Ιδεολογική συγκρότηση μετά την Μικρασιατική Καταστροφή
Μέρος V
Οι αναζητήσεις, οι προβληματισμοί κι οι διαμάχες γύρω από την έννοια «Έθνος» και τα κοινωνικοπολιτικά της παραφερνάλια στην πρώτη δεκαετία τον Μεσοπολέμου δεν αποτελούσαν κάποιο καινούργιο φαινόμενο για την Πατρίδα μας. Οι συζητήσεις κι οι αντιπαραθέσεις που αφορούσαν στους όρους και το περιεχόμενο του Εθνικού Οράματος, στα συστατικά και στις πρόσφορες μεθόδους υλοποίησής του, είχαν ήδη αρχίσει από τα τέλη του 19ου αιώνα, με αφορμή τα ποικίλα διαδοχικά πλήγματα που είχε μέχρι τότε υποστεί η ιδεολογία και η πρακτική του ανικανοποίητου Ελληνικού αλυτρωτισμού.
Φαίνεται ωστόσον ότι μόνον μετά από την Μικρασιατική Καταστροφή, με την επελθούσα τραυματική εξάλειψη και των υστάτων ελπίδων εδαφικής επέκτασης, ο Ελληνικός Εθνικισμός έπαυσε να διοχετεύει το ιδεολογικοπολιτικό και θυμικό του δυναμικό μόνον προς την κατεύθυνση του αλυτρωτισμού – εδαφικού επεκτατισμού. Τότε παρατηρήθηκε ένα φαινόμενο σχετικά ανάλογο μ’ εκείνο το οποίο είχε ακολουθήσει τον χαμένο πόλεμο του 1897 : μια πηγαία, παθιασμένη κι έντονη διάθεση για ιδεολογική ανασυγκρότηση και πνευματική ανασύνταξη. Είναι βεβαίως αντιληπτό πως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να καταστεί εφικτό βραχυχρόνια. Ωστόσον η επίμονη, εκτεταμένη και βαθιά αναζήτηση, η συνεχής ανησυχία, καθώς κι η ευέξαπτη διάθεση για κριτική και πολεμικές αντιπαραθέσεις είναι προφανέστατες στην υπό εξέταση περίοδο. Μέσα σ’ αυτό το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο επανέρχονται στο επίκεντρο της αναζήτησης των διανοουμένων, ποικίλα και πολυεπίπεδα ζητήματα που αφορούν στην συστατική υφή του Ελληνισμού, καθώς και στα θέματα της «Εθνικής Αυτογνωσίας» και της «Ελληνικής Ταυτότητας» με αδιάκοπη ένταση.
Πρέπει εδώ να επισημάνουμε κάποιες κρίσιμες διαφορές ανάμεσα στις δυο «μετακαταστροφικές» περιόδους, του 1897 και του 1922. Η Εθνική Συνείδηση, μετά την θλιβερή έκβαση του πολέμου του 1897, παρέμεινε ακλόνητη και μάλιστα εξημμένη, εξακολουθώντας ν’ αποτελεί το ισχυρότερο συστατικό της «εν τω γεννάσθαι» νεοελληνικής ιδεολογίας. Ο τιτάνιος και εθνοσωτήριος Μακεδονικός αγώνας που ακολούθησε (1904-1908) μαρτυρεί ασφαλώς για την μετάβαση από την Εθνική Θεωρία στην πράξη, αλλά και στον χώρο της θεωρίας η αδιάκοπη κι απαρέγκλιτη συνέχεια από τον ένα στον άλλο αιώνα, στην επόμενη φάση της εθνικής εξέλιξης, είναι ξεκάθαρη. Την σαφέστερη μαρτυρία αυτής της θαυμάσιας συνοχής αποτελεί η συσχέτιση των «Εθνολογισμών» του Εμμανουήλ Χαιρέτη (1905) και του «Νέου Πνεύματος» του αξεπέραστου ανιψιού του Περικλή Γιαννόπουλου (1906): ο πρώτος (γεννημένος το 1838) ανήκει στην παλαιά φρουρά του «Πρώιμου Εθνικισμού», ο δεύτερος εκφράζει (μαζί με τον Παύλο Μελά, τον Ίωνα Δραγούμη κι άλλους Μακεδονομάχους αξιωματικούς) την γενιά της νέας εθνικής προσπάθειας των απελευθερωτικών – αλυτρωτικών πολέμων. Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τις θέσεις του Χαιρέτη από τις θέσεις του Γιαννόπουλου, ενώ με τον δεύτερο προφήτη-γεννήτορα του Ελληνικού Εθνικισμού, τον Μέγα Ίωνα Δραγούμη, η όποια διάκριση μεταξύ τους είναι εφικτή μόνον μέσα από ιδιοσυγκρασιακά και μορφωτικά κατηγορήματα. Όμως το πρωτόλειο αρχέτυπο ιδεολογίας που δημιούργησαν είναι πρόδηλα κοινό. Οι «Εθνολογισμοί», το «Νέον Πνεύμα» και το δραγουμικό «Μαρτύρων και Ηρώων αίμα» (1907), υπήρξαν λαμπρά τροχιοδεικτικά έργα του Ελληνικού Εθνικισμού πριν τον Α’ Μεγάλο Πόλεμο και την Μικρασιατική Εκστρατεία. Δυστυχώς μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, ο πρώιμα αυτόχειρας Γιαννόπουλος κι ο άνανδρα δολοφονημένος από τα δημοκρατικά τάγματα Δραγούμης θα λείψουν δραματικά στην καινούργια ώρα της ανάγκης, ενώ δεν θα αναδυθούν προσωπικότητες αναλόγου ιδεολογικού μεγέθους.
Το Κίνημα θεωρεί Προδρόμους και οιονεί καθοδηγητές της Ελληνικής Αναγέννησης και του Ελληνικού Εθνικισμού, τους προμηθεϊκούς ήρωες του, Περικλή Γιαννόπουλο και Ίωνα Δραγούμη. Τον πρώτο, λεπταίσθητο και λεπτομερή ανιχνευτή της απόλυτης φυσικής, αισθητικής και ιστορικής ουσίας του Ελληνισμού και τον δεύτερο, οραματικό αναζητητή και σχεδιαστή των ρωμαλέων εναλλακτικών τροχιών του Έθνους στην μελλοντική διαχρονία του.
