Ιδεολογική συγκρότηση μετά την Μικρασιατική Καταστροφή
Μέρος VI
Όπως επανειλημμένα τονίσθηκε στα προηγούμενα μέρη τούτης της σειράς για τον Ελληνικό Εθνικισμό, η δυσβάστακτη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 αποτέλεσε ορόσημο του Μεσοπολέμου για την Ελλάδα και τον Ελληνισμό.
Η πολυτραυματική αυτή εμπειρία δημιούργησε την ανάγκη μιας νέας καθαρτήριας κι αναζωογονητικής εθνικής αυτεπιβεβαίωσης, η οποία εκφράστηκε με την δραστική και πολύπλευρη στροφή προς την Παράδοση. Αυτή η πνευματική τάση διαπότισε όλα τα ρεύματα σκέψης και τέχνης στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Εξ άλλου η στροφή προς την Παράδοση και την Τάξη χαρακτηρίζει επίσης και την ευρύτερη ευρωπαϊκή τέχνη και πνευματική αναζήτηση του Μεσοπολέμου. Ήδη από την δεκαετία του ’20 διαμορφώνονται και σχηματοποιούνται τα χαρακτηριστικά εκείνα γνωρίσματα τα οποία θα επικρατήσουν στους καλλιτέχνες της φερόμενης ως «Γενιάς του ’30».
Η «Γενιά του Τριάντα» των Ελλήνων λογοτεχνών κι ευρύτερα πνευματικών δημιουργών, δημιουργήθηκε μέσα σ’ ένα ιδιάζον πνευματικό κλίμα που το χαρακτηρίζει αφ’ ενός η ριζική ανανέωση της ποίησης και αφ’ ετέρου, οι αναζητήσεις στον χώρο της πεζογραφίας. Τα ευρωπαϊκά και παγκόσμια ρεύματα του υπερρεαλισμού και του μοντερνισμού επηρεάζουν τους λογοτέχνες της περιόδου, ενώ μερικοί πεζογράφοι εξακολουθούν να χρησιμοποιούν επίμονα τον ρεαλισμό. Οι ποιητές υιοθετούν τον ελεύθερο στίχο αντί της ομοιοκαταληξίας, ενώ αντίστοιχα οι πεζογράφοι εγκαταλείπουν -στην πλειονότητά τους- το διήγημα, καλλιεργώντας αντ’ αυτού το μυθιστόρημα. Σημαντικοί ποιητές της περιόδου αναδείχθηκαν ο Γιώργος Σεφέρης, ο Οδυσσέας Ελύτης κι ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ενώ σπουδαίοι πεζογράφοι υπήρξαν ο Στρατής Μυριβήλης, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Κοσμάς Πολίτης, ο Μανώλης Καραγάτσης κι ο Άγγελος Τερζάκης.
Ο όρος «Γενιά του Τριάντα» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την ομάδα των νεωτεριστών ποιητών και μυθιστοριογράφων οι οποίοι συνεργάστηκαν στην έκδοση του περιοδικού Τα Νέα Γράμματα (1935-1944). Έκτοτε η φράση «Γενιά του Τριάντα» έχει καθιερωθεί ως όρος στο χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας και της ιστορίας της, αναφέρεται δε κατ’ αρχήν σε μιαν ομάδα νέων λογοτεχνών, κυρίως ποιητών, οι οποίοι συνδέονται με την εισαγωγή των «πρωτοποριακών» ρευμάτων της εποχής στην Πατρίδα μας και στην συνειδητή προσπάθειά τους να τα πολιτογραφήσουν και να τους προσδώσουν «ελληνική ιθαγένεια». Από την γενιά αυτήν, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Εγγονόπουλος κι ο Εμπειρίκος είναι μερικοί από τους εκπροσώπους του ιδιότυπου αυτού ελληνικού μοντερνισμού. Η «Γενιά του Τριάντα» θα σφραγίσει με τον τρόπο της πολύπλευρα μιαν συστηματική προσπάθεια ανανέωσης της Εθνικής Θεωρίας, προσπάθεια που αντανακλά στις πολυεπίπεδες επιρροές της, διαγραφόμενες σε αλληλεπικαλυπτόμενες τροχιές ανάμεσα στην Παράδοση και στον μοντερνισμό.
Σ’ ότι αφορά στις εικαστικές τέχνες, τον κρατούντα έως τότε πρώτον ελληνικό «υπαιθρισμό» διαδέχεται πλέον μια νέα ζωγραφική, η οποία τείνει να γίνεται όλο και πιο ανθρωποκεντρική. Βασικό της γνώρισμα είναι η κυριαρχία, η επιβολή της νόησης πάνω στην αίσθηση, μια κυριαρχία που εκδηλώνεται με ισχυρές σχηματοποιήσεις στην σύνθεση και στο σχέδιο, ενώ το χρώμα απομακρύνεται από την φυσική πραγματικότητα και γίνεται πιο «πνευματικό», συμβολικότερο, «υποδηλωτικό». Αυτές οι ιδιότυπες αλλαγές μαρτυρούνται σαφέστατα και χαρακτηριστικά στο ώριμο έργο του Κωνσταντίνου Παρθένη : Στις αλληγορικές και θρησκευτικές του συνθέσεις συναρθρώνονται και συγχωνεύονται πολυποίκιλες επιδράσεις από την ελληνικήν Αρχαιότητα, από το Βυζάντιο, αλλά κι από τα νεότερα ρεύματα. Αντίθετα ο θεοσεβούμενος Μικρασιάτης Φώτης Κόντογλου αναζητεί τις πηγές έμπνευσής του αποκλειστικά στο Βυζάντιο και στην φερ’ ειπείν ανατολική παράδοση της «καθ’ ημάς Ανατολής», απορρίπτοντας αποφασιστικά κάθε επαφή με την «δυτική τέχνη». Η προσωπικότητα κι οι ιδέες του θα επηρεάσουν πολλούς καλλιτέχνες αυτής της Γενιάς.
