Ιδεολογική συγκρότηση μετά την Μικρασιατική Καταστροφή
Μέρος ΙΙΙ
Ο φιλελευθερισμός εκφράζει μιαν άτολμη και υπολογιστική αγνωστικιστική αντίληψη γύρω από τα αξιακά και ηθικά ζητήματα του ανθρώπου και θέλει την εξουσία «ηθικά ουδέτερη», φλεγματικά αμέτοχη απέναντι σε τέτοια διακυβεύματα. Κατά τον φιλελευθερισμό, το κράτος δεν πρέπει να λαμβάνει θέσεις ηθικού χαρακτήρα, οφείλει να είναι άχρωμο, ουδέτερο και να περιορίζεται μόνον στην διασφάλιση των ατομικών – τυπικών δικαιωμάτων και στην προστασία των οικονομικών δοσοληψιών.
Ο μαρξισμός από την πλευρά του τοποθετείται μεν αξιακά και ιδεολογικά, ερμηνεύοντας όμως τον Εθνικισμό, τον πατριωτισμό και την μεταφυσική πίστη, κυρίαρχα γνωρίσματα της εποχής της εμφάνισής του, ως νοσηρά παράγωγα του καπιταλισμού, τα οποία βέβαια εμποδίζουν την κοινωνική εξέλιξη κι εξαπατούν την «πανάγαθη» κι «εκλεκτή» εργατική τάξη.
Την απόλυτη ιδεολογική αδυναμία του Μαρξισμού να εξηγήσει επαρκώς το εθνικό φαινόμενο (πέρα από πασαλείμματα, «διαλεκτικούς βρόχους» και φλύαρα ψεύδη) παραδέχθηκε με αρρενωπή ειλικρίνεια ο Έλληνας μαρξιστής στοχαστής Νίκος Πουλαντζάς, γράφοντας στο βιβλίο του «Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός» με ασύνηθη για μπολσεβίκους ανασφάλιστη ειλικρίνεια: «Πρέπει να συνηθίσουμε σε τούτο το ολοφάνερο γεγονός : δεν υπάρχει μαρξιστική θεωρία του έθνους. Το να λέμε – παρά τις ζωηρές συζητήσεις πάνω σε τούτο το θέμα μέσα στο εργατικό κίνημα – ότι υπάρχει υποτίμηση από μέρους του μαρξισμού της εθνικής πραγματικότητας, είναι ακόμα παρά πολύ μακριά από την αλήθεια».
Αυτό όμως που δεν κατόρθωσε ο ιστορικός μαρξισμός, ανέλαβε να το πραγματώσει η ελεεινή, πολυπρόσωπη και άθλια υποκριτική μετα-μαρξιστική Αριστερά, μέσα από τους εκούσια διατηρούμενους παραμορφωτικούς και ιδεοληπτικούς φακούς της, που οδηγούν τους οπαδούς της σε μονοχρωματική σωληνώδη όραση και άθλια μανιχαϊκή ανομολόγητη μισαλλοδοξία. Ο ιστορικός μαρξισμός και τα δαιμονικά βλαστήματά του λενινισμός και σταλινισμός, δεν κατανόησαν την φύση και την ουσία του Έθνους. Όμως η μεταλλαγμένη Νέα μετα-μαρξιστική Αριστερά, υβρίδιο ταλμουδικού ραββινισμού, marketing και μακροοικονομίας τις κατάλαβε και για αυτό ανέλαβε να τις αποδομήσει, να τις αποσαθρώσει ύπουλα και μεθοδικά στην σκέψη και στην συνείδηση των ανθρώπων, συνεπικουρούμενη από δεκάδες «αντιφασιστικές»-«αντιρατσιστικές» (δλδ. αντεθνικές) ΜΚΟ κι εκατοντάδες πανεπιστημιακούς σκοταδιστές παλιάτσους.
Ο ξακουστός ιστορικός ηγέτης του Κομουνιστικού Κόμματος Ιταλίας Antonio Gramsci (Γκράμσι) έθεσε το σπουδαίο πολιτικοϊδεολογικό ζήτημα της «ιδεολογικής ηγεμονίας». Τον Gramsci τον απασχόλησε ιδιαίτερα το γεγονός γιατί η Ιταλία των αγροτών και των προλεταρίων κατέστη η φασιστική «Νέα Ρώμη» του Ντούτσε των μελανοχιτώνων κι όχι κομμουνιστική, καθώς επίσης το ερώτημα γιατί η πολυπληθέστατη και οργισμένη από την αφόρητη διαρκή καταπίεση εργατική τάξη δεν επαναστάτησε πρώτη υπό την κόκκινη σημαία. αλλά ένα ικανό τμήμα της είτε ανέχθηκε το φασιστικό καθεστώς είτε και συμπορεύθηκε ενεργά μαζί του, στον σχηματισμό και την διατήρηση της «προλεταριακής και φασιστικής Ιταλίας».