Ρίχνοντας μιαν επιβεβλημένη φευγαλέα ελάχιστη ματιά στην θεώρηση του Δραγούμη, που ο θάνατός του στοίχειωσε τον Μεσοπόλεμο της παρακμής, εντοπίζουμε τα αδρότερα στοιχεία της που τόσο θα λείψουν από την κυοφορία του νέου Εθνικού Οράματος : Ο βαθύς σεβασμός του Δραγούμη προς την θέληση, την δύναμη, τον αρχέγονο ζωϊκόν αγώνα επιβίωσης και κυριαρχίας, η ηρωολατρεία, οι μυστικές διαχρονικές ιδιότητες κι επιδράσεις του εδάφους και του κλίματος, καθώς κι η δύναμη του πολιτισμού ως πρωταρχικού παράγοντα που καθορίζει την συμπεριφορά μιας κοινότητας, αποτελούν τα κομβικά στοιχεία των αναζητήσεων του, τα οποία έθεσαν το θεμελιώδες ικρίωμα ενός Εθνικισμού που δεν ολοκληρώθηκε έγκαιρα στον Μεσοπόλεμο. Ο λατρεμένος μας Ίδας, υπήρξε αφοσιωμένος θιασώτης του νιτσεϊκού ανορθολογισμού, βαθύς μελετητής του Χέρμπερτ Σπένσερ, του Ιππολύτου Ταίν και του αγαπημένου του Μωρίς Μπαρρές. Δυστυχώς στο έργο του απουσιάζει η φυλετική διάσταση της σκέψης του Μπαρρές και των συγχρόνων του, καθώς κι οι ανθρωπολογικές αντανακλάσεις του Σπένσερ.
Ο Ίδας είχε ξεκινήσει την ιδεολογικοπολιτική τροχιά του ως απολογητής του παραδοσιακού αλυτρωτισμού, όμως διαπίστωσε κλιμακωτά πως η ισχύς του Έθνους δεν είναι αναγκαστικά συνώνυμη με την μεγέθυνση του κράτους. Το κράτος αντί να επιχειρεί ν’ αναστήσει την αρχαία Ελλάδα και την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, όφειλε να χαράξει με αποφασιστική δύναμη τα όριά του ως εκεί που έφθανε το Έθνος. Η απαγκίστρωσή του από τον παραδοσιακό κρατικογενή αλυτρωτισμό τον οδήγησε και σ’ επιφυλακτική στάση προς την φερ’ ειπείν πνευματική εξουσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως «ηγετικού πόλου» του Ελληνισμού. Ο όποιος σεβασμός του Δραγούμη για την Εκκλησία περιοριζόταν «κομψά» κι εύλογα στις δεδομένες σχέσεις πολιτισμικής συγγένειας. Ο κοσμικός, έμπρακτος, «αιμάτινος» Εθνικισμός του ερχόταν σε κατάφορη αντίθεση με το πατριαρχικό οικουμενικό πνεύμα κι έγραψε με σαφέστατη ειλικρίνεια: «Οι δεσποτάδες δεν είναι Έλληνες, είναι χριστιανοί». Κάποτε, μετά την επανάσταση του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» σημείωσε χαρακτηριστικά στο ημερολόγιο του : « ….καταργείται τέλος πάντων ή Μεγάλη Ιδέα, και πολιτική αποκατάσταση του Ελληνισμού είναι ή ένωση της φυλής σε ένα κράτος πιο συμμαζεμένο από το βυζαντινό». Εύλογα τον φόβιζε το ενδεχόμενο μήπως η υπαγωγή του Ελληνισμού σ’ ευρύτερο πολυεθνικό κράτος σήμαινε τελικά την απώλεια της Εθνικής Συνείδησής του, όπως έπαθαν οι γλυκεροί Λεβαντίνοι πού κατοικούσαν στα λιμάνια του οθωμανικού κράτους.
Οι Μεγάλοι Εθνικοί Δάσκαλοι ήσαν νεκροί , η «Πέραν Ελλάς» καθημαγμένο και ματωμένο ερείπιο κι ο «ελλαδικά συμπυκνωμένος» Ελληνισμός φρόντιζε τις τρομερές πληγές του. Στα πρώτα μεσοπολεμικά χρόνια κι ενώ στο πολιτικό σκηνικό εξακολουθούσε να δεσπόζει «αναζωογονημένη» και σφοδρή η προπολεμική αντίθεση Βενιζελισμού – Αντιβενιζελισμού, στο ιδεολογικό πεδίο η αντιπαράθεση προσέλαβε μορφή σφοδρής αντιπαλότητας και διαμάχης ανάμεσα στους μαρξιστές και στους ιδεαλιστές. Έτσι, οι συζητήσεις μεταξύ των διανοουμένων εκδηλώνονται υπό μορφήν διαμάχης ιδεαλισμού και υλισμού-μαρξισμού. Στις εμπαθείς ημέρες του Μεσοπολέμου η αιτιοκρατία αμφισβητείται ολόπλευρα ή υποστηρίζεται συστηματικά με ένταση. Μ’ αυτό το υπόβαθρο διεξάγονται πολυποίκιλες συζητήσεις οι οποίες αφορούν στις αντικειμενικές και φαινομενικές σχέσεις μεταξύ του «εθνικού» και του «ταξικού» στοιχείου, στην σημασία της πάλης των τάξεων, καθώς και στις κινητήριες δυνάμεις και στους εκλυτικούς τους παράγοντες – υποκείμενα της ιστορίας. Η έως τότε «κυρίαρχη ιδεολογία» του νεοτέρου κράτους, «εθνικότροπη» και πατριωτική αλλ’ όχι συγκροτημένα Εθνικιστική, παραπαίουσα μετά την εξοντωτική συντριβή του μεγαλοϊδεατικού οράματός της κι αντιμετωπίζοντας έντονη πολιτική αστάθεια κι επάλληλες κοινωνικές κρίσεις, στρέφει την αναιμική της πολεμική προς τις τότε ανερχόμενες σοσιαλκομμουνιστιστικές και μαρξιστικές ιδέες.
Για την αντιμετώπισή τους δραστηριοποιούνται οι ατελείς και περιορισμένοι κρατικοί ιδεολογικοί μηχανισμοί με βάση το τρίπτυχο «αντικομουνισμός – εθνικισμός -ελληνοκεντρισμός». Σ’ αυτόν τον εθνικόν αγώνα στρατεύονται με πάθος, τόσον οι παραδοσιακοί κρατικοί λειτουργοί με τα παραδοσιακά και κατά την αριστερά «τετριμμένα» επιχειρήματα περί θρησκείας, γλώσσας, οικογένειας, και ιδιοκτησίας, αλλά και αρκετοί νεότεροι, μη συνδεόμενοι προς το κράτος ιδεολόγοι, στην πλειονότητά τους δημοτικιστές (μετά την διάσπαση του «Εκπαιδευτικού Ομίλου»), οι οποίοι επιζητούν ειλικρινά να προστατεύσουν το Έθνος, την ελληνική κοινωνία, το τραυματισμένο κράτος και τους νέους από τον αναδυθέντα και ραγδαία επεκτεινόμενο κομμουνισμό.
