε την άποψή του εκείνη ως άποψη της «αυθεντικής Δεξιάς».
Όσον αφορά στον «Τελευταίο Καίσαρα», στον Ντούτσε της «Προλεταριακής και Φασιστικής Ιταλίας», ο Έβολα επέκρινε την θεοποίηση των προσωπικοτήτων, στις οποίες, όπως για παράδειγμα στον Μουσολίνι στο πρόσωπο του οποίου εξαιρόταν ο ακούραστος αθλητής και ο ανεξάντλητος εραστής, αλλά δεν υπήρχε καμιά υπερβατική αρχή πέρα από την προσωπικότητα. Αν ο Ντούτσε έβλεπε τον εαυτό του πάνω απ’ όλα ως μιαν ενσάρκωση του Κράτους, τότε ο ίδιος ο Φύρερ είδε το πρόσωπό του ως την ενσάρκωση του γερμανικού Λαού. Αυτό θεωρητικά σήμαινε την άμεση επαφή μεταξύ του Λαού και του Φύρερ, χωρίς καμία ενδιάμεση ιεραρχία. Και τούτη η απαλοιφή της καστικής δομής ήταν μια σκόπιμη και εκούσια ισοπέδωση, στην οποία κάθε μέλος της «Λαϊκής Κοινότητας» θεωρήθηκε «a priori» («εξ αρχής») ίσο με τ’ άλλα. Ο Έβολα υποστήριξε ότι ο εθνικοσοσιαλισμός με την επιλογή του αυτή είχε τελικά προλεταριοποιηθεί. Αφ’ ετέρου, υπήρχε μια κρυφή παρασιτική τάξη γραφειοκρατών ανάμεσα στον Φύρερ και στον Λαό, η οποία αποφάσιζε φερόμενη δεσποτικά προς τους ανθρώπους και ακυρώνοντας οποιαδήποτε κριτική προς τον εαυτό της ως δήθεν ανίερη κριτική εναντίον του Φύρερ, ενώ ταυτόχρονα τον απομόνωνε συστηματικά από τον Λαό, που ήταν η μόνη του πραγματική πηγή ισχύος. Και όταν εκείνος που θρεμμένος από την Πίστη εκατομμυρίων μετέπλαθε την δική του Πίστη στις επιταγές της Πρόνοιας σε δράση απώλεσε τα υπερπολυάνθρωπα στηρίγματά του, τότε η Νίκη έσβησε σαν φευγαλέο όνειρο.
Ο Έβολα στάθηκε σφοδρά αντίθετος στο ολοκληρωτικό «Λαϊκό Κράτος» και στον Σοσιαλισμό των Εθνικοσοσιαλιστών, τασσόμενος ανεπιφύλακτα με την αυστηρότερη, επίσης εθνικοσοσιαλιστική, ιδέα του «Κράτους του Τάγματος». Τα SS και μόνον αυτά, έπρεπε να είναι οι φορείς του κράτους. Αλλά ποιά πνευματική αρχή μπορούσε να ηγηθεί της Παραδοσιακής Ευρωπαϊκής Νέας Τάξης; Ο «θετικός Χριστιανισμός» του εθνικοσοσιαλιστικού δόγματος σήμαινε προφανώς απόρριψη του λεγόμενου «αρνητικού Χριστιανισμού». Σύμφωνα μ’ αυτήν την ιδιαίτερη αντίληψη, στις αρνητικές πτυχές του Χριστιανισμού περιλαμβάνεται βέβαια η εβραϊκή σκέψη της Παλαιάς Διαθήκης, που απέκοπτε τους ευρωπαϊκούς λαούς από τις προ-χριστιανικές ρίζες τους – σε τέτοιο βαθμό που τελικά κατέστρεφε συνολικά τους λαούς μέσω της άρνησης των εθνικών τους συνάψεων. Η εβραϊκή σκέψη της Παλαιάς Διαθήκης οδηγεί με βεβαιότητα σε αποκλειστική προσκόλληση στην μετά θάνατον ζωή, με μια στάση απόρριψης και άρνησης της πραγματικής ζωής.