Σ’ αντίθεση με τον Κόντογλου, ο στενός φίλος του Σπύρος Παπαλουκάς πρόδρομος και προπομπός της «Γενιάς του Τριάντα» προσεγγίζει την παράδοση μέσα από την εμπειρία της σύγχρονης τέχνης. Τα έργα του συνδυάζουν τον ιμπρεσιονισμό των Σεζάν και Ματίς με την πνευματικότητα των βυζαντινών αγιογραφιών. Το 1921 επέστρεψε από το Παρίσι στην Ελλάδα κι ακολούθησε τον Ελληνικό Στρατό στην Μικρά Ασία ως επίσημος εικονογράφος της Μεγάλης Εκστρατείας προς Ανατολάς. Τα έργα του από αυτήν την περίοδο χάθηκαν στην καταστροφή της Σμύρνης το 1922. Ο αργότερα πασίγνωστος -για το έργο του και τις συμπεριφορικές του ιδιαιτερότητες- Γιάννης Τσαρούχης κατανοεί επίσης το αδιέξοδο της διδασκαλίας του Κόντογλου κι ανοίγει έναν γόνιμο δημιουργικό «διάλογο» με πολλές παραδόσεις (Ελληνιστική ζωγραφική, Βυζάντιο, Αναγέννηση, Λαϊκή τέχνη), πάντα μέσα στο πλαίσιο προβληματισμού της σύγχρονης τέχνης (ιδιαίτερα επηρεασμένος από τον Ανρί Ματίς). Εν τέλει το ιδιότυπο δίδαγμα του Κόντογλου θα συμφιλιωθεί με τους απαιτητικούς κώδικες της μεταφυσικής ζωγραφικής στο έργο του Νίκου Εγγονόπουλου. Μέσα σ’ αυτό το ζωηρό πνευματικό κλίμα η «Γενιά του Τριάντα» θ’ ανακαλύψει την αξία της τέχνης των λαϊκών καλλιτεχνών, όπως είναι ο αγωνιστής της Εθνεγερσίας Παναγιώτης Ζωγράφος που εικονογράφησε τα απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη κι ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος Χατζημιχαήλ.
Ο πολυτάλαντος και πολυμαθής Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας ζωγραφίζει τοπία, εσωτερικά και νεκρές φύσεις σε ένα ύφος μετακυβιστικό, με χρώμα και φώς ελληνικό, ενώ συμμετέχει με γραπτά του, σχετικά με την αισθητική, στο περιοδικό «Σήμερα», το οποίο εκδίδουν οι Μιχάλης Τόμπρος και Κώστας Ουράνης. Άρθρα του σχετικά με την τέχνη και την ζωγραφική θα εμφανίζονται συχνά στα «τεταρτοαυγουστιανά» περιοδικά «Τέχνη» και «Νέον Κράτος». Πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι σ’ αρκετούς από τους εικαστικούς καλλιτέχνες της «Γενιάς του Τριάντα» ανιχνεύεται η επίδραση της εκθαμβωτικής κλασικιστικής φάσης του «φωβιστή» Αντρέ Ντεραίν, (που μετά τον Β’ Μεγάλο Πόλεμο κατηγορήθηκε ως Συνεργάτης των Γερμανών) η οποία εισήχθη στην Πατρίδα μας μέσω του χαράκτη και ζωγράφου Δημήτρη Γαλάνη (ο οποίος εκτός από άνθρωπος της τέχνης υπήρξε και οπλίτης στην Λεγεώνα των Ξένων!).
Για την «Γενιά του Τριάντα» η Παράδοση κι ο μοντερνισμός λειτούργησαν ως αμφίδρομοι και ισχυροί καταλύτες, έκαστος των οποίων με την διαδραστική του αντίθεση προς τον άλλον, βοήθησε εν τέλει στην βαθύτερη κατανόηση και οικειοποίηση του, καθώς και στις τροχιοδεικτικές κατευθύνσεις μιας νέας Ελληνικής -τουλάχιστον ως πρόθεση- σύνθεσης. Το Εθνικό Κράτος της 4ης Αυγούστου (1936 -1940) θα βρει προδιαμορφωμένη την κατεύθυνση επανόδου στην Παράδοση, με τα επί μέρους ιδιότυπα ρεύματά της και θα την υιοθετήσει, εκτιμώντας ότι μέσα στο πλαίσιο αυτής της καλλιτεχνικής τάσης μπορούσε να εκφράσει άρτια την Εθνικιστική Ιδεολογία του Νέου Καθεστώτος.
Πρέπει να τονίσουμε εδώ πως δεχόμαστε και χρησιμοποιούμε τον καθιερωμένο όρο «Γενιά του Τριάντα » ως υποκατάστατο της πλέον ευρύχωρης διατύπωσης «λογοτεχνία και τέχνη του Μεσοπολέμου», δηλαδή όχι ως κάποιον ειδολογικό ή αξιολογικό προσδιορισμό, αλλά ως συγχρονική παράμετρο (καθώς ο όρος χρησιμοποιήθηκε άστοχα και κατά κόρον σ’ εκατοντάδες αναλύσεις, κατέληξε να φαίνεται «μαγικός» και προκάλεσε αρκετή σύγχυση, όπως και οκνηρούς υφολογικούς μιμητές). Επίσης επισημαίνουμε το φανερό γεγονός πως στην λογοτεχνία αυτής της γενιάς βλέπουμε αδρά δυό διακριτούς κλάδους : έναν που παραμένει στην Παράδοση, την οποία και εν μέρει ανανεώνει κι άλλον έναν ο οποίος προσχωρεί ανοικτά στον μοντερνισμό, έχοντας όμως ξεκινήσει στις περισσότερες των περιπτώσεων από την Παράδοση.
Οι νέοι συγγραφείς του Μεσοπολέμου αναπτύχθηκαν μέσα στο ίδιο περιβάλλον, εισέπνεαν και μεταβόλιζαν πνευματικά τα ίδια λογοτεχνικά ρεύματα. Άλλοι παρέμειναν προσκολλημένοι στα «παλαιά», άλλοι προσεχώρησαν στα «νέα». Άρα η ταξινομική περιοδολόγησή τους σε μια ξεχωριστή «γενιά» -δηλαδή σε συμπορευόμενους συνήλικες- μας επιτρέπει να ανιχνεύουμε από την Εθνικιστική σκοπιά και να επισημαίνουμε τους κοινούς τόπους τους, τις συγκλίσεις τους κι αμέσως κατόπιν τις αποκλίσεις τους, τις συμπάθειες και τις αντιπάθειές τους, ώστε με την απαρτιωμένη εικόνα της «γενιάς» να εικονογραφήσουμε με αξιακή λεπτομέρεια όλες τις πολυσύνθετες και πολυεπίπεδες τάσεις της συγκεκριμένης εποχής, εποχής ξέχωρου ενδιαφέροντος για όλους τους Ευρωπαίους Εθνικιστές.
Καθώς στα ίδια χρόνια το πνευματικό κλίμα μιας χρονικής περιόδου δεν είναι κατ’ ανάγκην ένα και μοναδικό, αλλά πολυάριθμα, τα οποία όλα τους άφησαν την σφραγίδα της τροχιάς τους στην πάλη των ιδεών, πρόθεσή μας είναι να δούμε την ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, όχι υπό την άποψη ενός ήδη συντελεσμένου γεγονότος, αλλά στην «εν τω γεννάσθαι» φάση της, ως βαρομέτρου και σεισμογράφου της κοσμογονικής εποχής που αναδύεται στον Μεσοπόλεμο.
