Ιδεολογική συγκρότηση μετά την Μικρασιατική Καταστροφή
Συμπλήρωμα Μέρους VI (β)
Στα προηγούμενα μέρη της σειράς αναφέραμε πως η ήττα της Πατρίδας μας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 υπήρξε το πρώτο σοβαρό πλήγμα ενάντια στην Μεγάλη Ιδέα, η οποία τελικά ενταφιάστηκε με τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922). Η «Γενιά του Τριάντα» ανέλαβε το επίπονο έργο να επαναπροσδιορίσει την «Ελληνική Ταυτότητα» υπακούοντας στη νεωτεριστική επιταγή για επανενεργοποίηση κι αναζωογόνηση της παράδοσης -βλέπε το δοκίμιο του Αμερικανού ποιητή και λογοτεχνικού κριτικού Τόμας Στερνς Έλιοτ «Tradition and the Individual Talent» (1919)- και λαμβάνοντας υπόψη τη νέα πραγματικότητα που δημιουργούσε για τον Ελληνισμό η Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Γιώργος Σεφέρης ως ο επιτυχέστερος εκφραστής της γενιάς αυτής (καθώς ήταν ο πιο βολεμένος και τυχερός κι ουδέποτε διακινδύνεψε έμπρακτα κάτι περισσότερο από … μακροχρόνια ταξίδια), συνέδεσε την προβληματική περί της φερ’ ειπείν «αυτονομίας» του έργου τέχνης από τις σταθερές αξίες του υποστασιακού Ελληνισμού.
Η Γενιά του Τριάντα πρόσφερε στην Πατρίδα μας δύο τροπαιούχους «νομπελίστες» ποιητές (Σεφέρης, Ελύτης), διατύπωσε ισχυρά και αποτύπωσε γλυκερά με το έργο της τον «Κανόνα της Ελληνικότητας», ο οποίος … ευτυχώς λειτούργησε μέχρις τις ημέρες μας. Στην παγίωση αυτού του κανόνα συνέβαλαν βέβαια κι οι στενοί φιλικοί δεσμοί της Γενιάς μ’ Άγγλους κι Αμερικανούς συγγραφείς (Λόρενς Ντάρελ, Χένρι Μίλερ). Οι μυθοπλάστες της «Γενιάς του Τριάντα» αξιοποιώντας το βήμα που τους παρείχε το λογοτεχνικό περιοδικό του Γιώργου Κατσίμπαλη «Τα Νέα Γράμματα», πρόβαλαν τον αφυπνιστικό και φωτοερεβώδη Μύθο της Ελλάδας μέσα στην ίδια την Ελλάδα. Ο Αμερικανός συγγραφέας Χένρι Μίλερ με το έργο του «Ο Κολοσσός του Μαρουσιού» (1941) κι ο άγγλος Λόρενς Ντάρελ με τα έργα του «Στοχασμοί για μια θαλάσσια Αφροδίτη» (1953), «Το κελί του Πρόσπερο» (1962) και «Τα ελληνικά νησιά» (1978), πρόβαλαν στην εβραιοκρατούμενη και κυρίως προτεσταντική Δύση τον «Μύθο» της Ελλάδας, την οιονεί δρώσα εικόνα της ως επίγειου παράδεισου κι εξύμνησαν το ελληνικό φως, ακολουθώντας ουσιαστικά τις υποδειξιακές υποθήκες των Ελλήνων φίλων τους (Γιώργος Κατσίμπαλης, Γιώργος Σεφέρης). Αργότερα νεότεροι Έλληνες και Αγγλο-αμερικανοί συγγραφείς άντλησαν συχνά αρκετά στοιχεία αυτού του «αναπλασμένου παράδεισου» των καλών αυτών φίλων του Ελληνισμού και τον εφηύραν πάλιν εκ νέου για τις μέλλουσες γενιές.
