Το σάπιο σύστημα που μας περιβάλλει, μαχόμαστε και αντιπαλεύουμε, δε ζητάει μόνο του τον αφανισμό μας με όρους πλειοψηφίας – μειοψηφίας, εκλογικούς και ψηφομετρικούς. Ίσως αν εξαφανιζόμασταν κοινοβουλευτικά και σιωπούσαμε και εκτός κ(υ)νοβουλίου, να ήταν αρκετό αυτό στα κάθε είδους παπαγαλάκια, που καλύπτουν μέσα από τον «αντι – χρυσαυγιτισμό» τους μύρια όσα προβλήματα αναζητώντας την εφήμερη επιβράβευση των εργοδοτικών και προστατών τους, όχι όμως αρκετό για τους πάτρωνές τους. Αυτοί θέλουν τον πολιτικό μας θάνατο, την πλήρη εξαφάνισή μας διότι – σε αντίθεση με τους υποτακτικούς τους – αυτοί ξέρουν πολύ καλά ότι οι ιδέες δεν πεθαίνουν, δεν ξεριζώνονται.
Μας πολεμούν λοιπόν με όρους «πολιτικούς» εντάσσοντας την ανηθικότητα μέσα στην πολιτική τους δράση; Αναμφίβολα! Θεωρώντας ότι όλοι μας συγκροτούμε μια ιδεολογική και πολιτική φάλαγγα, ένα αδιάρρηκτο σύνολο Οπλιτών – Αξιωματικών – Ηγέτη, ένα σύνολο που τείνει στην αυτοβελτίωση εκάστου εξ ημών και προσπαθεί να βρίσκει καθημερινά ένα βηματισμό, κατά το μάλλον ή ήττον ενιαίο, ο στόχος του εχθρού είναι η συνοχή μας. Και, ποιός καλύτερος τρόπος να διασπαστεί η συνοχή της φάλαγγας, παρά στοχεύοντας στο ηθικό εκάστου των μελών της, καλλιεργώντας του αμφιβολίες μέσω της διαβολής, της αμφισβήτησης, του κλονισμού του ίδιου του σκοπού που είναι η φωτεινή Ιδέα που του επιτρέπει να συμπαρατάσσεται μαζί μας; Τα πισώπλατα χτυπήματα, επιτρέπουν στον εχθρό να ελπίζει ότι μπορεί να κλονίσει έκαστο εξ ημών και να τον απενεργοποιήσει . Οι μέθοδοι αυτές, δεν είναι νέες στον τόπο μας, ούτε έχουμε την Τιμή να είμαστε οι πρώτοι που τις υφίστανται.
Πνεύματα ανεξάρτητα και ελεύθερα, πρωτοπόρα για την εποχή τους ή άνθρωποι που απλά διαπίστωσαν ότι « ο Βασιλιάς είναι γυμνός» και τόλμησαν να το φωνάξουν, υπέστησαν χλευασμό, λήθη και εν τέλει κάποιοι βρήκαν το θάνατο, περισσότερο ή λιγότερο ατιμωτικό από ένα σάπιο κατεστημένο, ρυπαρό και βορβορώδες, ένα κατεστημένο πο αφού βασάνισε το μυθικό Προμηθέα και διαμέσου επιφανών θυμάτων κατέληξε να αφορίσει στα νεώτερα χρόνια τον Καζαντζάκη, κατόρθωσε να αναγορεύσει σε ινδάλματα τους άρχοντες του ψεύδους και να κατηγορήσει κάθε Ιδέα, Τιμή και Αξιοπρέπεια ως αξίες ήσσονος σημασίας, θέτοντας το κέρδος και την αναξιοπρέπεια ως προμετωπίδες του σάπιου «πολιτισμού» του. Πόσο μεγάλη τιμή μας περιποιεί άραγε το γεγονός ότι η μικρονοϊκή, μικρόψυχη, αβελτηριακή και σαπισμένη αυτοπροστασία των κρατούντων κατηγορεί κάθε Χρυσαυγίτη μέσα από τα ΜΜΕ, προσάπτουσα στο Κίνημα κατηγορίες σχετικές με το ύφος, το ήθος τις ιδέες και την εν γένει συμπεριφορά μας; Παρακολουθώντας την Σωκρατική Απολογία, ένα σύντομο αλλά μνημειώδες έργο Τιμής, Πίστης αλλά και απλής Λογικής, διαπιστώνουμε αυτό που ήδη γνωρίζουμε και βιώνουμε: αν ο Διάβολος είναι εκπεσών Άγγελος, η «Δημοκρατία» είναι η ανελθούσα οσμή κάθε πολιτικού υπονόμου. Ποιό όμως είναι το καθεστώς το οποίο κατηγορεί τον Σωκράτη; Εκφράζεται μέσα απ’ τις ιδιότητες των κατηγόρων του. Ο Άνυτος, πολιτικός, στρατηγός το 409 π.Χ, σιτοφύλακας, διεσύρθη ως το θάνατό του από το πάθος της οινοποσίας. Ο Μέλητος, ρήτορας και ποιητής, λιθοβολήθηκε από τον Αθηναϊκό όχλο, ακριβώς επειδή στράφηκε εναντίον του Σωκράτους. Ο Λύκων, ρήτορας και πολιτικός, χωρίς κάποια αξιόλογη μνεία στο ενεργητικό του. Δύο πολιτικοί και ένας ρήτορας, λοιπόν. Μιλώντας με σημερινούς όρους… ίσως δύο πολιτικοί και ένας δημοσιογράφος,MEGAλος ή μικρότερος, μικρή αξία έχει. Ένα «πολιτικοδημοσιογραφικό» συνονθύλευμα της εποχής, διαβάλλει το μόνο πνεύμα της πόλης που αντιδρά στην παρακμή της πόλης της Παλλάδος. Κάθε αναγωγή στα σημερινά δεδομένα… ΔΕΝ είναι συμπτωματική!