Οι νέες συντεταγμένες της Εθνικής Θεωρίας που αρχικά ανιχνεύονται αμέσως μετά την κατάρρευση των αστραφτερών μεγαλοϊδεατικών οραμάτων στην ματωμένη Μικρασία, φαίνεται πως αρχίζουν να αποκρυσταλλώνονται προς τα τέλη της δεκαετίας του ’20 και στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Τότε περίπου αρχίζει να διαμορφώνεται η υπό εξέταση «Γενιά του Τριάντα», δηλαδή ο κύκλος λογοτεχνών, κριτικών και γενικότερα διανοουμένων που εμφανίστηκαν ζωηρά στο πνευματικό προσκήνιο αυτήν την εποχή, έχοντας αστική καταγωγή, ευρωπαϊκή παιδεία κι όντας πνευματικά τέκνα του δημοτικισμού.
Από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’30 αυτοί οι νέοι διανοούμενοι θα επιχειρήσουν ν’ αρθρώσουν πιο συστηματικά και πιο δυναμικά τον «ανανεωτικό» εθνικό τους λόγο, είτε εκδίδοντας βιβλία είτε κυκλοφορώντας νέα περιοδικά. Στο πλαίσιο αυτό θα συγκρουστούν τόσον με τους ακραιφνείς συντηρητικούς «εθνικόφρονες», όσον και με τους μαρξιστές. Μέσα απ’ αυτήν την ιδεολογική ζύμωση κι αντιπαράθεση, οι φιλελεύθεροι ή «φιλελευθερίζοντες» αυτοί νέοι αστοί διανοούμενοι θα θελήσουν ν’ αναδιαμορφώσουν και να αναπτύξουν την Εθνική Θεωρία διερευνώντας, σταχυολογώντας κι αναδιατυπώνοντας τις βασικές της αρχές.
Ο Γιώργος Θεοτοκάς, από τους κυριότερους εκπροσώπους αυτής της γενιάς, στο έργο του «Ελεύθερο Πνεύμα» – που δημοσίευσε το 1929 (με το ψευδώνυμο Ορέστης Διγενής) και το οποίο θεωρήθηκε, δικαιολογημένα όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, ως ένα άτυπο «Μανιφέστο» ολόκληρης της γενιάς που ανδρωνόταν γύρω στα 1930, μας προσφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα σχετικά με το πώς αντιλαμβάνονταν την «Εθνική Ταυτότητα», αλλά και με το πώς ήθελαν να την αναδιαμορφώσουν οι νέοι φιλελεύθεροι διανοούμενοι, διασαφηνίζοντας ή υποδεικνύοντας και τους αρμόζοντες στόχους του Ελληνισμού. Ο κυρίαρχος άξονας και η θεματολογία του «Ελευθέρου Πνεύματος» είναι σχετικά με τον Ελληνισμό, την Ελληνικότητα και το νόημα της.
Ο Θεοτοκάς ξεκινά με μιαν αυστηρή καταγγελία της κυρίαρχης γύρω του πνευματικής και ιδεολογικής κακομοιριάς κι αθλιότητας. Κατόπιν ασκεί επίσης κριτική στους (έως τότε θεωρούμενους) πνευματικούς καθοδηγητές κι ηγέτες, στον Φώτο Πολίτη και τον Γιάννη Αποστολάκη – αποδίδοντας τους σημαντικό μερίδιο ευθύνης για το τοξικό πνευματικό τέλμα που έχει διαμορφωθεί γύρω του.
[Εδώ επιβάλλεται να σημειώσουμε κάποια στοιχειώδη δεδομένα για τους δύο προαναφερόμενους άνδρες : Ο πρόωρα χαμένος (1890-1934) Φώτος Πολίτης υπήρξε από τις σημαντικότερες πνευματικές μορφές του νεοελληνικού θεάτρου. Ήταν ο άνθρωπος που καθοδήγησε όχι μόνον τους ηθοποιούς ως σκηνοθέτης, και τους σπουδαστές των δραματικών σχολών ως θεατρικός δάσκαλος, αλλά επίσης και τους θεατρικούς συγγραφείς ως θεωρητικός του θεάτρου, καθώς και το αμύητο επιπόλαιο κοινό, βαπτίζοντάς το στ’ αριστουργήματα της αρχαίας τραγωδίας και του κλασικού θεάτρου και στ’ αξιόλογα έργα του νεοελληνικού θεάτρου. Υπήρξε ακόμη επιφανής κριτικός της λογοτεχνίας, της θεατρικής τέχνης και της συνόλου πνευματικής ζωής με συνολικά 1103 άρθρα, επιφυλλίδες και κριτικές από το 1914 έως την χρονιά του θανάτου του. Από την αρχή της σταδιοδρομίας του ως κριτικός αρνήθηκε με σκληρότητα την ύπαρξη γνήσιας λογοτεχνίας και τέχνης στην Ελλάδα, ενώ στάθηκε αμείλικτος τιμητής στην ελεεινή ελαφρότητα της θεατρικής πρακτικής του καιρού του. Δεν έπαψε να στηλιτεύει παθιασμένα κι ασταμάτητα τον ξενομανή μιμητισμό και την επιπόλαια κι άκριτη μεταφορά των ευρωπαϊκών προτύπων στην ελληνική θεατρική και πνευματική ζωή. Επίσης προέτρεψε για μιαν ευρεία αναβάπτιση στις ζείδωρες εθνικές πηγές, πιστεύοντας ανυπόκριτα και βαθιά στην τιτάνια καταλυτική δύναμη της νεοελληνικής παράδοσης. Επηρέασε όσο κανείς άλλος την νεοελληνική κριτική του Μεσοπολέμου, εκπροσωπώντας αριστοκρατικά έναν ανυποχώρητο κι ασυμβίβαστο συνεπή ιδεαλισμό. Μαζί με τον εξάδελφό του Γιάννη Αποστολάκη μελέτησαν κι επηρεάστηκαν από τους μεγάλους στοχαστές του Γερμανικού Ιδεαλισμού και ιδιαίτερα από τους Ιμμάνουελ Καντ Γιόχαν Φίχτε, Φρίντριχ Σέλλινγκ, Γκέοργκ Χέγκελ και Φρίντριχ Γιάκομπι. Η κρίση του Θεοτοκά για το πρόσωπό του υπήρξε άστοχη και σ’ ένα βαθμό μικρόψυχη. Στον αξέχαστο Φώτο Πολίτη οφείλεται η γένεση και ύπαρξη του Εθνικού Θεάτρου. Ο Γιάννης Αποστολάκης, ο έτερος αποδέκτης της πικρίας του Θεοτοκά, υπήρξε σπουδαίος φιλόλογος, κριτικός και φιλόσοφος, που γεννήθηκε το 1886 και πέθανε το 1974. Σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα και στο Βερολίνο. Υπήρξε από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους τους δημοτικισμού. Υπηρέτησε στη μέση εκπαίδευση, στο Λαογραφικό Αρχείο και τελικά διορίστηκε (1926) καθηγητής της νεοελληνικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, από όπου και αποχώρησε το 1941. Δημοσίευσε εξαιρετικές κριτικές μελέτες στο πρωτοπόρο περιοδικό των δημοτικιστών «Νουμάς», ενώ υπήρξε από τους εκδότες του περιοδικού «Κριτική και ποίηση». Δημοσίευσε μεταξύ άλλων : «Τα δημοτικά τραγούδια» (1929), «Τα τραγούδια μας» (1934), «Αριστοτέλης Βαλαωρίτης» (1936), «Ο Κρυστάλλης και το δημοτικό τραγούδι» (1937), «Το τραγούδι της Αγίας Σοφίας» (1939). Η στάση του ήταν αριστοκρατική, αντιδημοκρατική κι «εθνικίζουσα», γι’ αυτό ο Θεοτοκάς τον έκρινε άδικα και υπερβολικά.]