Ο Σεφέρης εμφανίστηκε πάντα διστακτικός στον ορισμό της Ελληνικότητας ! Γράφει σχετικά («ΔοκιμέςA’») : «Είναι μεγάλος λόγος να μιλάει κανείς για την “ελληνικότητα” ενός έργου. Μεγάλος και ωραίος. Όταν θελήσουμε όμως να καθορίσουμε τι πράγμα είναι αυτή η “ελληνικότητα”, θα δούμε πως είναι και δύσκολος και επικίνδυνος». Ο Σεφέρης είχε απόλυτη επίγνωση ότι σ’ έναν τέτοιον ορισμό ελλόχευε ο κίνδυνος της σχηματικής, αφηρημένης και διανοητικής σύλληψης της ελληνικότητας. Για να τον αποφύγει ο λεξιμάγος ποιητής και πονηρός διπλωμάτης, επιστράτευσε την «φύση», κι εδώ έχει πλήρη επίγνωση ότι διολισθαίνει στο μυστικισμό. Γράφει σχετικά: «Όλο το ζήτημα είναι πόσο βαθιά και πόσο αληθινά ο Έλληνας θα ατενίσει τον εαυτό του και τη φύση του που δεν μπορεί να μην είναι μέσα στη μεγάλη φύση, την ελληνική. Κι εδώ βέβαια οι δρόμοι είναι σκοτεινοί, μήτε φελάν οι συνταγές.» Βέβαια γνωρίζει καλά ότι δεν μπορεί να αποφύγει στο τέλος να δώσει έναν ορισμό. Στην προσπάθειά του αυτή καταλήγει σε μιαν εξόφθαλμη ταυτολογία : «ελληνικό είναι ότι δημιουργείται από Έλληνες». Σ’ αντίστοιχη παρατήρηση του Κωνσταντίνου Τσάτσου ο Σεφέρης διευκρινίζει : «Ο “ελληνισμός της λογοτεχνίας μας θα έχει ακριβώς τη σύνθεση των χαρακτηριστικών των αληθινών έργων που θα έχουν γίνει από Έλληνες. Δηλαδή τη σύνθεση όλων των άξιων, των γνήσιων, των νομοθετικών έργων που θα έχουν γίνει στην ελληνική γλώσσα από εκείνους που την έζησαν ζωντανά.»… Ευφυολόγες, πολιτικά ορθές, «ατραυματικές», καθωσπρεπικές και κάπου γλυκερές αοριστολογίες και υπεκφυγές.
Ενώ ο Σεφέρης υπήρξε ιδιαίτερα διστακτικός στην διατύπωση οποιουδήποτε ορισμού της Ελληνικότητας, ο Τσάτσος εμφανίσθηκε πολύ τολμηρότερος : Γι’ αυτόν υφίστανται συγκεκριμένα «κατ’ αρχήν» σαφή κριτήρια Ελληνικότητας. Έγραψε σχετικά στα 1938 : «Άλλοι πλησιάζουμε την ιδέα της ελληνικότητας από το δρόμο της φύσης, άλλοι από το δρόμο της ιστορίας. Άλλοι ερχόμαστε προς αυτήν από την ποίηση και την τέχνη της ή και από τη διαδοχή των θρησκειών της. Γι’ αυτό μπορεί σε πολλά να διαφωνούμε αναμεταξύ μας. Είναι όμως τόσον αδιάσειστη η εσωτερική της ενότητα, που δεν μπορεί να μη συναντηθούμε σε μερικά καίρια σημεία. Μια αρετή φωτός που διώχνει τις σκιές, τη θαμπάδα και το μυστήριο. που δίνει σαφήνεια στις γραμμές και στα περιγράμματα. που φέρνει τα αντικείμενα σε απόσταση μιας χειρολαβής κοντά μας. Μια αρετή μέτρου, που δεν ανέχεται τα υπερβολικά μεγέθη, που θυσιάζει τα τιτανικά και τα γιγάντια στα ολύμπια και τα ανθρώπινα. που στην ψυχή βάζει όρια σε κάθε ξέσπασμα… Ένα μέτρο σταθερό και όμως εύκαμπτο». (Στο δοκίμιο του Κωνσταντίνου Τσάτσου «Πριν από το ξεκίνημα» – 1938).