Στο ευρύ, πολυεπίπεδο και πολυσύνθετο πλαίσιο αυτής της μεγάλης ιδεολογικής πάλης μπορούμε να διακρίνουμε με σχετική ευκρίνεια τρία «ιδεολογικά ρεύματα», δίχως βεβαίως αυτό να δηλώνει την ανυπαρξία ποικίλων επιπλέον ιδιαιτεροτήτων, καθώς κι επιμέρους ομαδικών ή προσωπικών διαφοροποιήσεων.
Το ένα ιδεολογικό ρεύμα καλλιεργεί και διαδίδει κατά το πλείστον συντηρητικές – αντιδραστικές και παραδοσιακές, αλλά κι ακραιφνείς εθνικιστικές απόψεις, βρίσκει δε τους εκφραστές του στους κύκλους της εκκλησίας, σε συντηρητικές εφημερίδες της εποχής (όπως οι σπουδαίες εφημερίδες «Εμπρός» και «Σκριπ») καθώς και σε ορισμένους καθηγητές του Πανεπιστημίου, όπως:
Ο πολυμαθέστατος Μυτιληνιός νομικός Νεοκλής Καζάζης, λαμπρός γνώστης και οραματιστής του Μείζονος Ελληνισμού (ενδεικτικά εκ των έργων του: «Ελληνοαλβανική συνεννόησις – Το αλβανικόν ζήτημα εν σχέσει προς το ελληνικόν έθνος», «Έλληνες και Βούλγαροι κατά τον ΙΘ και Κ αιώνα», «Περιοδεία στον ελληνισμό του Καυκάσου», «Το μακεδονικόν πρόβλημα», «Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας»). Ήταν ιδρυτής και Πρόεδρος της «Eταιρίας του Ελληνισμού», η οποία υποστήριζε τις εθνικές αλυτρωτικές επιδιώξεις. Το πλούσιο συγγραφικό κι επιστημονικό του έργο, αλλά κι η πολιτική του ιδεολογία φανερώνουν έντονες επιρροές από την ιδεαλιστική φιλοσοφία του Χέγκελ, μ’ έμφαση στην δημιουργία μιας ευνομούμενης και ανεξάρτητης Πολιτείας, που θα προστατεύει με έννομα και συνταγματικά μέσα την ελευθερία των πολιτών της. Άσκησε δριμύτατη κριτική στα ιδεολογικά ρεύματα του σοσιαλισμού και του μαρξισμού, όπως αυτά εμφανίστηκαν στην Πατρίδα μας, καθώς αντέβαιναν απροκάλυπτα στην ηθική ιδέα του Δικαίου και του Κράτους που ο ίδιος ευαγγελιζόταν.
Ο Πάριος θεολόγος και μέγας πολέμιος της μασονίας Παναγιώτης Κουτρέλης (ενδεικτικά εκ των έργων του: «Που φαίνεται και που είναι ο κομμουνισμός – Ο κομμουνισμός εν τω σχολείω και τη εκκλησία», «Άθεοι Μαλλιαροί και οι συνήγοροι αυτών αποκαλυπτόμενοι και θεατριζόμενοι», «Η Ελλάς δημοκρατουμένη και βασιλευομένη δια μέσου των αιώνων», «Εν Ελλάδι ελεύθερος τεκτονισμός : κρινόμενος κατά τους λόγους του στόματος αυτού και αποδεικνυόμενος, αντιχριστιανική, ανήθικος και ολεθρία και αντισυνταγματική και παράνομος εταιρία, εργαζομένη υπέρ της του ελληνισμού εθνικής εξοντώσεως»).
Καταρχήν όλοι οι συλλογικοί ή προσωπικοί φορείς αυτού του ρεύματος στρέφονται εναντίον της οιασδήποτε εισαγωγής εσκυγχρονιστικών ευρωπαϊκών ιδεών στην Πατρίδα μας. Επιτίθενται με σφοδρότητα κατά των σοσιαλκομμουνιστικών ιδεών και προσάπτουν στους στρατευμένους οπαδούς των Μαρξ-Λένιν τον χαρακτηρισμό «εχθροί του έθνους, της θρησκείας, της οικογένειας». Χαρακτηριστικά τον Οκτώβριο του 1924, ο Κουτρέλης και η «Χριστιανική Ένωσις Σωματείων» κατήγγειλαν το βιβλίο του Κορδάτου «Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821» (στο οποίο, όπως ο ίδιος έγραφε, εισήγαγε την μέθοδο του ιστορικού υλισμού). Τότε η Ιερά Σύνοδος ανέθεσε στον θεολόγο Παναγιώτη Τρεμπέλα να συγγράψει μελέτη για την αναίρεση του έργου του Κορδάτου, ενώ ακολούθησαν πολυπληθείς κι έντονες αντιδράσεις, που έφθασαν μέχρι την ποινή του αφορισμού από την Ιερά Σύνοδο.
