Καθείς κρίνεται από τις πράξεις του και από τους σκοπούς που εξυπηρετούν αυτές. Η επαναστατικότητα ορίζεται διαχρονικά με την ρηξικέλευθη στάση του επαναστάτη απέναντι στην υφιστάμενη κατάσταση. Εκεί παρουσιάζεται και η εξ’ αρχής παραδοξότητα της χρήσεως των λέξεων «επαναστάτης» και «αναρχικός» στην ίδια πρόταση, αφού οι κεντρικές ιδέες του αναρχικού περί ισότητας, αντιρατσισμού και ασύδοτης ελευθερίας, αποτελούν τα κύρια εργαλεία προπαγάνδας των πιο ισχυρών γραναζιών του συστήματος. Άλλωστε η ιστορική αρχή του αναρχισμού, γεγονός που εξηγεί και τις βαθιές δομικές ομοιότητες των δύο αυτών πολιτικών ιδεοληψιών, έγκειται στην πραμάτεια του William Goldwin πάνω στον ακραίο πολιτικό φιλελευθερισμό.
Ξεπερνώντας τις αρχικές παραδοξότητες και ομοιότητες του αναρχισμού με τον φιλελευθερισμό, που παρεμπιπτόντως αποτελεί την επίσημη ιδεολογία της μνημονιακής συγκυβέρνησης, φτάνουμε και στον πυρήνα μίας άλλης παραδοξότητας, που έχει μακράν μεγαλύτερη σημασία με φόντο την επικαιρότητα, όπως διαμορφώνεται από τα ΜΜΕ και την πίεση της επικαιρότητας. Ασχέτως του ιδεολογικού προσδιορισμού και των όποιων κάθετων διαφωνιών έχουμε με τα όσα πρεσβεύει ένας εκάστοτε αριστερός, ως γνήσιες επαναστατικές ψυχές αναγνωρίζουμε την ανδρεία που έχουν επιδείξει μερικοί εξ’ αυτών, εξυπηρετώντας ιδέες έστω και στρεβλές.
Στην αναζήτηση για τις ρίζες του αναρχισμού μπορεί να βρει κανείς τον Μιχαήλ Μπακούνιν. Πέραν των βιογραφικών του στοιχείων τα οποία είναι ήσσονος σημασίας, αξίζει να αναφέρουμε ότι προερχόταν από αριστοκρατική οικογένεια και ότι από όλες τις ελληνικές πραμάτειες σχετικά με το έργο του, λείπουν οι αντισημιτικές αναφορές του και οι επιθέσεις του προς τον Μάρξ, τον οποίο είχε κατηγορήσει ως εγκάθετο των Ροτσιλντ. Καθόλου περίεργη, φυσικά, η εν λόγω ιστορική «λεπτομέρεια», αφού θα δημιουργούσε αρκετές ιδεολογικές αναταράξεις στον λεγόμενο «αναρχικό χώρο», ο οποίος είναι πλήρως ελεγχόμενος από μυστικές υπηρεσίες.
Την επαύριο της σύλληψης των ληστών της Κοζάνης και των αποκαλύψεων για άμεση ή έμμεση σύνδεση τους με τρομοκρατικές οργανώσεις και βομβιστικές επιθέσεις ακούστηκαν από τον καθεστωτικό τύπο πολλές ανοησίες, όπως ότι «υπάρχουν καθοδηγητές που παραπλανούν τα «παιδιά», εξωθώντας τα στην βία, ενώ ο αναρχισμός δεν πρεσβεύει τέτοια πράγματα». Αντιλαμβανόμαστε εμφανώς την αγωνία του καθεστώτος μην τυχόν και ξεφουσκώσει περαιτέρω ο ένοπλος βραχίονας του καθεστώτος. Αντιλαμβανόμαστε ότι το σύστημα ωθεί νέους ανθρώπους στην πλάνη του αναρχισμού, ώστε να τους χρησιμοποιεί εμμέσως για τους βρώμικους σκοπούς του.