Κατά τον ευρυμαθή κι ευφυέστατο Gramsci, αυτό συνέβη διότι η εργατική τάξη είχε γαλουχηθεί «εξ απαλών ονύχων» με τις «εθνικές αξίες» της αστικής τάξης και της Καθολικής Εκκλησίας, για τούτο και δεν μπόρεσε ν’ αναπτύξει μιαν επαρκή επαναστατική συνείδηση, επιτρέποντας τελικά στον Φασισμό να υπερφαλαγγίσει τον Κομμουνισμό και να κατακτήσει εκείνος την εξουσία επαναστατικά. Για ν’ αλλάξει αυτό, ο Gramsci είπε ότι το Κόμμα κι η Αριστερά ευρύτερα, πρέπει να κατακτήσουν πρώτα την «πολιτιστική εξουσία», τους «οργανικούς διανοουμένους», τους καθηγητές, τους συγγραφείς, τους δημοσιογράφους, δηλαδή όλους εκείνους που διαμορφώνουν την δημόσια σφαίρα και την κοινή γνώμη στην πολιτική.
Αυτό το «γκραμσιανό» πλαίσιο που σκιαγραφεί ότι η επικράτηση στον χώρο των ιδεών θα οδηγήσει στην πολιτική επικράτηση, ονομάσθηκε «ιδεολογική ηγεμονία». Επειδή αυτή η θέση αντιστρατεύεται την υλιστική θεωρία του μαρξισμού κι αυτονομεί τελικά τις ιδέες από τις οικονομικές σχέσεις παραγωγής, αποκαλέστηκε μετα-μαρξιστική. Κατά τον ίδιο τον Gramsci η «πάλη των τάξεων» έπρεπε να λαμβάνει μέρος πάντοτε στο ιδεολογικό πεδίο, με την θεμελιώδη παραδοχή ότι μόνον οι ιδέες μπορούν να επιφέρουν την επανάσταση ή αντίθετα να την αποτρέψουν (ενώ ο Μαρδοχαίος Κεσιλί – Μαρξ, υποστήριζε πως μια ξαφνική τεχνολογική αλλαγή είναι ικανή να αναγκάζει τις κοινωνίες ν’ αλλάξουν το ίδιο αιφνίδια την παραγωγική και οικονομική τους δομή, αλλά και το ίδιο βίαια τις κοινωνικές τους συνέργειες και παραμέτρους, με αποτέλεσμα να λαμβάνουν χώρα επαναστατικές διαδικασίες με νομοτελειακά εξασφαλισμένη την νίκη του προλεταριάτου). Στο τρίτομο έργο του «Quaderni del carcere» («Τετράδια της φυλακής») ο Gramsci γράφει χαρακτηριστικά : «Η υπεροχή μιας κοινωνικής ομάδας λαμβάνει δύο μορφές : κυριαρχία, αλλά και πνευματική και ηθική διεύθυνση. Μία κοινωνική ομάδα κυριαρχεί πάνω σε εχθρικές ομάδες και είναι διευθύνουσα πάνω σε συγγενικές». Αυτή η «διεύθυνση» είναι ένα ξεκάθαρο παράγωγο της ιδεολογικής ηγεμονίας.
Οι Ιουδαίοι στοχαστές Theodor Ludwig Wiesengrund – Adorno και Max Horkheimer (Χορκχάϊμερ)μαζί με τους λοιπούς ομοφύλους τους, της κοινωνιολογικής «Σχολής της Φρανκφούρτης» ανέπτυξαν, με την σειρά τους, την «κριτική θεωρία», για ν’ αποδείξουν ότι ο Καπιταλισμός μετατρέπει έμπρακτα, μεθοδικά και συστηματικά τις έννοιες στο ακριβώς αντίθετό τους : η δίκαια ανταλλαγή μετατρέπεται σε ακραία ανισότητα και κοινωνική αδικία, η ελεύθερη οικονομία μετατρέπεται σε απάνθρωπη κυριαρχία του μονοπωλίου, η διατήρηση της κοινωνικής ζωής στην πτώχευση της πλειονότητας των ανθρώπων. Σύμφωνα με την «Σχολή» η «κριτική θεωρία» σταδιακά και σταθερά θ’ αποδομούσε οριστικά την ιδεολογία του καπιταλισμού, ανοίγοντας τον δρόμο στον σοσιαλισμό.