Ακόμη κι ο Σεφέρης δέκα χρόνια αργότερα, μεταπολεμικά δεν θα διστάσει τελικά ν’ αποδώσει μια «λειτουργία ενανθρωπισμού στο ελληνικό φως», «στα κυρίως ελληνικά τοπία». Γράφει σχετικά («Μια σκηνοθεσία για την “Κίχλη”», 1949): «… έχω ένα πολύ οργανικό συναίσθημα που ταυτίζει την ανθρωπιά με την ελληνική φύση. Πρέπει να πω πως αυτό το συναίσθημα … μού είναι κάποτε αρκετά επίπονο. Είναι το αντίθετο από την κατάσταση της ανυπαρξίας, την κατάργηση του εγώ, που νιώθει κανείς μπροστά στη μεγαλοπρέπεια ορισμένων ξένων τοπίων. Δεν θα μου περνούσε ποτέ από το νου να ονομάσω “μεγαλοπρεπή” τα κυρίως ελληνικά τοπία που σκέπτομαι. Είναι ένας κόσμος : γραμμές που γίνουνται και ξεγίνουνται. σώματα και φυσιογνωμίες, η τραγική σιωπή ενός προσώπου. Τέτοια πράγματα δεν εκφράζουνται εύκολα, και βλέπω τα παιδιά έτοιμα να ξαναπιάσουν την πρόγκα: «Ο τυμβωρύχος του Γιαννόπουλου ! Τι να γίνει, πιστεύω πως υπάρχει μια λειτουργία ενανθρωπισμού στο ελληνικό φως…» [στην 55η σελίδα του Β’ τόμου (1948 – 1971) των «Δοκιμών» – Οι Δοκιμές αποτελούν δοκίμια του Σεφέρη, στα οποία ανέπτυσσε τις απόψεις του για τα σύγχρονά του προβλήματα της γλώσσας και λογοτεχνίας].
Κι ο μέγας γλωσσοπλάστης, ο Έφεδρος Ανθυπολοχαγός του Αλβανικού Μετώπου, Οδυσσέας Ελύτης γράφει πάλι πολύ αργότερα για το ελληνικό τοπίο: «… ένα τοπίο δεν είναι, όπως το αντιλαμβάνονται μερικοί, κάποιο, απλώς σύνολο γης, φυτών και υδάτων. είναι η προβολή της ψυχής ενός λαού επάνω στην ύλη» («Εν λευκώ», 1995). Η ελληνική φύση είναι για τον Ελύτη δραστήριος, ενεργός φορέας ενός μυστικού νοήματος: «…. Αυτά όλα, ρωτάω και ρωτιέμαι ο ίδιος, ήταν τοπίο; Ήταν μονάχα φύση ; Ή μήπως όχι ; Ή μήπως ήταν η αρχή και το τέλος του κόσμου, το άλφα και το ωμέγα του ανθρώπου, ο ίδιος ο Θεός – κι ότι που ετοιμαζόμουν να πω : ο Θεός να με συγχωρέσει!» («Ανοιχτά Χαρτιά», 1974). Και συνεχίζει λίγο πιο κάτω: «… ή όλα αυτά ήταν κάτι άλλο, και όχι απλά και μόνο “φύση”. ή τότε… ή τότε η ελληνική φύση πραγματικά έπρεπε να ‘ναι κάτι άλλο εκείνη. Να ‘ναι φορτισμένη με μυστικά μηνύματα (όπως μας το έλεγαν μερικοί και διστάζαμε να το πιστέψουμε), και να παίρνει για τούτο δικαιωματικά μέσα μας το νόημα και το βάρος μιας μυστικής αποστολής.»
Ο κήρυκας της Γενιάς του Τριάντα Γιώργος Θεοτοκάς είχε πολύ νωρίτερα οδηγηθεί σ ένα είδος «εδαφικής αιτιοκρατίας» («Η διαύγεια», Νοέμβριος 1931) : «Η Ελλάδα είναι όλο πνεύμα. Είναι η γη των αγνών και καθαρών ιδεών. Η θέα της Ελλάδας είναι μια απολύτρωση της σκέψης, μια κάθαρση της ψυχής. Δεν υπάρχει θέση εδώ για τα βαθειά και σκοτεινά διανοητικά οικοδομήματα, για τα συννεφιασμένα συστήματα, για τις πομπώδεις και μεγαλόστομες εξάρσεις, για τους αγέρωχους και βάναυσους χρωματισμούς. Θαρρείς πως ο τόπος μας διώχνει μακριά του ό,τι περιττό, …. και διατηρεί μονάχα την υπέρτατη ουσία της. Εδώ όλα είναι απλά, τόσο όμορφα, τόσο βαθιά απλά, που η απλότητά τους ονομάστηκε θαύμα.»