Παράλληλα ο Θεοτοκάς εκφράζει με ανυπόκριτη κι απλοϊκή αμεσότητα τις απόψεις του για την ιδεολογική κατάσταση της εποχής του, σπιλώνοντας όμως τους Εθνικιστές με την συνήθη αστοδημοκρατική «κριτική των άκρων» που χρησιμοποιείται μεθοδικά από τους φιλελεύθερους έως τις ημέρες μας: «Μετά τον πόλεμο, οι εθνικιστές και οι μαρξιστές διανοούμενοι επικράτησαν σ’ όλες τις ελληνικές συζητήσεις για πολλούς λόγους που δεν είναι ανάγκη να αναπτύξω εδώ … Εθνικιστές και μαρξιστές φιλονικούν βέβαια με αμοιβαίο μίσος, μα είναι κατά βάθος πνεύματα της ίδιας οικογένειας … Αυτές οι δύο σχολές συγκεντρώνουν ανάμεσα στους Έλληνες διανοούμενους τη μεγάλη πλειοψηφία των πνευμάτων. Η επίδραση τους στη νέα γενεά είναι καταφανής, και αυξάνει νομίζω μέρα με τη μέρα και θ’ αυξάνει ως ότου αποφασίσουμε να αντισταθούμε εναντίον αυτής της επικράτησης του πνευματικού μιλιταρισμού …Έλυσαν οριστικά όλα τα προβλήματα, σταμάτησαν κάθε πνευματική έρευνα, κλείστηκαν μέσα σε μια απόλυτη αλήθεια που την επαναλαμβάνουν μηχανικά σ’ όλη τη ζωή τους, αλύγιστοι σαν απολιθωμένοι, ανίκανοι να υποπτευθούν πώς υπάρχουν και διαφορετικές προοπτικές των πραγμάτων. Μισούν και χλευάζουν με τον ίδιο τρόπο την ελεύθερη σκέψη και τις αναζητήσεις των ανήσυχων πνευμάτων … Οι δυο θρησκείες στηρίζονται στην ίδια αρχή : Πίστευε και μη ερεύνα».
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζουν οι ειδικότερες αναλύσεις και οι θέσεις του Θεοτοκά που αφορούν στον χαρακτήρα του Ελληνισμού και στο κατ’ αυτόν περιεχόμενο της «Εθνικής Ταυτότητας».
Σχετικά με την υφή του Ελληνισμού ο Θεοτοκάς μας παρέχει μιαν αρκούντως ενδιαφέρουσα και ιδιαίτερα ενδεικτική ερμηνεία των νέων τάσεων : Δανείζεται τολμηρά και χρησιμοποιεί γόνιμα την μέθοδο του Γάλλου κριτικού Αλβέρτου Θιμπωντέ από το κείμενό του «Αντανακλάσεις επί της κριτικής». Ο τελευταίος για να διατυπώσει την απάντηση του σ’ ένα ερώτημα σχετικό με το χαρακτήρα της γαλλικής παιδείας, απαντούσε με «ζεύγη ονομάτων» Γάλλων συγγραφέων αντιθετικών μεταξύ τους, όπως: Μονταίν – Πασκάλ, Βολταίρος – Σατωμπριάν. Με βάση αυτήν την ιδιάζουσα αλλά και χρηστική μέθοδο ο Θεοτοκάς σημειώνει: «Αν με ρωτούσε ένας ξένος ποιος από τους συγγραφείς μας αντιπροσωπεύει καλύτερα το νεοελληνικό χαρακτήρα, θα απαντούσα με τη μέθοδο του Γάλλου κριτικού». Αφού λοιπόν σημειώσει τέτοια ζευγάρια καταλήγει:«Μονάχα η αντίθεση Δραγούμης – Καβάφης (ή η αντίθεση Κοραής – Σολωμός) αρκεί για να δείξει πόσο πολύμορφος και αντιφατικός, πόσο πλούσιος είναι ο νεοελληνικός χαραχτήρας», τονίζοντας τυπογραφικά τη λέξη «πλούσιος». Βλέπουμε λοιπόν εδώ τον Θεοτοκά να παραθέτει σε αδρές γραμμές μια θεωρία η οποία λίγο αργότερα θ’ ακουστεί σχετικά εντονότερα : την θεωρία της «ελληνικής πολυφωνίας».
Απολύτως δικαιολογημένα λοιπόν ο σεμνός κι ουσιαστικός Ανδριώτης κριτικός Ανδρέας Καραντώνης (αφοσιωμένος λάτρης και κήρυκας των απόψεων του Γιαννόπουλου), σε μια βιβλιοπαρουσίαση του «Ελεύθερου Πνεύματος» στο περιοδικό «Ελληνική Επιθεώρησις» το 1929, συμπεραίνει αβίαστα ότι ο Θεοτοκάς «τον χαρακτήρα του Έθνους τον θέλει πλούσιο, πολύμορφο, αντιφατικό, ένα μωσαϊκό από τις πιο απίθανες παραστάσεις: Κοραής, Σολωμός, Ψυχάρης, Παλαμάς, Καβάφης, Βενιζέλος, Γούναρης, Δραγούμης. Πολλαπλά κάτοπτρα της εθνικής ψυχής, και του εθνικού νου». [Ο σπουδαίος κι άγνωστος στους πολλούς δοκησίσοφους της ιστορίας των ιδεών Καραντώνης, δημοσίευσε μόλις δεκαεφτάχρονος τους πρώτους νεανικούς του στίχους στο λογοτεχνικό παράρτημα της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας» του Πυρσού, καθώς και μερικά προανακρούσματα κριτικών άρθρων του για τον λατρεμένο του Κωστή Παλαμά (ως το 1929)! Έτσι, πριν καν γίνει εικοσάχρονος, στα 1929, ο Καραντώνης τύπωσε την πρώτη κριτική μελέτη του «Εισαγωγή στο παλαμικό έργο» και μετά τρία χρόνια, μιαν άλλη με τίτλο «Γύρω στον Παλαμά». Ήταν τότε 22 χρονών. Με τον Παλαμά χώριζαν τον Καραντώνη 51 χρόνια, πάνω από μισός αιώνας! Όμως ο Εθνικός Ποιητής μας στάθηκε ο δάσκαλος του Καραντώνη. Μάλιστα δε πολύ αργότερον, στα 1980, ο άξιος και αφοσιωμένος στοχαστής, εβδομηντάχρονος πλέον, τύπωσε τα κριτικά του μελετήματα «Κωστής Παλαμάς». Οπωσδήποτε, οι κριτικές μελέτες του Καραντώνη τον αναδεικνύουν ως οξυνούστατο κι ευρύτατα καλλιεργημένο πνευματικόν άνθρωπο και τον κατατάσσουν στην ευγενή ομοταξία των κορυφαίων κριτικών της «Γενιάς του Τριάντα». Γύρω άλλωστε από αυτήν κυρίως τη γενιά περιστράφηκε ή κριτική σκέψη του κι αυτής κυρίως το λογοτεχνικό έργο μελέτησε με την σπάνια εκείνη βαθύνοια που τον ξεχώρισε όσο κι ο ακλόνητος αντικομουνισμός του απ’ όλους τους άλλους κριτικούς και μελετητές του νεοελληνικού λόγου. H κριτική παραγωγή του Καραντώνη υπήρξε κυριολεκτικά ογκώδης, ενώ ασχολήθηκε επίσης και με την λογοτεχνική μετάφραση. Τα ποιήματά του συγκεντρώθηκαν σε οχτώ τόμους !]
