«Oι σιωνιστές δεν επιθυμούσαν την απελευθέρωση των Ελλήνων. Αντίθετα εργάζονταν προς όφελος των Τούρκων, διότι η τουρκοκρατία εξυπηρετούσε τα σχέδιά τους για εκμεταλλευτική αισχροκέρδεια σε βάρος του υπόδουλου Ελληνισμού.
Ωστόσο κατάφεραν να επωφεληθούν οικονομικά και από εκείνο ακόμη το γεγονός που απεύχονταν και το οποίο δεν ήταν άλλο από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Η οικονομική δυσπραγία του Ελληνισμού και οι αυξημένες ανάγκες του σε όπλα, πολεμοφόδια και τρόφιμα, έγιναν αντικείμενο της πιο σκληρής εκμεταλλεύσεως από τους σιωνιστές τραπεζίτες του Λονδίνου, οι οποίοι επωφελήθηκαν των περιστάσεων με σκοπό να γίνουν και πάλι κύριοι της καταστάσεως, υποδουλώνοντας οικονομικά το επαναστατημένο γένος.
Κατά την διάρκεια του δαπανηρού αλλά κυρίως αιματηρού αγώνα, ο Ελληνισμός είχε ως μόνη διέξοδό του, για να επιβιώσει και να συνεχίσει την εξέγερση, τον εσωτερικό δανεισμό. Οι μόνοι πρόθυμοι να δανείσουν τους Έλληνες ήταν οι τοκογλύφοι, θέτοντας φυσικά ως προϋπόθεση για τη σύναψη δανείων, όρους εξοντωτικούς.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αγγλοεβραίοι τραπεζίτες Ρικάρντο (Ιωσήφ και Σαμψών), εμφανίσθηκαν πρόθυμοι να δανειοδοτήσουν τους Έλληνες, υπό την προϋπόθεση όμως, ότι θα λάμβαναν ως υποθήκη ολόκληρη την Κορινθία και θα εισέπρατταν ως εξόφληση, τα διπλάσια χρήματα απ’ όσα είχαν συγκεντρώσει ως φιλέλληνες από ολόκληρη την Ευρώπη. Ιδιαίτερα επαχθείς ήταν και οι όροι του εβραίου τραπεζίτη Ρότσιλντ. Το αποτέλεσμα ήταν, το Έθνος δανειοδοτούμενο κάτω από ληστρικές συνθήκες, να περιέλθει στην πλέον ασφυκτική μορφή εξαρτήσεως, την οικονομική, από τους σιωνιστές…
Στο σημείο ακριβώς αυτό, γίνονται κατανοητοί οι υπερχρονικοί στίχοι του κατά πολύ μεταγενέστερου ποιητή Κ. Καρυωτάκη «Λευτεριά, Λευτεριά, θα σε αγοράσουν έμποροι και κονσόρτσια κι εβραίοι…».
Τελικά το πρώτο δάνειο του Αγώνα συνάφθηκε στην Αγγλία, το 1824. Οι Έλληνες απεσταλμένοι Ι. Ορλάνδος και Α. Λουριώτης, συνομολόγησαν με τον οίκο Λόφνουν στις 21 Φεβρουαρίου 1824, δάνειο ύψους 800.000 λιρών στερλινών, σε τιμή έκδοσης 59% και τόκο ετήσιο 5% επί της ονομαστικής αξίας. Για την απόσβεση του δανείου, καθοριζόταν διάστημα 36 ετών. Ως εγγύηση δε -παρακαταθήκη- για την αποπληρωμή του δανείου, είχε συμφωνηθεί να τελούν όλα τα «Εθνικά κτήματα». Από το ονομαστικό κεφάλαιο που αποτελούσε το ποσό του δανείου (800.000 λίρες), μόνο οι 298.700 δόθηκαν στους Έλληνες. Το μεγαλύτερο μέρος του ποσού εξανεμίστηκε σε προμήθειες και… έξοδα από τους τραπεζίτες. Το τελικό ποσό αποφασίσθηκε να κατατεθεί στις τράπεζες του φιλοεβραίου Καίσαρα Λογοθέτη και του εβραίου Σαμουήλ Βαρφ, στη Ζάκυνθο. Ωστόσο, ακόμη και το εναπομείναν από τη λεηλασία ποσό, καθυστέρησε αρκετά να φθάσει στην Ελλάδα, στελνόταν δε με αγγλικά πλοία, υπό τη μορφή δόσεων, δυσχεραίνοντας σημαντικά την έκβαση του αγώνα.
Το δεύτερο αγγλικό δάνειο ανέλαβαν να διεκπεραιώσουν οι εβραίοι αδελφοί Ρικάρντο, οι ληστρικές αξιώσεις των οποίων αναφέρθηκαν παραπάνω. Η συμφωνία για τη σύναψη του δανείου, τελικά υπογράφηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1825. Το ονομαστικό κεφάλαιο ανερχόταν στα 2.000.000 λίρες στερλίνες για έξοδα δε του… τραπεζικού οίκου, προμήθεια πληρωμής τόκου, προμήθεια για τα μεσιτικά έξοδα συνομολογήσεως καθώς και για όλες τις «εκδουλεύσεις», το ύψος του ποσού το οποίο θα παρελάμβαναν οι Έλληνες κατήλθε στις 816.000 λίρες, ενώ η χρέωση λόγω του δανείου ίσχυσε για ολόκληρο το ποσό (2.000.000 λίρες).
Όμως ούτε και αυτό το ποσό τελικά ήταν στη διάθεση των Ελλήνων. Τέθηκε στη διάθεση της αγγλοεβραϊκής διαχειρίσεως με εκβιαστικούς όρους και αντί να σταλούν όπλα και χρήματα στην Ελλάδα, όπως είχε εκ των προτέρων συμφωνηθεί, παραγγέλθηκαν πλοία στην Αγγλία, φρεγάτες στις ΗΠΑ, μισθώθηκαν πανάκριβα αμειβόμενοι ξένοι στρατιωτικοί, οι οποίοι ήλθαν στην Ελλάδα όχι βέβαια για να συμβάλλουν στην διεξαγωγή του Αγώνα, αλλά για να θησαυρίσουν, εκμεταλλευόμενοι καιροσκοπικά, τις δυσμενείς για τον Ελληνισμό συγκυρίες, το δε εναπομείναν ποσό κατασπαταλήθηκε στο… χρηματιστήριο.
Ποτέ άλλοτε Έθνος δεν καταληστεύθηκε κατ’ αυτόν τον επαίσχυντο τρόπο, όπως συνέβη με το Ελληνικό στην προκειμένη περίπτωση. Το υλικό, ό,τι δηλαδή απέμεινε από αυτό, παραδόθηκε τελικά στις Ελληνικές δυνάμεις προς το τέλος σχεδόν του αγώνα, μόλις το 1826 και αυτό υπήρξε ελλιπέστατο.»