Η κατοπινή, ολοφάνερα εθνοπροδοτική υιοθέτηση του συνθήματος για «αυτόνομη Μακεδονία – Θράκη» από το ξενόδουλο ΚΚΕ – την οποίαν οι μπολσεβίκοι δημοσίευσαν με περισσό θράσος στον Ριζοσπάστη στις 5 και 6 Φεβρουαρίου του 1925 – θα επιτείνει εύλογα την σφοδρότητα των αντικομμουνιστικών αντεπιθέσεων, δίνοντας νέα απτά επιχειρήματα στους συντηρητικούς κι εθνικοπατριωτικούς κύκλους. Οι επικρίσεις μάλιστα θα γίνονται συχνότερες και σφοδρότερες καθώς πλησιάζουμε στα τέλη τις δεκαετίας του ’20. Σύντομα ο κύκλος των «εχθρών του έθνους» αρχίζει να διευρύνεται για να συμπεριλάβει τελικά «καθ’ υπερβολήν» ακόμα και διανοουμένους πράγματι υπεράνω πάσης υποψίας, όπως ο λαμπρός εθνοκεντρικός δημοτικιστής Αλέξανδρος Δελμούζος. Πολλοί δημοτικιστές μη μαρξιστές, διάφοροι μαρξιστές, μέλη του «Εκπαιδευτικού Ομίλου» και βέβαια οι άθλιοι εθνοπροδότες μπολσεβίκοι αντιμετωπίζονται ομογενοποιημένα και όχι όπως έπρεπε εκλεκτικά, Οποιοσδήποτε διατυπώνει απόψεις που απομακρύνονται έστω και κατά το ελάχιστο από αντιδραστικές συντηρητικές θέσεις, χαρακτηρίζεται αβίαστα «εχθρός του έθνους, της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας». Δυστυχώς, με την στάση αυτήν δεν πολεμούνται μόνον οι αληθινοί ξενοκίνητοι και υπονομευτικοί εθνικοί εχθροί, αλλά παραβλάπτονται αδίκως και άσχετοι διανοούμενοι, επειδή τους εχθρεύεται η άπληστη και ουτιδανή ακαδημαϊκή και εκκλησιαστική καμαρίλα των αντιδραστικών απολιθωμάτων. Αυτήν την εποχή σχηματοποιείται και το χρηστικό για την εθνική επιβίωση και λειτουργικό τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», αρχίζοντας να προδιαγράφει την θέση του στα πλαίσια της κρατικής «κυρίαρχης ιδεολογίας», για να εξελιχθεί λίγα χρόνια αργότερα σε πεμπτουσία του εθνικού λόγου, διασώζοντας μεν τα ελάχιστα υπέρ της εθνικής υπόθεσης, απορρίπτοντας δε αδίκως τα πλείστα, ατυχώς γι αυτήν. Δυστυχώς, όπως προαναφέρθηκε, τώρα δεν υπήρχαν οι ρηξικέλευθες προσωπικότητες, οι Γιαννόπουλοι και οι Δραγούμηδες, για να συνθέσουν με τα αιτήματα των νέων καιρών την Εθνική Ιδέα, παράγοντας έναν Εθνικισμό της υπέρβασης, της δράσης και της ελευθερίας, «αποπαρασιτωμένο» από συμφέροντα κι ωφελιμισμούς, μικροψυχίες κι αμορφωσιές.
Το δεύτερο, ιδεαλιστικό πάλι, ρεύμα εκφράζει τον ουμανισμό της φιλελεύθερης αστικής διανόησης και χρησιμοποιεί, μετά το 1927, ως κύριο χώρο έκφρασης του το περιοδικό «Νέα Εστία». Το ρεύμα αυτό έχει σίγουρα έντονη ιδεολογική συνάφεια και μ’ εκείνους τους στοχαστές που επεδίωκαν γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα την ανασύνδεση με τον αρχαίο κόσμο (Αγησίλαος Γιαννόπουλος Ηπειρώτης και Εμμανουήλ Χαιρέτης), επηρεάζεται και αντλεί επιχειρήματα από τον Περικλή Γιαννόπουλο, τον Ίωνα Δραγούμη και τον Άγγελο Σικελιανό (ο οποίος μέσα από την αναβίωση των Δελφικών Εορτών επιδίωξε να ενώσει μυστηριακά τον αρχαίο πολιτισμό με τον σύγχρονο λαϊκό) ενώ βρίσκει τον χαρακτηριστικότερο σύγχρονο εκφραστή του στο πρόσωπο και στο έργο του Αλέξανδρου Δελμούζου. Ο τελευταίος, ολόψυχα στραμμένος προς την παιδαγωγική πράξη, οραματίστηκε μια καινούρια «Ελληνική Αγωγή», στην οποία θα συνυπάρχουν όλοι οι θησαυροί της ελληνικής παιδείας, κληροδοτημένοι από τους αιώνες. (Ο Δελμούζος το 1908 διορίστηκε Διευθυντής στο Παρθεναγωγείο του Βόλου, όπου εισήγαγε την δημοτική γλώσσα -πρώτος Πανελλαδικά- και τις αρχές του σχολείου εργασίας. Λόγω αυτών των «νεωτεριστικών» κινήσεων, το Παρθεναγωγείο διέκοψε την λειτουργία του κι ο ίδιος παραπέμφθηκε σε δίκη (!) το 1914 στο Ναύπλιο, όπου αθωώθηκε πανηγυρικά. Υπήρξε ένας από τους ιδρυτές του Εκπαιδευτικού Ομίλου κι από το (1917 – 1920) ανώτατος επόπτης της Δημοτικής εκπαίδευσης. Το 1923 ανέλαβε την διεύθυνση του «Μαρασλείου Διδασκαλείου» κι επί εννιά χρόνια διετέλεσε καθηγητής της Παιδαγωγικής στην Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1929-1934 & 1936-1938). Σπουδαίος σταθμός της ζωής του υπήρξε η διάσπαση του «Εκπαιδευτικού Ομίλου» (1927), που προκάλεσε ο ίδιος μετά την γενναία πλήρη διαφωνία του με τον μπολσεβίκο Γληνό κι αποχώρησε από τον Όμιλο, επικεφαλής της μειοψηφίας, δηλώνοντας δημόσια την απόλυτη αντίθεσή του στις «σοσιαλιστικές πολιτικές προεκτάσεις» του σωματείου υπό την δόλια επίδραση του Γληνού. Το άμεμπτο ήθος και η τιτάνια γνώση του εξαίρετου αυτού Έλληνα δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Ακόμη κι η μεταλλαγμένη αστομπολσεβίκα, η ανεκδιήγητη ..Ρεπούση τον αναφέρει με βαθύ σεβασμό στο πρόσφατο βιβλίο της για τα Μαρασλειακά.)
Στο τρίτο ιδεολογικό ρεύμα της περιόδου, θα μπορούσαν να ενταχθούν εκείνοι οι διανοούμενοι που υιοθετούν μαρξιστικές θέσεις ή επηρεάζονται απ’ αυτές. Αυτοί εκφράζουν τις απόψεις τους μέσα από τα επίσημα έντυπα του Κομμουνιστικού Κόμματος («Ριζοσπάστης», «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», «Νέοι Πρωτοπόροι») αλλά και από τα περιοδικά «Αναγέννηση» (1926) και «Νέα Επιθεώρηση» (1928). Παρά τα σχετικά μέτρα κρατικής καταστολής οι μαρξιστικές ιδέες εξαπλώνονται γρήγορα. Στην προσπάθεια των μαρξιστών ν’ αντιμετωπίσουν τα επιχειρήματα της τότε επίσημης κρατικής ιδεολογίας και να προβάλλουν τις δικές τους θέσεις ηγετικό ρόλο παίζει ο Δημήτρης Γληνός, που ενορχηστρώνει ουσιαστικά και διευθύνει αυτήν την ιδεολογική μάχη. Παρά τις επώδυνες «ενδοαριστερές» διαμάχες – είναι χαρακτηριστική η οξύτητα των κατηγοριών που απέδιδαν οι κομμουνιστές στις άλλες ομάδες για «σοσιαλφασισμό» – και παρά τις σχετικά σχηματικές θεωρήσεις κι απόψεις, η μαρξιστική διανόηση είχε αυτήν την εποχή αρκετά σημαντική επίδραση στο χώρο των διανοουμένων, θρεμμένη και από τον άκαμπτο καθωσπρεπισμό του φοβικού ή διστακτικού αστικού κόσμου.