Ο Θεοτοκάς εκφράζει επίσης ιδιαίτερα χαρακτηριστικές θέσεις και σε ότι αφορά στην πολιτισμική συνδιαλλαγή κι αλληλεπίδραση της Πατρίδας μας με την Δύση. Σχετικά με το ζήτημα αυτό είχε ήδη τοποθετηθεί ένα χρόνο πριν από την δημοσίευση του «Ελεύθερου Πνεύματος», γράφοντας μάλιστα ένα άρθρο σχετικό με τον Ίωνα Δραγούμη. Σ’ αυτό υποστήριξε απροκάλυπτα και σαφέστατα την εύστοχη θέση πως η Δύση συνεχίζει την ελληνική παράδοση, άρα οι Έλληνες, προσεγγίζοντας τον «Δυτικό Πολιτισμό», ουσιαστικά πηγαίνουν να συναντήσουν και ν’ ανακτήσουν δικαιωματικά την πατρική τους κληρονομιά : «Σα μέλη της ίδιας οικογένειας, για να πάρουν μέσα στην οικογένεια τη θέση που τους ανήκει».
Στο «Ελεύθερο Πνεύμα» ο Θεοτοκάς επαναλαμβάνει ανάλογες με τις προαναφερόμενες θέσεις συστηματικότερα κι αναλυτικότερα. Αυτές οι απόψεις του εύλογα ανακαλούν στην μνήμη του κάθε ευαισθητοποιημένου Εθνικιστή μελετητή ανάλογες απόψεις του Μεγάλου Εθνοδάσκαλου Αδαμάντιου Κοραή και του υπέροχου Στέφανου Κουμανούδη, [Αδριανουπολίτη καθηγητή της Λατινικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο (1846-1886), γραμματέα της Aρχαιολογικής Eταιρείας (1859-1894), θεμελιωτή της επιγραφικής στην Eλλάδα, αλλά και ποιητή και λεξικογράφου. Υπήρξε εκλεκτός επίγονος του Ελληνικού Διαφωτισµού και συνέστησε τις κατευθύνσεις που οφείλει να ακολουθήσει η νεοελληνική παιδεία, τονίζοντας το εθνικό της περιεχόμενο µε διαχρονικά γνωρίσµατα τα ήθη και την συνέχεια της εθνικής γλώσσας. Θεωρούσε επιβεβληµένη την µελέτη της δηµώδους γλώσσας κι αναγκαίες τις ευρωπαϊκές πολιτιστικές µμεταφορές στην φιλοσοφία και στην τέχνη γενικότερα. Συνέγραψε στα γερµανικά στο Bερολίνο ηµιτελή Πραγµατεία κατά του ελληνομάχου Φαλλµεράϋερ].
Δηλαδή εν τέλει ο Θεοτοκάς επαναφέρει στο πνευματικό προσκήνιο απόψεις απόλυτα οικείες στο πνεύμα του «Νεοελληνικού Διαφωτισμού» : αξονικές, «πυρηνικές» εθνικές απόψεις που ακούγονταν έντονα στα τελευταία προεπαναστατικά του 1821 χρόνια, αλλά κι αμέσως μετά από την Εθνεγερσία. Απόψεις οι οποίες μετά από έναν περίπου αιώνα φάνηκε πως είχαν πλέον επικαλυφθεί από μεταγενέστερα, εσωστρεφή κι επιφυλακτικά, ενίοτε αγκυλωτικώς συντηρητικά ιδεολογικά «υφάσματα».
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ακριβοδίκαια πως το «Ελεύθερο Πνεύμα» του Γιώργου Θεοτοκά αποτελεί μιαν από τις πιο συστηματικές πρώτες προσπάθειες να επιτελεστεί συνθετικά και λυτρωτικά η ομαλή μετάβαση από τις παλαιότερες και περισσότερο άκαμπτες και σχηματικές μορφές της Εθνικής Θεωρίας σ’ άλλες μεταγενέστερες, πιο ευέλικτες, πιο πειστικές και κατά συνέπειαν πιο μεταβολίσιμες από τους συγχρόνους, άρα αποτελεσματικότερες. Μέσα από το «Ελεύθερο Πνεύμα» βλέπουμε την «Γενιά του τριάντα» ν’ αποζητά με πάθος την άρση των παλιών αποτυχημένων ή παρωχημένων σχημάτων. Την παρακολουθούμε ν’ αρνείται πολύτροπα τ’ απονεκρωμένα, μουμιοποιημένα πρότυπα και να οριοθετεί ξεκάθαρα ως αντιπάλους της την «στείρα προγονοπληξία», αλλά και τον «τυφλό μιμητισμό» των ευρωπαϊκών ιδεών, την πρόθυμη υποταγή στο μυστικισμό της Ανατολής και στον εθνοαποδομητικό και εν τέλει υπονομευτικό μαρξισμό. Στα πρώτα χρόνια της συγκρουσιακής δεκαετίας του ’30 τα μηνύματα τα οποία επεδίωκε να μεταδώσει το «Ελεύθερο Πνεύμα» θ’ αρχίσουν ν’ ακούγονται ολοένα κι εντονότερα.