Ο Σωκράτης έχει ιδέες αριστοκρατικές, μιλάει για τους ειδικούς σε κάθε θέμα, τους επαΐοντες. Έρχεται σε σύγκρουση με τη λαϊκίστικη (όχι λαϊκή) εκμετάλλευση της μαζοψυχής του Αθηναϊκού όχλου από τους δημοκρατικούς πολιτικούς και ρήτορες. Αποτελεί στόχο του συστήματος, ενός συστήματος που ψάχνει εξιλέωση μετά την ήττα της Αθήνας στον Πελοποννησιακό πόλεμο από την ολιγαρχική Σπάρτη. Σε μια πόλη ηττημένη και απαξιωμένη λοιπόν, η «Δημοκρατία» είναι ο πολιτισμός των ηττημένων. Ο Σωκράτης κατηγορείται για αθεΐα, εισαγωγή νέων αντιλήψεων και θεοτήτων και διαφθορά των νέων. Με σημερινούς όρους μιλώντας, για αντιλήψεις ενάντια στο καθεστώς, άρνηση και αποϊεροποίηση των «ιερών αγελάδων» του συστήματος, εκμετάλλευση των κρισίμων περιστάσεων ώστε να παρασύρει… αδαείς που «δε γνώριζαν τι ψήφιζαν» και εκμετάλλευσή τους. Όχι, τότε δε φορούσαν μαύρες μπλούζες… και η Αθήνα είχε μετοίκους, όχι λαθρομετανάστες. Συναγωνίστριες, Συναγωνιστές η απολογία ενός Χρυσαυγίτη.(μετάφραση βασισμένη στο κείμενο της Λειψίας, εκδόσεις Teubner): I.«Δηλαδή αυτή μου φάνηκε πως είναι η μεγαλύτερη αδιαντροπιά τους (των κατηγόρων) το να μη ντραπούν ότι στην πράξη θα διαψευστούν από εμένα… εκτός και αν αυτοί θεωρούν φοβερό εκείνον που λέει την αλήθεια» Αρχικά, απαντά στην κατηγορία ότι θα χρησιμοποιήσει ωραία λόγια ώστε να πει ψέμματα. XVI.«Ίσως θα μπορούσε να πει κανείς: Λοιπόν Σωκράτη δε ντρέπεσαι που άσκησες ένα τέτοιο επάγγελμα από το οποίο τώρα κινδυνεύεις να πεθάνεις; Σ’ αυτόν θα έδινα την εξής απάντηση.