Οι εκφραστές των τριών αυτών ιδεολογικών ρευμάτων κι οι διαμάχες τους σφραγίζουν τις ιδεολογικές ζυμώσεις του Μεσοπολέμου. Ειδικότερα όσον αφορά σε ζητήματα που άπτονται της Εθνικής Θεωρίας, οι ιδεολογικές συγκρούσεις μεταξύ ιδεαλιστών και μαρξιστών παρουσιάζουν συχνά ιδιαίτερη ένταση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας πολεμικής αντιπαράθεσης αποτελούν τα άρθρα που ανταλλάσσουν στα 1925 ο τιτάνιος «Εθνικός Παιδαγωγός» Αλέξανδρος Δελμούζος με τον τροτσκιστή μπολσεβίκο Παντελή Πουλιόπουλο, γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος από το 1924 ως το 1926, που βρίσκεται εκείνη την εποχή στην φυλακή. Τα άρθρα του Δελμούζου δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Δημοκρατία -κι αργότερα (1925) συμπεριλήφθηκαν στο βιβλίο του με τίτλο «Μαράσλειο και ζωή»-. Τα άρθρα του Πουλιόπουλου με τίτλο «Εθνικισμός και αγριανθρωπισμός, παρατηρήσεις απ’ αφορμή του άρθρου του κ. Α. Δελμούζου, Εθνισμός και ανθρωπισμός, Δημοκρατία 9 Ιουνίου 1925», δημοσιεύτηκαν στον Ριζοσπάστη στις 21, 23 και 24 Ιουνίου του 1925.
Ο Δελμούζος παραπέμπει στην μελέτη του Αλέξανδρου Παπαναστασίου «Εθνικισμός» προκειμένου να διακρίνει τον εθνισμό από τον «παραθρεμμένο» εθνισμό, ζητά «εντατική ψυχική καλλιέργεια μέσα στις εθνικές ομάδες» και υπογραμμίζει ότι «δημοτικισμός δε σημαίνει αντεθνισμός». Συμφωνώντας με τον Παπαναστασίου, ορίζει το Έθνος σχεδόν όπως ο αρχαίος μας ιστορικός δάσκαλος Ηρόδοτος : ως μιαν ομάδα ανθρώπων που τους ενώνουν η κοινή καταγωγή, η κοινή ιστορία, η κοινή γλώσσα, η κοινή θρησκεία, τα κοινά ήθη και έθιμα και βέβαια η συνείδηση αυτής της κοινότητας, δηλαδή του ότι αποτελούν μιαν ενιαία οντότητα. Τέλος, ο πολύς Δελμούζος χαρακτηρίζει εμμέσως πλην σαφώς «βιολογική ανοησία» την πολιτική του ΚΚΕ στο μακεδονικό ζήτημα, καθώς γράφει απαντώντας στους επικριτές των απόψεων και της πρακτικής του για δήθεν …αντεθνική (!) στάση : «Το Μαράσλειο όχι μόνο δεν εργάζεται εναντίον της «θρησκείας, του εθνισμού και της οικογενείας», όπως σεις κατηγορείτε, αλλά απεναντίας ζη με την πίστη ότιο εθνισμός δεν είναι ιδέα αφηρημένη που μπορεί κανείς να την πετάξη όταν θέλει, είναι πραγματικότητα αιώνων ζυμωμένη στο αίμα που τη ζη κάθε άτομο και καθορίζει τη ζωή του, ότι μόρφωση πραγματική είναι απολύτως αδύνατη αν δεν στηρίζεται στα εθνικά μας στοιχεία και τη δική μας πραγματικότητα, ότι ανθρωπισμός αν δεν στηρίζεται στον εθνισμό είναι κάτι ακατανόητο και αδύνατο, ότι η εθνική αυτοσυντήρηση είναι χρέος του καθενός και κάθε ενέργεια εναντίον της είναι βιολογική ανοησία, ότι το θρησκευτικό συναίσθημα είναι πολυτιμότατο για την αγωγή στοιχείο και θα προσπαθήση να το καλλιεργήση εντατικά, ότι η οικογένεια είναι από τους πλέον πολύτιμους παράγοντες στην αγωγή ….»
Από την πλευρά του, ο υπονομευτής του μικρασιατικού μετώπου μπολσεβίκος Πουλιόπουλος, απορρίπτει βεβαίως τον ορισμό του Έθνους που υιοθετεί ο Δελμούζος. Υποστηρίζει ότι το Έθνος αποτελεί μια μορφή «πολύ πλατύτερης κοινωνικής ομαδικότητας», που διαδέχτηκε τις προηγούμενες, όταν, μετά από την κατάρρευση των παλαιών οικονομικό – κοινωνικών συνθηκών, η εξέλιξη δημιούργησε ορισμένες ανάγκες και τους ανάλογους οικονομικούς όρους. Και καταλήγει με αυτοθαυμασμό κι αυτοεπιβεβαίωση στο μαρξιστικά γεννημένο (άρα …σωστό) συμπέρασμα ότι δήθεν ο σχηματισμός του Έθνους συμπίπτει με την αστικοποίηση της κοινωνίας. Επίσης ο χολερικός και μισάνθρωπος Πουλιόπουλος τονίζει ότι η εκτίμηση του Δελμούζου για τη βαλκανική πολιτική του ΚΚΕ παρέχει στο κράτος (που δίωκε τους «καλούς» μπολσεβίκους για αντεθνική δράση) την «υψηλή θεωρητική θεμελίωση της εσχάτης προδοσίας», κατηγορίας που ορθά ήδη είχε απευθυνθεί στο ΚΚΕ. Στην προσπάθεια του να ερμηνεύσει με την αδιέξοδη μαρξιστική διαλεκτική τις θέσεις του Δελμούζου ο αγκυλωμένος Πουλιόπουλος καταλήγει στο («εκ προοιμίου» βέβαιο) συμπέρασμα ότι : και οι δυο ομάδες που αποτελούν την αστική τάξη, η αντιδραστική – συντηρητική και η δημοκρατική – φιλελεύθερη, έχουν σε τελική ανάλυση τον ίδιο σκοπό, δηλαδή την διάσωση του αστικού πολιτισμού που καταρρέει.