Σ’ αυτήν την περίοδο των κοσμογονικών ιδεολογικοπολιτικών και πνευματικών ζυμώσεων ξέχωρη σημασία ενέχουν για την Πατρίδα μας η εγκατάλειψη του αλυτρωτικά στηριγμένου εδαφικού επεκτατικού ιδεώδους, όπως κι ο επίμονος διερευνητικός αναπροσανατολισμός προς την αναζήτηση νέας πνευματικής και πολιτιστικής φυσιογνωμίας του Έθνους. Κι οι δύο αυτές διεργασίες καταδεικνύονται σαφέστατα και στην ιδιαίτερη έμφαση με την οποία κάποιοι διανοούμενοι αυτής της περιόδου υπογραμμίζουν την διαφορά μεταξύ του όρου «εθνισμός» και του όρου «εθνικισμός». Σ΄ αυτό το ζήτημα πρέπει εδώ να επιμείνουμε λίγο περισσότερο: Στα σύγχρονα λεξικά της καθεστωτικής πολιτικής ορθότητας, στον όρο «Εθνικισμός» οι συστημικοί διαμορφωτές ιδεών έχουν προσδώσει έννοια στρεβλωτική και αρνητική, ενώ οι εθνομηδενιστές κάθε απόχρωσης όταν θέλουν να προσβάλλουν την δράση των ιδεολογικών τους αντιπάλων την χαρακτηρίζουν αυτόχρημα εθνικιστική, επιδιώκοντας έτσι να τους περιθωριοποιούν και να τους δαιμονοποιούν. Στην αντίπερα όχθη, αυτοί, οι οποίοι εισπράττουν την επίθεση, εκτός από εμάς τους Χρυσαυγίτες, θεωρώντας τον χαρακτηρισμό στοχοποιητικό, ενοχοποιητικό, απαξιωτικό ή προσβλητικό, σπεύδουν αμυνόμενοι να διευκρινίσουν ότι δεν είναι Εθνικιστές αλλά «εθνιστές», υιοθετώντας την «εύπεπτη» και ….πολιτικά ορθότερη στάση των φιλελεύθερων της Γενιάς του ‘30.Τα πράγματα καθίστανται εξαιρετικά δύσκολα όταν είναι ιδιαίτερα απλά, καθώς οι δυνάμεις της διάλυσης αποπειρώνται να πλήξουν τον πυρήνα της αλήθειας διατρέφοντας το νόημα των λέξεων ώστε να στρεβλωθεί για τους σκοπούς τους η Ιδέα. Στο εξαίρετο, «παλιό και καλό» «Νέον Ορθογραφικόν Ερμηνευτικόν Λεξικόν» του Δημητράκου διαβάζουμε: «Εθνικισμός: η αποκλειστική προσήλωσις εις την εξυπηρέτισιν των εθνικών ιδεωδών», επ΄αυτού δεν χωρεί αμφισβήτηση ή σύγχυση, είναι απλό και ξεκάθαρο : Ή κάποιος το αποδέχεται και το εφαρμόζει ή το απορρίπτει και το αντιμάχεται !
Βέβαια η λείανση, υποκατάσταση, κακοδιαχείριση, αλληλεπικάλυψη, ανάμειξη και σύγχυση των εννοιών δεν είναι καθόλου τυχαία! Ο πολύς Θουκυδίδης, μέγας χειριστής του λόγου, αναφέρει σχετικά με την διαχείριση των εννοιών : «Ακόμη και την καθιερωμένη σημασία των λέξεων άλλαξαν για να δικαιολογούν τις πράξεις των» («Και την ειωθείαν αξίωσιν των ονομάτων ες τα έργα αντήλλαξαν τη δικαιώσει» -Γ, 82).
Σύμφωνα με τον σπουδαίο εθνικό στοχαστή καθηγητή Δημήτριο Βεζανή, «…ο Εθνικισμός ουδέν άλλο αποτελεί, ει μη μόνον την ενεργητική κατάφαση της ιδέας του Έθνους». Συνεπώς ο Εθνικιστής δεν πιστεύει απλά στα ιδεώδη του Έθνους αλλά συνάμα ζει ενεργώς περί αυτά, δρα κι ενεργεί για την βέλτιστη εφαρμογή τους. Αντιστοίχως ο «εθνιστής» ενώ γνωρίζει και πιστεύει τα ιδεώδη του Έθνους εντούτοιςηθελημένα δύναται να μην αγωνίζεται γι’ αυτά, να μην επιδιώκει την επιβολή τους. Δηλαδή ενώ ο Εθνικιστής είναι «φύσει και θέσει» ένας δρών αγωνιστής υπέρ του Έθνους, ο εθνιστής απλώς πιστεύει στο Έθνος, στην εσώτερη μυστική ουσία του, ανήκει σ’ αυτό αλλά μπορεί να μην επιθυμεί να αγωνισθεί έμπρακτα για το Έθνος του, ανάγοντας κάθε δράση σε υπολογιστική σκοπιμότητα που νοθεύει τάχα το υπερούσιο περιεχόμενο του Έθνους. Έτσι γίνεται συναινετικός κι άπρακτος, παρουσιάζει συνεχή «πολιτική αφλογιστία», παρεμβάλλοντας άλλες ρυθμιστικές αρχές στο αξιακό του σύστημα.
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στο βιβλίο του «Η κοινωνία της εποχής μας – Κριτική των συστατικών αυτής στοιχείων» (1932) θα γράψει χαρακτηριστικά: «Εν ω ο εθνισμός είναι η ιδεολογική εκδήλωση της πίστεως αυτής ταύτης της εθνικής συνειδήσεως επί την εσωτερικήν και μυστικήν αυτής ουσίαν, ο εθνικισμός είναι η εκμετάλλευσις της πίστεως ταύτης εκ μέρους τάξεως διασπώσας την οργανικήν ομοιογένειαν του έθνους και θετούσης ταύτην εις την εξυπηρέτησιν πολιτικών και οικονομικών υπολογισμών. Εν ω ο εθνισμός, η ιδέα του έθνους είναι προϊόν αλόγου μυστικής ανάγκης και δεν συλλαμβάνεται λογικώς, ο εθνικισμός είναι προϊόν λογικής σκοπιμότητος και κατ’ ακολουθίαν συλλαμβάνεται και κρίνεται επιστημονικώς».
Οι παραπάνω αυθαίρετες κι επιτιμητικές επισημάνσεις του Παναγιώτη Κανελλόπουλου σε βάρος του Εθνικισμού δεν φαίνεται πως αποτελούν απλά και μόνον σχόλια θεωρητικού χαρακτήρα και δη άστοχα . Τουναντίον περισσότερον εντάσσονται σε μιαν αστική – δημοκρατίζουσα και τάχα εξελιγμένη προσπάθεια ανάπλασης – μεταμόρφωσης του Εθνικισμού της αλυτρωτικής εδαφικής επέκτασης, (που κυριαρχούσε μέχρι το 1922), σε έναν προσηνή «πνευματικό εθνισμό» κι «εθνικό ουμανισμό». Όμως η λειαντική και αφαιρετική, αντιεθνικιστική προσέγγιση του Κανελλόπουλου πάσχει νοηματικά εξ αρχής : Ο μέγας Εθνοδιδάσκαλος Γεώργιος Γεμιστός – Πλήθων στο Υπόμνημά του προς τον αυτοκράτορα «Μανουήλον» Παλαιολόγο (περί το 1420 μ.Χ.) όπου έγραφε με έμφαση: «Έλληνες εσμέν ων ηγείσθε και βασιλεύετε, ως η φωνή ημών και η πάτριος γλώσσα μαρτυρεί», εξέφραζε εθνισμό ή Εθνικισμό με την διαπίστωσή του αυτήν; Όταν την 1-1-1822 οι αντιπρόσωποι στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου διακήρυξαν: «Το ελληνικόν Έθνος δια των νομίμων παραστατών του….κηρύττει σήμερον την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν….», προέβαιναν σε κίνηση – κήρυγμα εθνισμού ή Εθνικισμού; Για μας τα πράγματα είναι ολοφάνερα, τόσο στην στάση του πλατωνιστή σοφού όσο και στην δήλωση των Πατέρων κατά την Εθνεγερσία : αμφότερα αφορούν σ’ «ενεργητική κατάφαση της ιδέας του Έθνους», είναι δηλαδή Εθνικισμός. Κάθε άλλη προσέγγιση είναι επιτηδευμένος, φλύαρος και ρηχός ακαδημαϊσμός.