Αλλά ποιάν εναλλακτική λύση προσέφεραν στο ζήτημα αυτό τα SS ; Ο Έβολα εξέφρασε την γνώμη ότι με τον νεοπαγανιστικό νατουραλισμό και τον πανθεϊσμό τους, όχι μόνον δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν τον «αρνητικό χριστιανισμό», αλλά τελικά δεν είχαν κανένα σαφή και αποκρυσταλλωμένο υπερβατικό προσανατολισμό, ακόμη και της χαμηλότερης πνευματικής βάσης. Ούτε θα μπορούσε να υπάρξει καμία αμφιβολία για την αποτυχούσα μερική προσπάθεια αναβίωσης της τευτονικής προ-χριστιανικής θρησκείας. Εξ ου και τα SS έβαιναν τελικώς στην μάχη δίχως μιαν υπερβατική αρχή να τα καθοδηγεί : ούτε ο αρχαίος γερμανικός πολεμικός θεός Θωρ, ούτε ο χριστιανικός αρχάγγελος Μιχαήλ, ο οποίος μάλιστα από την Σύνοδο της Μαγεντίας (Mainz) –819- και ένθεν ήταν ο επίσημα διακηρυγμένος «Προστάτης της Αυτοκρατορίας».
Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Έβολα πως εξέφρασε αυτήν την κριτική μόνον εκ των υστέρων, μετά από την θλιβερή κατάληξη των γεγονότων και την καταστροφική ήττα στον Β’ Μεγάλο Πόλεμο. Στο αξιοσημείωτο άρθρο του «Ράιχ και Ιμπέριουμ ως στοιχεία της Νέας Ευρωπαϊκής Τάξης» (στο περιοδικό «Ευρωπαϊκή Επιθεώρηση» τον Φεβρουάριο του 1942), βρίσκουμε έκτοτε ξεκάθαρα αποτυπωμένη την γνώμη του:
«Γνωρίζουμε πολύ καλά τις αντι-ρωμαϊκές προκαταλήψεις που καλλιεργούνται σε ορισμένους κύκλους. Ωστόσο, αυτές στηρίζονται ως επί το πλείστον σε μονόπλευρες συγκρίσεις. Για παράδειγμα, υποκαθιστούν το πραγματικό ρωμαϊκό δίκαιο μ’ ένα είδος δικαίου που καλύτερο θα ήταν να ονομαστεί Ναπολεόντειο, αμαυρωμένο δηλαδή από έναν οικουμενισμό και μιαν αφηρημένη κανονιστικότητα, που εμφανίστηκαν μόνο περιστασιακά στην οργανική έννοια του προηγούμενου «αυτοκρατορικού χώρου» της Ρώμης. Είναι εξίσου λάθος να συγκρίνουμε την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με την Καθολική Εκκλησία. Βεβαίως αναγνωρίζουμε ότι, η Ρώμη εργάστηκε σε συνεννόηση με τον Καθολικισμό για να δημιουργήσει την αυτοκρατορική νοοτροπία του Μεσαίωνα. Αλλά πρέπει να είμαστε σαφείς σχετικά με το τι είδος Καθολικισμού ενεπλάκη στην συνέχεια. Το αληθινό ρωμαϊκό δίκαιο δεν ήταν «καθολικό» με την σύγχρονη, ορθολογική αίσθηση, σφραγισμένο από τον Διαφωτισμό και τον Ελευθεροτεκτονισμό, αλλά ήταν η μορφή ενός καλά οργανωμένου αυτοκρατορικού χώρου ή αυτοκρατορίας, η οποία είχε ως βάση της ένα εξίσου καλά οργανωμένο πολιτιστικό και ανθρώπινο ιδεώδες. Ομοίως ο Μεσαιωνικός Καθολικισμός