Για ν’ αντιληφθούμε το ποιόν του «σοφού» Πουλιόπουλου, πρέπει να επισημάνουμε τ’ ακόλουθα : Από το 1920 υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία. Υπήρξε ένας από τους οργανωτές της αντεθνικής δράσης των μπολσεβίκων στο μέτωπο : συμμετείχε στη σύνταξη της εφημερίδας «Ερυθρός Φρουρός» και στην οργάνωση κομμουνιστικών πυρήνων στις μονάδες. Οι περισσότερες προκηρύξεις του «Κεντρικού συμβουλίου των κομμουνιστών φαντάρων του μετώπου» είναι γραμμένες από το χέρι του Πουλιόπουλου. Συνελήφθη το 1922 για την αντεθνική-ηττοπαθή δράση του και παραπέμφθηκε σε στρατοδικείο στη Σμύρνη με την προοπτική της εκτέλεσης. Ατυχώς, υπήρξε τυχερός μέσα στην συλλογική δυστυχία του Ελληνισμού : Με την κατάρρευση του μετώπου αφέθηκε ελεύθερος κι επέστρεψε στην Ελλάδα …. για να την βλάψει εκ νέου. Το 1924 πρωταγωνίστησε στο 3ο έκτακτο συνέδριο του ΣΕΚΕ, στο οποίο αποφασίστηκε η «μπολσεβικοποίηση» του κόμματος κι η ένταξή του ως ΚΚΕ στην Γ’ Διεθνή, του οποίου εκλέχτηκε πρώτος γενικός γραμματέας κι αντιπρόσωπος στο 5ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Στις 24 Αυγούστου 1925, ο Πουλιόπουλος, μαζί μ’ άλλους 23, δικάστηκε στην Αθήνα με την κατηγορία ότι προωθούσε την αυτονομία της Μακεδονίας και της Θράκης «στα πλαίσια της υπεράσπισης των εθνικών μειονοτήτων και της αυτοδιάθεσης των λαών», εξορίστηκε στη Φολέγανδρο και … πάλι αφέθηκε ελεύθερος το 1926, με την πτώση της δικτατορίας του Θεόδωρου Πάγκαλου.
Λίγο αργότερα, το 1927, ο Γιάννης Κορδάτος, προβαίνοντας σ’ εμπαθή κι εθελότυφλη κριτική στις απόψεις του Δελμούζου, θα υιοθετήσει φυσικά την ερμηνεία του έγκριτου σύντροφου Πουλιόπουλου, μάλιστα δε σε οξύτερη εκδοχή της. Κατά τον «βαθυστόχαστα ρηχό» Κορδάτο (ο οποίος το 1927, αποχώρησε από το ΚΚΕ, επειδή διαφώνησε με τις θέσεις του για την Μακεδονία. Συνέχισε όμως «συμφωνωδιαφωνών» …. να είναι κοντά στο ΚΚΕ (!), και γι’ αυτό φυλακίστηκε επί καθεστώτος 4ης Αυγούστου) ο Δελμούζος -ο Αγνός Πατριώτης που διώχθηκε και λοιδορήθηκε από το πλέον αμόρφωτο, μικρόψυχο και σάπιο κομμάτι του αγκυλωμένου κοινωνικού, θρησκευτικού και πολιτικού κατεστημένου-, με το να υποστηρίζει τέτοιου είδους (δηλαδή αντικομουνιστικές) αντιλήψεις για τις έννοιες του Έθνους και της Πατρίδας, έγραφε «προσημείωση για τον τίτλο του εθνικόφρονα, του θρήσκου και του καλού πατριώτη». Αυτά έγραφε μ’ εμπαθή χυδαιότητα το 1927 ο ..«κάλλιστος» και πραότατος των μαρξοκομμουνιστών, ο πολυγραφότατος Κορδάτος στην τετρασέλιδη βιβλιοκριτική του για το βιβλίο του Δελμούζου «Δημοτικισμός και Παιδεία» στο περιοδικό «Ερμής».
Ακριβώς την ίδια περίοδο ο χαλκέντερος Δελμούζος έχει εμπλακεί σε μιαν ακόμα διαμάχη με αντίπαλο τούτη την φορά τον Κώστα Βάρναλη, εξωμότη του Εθνικισμού και φανατικό μπολσεβίκο. Ανάμεσα στα ζητήματα που θίγονται με την αντίθεσή τους υπάρχουν κι ορισμένα που άπτονται άμεσα της Εθνικής Θεωρίας.
Ο Δελμούζος στο προαναφερθέν έργο του «Δημοτικισμός και Παιδεία» -το οποίο δημοσίευσε το 1926- είχε αφιερώσει μιαν ενότητα στην μορφοποιητική επίδραση της ελληνικής φύσης και των ποικίλων γεωγραφικών όρων στην διαμόρφωση της νεοελληνικής πραγματικότητας. Μάλιστα μέσα απ’ αυτήν του την προσέγγιση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο γλωσσικός αρχαϊσμός είναι ανεδαφικός και ξένος προς την ελληνική πραγματικότητα, ενώ αντίθετα ο δημοτικισμός πηγάζει κατευθείαν από την ίδια την ζωή, από την ελληνική φύση και το πάτριο χώμα, έχοντας βαθύτατες ρίζες στην λαϊκή μας παράδοση.
Ο Βάρναλης, τον Μάρτιο του 1927, θ’ αποπειραθεί με σοφιστείες να διενεργήσει κριτική ανασκευή των απόψεων του Δελμούζου, στο περιοδικό «Αναγέννηση», με το δεκασέλιδο άρθρο του «Νεοελληνική πραγματικότητα και μαγεία». Εκεί επικρίνει έντονα, με απαξιωτική και ειρωνική φρασεολογία την τάση να ανάγονται τα πνευματικά και καλλιτεχνικά φαινόμενα στην φύση και στον γεωγραφικό παράγοντα, πράγμα που, κατά την μαρξιστικά υλιστική άρα και προαποφασισμένη γνώμη του, οδηγεί σ’ έναν «μεταφυσικό εθνικισμό» και σε «προστατευτική απομόνωση του ελληνικού πολιτισμού». Το «ουδέτερο» περιοδικό που «φιλοξένησε» την προοδευτική και προσγειωμένη … χολή του Βάρναλη ήταν κομματικό επιστημονικό περιοδικό, ποικίλης ύλης : για την φιλοσοφία, την ψυχολογία, τον φεμινισμό, τις θετικές επιστήμες, την κοινωνιολογία, την πολιτική, την τέχνη και την παιδεία, υπό την διεύθυνση του αρχιμπολσεβίκου καθοδηγητή Γληνού. Πρωτοεκδόθηκε με την πτώση της παγκαλικής δικτατορίας το 1926 διέσπειρε τον κατευθυνόμενο αντεθνικό λόγο επί διετία, κι έπαψε μετά την σαρωτική νίκη του Βενιζέλου στις εκλογές του Αυγούστου 1928.