Με την έννοιαν αυτή τα ανωτέρω συγχυτικά σχόλια του ευρυμαθούς Κανελλόπουλου κινούνται ακριβώς στον ίδιο ιδεολογικό άξονα «προσήνειας και αβρότητας», όπου εκπτύσσονται κι οι αντιλήψεις του Θεοτοκά. Παράλληλα προετοιμάζεται η έννοια της «Ελληνικότητας», που θα εμφανιστεί στο προσκήνιο λίγο αργότερα, ενώ ταυτόχρονα ενισχύεται η «λεία» και «νηφάλια» επιχειρηματολογία των φιλελεύθερων αστών διανοουμένων στον αγώνα τους εναντίον των μαρξιστών, που συνεχίζεται με ιδιαίτερη ένταση και μετά το 1930.
Είχαν όμως έστω και ελάχιστο δίκιο οι καλοπροαίρετοι απολογητές του «εθνισμού», όπως ο αξιολάτρευτος «Εθνικός Παιδαγωγός» Αλέξανδρος Δελμούζος που επιχείρησε και αργότερα (το 1942) να δώσει σαφή διάκριση Εθνικισμού και εθνισμού; Αναλύοντας τότε την έννοια του ανθρωπισμού ο σπουδαίος δάσκαλος έγραφε: «…. ο ανθρωπισμός είναι αντίθετος προς τον εθνικισμό και τις συνέπειές του, όχι όμως με τον εθνισμό. Ο πρώτος τυφλώνει και τείνει να εξαφανίζει βασικές ανθρωπιστικές αξίες….Αντίθετα ο εθνισμός κρατώντας την εσωτερική συνοχή των ατόμων και ομάδων που ανήκουν σε ένα έθνος μπορεί….να οδηγεί σε γόνιμη συνεργασία, άμιλλα …χωρίς να καταπιέζει κανένα».(«Μελέτες & Πάρεργα», Α΄33 -μελέτη «περί ανθρωπισμού»). Ρομαντική διάθεση κι ανεφάρμοστο ευχολόγιο δείχνει η ευγενική διάθεση αυτών των ανθρώπων που δεν έβλεπαν εχθρικά ούτε τους εχθρούς τους. Με τους κομουνιστές όμως δεν παίζεις χαρτοπόλεμο, όπως επισφράγισε η παγκόσμια ιστορία επί έναν περίπου αιώνα!
Παρά τον εμμονοϊδεακά «αντιφασιστικό» – «αντιολοκληρωτικό» χαρακτήρα των θέσεών τους, οι μπολσεβίκοι θα τους αντιμετωπίσουν κι αυτούς ως «κρυπτοφασίστες» και θα τους διώξουν με σφοδρότητα. Γλύτωσαν την εξόντωσή τους λόγω συναναστροφών και διαθέσιμων μέσων, πληρώνοντας τυχερά πολύ φθηνό τίμημα για τις καθαρολογικές τους αφέλειες των «ίσων αποστάσεων από τα άκρα». Ενδεικτικά παραθέτουμε τι έγραφε ο Θεοτοκάς μετά τις σφαγές του «Κόκκινου Δεκέμβρη» για τον επίσης αστό – φιλελεύθερο και αντικομουνιστή φίλο του Εμπειρίκο : «2 Ιανουαρίου 1945 – Μαθαίνω ότι οι ελασίτες έπιασαν τον Αντρέα Εμπειρίκο. Τούτο συνέβηκε ως φαίνεται προχτές Κυριακή και από τότε δεν υπάρχουν ειδήσεις του. Το ζήτημα είναι ξεχωριστά ανησυχητικό γιατί τους τελευταίους μήνες ο Εμπειρίκος μιλούσε συνεχώς εναντίον του ΕΑΜ και του ΚΚΕ κι η στάση του αυτή ήταν γνωστή στους λογοτεχνικούς κύκλους (!!)….Πήγα με τον Levesque στη γαλλική πρεσβεία, είδαμε τον γραμματέα Puaux και παρακαλέσαμε να μεσολαβήσουν. Αυτός μας αποκρίθηκε ότι έχουν λάβει την απόφαση να μεσολαβούν μόνο για Γάλλους (έχουν συλλάβει και Γάλλους οι ελασίτες και δεν μπόρεσαν ακόμα όλους να τους γλυτώσουν). Μεσολάβησαν σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για Ελληνες, μα χωρίς αποτέλεσμα. Ωστόσο, είπε θα εισηγηθεί στον πρέσβη να κάμει κατ’ εξαίρεση ένα διάβημα και για τον Εμπειρίκο. Του έκαμαν κάποια εντύπωση τα όσα του είπα για τους προσωπικούς δεσμούς Εμπειρίκου με τον κύκλο Breton, Eluard κλπ».
Συνοψίζοντας μπορούμε να επαναλάβουμε ότι, ενώ μέχρι το 1922 στα πλαίσια της ρέουσας Εθνικιστικής ιδεολογίας κυριαρχούσε απόλυτα το ζήτημα της εδαφικής επέκτασης κι ενότητας – γι’ αυτό άλλωστε κι οι συμβολικές μεταφορές που χρησιμοποιούνταν από τους Εθνικιστές διανοουμένους ήσαν σαφέστατα οργανικές: «Εθνική Ψυχή», «Εθνικός Κορμός», «Ελληνικό Πνεύμα» -μετά την Μικρασιατική Καταστροφή κι ιδιαίτερα από τα τέλη της δεκαετίας του ’20 και τις αρχές της δεκαετίας του ’30, οι λειτουργοί και κήρυκες της «Εθνικής Θεωρίας» στράφηκαν στην μελέτη του προβλήματος της «Εθνικής Ταυτότητας» και στον προσδιορισμό της «Εθνικής Διαφοράς». Δηλαδή στα ζητήματα «με ποιόν τρόπο θα ξεχωρίσουμε από τ’ άλλα έθνη;» και «πώς θ’ αναδειχθεί και θα προβληθεί η ελληνική μας ιδιοπροσωπία και ιδιαιτερότητα;».