Η «Σχολή της Φρανκφούρτης» (που θα μπορούσε κάλλιστα και δικαιολογημένα να λέγεται με φυσικότητα … «Σχολή του Γολγοθά»!) έθεσε τις βάσεις γι’ αυτό που ονομάσθηκε από τους αγγλοαμερικανούς «κοινωνική μηχανική» («social engineering»), η οποία έχει ως απώτατο σκοπό την ουσιώδη οντολογική μετάλλαξη του ανθρώπου, την καθολική αποκοπή του από την Φυλή, το Έθνος, την Πατρίδα και τον πολιτισμό του, την αλλοτρίωση, την αυτοαποξένωση και την κλιμακούμενη εξάλειψη της συνείδησής του, προκειμένου τελικά ως ασυνείδητο παραγωγικό και καταναλωτικό, φορολογούμενο ζώο να ζυμωθεί από τα νεοεποχίτικα ένζυμα της παγκοσμιοποίησης στα πολυπολιτισμικά πειράματα της μετα-μαρξιστικής σκέψης και να μεταβληθεί στο ανυπεράσπιστο, άνευρο «ανθρωπάριο» (homunculus) του πολυπολιτισμικού φυράματος.
Η γεννημένη το 1941 Ανθογαλίδου Θεοπούλα, τέως πρόεδρος του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, γαλοθρεμμένη, δεινή μεταφράστρια του Εμίλ Ντυρκέμ, σκληρά συγκροτημένη μαρξίστρια, «αντιφασίστρια» …κλπ, καθώς και συνεργάτης της πασίγνωστης εθνικιστοδιώκτριας Φραγκουδάκη, αλλά και περιστασιακά εμπνευσμένη από τον «άσπονδο φίλο του Καστοριάδη», Ζαν Φρανσουά Λυοτάρ (Jean-François Lyotard) ο οποίος τον Μάιο του 1968, στο Παρίσι, βρισκόταν «μπροστάρης» στα οδοφράγματα με τους εξεγερμένους φοιτητές και ήταν υποστηρικτής του επαναστατικού μαρξισμού έως το 1974, κατοπινό σοσιαλμαρξοαστό με το βιβλίο του «La Condition postmoderne : rapport sur le savoir» -1979 («Η μεταμοντέρνα κατάσταση : αναφορά στην γνώση») γράφει χαρακτηριστικά στο καλοδομημένο κείμενό της «Η “λογοτεχνία“ ως ιδεολογικό και πολιτικό διακύβευμα»: «Η ζωή των εργατών βελτιώθηκε, αλλά η εξειδίκευση, η αύξηση της ανεργίας καθώς κι η αποδημοσιοποίηση της κοινωνικής ζωής, με τη χρήση των νέων μέσων στην επικοινωνία των ανθρώπων, συνέβαλαν επίσης στη χωρική και ιεραρχική διάσπαση των εργατών, σε σημείο που η κυρίαρχη σε όλο τον προηγούμενο και στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα αντίφαση να εμφανίζεται αποδυναμωμένη, ενώ νέες κοινωνικές αντιφάσεις ήρθαν με οξύτητα στην επιφάνεια και ενέπνευσαν τον ακτιβισμό κοινωνικών κατηγοριών και δραστήριων οργανώσεων, όπως οι φεμινίστριες, οι άνεργοι, οι μετανάστες και οι αντιρατσιστικές οργανώσεις, οι φοιτητές, οι οικολογικές οργανώσεις».
Στα λόγια τούτα φαίνεται ξεκάθαρα η σπαρακτική απόγνωση των θεωρητικών της απελευθερωμένης μεταμαρξιστικής «δεξιοαριστεράς» και «αριστεροδεξιάς» των ΑΕΙ, για την ήδη επελθούσα αηδιαστική κι αποχαυνωτική ενσωμάτωση της εργατικής τάξης στο αδηφάγο πλουτοκρατικό σύστημα κι η ανάγκη αναζήτησης άλλων κοινωνικών «εξεγερτικών υποκειμένων», όπως οι «πολλά υποσχόμενοι» μετανάστες και οι «αντιρατσιστές».
