Η απόφαση του ελληνικού κοινοβουλίου να επικυρώσει την σχετική διάταξη για τον διορισμό των ιεροδιδάσκαλων της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη -απόφαση την οποία υποστήριξε με σθένος η Χρυσή Αυγή-, έχει εξοργίσει τους πρακτορίσκους της Άγκυρας στην περιοχή. Ο ψευδομουφτής υπό την απόλυτη στήριξη του τουρκικού προξενείου, προχώρησε σε εμπρηστικές δηλώσεις, εκφράζοντας την αγανάκτησή του για την απόφαση.
«Πρέπει να μείνουμε πιστοί στους εκλεγμένους μας ιμάμηδες και να μη στηρίξουμε όσους θα φέρει το κράτος!», δήλωσε ο θρασύς τουρκόφρονας. Μέσα σε ένα ντελίριο ψευδολογίας, ο κ. Αχμέτ Μετέ, ισχυρίστηκε πως η «τουρκική» μειονότητα καταπιέζεται, ενώ η ελληνική μειονότητα της Πόλης, χαίρει κάθε ελευθερίας! «Επειδή δηλαδή οι πλούσιοι Ρωμιοί της Τουρκίας έφυγαν κάποτε από εκεί και με τα υπάρχοντα τους ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, φταίει για αυτό ο φτωχός κόσμος της Δυτικής Θράκης, που δεν έχει πού να πάει;», τολμά να ρωτά ο ψευδομουφτής. Ούτε λέξη φυσικά για το πογκρόμ του 1955, εξαιτίας του οποίου χιλιάδες συμπατριώτες μας αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες. Και συνέχισε το ανθελληνικό του παραλήρημα: «Αυτό που επιδιώκεται είναι η μειονότητα να μη σηκώσει κεφάλι… και ο αγώνας για την διεκδίκηση των δικαιωμάτων να παραμείνει ορφανός ή αδύναμος. Την Τουρκική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης από την μέρα που παρέμεινε εδώ ως επίσημη μειονότητα, πάντοτε την έβαζαν να υποφέρει… Εν τέλει τα μέλη της μειονότητας αυτής, παρά το ότι είναι Έλληνες πολίτες, δεν αντιμετωπίστηκαν ως τέτοιοι. Και εσείς ξέρετε πως, όσον αφορά τα πολιτικά δικαιώματα, υπήρχαν πολλά βάσανα. Τώρα έστω και αν δεν έχουν αποδοθεί όλα, φαίνονται να δίνονται, και είμαι ευγνώμων για αυτό. Αλλά στα μειονοτικά δικαιώματα, η μειονότητα ποτέ δεν αντιμετωπίστηκε ως εθνική μειονότητα, αλλά πάντα ως θρησκευτική. Πάντοτε γίνεται προσπάθεια να προβληθεί πως πρόκειται για θρησκευτική μειονότητα. Κατά καιρούς αυτό περιλάμβανε την διάκριση ανάμεσα σε Πομάκους, Τούρκους και Τσιγγάνους καθώς και την στήριξη διαφόρων ομάδων που ήρθαν εδώ. Γι’ αυτό το λόγο κάποιες δυνάμεις μέσα στην μειονότητα, πάντοτε χρησιμοποιούνταν. Αυτό που επιδιώκεται εδώ είναι η μειονότητα να μην σηκώσει κεφάλι, να αναλώσει εσωτερικά την δυναμική της, και ο αγώνας για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων να παραμείνει ορφανός ή αδύναμος. Αυτή είναι η εφαρμοζόμενη πολιτική. Η μειονότητα όμως παρά τις δύσκολες συνθήκες σπούδασε τα παιδιά της. Κατά τον τελευταίο καιρό όπως βλέπετε, διαθέτει άτομα σε κάθε επίπεδο, θαρραλέα, που ξέρουν τι θέλουν και ξέρουν τι κάνουν. Είναι μεγάλη τύχη που η Τουρκία είναι εδώ, μητέρα πατρίδα και κράτος-εγγυητής. Αλλά δυστυχώς το μεγαλείο της σκέψης της Τουρκίας δεν γίνεται αντιληπτό από την Ελλάδα και προκαλεί άλλες συμπεριφορές. Παρά το ότι η Τουρκία σχετικά με την εκεί ελληνική μειονότητα, παραβλέποντας τα παλιά, αντισταθμίζει τα λάθη που έγιναν παλιά και φέρεται με τόση ανεκτικότητα, δυστυχώς η Ελλάδα αυτά δεν τα αντιλήφθηκε καλά. Δεν το έκανε αυτό στο θέμα των μουφτειών, των βακουφίων και της εκπαίδευσης, καιδεν μπόρεσε να αντιληφθεί πως αυτή η μειονότητα είναι τουρκική».
Σε αυτά τα επίπεδα αποθράσυνσης και διαστρέβλωσης της ιστορικής πραγματικότητος, έχει οδηγήσει τον τουρκικό παράγοντα, η ανεκτικότητα στα όρια της δουλικότητας των κοινοβουλευτικών πολιτικών ηγεσιών, από το 1974 κι εντεύθεν. Προχωρά όμως ο ψευδομουφτής, ένα βήμα παραπέρα, σημειώνοντας πως: «Όποιαν απόφαση και αν πάρει η μειονότητα μας, αυτήν την απόφαση πρέπει να εφαρμόζουν όλοι και σε αυτήν ζητώ να είναι ενωμένοι»! Την ώρα που ο υπηρέτης των συμφερόντων της Άγκυρας, προπαγανδίζει στη μουσουλμανική μειονότητα το τουρκικό του μίσος, το επίσημο ελληνικό κράτος, αδιαφορεί, αποφεύγοντας να τραβήξει το αυτί του προκλητικότατου ασιάτη. Το μεταπολιτευτικό κράτος μπορεί να προσποιείται πως δε βλέπει, όμως ο Λαϊκός Σύνδεσμος-Χρυσή Αυγή, επιμένει στην πάγια θέση του: η Θράκη ήταν και θα παραμείνει ελληνική! Εις ότι αφορά την μειονότητα, η μόνη αναγνωρισμένη στην Θράκη μειονότητα είναι η μουσουλμανική, συμφώνως προς τη Συνθήκη της Λωζάννης. Εκείνοι που αναζητούν τις τουρκικές τους ρίζες, καλό θα ήταν να περάσουν στην αντίπερα όχθη του ποταμού Έβρου.