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια οι κλιμακούμενες αντιπαραθέσεις μεταξύ των διανοουμένων όλων των αντιλήψεων συνεχίστηκαν αδιάκοπα και στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Αυτήν την περίοδο απέκτησε ιδιαίτερη ένταση και σφοδρότητα η διαμάχη μεταξύ ιδεαλιστών και μαρξιστών. Το εντυπωσιακό και συνάμα κυριότερο χαρακτηριστικό της απορρέουσας συζήτησης είναι ότι, το ισχύον κοινωνικό σύστημα δεν γίνεται αποδεκτό από καμία εκ των δύο πλευρών. Έτσι αρκετοί ιδεαλιστές – αντιμαρξιστές εμφανίζονται ν’ αναζητούν με θέρμη κοινωνικές μορφές υπέρβασης του καπιταλισμού, χωρίς ωστόσον αυτό να μειώνει έστω και κατ’ ελάχιστον την ένταση της συνεχιζόμενης διαμάχης τους με τους μαρξιστές
Ο Γιώργος Θεοτοκάς κατέστη και πάλιν ο «προφήτης των καιρών» και με το νέο έργο του : «Εμπρός στο Κοινωνικό Πρόβλημα», που δημοσιεύτηκε το 1932. Η πνευματική αφετηρία, το έναυσμα του νέου του δοκιμίου υπήρξαν παρόμοια μ’ εκείνη του «Ελεύθερου Πνεύματος» : το κοινωνικό σύστημα κι ο πολιτισμός νοσούν βαρύτατα, οπότε το πρόβλημα αναζητά επειγόντως την άμεση και ριζική λύση του.
Όμως αυτήν την φορά ο Θεοτοκάς εστιάζει το ενδιαφέρον του περισσότερο στις διάφορες λύσεις που πρέπει να εφαρμοστούν. Γι’ αυτόν η κομμουνιστική επανάσταση δεν αντιπροσωπεύει την υποσχόμενη λύση, καθώς εκ φύσεως κι εκ προοιμίου αντίκειται σε τέσσερις θεμελιώδεις αρχές : Η πρώτη αφορά στην ελευθερία του πνεύματος, η δεύτερη στο ιδεολογικό περιεχόμενο του κομμουνισμού, η τρίτη στην απεριόριστα βίαιη τακτική του κι η τέταρτη στην ιδέα του Έθνους. Ο κομμουνιστικός διεθνισμός σύμφωνα με τον Θεοτοκά, υπονομεύει την ιδέα του Έθνους, (που για τον Θεοτοκά είναι μια «πνευματική πραγματικότητα», ένας θαυμαστός κοινός πλούτος από ιδέες και συναισθήματα, ένα δεδομένο δίχως οργανική – βιολογική αντιστοίχηση).
Η «Εθνική Ταυτότητα», σύμφωνα μ’ αυτόν, αποτελείται απ’ όλα εκείνα τα αόρατα κι άϋλα στοιχεία, τα οποία ενυπάρχουν στο κάθε μέλος του Έθνους, κληρονομημένα από το παρελθόν. Οπότε, μια υγιής και ολοκληρωμένη Εθνική Συνείδηση κατά τον Θεοτοκά «δε συνταυτίζεται αναγκαστικά με τον τυφλό, φανατικό και σχολαστικό εθνικισμό, που καταδικάζει κάθε ισορροπημένος άνθρωπος, με τον αρρωστιάρικο εθνικισμό, που πρεσβεύει προκαταβολικά την ανόητη άρνηση και την έχθρα για καθετί που δεν είναι εθνικό».
Διαφοροποιούμενος λοιπόν, τόσον από τον κομμουνισμό όσον και από τον «φανατικό και σχολαστικό εθνικισμό», ο Θεοτοκάς τονίζει κατόπιν, ότι ο αφηρημένος κι «έντονα πνευματικός εθνισμός» -που ο ίδιος προτείνει-, όχι μόνον είναι η καλύτερη επιλογή, αλλά βεβαίως αποτελεί και τον καλύτερο τρόπο επικοινωνίας με την ανθρωπότητα. Αν κάποιος ξεριζώσει από μέσα του την ιδέα του Έθνους καθίσταται ανερμάτιστος και τελικά ολότελα χαμένος, όπως επεξηγεί ο Θεοτοκάς. Συνεπώς συμπερασματικά, τα έθνη είναι απαραίτητα, καθώς μέσα από την παράλληλη και ταυτόχρονη ανάπτυξη τους, μέσα από την ευγενή φιλοδοξία κάθε έθνους να προσφέρει στ’ άλλα ένα ιδανικό πρότυπο πνευματικής και πολιτικής ζωής, προκύπτει τελικά ένας λαμπρός υψηλός πολιτισμός με αξία οικουμενική.
Μ’ αφετηρία τις παραπάνω διαπιστώσεις, ο Θεοτοκάς εμφανίζεται να απορρίπτει τα «κοινωνικά ιδεώδη» τόσον του κομμουνισμού όσον και του καπιταλισμού, ενώ υποστηρίζει ότι αυτό που θα λυτρώσει την κοινωνία από τη σύγχυση είναι μόνον ένας «νέος ουμανισμός» στηριγμένος στην οικονομική αλληλεγγύη των τάξεων και των εθνών. Αν τελικά η Ευρώπη ξεπεράσει τις δυσκολίες της, τονίζει ο Θεοτοκάς, πιστεύοντας στην αξία του ανθρώπου και στα ιδανικά του ουμανισμού, «θα ανακαλύψει ξανά την Ελλάδα».
«Και τότες ο νέος Ελληνισμός, που δεν πρόφτασε ακόμα να αποχτήσει μια καθαρή συνείδηση του εαυτού του, που βρίσκεται όμως πιο κοντά από κάθε άλλο έθνος στις παραδόσεις του ελληνικού πνεύματος και τις συνεχίζει ορμέμφυτα και θολά – ο νέος Ελληνισμός θα πρέπει επιτέλους να πει το λόγο του».
Μάταιος κόπος και δονκιχωτική επίθεση σε ανεμόμυλους η προσπάθεια του και τις λαμπρής αλλά γλυκερά προσεκτικής κι επιφυλακτικής προς τον Εθνικισμό γενιάς του : H Ευρώπη δεν ξεπέρασε τις δυσκολίες της, ισοπεδώθηκε και κομματιάστηκε ανάμεσα στις δυό μυλόπετρες των υλιστικών δυνάμεων του καπιταλισμού και του κομμουνισμού. Αντί ν’ ανακαλύψει ξανά την Ελλάδα έσπευσε να παραλάβει τις νέες εντολές από τον Γιαχβέ στο Σινά του μεταπολέμου.
Γιάννης Πετρίτης