Θυμάσαι κάποτε, παιδιά ξεκινήσαμε κι οι δύο. Εγώ κι εσύ με ανησυχίες για τον κόσμο, για την κοινωνία, για τη ζωή την ίδια. Ο καθένας με τα δικά του ερεθίσματα, τις δικές του ιδέες και τα δικά του όνειρα. Κάποτε ήταν ίδια, όχι ίδια ακριβώς αλλά περπατούσαν δίπλα το ένα με το άλλο. Τόσο δίπλα που τα μπέρδευες για όμοια. Ο απαιτούμενος ρομαντισμός της ηλικίας δεν έλειπε, εγώ τον έψαξα στον Καρυωτάκη και τον Παλαμά, στον Νίτσε και τον Πλάτωνα. Εσύ τον έψαξες στον Marx, τον Sartre, τον Bukowski και την Plath. Ζήτησα τη νιότη μας να θυσιάσουμε στα όνειρα και τα ιδανικά μας, ζήτησες να περιμένουμε και να λογικευτούμε. Πίστεψα σ ένα θεό σαν τη μητέρα φύση δίκαιο μα σκληρό, δε πίστεψες πουθενά. Είπες οι θεοί είναι πολύ μικροί για σένα. Πως είναι ψεύτικοι και μη ρεαλιστικοί, σαν τα ιδανικά μου. Θεώρησες ανώτερο καθετί υλικό, θεώρησα καθετί υλικό βρώμικο και μικρό. Πάλεψες να με κάνεις να καταλάβω την ομορφιά της πραγματικότητας, δοκίμασα να σε βάλω στον κόσμο του ιδεαλισμού. Μου πρόσφερες γκρι διεξόδους για να ανοίξω τους ορίζοντές μου, σου πρόσφερα την ομορφιά της ηθικής και του δικαίου. Δοκίμασες τρόπους να με πείσεις κι εγώ με μόνο μου όπλο την αλήθεια σου απάντησα. Την ειλικρίνεια βάφτισες λάθος και το ψέμμα, σωστό. Εθελοτυφλούσες χωρίς να μπορείς να διαλέξεις αυτό που έπρεπε. Κι όταν όλα αυτά πάψανε, τότε διακρίναμε κι οι δύο πως τα όνειρα μας από δίπλα πλέον βαδίζανε αντίθετα. Το καθένα είχε πάρει το δρόμο του και δε μοιάζανε πια, δε τα μπέρδευες πια. Ήταν τόσο διαφορετικά που θα έλεγε κανείς πως ποτέ δε κρατούσαν το ένα το χέρι του άλλου. Κι όμως δεν είναι έτσι και το γνωρίζεις καλά.
Σε άφησα να προσπαθείς για ένα μέτριο σήμερα, με άφησες να παλεύω για ένα όμορφο αύριο, για μια Χρυσή Αυγή της Πατρίδας μας. Κι αν ποτέ το φέρει η μοίρα να συγκρουστούμε, ας γίνει. Εγώ τουλάχιστον έμαθα να πολεμάω και όχι να σκύβω!
Ο.Μ.