Όμως τι έλεγε σχετικά με το ζήτημα ο προαναφερθέντας «πατέρας» του αναρχισμού; Αξίζει πραγματικά να παραθέσουμε την γνώμη του περί του ζητήματος. Πέραν του ότι ο αναρχικός αυτός υπήρξε θιασώτης της «δικτατορίας των αρχών αναρχισμού», δηλαδή μιας δικτατορίας την οποία θα επιβάλλουν αυτοί που «συμμαχούν στο όνομα των αρχών μας» (σ.σ. του αναρχισμού δηλαδή), ο Μπακούνιν προκρίνει την βία ως μέσο επιβολής των ιδανικών του, αφού όπως έλεγε ότι «η επανάσταση είναι πόλεμος κι όποιος λέει πόλεμος εννοεί καταστροφή ανθρώπων και πραγμάτων». Ο δε πολιτικός του αντίπαλος ο Μαρξ, πρόσταζε την «δικτατορία του προλεταριάτου» για καταπίεση των όποιων «αντιδραστικών», μέχρι να έλθει ο «σοσιαλισμός». Αυτά περί των «πλανεμένων παιδιών» και της ανησυχίας του πατρικού καθεστώτος για τον βραχίονα του, τον αναρχισμό…
Αναγνωρίζοντας, λοιπόν, τον αναρχισμό ως μια πολιτική ιδεολογία βίας και ξεπερνώντας τις παλινωδίες δημοσιογράφων και δημόσιων κλόουν που σπεύδουν να δικαιολογήσουν μέχρι και δολοφονίες αν αυτές προέρχονται από τον αριστερό πόλο του καθεστώτος, μπορούμε να δούμε υπό ένα νέο πρίσμα την όλη υπόθεση. Αυτό της συνέπειας λόγων και πράξεων, μιας αρετής που επίσης οφείλουμε να αναγνωρίζουμε στους πολιτικούς μας αντιπάλους όταν την διαθέτουν. Στο σημείο αυτό, οφείλουμε να μνημονεύσουμε δύο ανθρώπους του λεγόμενου «αναρχικού χώρου». Ο πρώτος θα είναι για μια ακόμη φορά ο Μπακούνιν, ο οποίος απαρνήθηκε την αριστοκρατική του καταγωγή, φυλακίστηκε και εξορίστηκε πολλάκις για την δράση του και έδρασε για τις ιδέες του μέχρι τον θάνατο του. Ο δεύτερος αναρχικός που οφείλουμε να αναφέρουμε είναι ο Λάμπρος Φούντας, ο οποίος υπήρξε τρομοκράτης που πέθανε με το όπλο στο χέρι, ασχέτως με το ότι διαφωνούμε με τους λόγους που τον οδήγησαν στις πράξεις του, όπως και με τις ίδιες του τις πράξεις. Όμως η συνέπεια λόγων και πράξεων αποτελεί μία σπάνια, στις μέρες μας, αρετή που οφείλουμε να αναγνωρίζουμε.
Και βλέπουμε τώρα την σύγχρονη «νέα γενιά τρομοκρατών», όπως αποκαλείται από τον δημοσιογραφικό συρφετό. Και τι αντικρίζουμε; Φλούφληδες ανάλογοι της σύγχρονης αριστεράς. Πραγματικά προκαλεί κατάθλιψη και η σύγχρονη αριστερά και ο ένοπλος βραχίονας της με την κατάντια που τους διέπει. Η ποιότητα του ηττημένου, άλλωστε, είναι αυτή που αποδίδει την δόξα στον νικητή. Από την αριστερά του Ζαχαριάδη και του Βελουχιώτη, φτάσαμε στην αριστερά της Παπαρήγα, του Τσίπρα και του Κουβέλη. Από τον Λάμπρο Φούντα, φτάσαμε στους τρομοκράτες των βορείων προαστίων που τρέχουν να κλαφτούν για τα «ανθρώπινα δικαιώματα» τους όταν η «επανάσταση» πάρει τον στραβό τον δρόμο. Από τον Μπακούνιν πήγαμε στους μπούληδες και τους φλούφληδες που με την στήριξη του «μπαμπά» και τις «πλάτες» των δημοσιογράφων στήνουν γιάφκες και δολοφονούν αθώους Έλληνες πολίτες.
Η Ελληνική Κοινωνία είναι όμηρος αυτών των «καλόπαιδων», των καθοδηγητών τους, του δημοσιογραφικού συρφετού και των ξένων κέντρων που προωθούν τις ιδέες τους και απεργάζονται τον θάνατο του Ελληνισμού. Ο ομφάλιος λώρος της αριστεράς, τρομοκρατικής ή «πασιφιστικής» με το καθεστώς έχει γίνει θηλιά στο λαιμό του Ελληνισμού και πρέπει να κοπεί άμεσα. Μόνο η Χρυσή Αυγή έχει την θέληση να το επιβάλλει την θέληση του Ελληνικού Λαού που φτύνει κατάμουτρα και τους δήθεν επαναστάτες και το καθεστώς που δήθεν μάχονται.
Κώστας Αλεξανδράκης