Δε μιλάς σωστά άνθρωπε αν νομίζεις πως πρέπει να υπολογίζει κανείς τον κίνδυνο του θανάτου κάποιος που έχει έστω και κάποια αξία και να μην εξετάζει μόνο εκείνο, δηλαδή όταν ενεργεί κατά πόσον ενεργεί δίκαια ή άδικα και κάνει πράξεις ηθικού ή κακού ανθρώπου. Γιατί σύμφωνα με το λόγο σου θα ήσαν τιποτένιοι όσοι ημίθεοι έπεσαν μαχόμενα στην Τροία και οι άλλοι και ο γιος της Θέτιδας ο οποίος τόσο πολύ περιφρόνησε το κίνδυνο προκειμένου να μη ντροπιαστεί, ώστε όταν η θεά μητέρα του καθώς αυτός ήταν αποφασισμένος να σκοτώσει τον Έκτορα του μίλησα νομίζω κάπως έτσι: «Παιδί μου αν εκδικηθείς το φόνο του συντρόφου σου Πατρόκλου, και σκοτώσεις τον Έκτορα και συ ο ίδιος θα πεθάνεις, γιατί ο θάνατός σου είναι γραμμένος μετά του Έκτορα, αυτός όμως αδιάφορος για το θάνατο, φοβούμενος μάλλον μη ντροπιαστεί, αν ζήσει δίχως να έχει εκδικηθεί το θάνατο του φίλου του, είπε – Αμέσως ας πεθάνω, αρκεί να εκδικηθώ τον ένοχο για να μην κάθομαι Ντροπιασμένος στο Ελληνικό στρατόπεδο, βάρος της γης (ΑΧΘΟΣ ΑΡΟΥΡΗΣ). … Εκεί που καθένας θα τάξει τον εαυτόν του, επειδή το θεώρησε ως το πιο καλό ή από ανώτερό του ταχθεί, εκεί πρέπει κατά τη γνώμη μου να κινδυνεύει μένοντας σταθερός χωρίς να υπολογίζει ούτε το θάνατο ούτε τίποτα άλλο εκτός από το να μη ντροπιασθεί.» XVII.«Γιατί το να φοβάται κανείς το θάνατο δεν είναι τίποτ’ άλλο από το να παριστάνει το σοφό ενώ δεν είναι. Γιατί κανείς δεν ξέρει αν ο θάνατος είναι το πιο μεγάλο καλό για τον άνθρωπο, τον φοβούνται όμως σα να ξέρουν καλά πως είναι το πιο μεγάλο κακό.» Δίνεται ανάγλυφη η έννοια της Τιμής, του τιμημένου Θανάτου, του Καθήκοντος. Ο μεγάλος σοφός υπερβαίνοντας την ίδια τη ζωή, διαλεγόμενος με το θάνατο σε συνθήκες απόλυτης ισορροπίας, ωθώντας τη ζωή μιας μεταστατικής ψυχικής εμπειρίας στα όρια, εισάγει το θάνατο στο υπαρκτό τοπικά οριοθετημένο διαχρονικό ψυχικό πλαίσιο, λαμπρύνοντας με την Πίστη του την κατάφαση μιας α-χρονικής διαχρονίας, εξακοντιζόμενης στο Επέκεινα μιας Ηρωικής στάσης Ζωής, απολύτως ταυτιζόμενης με το Αριστοκρατικό Ιδεώδες αποφλοιώνοντας την αστική «δημοκρατική» υποκρισία των κατηγόρων του από κάθε ηθικό ανάστημα, παραδίδοντάς την βορά στην κρίση της Ιστορίας. Προς επίρρωσιν των ανωτέρω ακολουθεί το υμνητικό της Αρετής απόσπασμα. «Ώστε κι αν τώρα με αθωώσετε, μη δίνοντας πίστη στον Άνυτο… εάν μου πείτε «Σωκράτη τώρα μεν δε θα πεισθούμε στον Άνυτο αλλά σε αθωώνουμε με τον εξής όρο : να μην ασχολείσαι πια μ’ αυτή την εξέταση και να μη φιλοσοφείς, και αν σε ξαναπιάσουμε να κάνεις αυτή τη δουλειά θα πεθάνεις, θα σας έλεγα, άνδρες Αθηναίοι, ότι εγώ μεν σας σέβομαι και σας αγαπώ αλλά θα υπακούσω πιο πολύ στο θεό παρά σε σας και όσο αναπνέω και μπορώ δε θα σταματήσω να φιλοσοφώ και να προτρέπω και σας και να διαφωτίζω πάντα όποιον από σας συναντώ λέγοντας αυτά που συνηθίζω… να πείθω και τους νεώτερους και τους γεροντότερούς σας να μη φροντίζουν ούτε για χρήματα ούτε για τη ζωή τους τόσο πολύ όσο για την ψυχή τους πως δηλαδή θα την κάνουν αγνότερη υποστηρίζοντας πως η αρετή δεν αποκτάται με χρήματα αλλά τα χρήματα από την άρετή… κάπως έτσι λοιπόν μου φαίνεται πως ο θεός με προσκόλλησε στην πόλη, ώστε να μη σταματώ όλη μέρα και παντού να ξυπνώ τον καθένα και να τον συμβουλεύω και να τον μαλώνω κολλώντας σα μύγα πάνω του.»