Οι αντιπαραθέσεις αυτές ανάμεσα σε ιδεαλιστές και μαρξιστές διανοούμενους μαρτυρούν την ύπαρξη δυο ευρύτερων, όχι απλά και μόνον διαφορετικών, αλλά αντικρουόμενων και εν μέρει εχθρικών θεωρήσεων της έννοιας «Έθνος». Η μια, η αστικοφιλελεύθερη ιδεαλιστική θεώρηση, αντλεί αρκετά στοιχεία από το έργο των κορυφαίων Εθνικιστών διανοουμένων των αρχών του 20ου αιώνα (Περικλής Γιαννόπουλος, Ίων Δραγούμης). Δεν υιοθετεί σε ποικίλα σημεία τις ρηξικέλευθες απόψεις τους, ώστε να μετασχηματιστεί σε εθνικοπατριωτική και Εθνικιστική, αλλά εγκολπώνεται μόνον την εν πολλοίς ανώδυνη, φερόμενη ως «περιβαλλοντική ερμηνεία», ενώ ορίζει το Έθνος ως μια ψυχική και πολιτισμική ενότητα. Το Έθνος φέρεται ότι μορφοποιείται γύρω από κοινές παραδόσεις, οι οποίες δεν αφορούν απλώς σ’ ένα ιδιαίτερο και ξεχωριστό αλλά, κυρίως, σ’ ένα συλλογικό παρελθόν προσδιορισμένο «χωρικά», υπό την μορφοποιητική επίδραση του spiritus terrae.
Πρώτος ο Εμμανουήλ Χαιρέτης – τον οποίον εν προκειμένω ακολούθησε εγγύτατα ο ανιψιός του μέγας Γιαννόπουλος – εκφράζει μιαν ανθρωπογεωγραφική θεωρία, η οποία αποτελεί μετεγγραφή της θεωρίας του περιβάλλοντος : ο γεωγραφικός χώρος καθορίζει τα χαρακτηριστικά των κατοίκων του. Από εκεί εκπηδά η τιτάνια έξαρση του Ελληνισμού και αυτός προβαίνει στο ιστορικό προσκήνιο δίχως όρια : «Εγεννήθημεν και καταγόμεθα εκ της επιφανεστέρας και ευγενεστέρας επί της γης φυλής.» Και συνεχίζει εισάγοντας στην φερόμενη ως «εθνικιστική μεταφυσική» την έννοια της Θείας Προνοίας -οικεία και σε άλλα παλαιότερα νεοελληνικά κείμενα- υφαίνοντας μιαν ιδιαίτερη ιστοριονομική αντίληψη και θεωρία: «Διά να γεννηθή δε η φυλή αύτη, να διαλάμψη εις την αρχαιότητα, και καταυγάση την ανθρωπότητα, να υποκύψη κατόπιν εις τας δεινοτέρας των περιπετειών, μετά τόσους αιώνας να ανακύψη πάλιν εις την ζωήν, φέρουσα όλον το αρχαίον πνεύμα μεθ᾿ εαυτής και το άπειρον σφρίγος προς ανάκτησιν του πάλαι μεγαλείου και της πατρίου δόξης,φυλή τοιαύτη αναγκαίως οφείλει να ήναι πεπροικισμένη υπό της Θείας Προνοίας με έξοχα και μοναδικά προσόντα, καθιστώντα αυτήν την εξοχωτέραν φυλήν του κόσμου.»
Πλήρως αντίστοιχα είναι τα όσα εκφράζει και ο Περικλής Γιαννόπουλος ως προς την φυσική υπόσταση του ελληνικού κόσμου: «…η Ελληνική Γη εγέννησε ζώον Ελληνικόν, τον Έλληνα, ΕΜΑΣ. Και όπως συνέβη και έτυχε η Γη αυτή μας, να είναι η ημερωτέρα, η φιλανθρωποτέρα γη του πλανήτου αυτού, και το Ζώον αυτό που εγέννησεν έτυχε να είναι ο: ΑΝΘΡΩΠΟΣ».
Όταν λοιπόν οι ιστορικές σχέσεις μεταξύ των λαών προσδιορίζονται τόσον κατηγορηματικά με γεωγραφικούς όρους, τότε εύλογα ο χώρος καθίσταται εξόχως ουσιώδης βάση διάκρισης των ανθρώπινων συνόλων. Οι κάτοικοι ενός συγκεκριμένου γεωγραφικού χώρου αυτομάτως συσχετίζουν τους εαυτούς τους με άλλα άτομα των οποίων ο αυτοπροσδιορισμός και η αυτοκατανόηση έχει αναφορές στον ίδιο συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, μοιραία υπενθυμίζοντας αποστροφές της πλατωνικής «σημειωτικής» : « Και πρώτ’ απ’ όλα η ευγένεια εις αυτούς υπήρξεν απ’ αυτήν την γένεσιν των προγόνων των, οι οποίοι δεν είχαν ξένην καταγωγήν, από ανθρώπους δηλαδή που οι απόγονοί των να είχαν έλθει απ’ αλλού και εγκατασταθή εις την χώραν, αλλ’ από ανθρώπους που ήσαν αυτόχθονες και πραγματικά εκατοίκησαν και έζησαν εις την πατρίδα των και που τους ανάστησεν όχι μητρυιά όπως άλλους, αλλά μητέρα χώρα, αυτήν [εδώ] δηλαδή που εκατοικούσαν και τώρα [όντας έτσι ευγενείς] αναπαύονται αποθαμμένοι σε τόπους δικούς των της χώρας αυτής που τους ανέθρεψε και τους εγέννησε και τους εδέχθη. Γι’ αυτό κ’ είναι δικαιότατον να στολίσωμε πρώτα μ’ επαίνους αυτήν την μητέρα τους γην διότι έτσι κι’ όλα στολίζεται σύγκαιρα με επαίνους και η ευγένεια τούτων εδώ. Και το αξίζει η χώρα να επαινήται απ’ όλους τους ανθρώπους, όχι μόνον από μας, για πολλούς μεν και άλλους λόγους, κυρίως δε και μάλιστα, διότι έχει την αγάπην των θεών.» – Πλάτωνος Μενέξενος.