Συναγωνιστές και Φίλοι, η βιολογικά γερασμένη και πολιτικά αρτηριοσκληρωτική «Νέα Αριστερά» του Μάη του ’68 βρήκε νέα «κοινωνικά υποκείμενα» στους φορείς των παραφιλικών σεξουαλικών μειονοτήτων, στους αφροασιανούς μετανάστες, στους «πεφωτισμένους αριστερούς αστούς», οι οποιοι είχαν εναγκαλισθεί «βιβλικά» και πρόθυμα την ανθρωποβόρα μαρξιστική μεσσιανική ουτοπία βολεμένοι στα χλιδάτα σαλόνια τους. Τα λερά και τοξικά μεταχρονολογημένα απόνερα αυτής της «Αριστεράς» τα συναντάμε στην Πατρίδα μας, διάσπαρτα στις εθνοαποδομητικές απόψεις της Ρεπούση, στις μηδενιστικές παρόλες του Λιάκου, στο εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ του Αβρούρι και στον ΣΥΡΙΖΑ του «Έλληνα Κον Μπεντί» του Alexis, που λούστραρε με μπόλικο σάλιο τα παπούτσια του Ομπάμα κι όλου του Κογκρέσου.
Η σύγχρονη εποχή χαρακτηρίζεται από ένα εκρηκτικό μίγμα ρευστών δρωμένων παγκόσμιας κλίμακας : Εκπτύσσεται μια διαρηκτική οικονομική κρίση, η οποία διαρκώς επιτεινόμενη από την λυσσαλέα Παγκοσμιοποίηση βαίνει με εκθετική πρόοδο. Η φρικαλέα παντελής έλλειψη ενός σαφούς αξιακού προτύπου, το οποίο θα επέτρεπε στους ανθρώπους και θα υπαγόρευε στην εξουσία να προβαίνουν στην πολιτική και τις επιλογές τους έχοντας μιαν αξιόπιστη ηθική πυξίδα. Ο σημερινός άνθρωπος συνθλίβεται ολόπλευρα, τόσον οικονομικά όσο και πνευματικά. Οι διατιθέμενες επιλογές είναι δύο : να χαθεί σαν ιστορικό απόβλητο μέσα στην χαίνουσα άβυσσο της πολυφυλετικής – πολυπολιτισμικής παγκοσμιοποίησης ή να ξαναβρεί αποκαλυπτικά τον άθραυστο Εθνικό μίτο που οδηγεί στο αρχέγονο Ολύμπιο Φως.
Η δραστική σύζευξη Εθνικής Κοινωνίας και Λαϊκού Κράτους, με άτρωτη φυλετική σύσταση της Λαϊκής Κοινότητας, αποτελεί την μόνη εφικτή, ιστορικά δοκιμασμένη και χαλυβδωμένη μακρόπνοη πολιτική πρόταση, ώστε να εξέλθουμε από την κρίση. Πρώτα ο αποεθνικοποιημένος Λαός μας που μέσα σε 4 δεκαετίες μεταβλήθηκε ύπουλα σε καταναλωτικό όχλο, απαξίωσε κάθε παραδοσιακό ηθικό πυρήνα της ζωής και κατόπιν ακόρεστος από τα ρουσφέτια, μετέτρεψε τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους σε τζόγο και τον εξωτερικό δανεισμό σε καθήκον, αφήνοντας μέσα στο κιτς της νεόπλουτης κραιπάλης του τον «χρυσοφόρο» χρηματοπιστωτικό τομέα εκτός πολιτικού και κοινωνικού ελέγχου. Τονίσαμε επανειλημμένα πως για εμάς τους Χρυσαυγίτες η τωρινή κρίση ήταν κυρίαρχα η καλπάζουσα πνευματική, ηθική και αξιακή κρίση της σηπτικής μεταπολίτευσης και διέδραμε από ετών ανεπαίσθητα για τους πολλούς, πριν τελικά εμφανισθεί ως οικονομική στο προσκήνιο της καθημερινότητας.
Ο Λαϊκός Εθνικισμός διαθέτει συγκροτημένη ιδεολογία και τεράστιο ιστορικό βάθος, ώστε να οδηγήσει την αναγέννηση της Πατρίδας μας και να συνδράμει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο στην αναγέννηση μιας αφυπνισμένης Ευρώπης των Πατρίδων. Η Εθνικιστική Ιδεολογία μπορεί άνετα ν’ αντιπαρατεθεί με τις φθισικές ουτοπίες της αριστεράς (νέας και παλιάς), να καλύψει το ηθικό κενό των αρνησιπάτριδων καμποτίνων του νεοφιλελευθερισμού και να προσφέρει ένα λαμπρό και υγιές αλλά συνάμα εφικτό όραμα.
Το Κίνημα των Ελλήνων Εθνικιστών της Χρυσής Αυγής δείχνει κι ανοίγει τον δρόμο : Όσοι Ζωντανοί ας πολεμήσουν μαζί μας !
Γιάννης Πετρίτης