Προτάσσοντας τις ξεκάθαρα αντιλαϊκιστικές του θέσεις, δίνοντας το πολιτικό μήνυμα της κατάστασης διαφθοράς της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, στρέφεται ενάντια στο ακροατήριό του λέγοντας: ΧΙΧ. «Γιατί καλά το ξέρετε, αν επιχειρούσα να πολιτευθώ προ πολλού θα είχα χαθεί και δε θα είχα ωφελήσει ούτε εσάς ούτε τον εαυτό μου. Και μη δυσφορείτε όταν λέω την αλήθεια επειδή δεν υπάρχει άνθρωπος που να γλυτώσει αν εναντιώνεται σ’ εσάς ή κάθε άλλο πλήθος, όπως πρέπει, εμποδίζοντας πολλές αδικίες και παρανομίες να γίνονται στην πόλη.» Γνωρίζοντας το καταδικαστικό αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, περήφανος ως το τέλος, αρνούμενος να επιτρέψει να καταβληθεί από οδύνη, πολύ δε περισσότερο να ζητήσει οίκτο, συνεχίζει απευθυνόμενος στους δικαστές και το λαό: ΧΧΙΧ. «Ούτε τώρα μετανοώ που απολογήθηκα μ’ αυτό τον τρόπο αλλά πολύ περισσότερο Προτιμώ να πεθάνω μ’ αυτή την απολογία, παρά να ζω με απολογία Πλαστή σαν τους άλλους. Γιατί ούτε σε δίκη ούτε στον πόλεμο πρέπει κανείς να μηχανεύεται τούτο, πως δηλαδή θ’ αποφύγει το θάνατο κάνοντας τα πάντα…. . Όμως σκεφθείτε μήπως το δύσκολο δεν είναι ν’ αποφεύγει κανείς το θάνατο αλλά πολύ πιο δύσκολο είναι ν’ αποφύγει την κακία, επειδή αυτή τρέχει πιο γρήγορα απ’ το θάνατο.» Κλείνοντας, εκστομίζει την αθάνατη πρόταση, ταπεινώνοντας τελειωτικά τους δικαστές που τον έχουν ήδη καταδικάσει: « Αλλά βέβαια είναι ήδη ώρα να πηγαίνουμε, εγώ μεν για να πεθάνω, εσείς δε για να ζήσετε.Ποιός από τους δύο βαδίζει προς το καλύτερο κανείς δεν το ξέρει, παρά μόνον ο Θεός.»
Ξημερώνει. Το μεγαλύτερο πνεύμα από καταβολής ανθρωπίνου είδους, έχει πάει στα Ηλύσια Πεδία. Ο Αχέροντας στέρεψε για να περάσει, οι Μεγάλοι Ήρωες της Φυλής δε θα ‘ναι πια μόνοι. Στο βάθος της Απώτερης Ζωής, καθισμένος στην πέτρα του αναμένει τελώντας σε Ολύμπια ηρεμία, ο μεγαλύτερος Υμνωδός της Φυλετικής Ψυχής, ο ισόθεος Όμηρος. Ο Σωκράτης, ισοϋψής, πλησιάζει. Δίπλα, οι θρόνοι του Ορφέως και του Τρισμέγιστου Ερμή. Ο Φαέθων αρχίζει την άνοδό του στον Ελληνικό Ουρανό. Μια νέα ολόΧρυση Αυγή γλυκοχαράζει, ζεσταίνοντας τις ψυχές των θνητών. Τα Πνεύματα, οι Θεοί, οι Ήρωες, ξεδιαλύνουν την πρωινή ομίχλη, κοιτούν από ψηλά τη γη των Επιγόνων, σκίζουν με το βλέμμα την εναλλαγή θάλασσας και σκληρής πέτρας σ’ ένα μικρό κομμάτι Γης που οι ίδιοι ευλόγησαν, τίμησαν, πόνεσαν. Απέναντι, η Ιωνία είναι πάλι Ελληνική, ο λύκος του Εργκένεκου οδηγεί τους Μογγόλους πίσω στη στέπα. Στον Πόντο μιλούν δυνατά Ελληνικά και νότια ο Κίμων πλέει για να ελευθερώσει τη Γη του Παλληκαρίδη. Χαμογελούν. «Αμές ποκ ήμες άλκιμοι νεανίαι¹» Στην αρχή σα ψίθυρος, μετά σαν τραγούδι, μετά βοή, το μήνυμα των θνητών τραντάζει τους λαμπερούς μαρμάρινους κίονες των Πεδίων.
«Αμές δε γ’ εσσόμεθα πολλώ κάρρονες²»
¹ Εμείς ήμαστε κάποτε ανδρεία παλληκάρια.
² Εμείς θα γίνουμε πολύ καλύτεροι.
ΤΑΛΩΣ
Τ.Ο. Βορείων Προαστίων