σχετίζεται μ’ έναν Χριστιανισμό που ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με την κοινότητα των Αρίων ευρωπαϊκών εθνών. Αυτή η κοινότητα δημιουργήθηκε ως μια οργανική και στρατιωτική ενότητα και σ’ αυτήν η ηθική της τιμής και της πίστης λογίζονταν πολύ περισσότερο απ’ ότι οι αρετές της αναχώρησης και της καθολικής αδελφότητας της ανθρωπότητας. […] Κανείς δεν πρέπει να ξεχνάει πως για πολλούς ευρωπαϊκούς λαούς, ο καθολικισμός αντιπροσωπεύει την παράδοση πολλών αιώνων, η οποία δεν μπορεί να απορριφθεί εν μία νυκτί δίχως καταστροφικές συνέπειες. Από αυτήν την άποψη, μια κατάλληλη ρύθμιση και προσαρμογή θα εξυπηρετήσει τον αληθινό κοινό σκοπό πολύ καλύτερα από την πλήρη απόρριψη. […] »
Είναι, σε κάθε περίπτωση, σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι μια νέα Παραδοσιακή Ευρωπαϊκή Τάξη, της αναγεννημένης Ευρώπης των Εθνών, θα χρειαστεί ένα υπομόχλιο τουλάχιστον ανάλογο μ’ αυτό που ήδη παρείχε η Ρώμη για την διαμόρφωση του μεσαιωνικού πολιτισμού της Ευρώπης. Αν ο Ιμπεριαλισμός, αντιπροσωπεύει την Εξουσία, ως η πιο ακραία, αχαλίνωτη και αχόρταγη διεθνοπολιτική «υπερώριμη» έκφραση των δυνάμεων της πλουτοκρατίας σημαίνει ένα σύστημα ισχύος στο οποίο το κυβερνών μέρος καταπιέζει και εκμεταλλεύεται ανάλγητα όλα τ’ άλλα μέρη, η Αυτοκρατορία αντίθετα, αντιπροσωπεύει την Ηγεσία και την υψηλότερη δικαιοσύνη του «Unum, quod non est pars» [«ένα, που δεν είναι μέρος»], -για να χρησιμοποιήσουμε την φράση του Δάντη στο έργο του «Μοναρχία»-. Στο ανατολικό τμήμα της Ευρώπης, η Ορθόδοξη εκκλησία έδειξε πως η σύνθεση του Έθνους και του Χριστιανισμού είναι εφικτή, είναι πιθανή, είναι πραγματώσιμη, αλλά έξω από την ζώνη των «αυτοκρατορικών εθνών» -Ρουμανία και συγκεκριμμένες άλλες χώρες- θα έλειπε πιθανώς το παραδοσιακό ρωμαϊκό και κατόπιν το βυζαντινό (και ως εκ τούτου αληθινά αυτοκρατορικό) πνεύμα.
Στην νεώτερη Ιστορία της Ευρώπης, οι βαθύτατα θρησκευόμενοι και Πιστοί στον Θεό και στο Έθνος Λεγεωνάριοι της Σιδηράς Φρουράς, κατέδειξαν σαφώς την ζωντανή αυτοκρατορική επιρροή στην Ρουμανία, επιρροή συνθετική και πράγματι κοσμογονική, η οποία ολοκλήρωσε την κληρονομιά των Δακών προγόνων τους και την χριστιανική παράδοση, συνθέτοντάς τις αξιοθαύμαστα στον Νέο Άνθρωπο της Σιδηράς Φρουράς – που διαμορφώθηκε με παράδειγμα την ηρωική ζωή και τον αγέρωχο θάνατο του ηγέτη του, του αλησμόνητου και μεγαλειώδους Κορνήλιου Κοντρεάνου.
Θ.Π.