Η αντίθετη υλιστική – μαρξιστική – κομουνιστική θεώρηση, επιχειρεί να εφαρμόσει την μηχανιστική οικονομική και κοινωνική ανάλυση του ιστορικού υλισμού και αντιμετωπίζει το Έθνος ως «ιστορικό κατασκεύασμα», ένα «τεχνούργημα» των οικονομικοκοινωνικών διεργασιών. Επίσης κατά την θεώρηση αυτήν, υποστηρίζεται ότι η άνοδος του Εθνικισμού υπήρξε μεν νομοτελειακά απαραίτητη, αλλά για την ιστορική μετάβαση από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό, καθώς και για την άνοδο της αστικής τάξης στην θέση που πριν κατείχε η αριστοκρατία ως «άρχουσα τάξη» του κράτους.
Οι ιδεαλιστές διανοούμενοι του Μεσοπολέμου, για να αντιμετωπίσουν την πολύπλευρη κι εθνοαποδομητική ιδέα του διεθνισμού, αποκρινόμενοι στην λυσσαλέα κριτική περί δήθεν «απάνθρωπων παραγώγων των εθνικών ιδεωδών» και «εθνοκεντρικού απομονωτισμού» υποστηρίζουν ότι η ανθρωπότητα δεν είναι ούτε μπορεί να είναι μια άχρωμη κι ομογενοποιημένη χυλώδης μάζα, αλλά ένα εντυπωσιακό και θαυμαστό άθροισμα από ξέχωρες εθνικές φυσιογνωμίες. Για παράδειγμα ο Αλέξανδρος Δελμούζος γράφει «Έτσι στον καθολικό ανθρωπισμό, στο ιδανικό δηλαδή που θαμποφέγγει και μέσα στο επαναστατικό κήρυγμα, ένας δρόμος φέρνει : η προσπάθεια του κάθε έθνους για το ιδανικό του εγώ» (στο «Δημοτικισμός και Παιδεία» του 1926)
Εδώ πρέπει να επισημάνουμε κάτι κρίσιμο : Στην προσπάθειά μας να ιχνηλατήσουμε τις τροχιές και να προσδιορίσουμε τις εκάστοτε νέες συντεταγμένες της Εθνικής Θεωρίας -όπως αυτή ανελίσσεται, λιμνάζει ή και αντελίσσεται στις διάφορες περιόδους- πρέπει σε συνάρτηση με την έρευνα και μελέτη μας να συνεκτιμήσουμε την έμμονη (έως ψυχώσεως) προσπάθεια της σύγχρονης, πολύχρωμης, φερ’ ειπείν «αριστεράντζας» και των πλέριων δημοκρατών : στα χιλιάδες βιβλία και κείμενα που έχουν εξαπολύσει κρουνηδόν σε όλη την μεταπολιτευτική περίοδο, επισημαίνεται μια δήθεν συνωμοτική ιδεολογική στάση του μεσοπολεμικού ελληνικού κράτους -από την δεκαετία του ’20 και καθ’ όλη την διάρκεια του Μεσοπολέμου- υποτίθεται για να μετατεθεί από την κρατική «κυρίαρχη ιδεολογία» η συζήτηση που αφορά στα φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα στο πεδίο των «Εθνικών Προβλημάτων», καθώς οι εκάστοτε «φασίστες» και «φασίζοντες» δεν χειροκρότησαν τις επιλογές των μπολσεβίκων για την εθνοαποδόμηση του Ελληνισμού στ’ όνομα ενός νεφελώδους διεθνούς προλεταριάτου. Στους ατέρμονες δρόμους της βιβλιογραφικής περιήγησης δεν πρέπει να ξεχνάμε πως αυτό το αηδιαστικό παραμύθι περί δήθεν «μετάθεσης κι εστίασης στο εθνικό για να ελεγχθεί το ταξικό στοιχείο», αποτελεί κομβική πρακτική των αντεθνικών δυνάμεων και μέρος της μεταπολιτευτικής «κυρίαρχης ιδεολογίας» του μαρξοκαραμανλικού ραγιάδικου κράτους – φάρσα. Έχει χαλκευθεί για να συγκαλύψει τις εθνοπροδοσίες των διεθνιστών και την ανοχή των σοσιαλφιλελεύθερων συνοδοιπόρων τους. Για να εξαλείψει την σημασία της εθνικής διάστασης και τέλος για να μονοπωλήσουν τα εργατικά και κοινωνικά ζητήματα οι δυνάμεις του αντιεθνικισμού.
Ένα επίσης εξόχως ενδιαφέρον στοιχείο εντοπίζεται στην διαπίστωση ότι οι επώδυνες διαψεύσεις των ευχολογιακών εθνικών οραματισμών που επήλθαν από την τραγική κατάληξη της μικρασιατικής περιπέτειας, αλλά και η ακατάπαυστη και καλά ενορχηστρωμένη ιδεολογική πίεση των μαρξοκομουνιστικών αντιλήψεων οδήγησαν αρκετούς από τους «ευένδοτους», φιλελεύθερους διανοούμενους σε αξιοσημείωτη ιδεολογική μετατόπιση, σε υποχώρηση προς «ηπιότερες» θέσεις περισσότερον μετριοπαθείς, παθητικά «συνοδοιποριακές» με τους μπολσεβίκους και τους ποικιλόχρωμους αριστερούς.
Αν χρησιμοποιήσουμε ως σταθμικό γνώμονα τις θέσεις που υποστηρίζει ο «Εθνικός Παιδαγωγός» Αλέξανδρος Δελμούζος, ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς εκφραστές της φιλελεύθερης, αλλά πατριωτικής και αντιδιεθνιστικής διανόησης αυτής της περιόδου, φαίνεται ότι μετά το 1922 δεν προτάσσεται πλέον η απλή αρχή της ακεραιότητας των εδαφών των κατοικουμένων από πληθυσμούς του ελληνικού Έθνους, ενώ τονίζεται η πνευματική και ψυχική ενότητα του Ελληνισμού. Δυστυχώς όμως, ούτε οι στοχαστές με εθνικό προσανατολισμό δεν συλλαμβάνουν την φυλετική συνάρθρωση αυτής της ενότητας, ώστε να της προσδώσουν μετρητό και αναπαραγώγιμο μεθοδολογικό επιστημονικό εφόδιο στην πάλη ενάντια στον κομμουνιστικό υλισμό. Τον κομμουνιστικό υλισμό και το μαρξιστικό ικρίωμα των κηρύκων του, που με πλέρια επιστημοσύνη, θρασύ «ιερατικό» θετικισμό και συχνά με ακαδημαϊκά διαπιστευτήρια και βραβεία διασημότητας, ως οι κατ’ εξοχήν ανθέλληνες λησμονούν τον πλατωνικό αφορισμό : «Κάθε επιστήμη, όταν χωρίζεται από την δικαιοσύνη και την αρετή, είναι πανουργία κι όχι σοφία!»
Γιάννης Πετρίτης