Εδώ πρέπει να δηλώσουμε προκλητικά : Οι αυτάρεσκοι και κοσμοπολίτες αστοφιλελεύθεροι διανοούμενοι και τα «εξεγερμένα» ξαδέρφια τους της μαρξολενινιστικής αριστεράντζας θα είχαν εξορκίσει οριστικά τον Περικλή Γιαννόπουλο και θα εξαφάνιζαν οριστικά κάθε ίχνος του, αν αυτός δεν ασκούσε πολύ μεγάλη επίδραση στην «Γενιά του Τριάντα» και μέσω αυτής στην εκ μέρους της τελική διαμόρφωση του «Εθνικού Λογοτεχνικού Κανόνα» [Ο Σεφέρης αρνείται την επίδραση που άσκησε στο έργο του ο Περικλής Γιαννόπουλος (Δοκιμές Β’, σελ. 15), ενώ ο Ελύτης ομολογεί ειλικρινά κι αντρίκια τις οφειλές του σ’ αυτόν (Ανοιχτά Χαρτιά, σελ. 354)-αυτή είναι μια από τις διαφορές ενός μεγαλοαστού διπλωματικού γραφιά μ’ έναν πολεμιστή, πέρα από την αξεπέραστα μαγευτική ποιητική γλώσσα και των δυό τους].
Ο μοναδικός Γιώργος Κατσίμπαλης όμως, δεν κρύβει τον θαυμασμό του για τον Περικλή Γιαννόπουλο, αφιερώνοντας μάλιστα ένα ειδικό τεύχος των «Νέων Γραμμάτων» (1938) στα δοκίμιά του πάνυ Έλληνα κι ελληνολάτρη ιδανικού αυτόχειρα [Κίλι, «Αναπλάθοντας τον παράδεισο: Το ελληνικό ταξίδι 1937-1947»…,σελ. 100-102)]. Εδώ κρίνεται σκόπιμο να παραθέσουμε απανθισματικά κάποια αποσπάσματα από τις τελευταίες σελίδες του «Κολοσσού του Μαρουσιού», όπου ο Χένρι Μίλερ μιλάει για το ανεξίτηλο στίγμα που του άφησε η εμπειρία του στην Ελλάδα, κι ο αξεπέραστος Γιώργος Κατσίμπαλης: «Oι άνθρωποι φαίνονται να εκπλήσσονται και να γοητεύονται όταν μιλάω για την επίδραση που είχε πάνω μου αυτό το ταξίδι μου στην Ελλάδα. Λένε ότι με ζηλεύουν και ότι εύχονται να μπορέσουν μια μέρα να πάνε κι αυτοί εκεί. Γιατί δεν πάνε; Διότι κανένας δεν μπορεί να χαρεί την εμπειρία που ποθεί αν δεν είναι έτοιμος γι’ αυτή. Οι άνθρωποι σπάνια εννοούν αυτό που λένε…. Άλλοι άνθρωποι είναι πιο γρήγοροι στο συντονισμό οράματος και δράσης. Αλλά το θέμα είναι ότι τελικά αυτόν τον συντονισμό τον κατάφερα στην Ελλάδα. Ξεφούσκωσα, επανήλθα στις κανονικές ανθρώπινες αναλογίες, έτοιμος να δεχτώ τη μοίρα και προετοιμασμένος να δώσω όσα έλαβα…. Καθώς στεκόμουν στον τάφο του Αγαμέμνονα βίωσα μια αληθινή αναγέννηση. Δε με νοιάζει καθόλου τι σκέφτονται οι άνθρωποι ή τι λένε όταν διαβάζουν μια τέτοια δήλωση. Δεν έχω καμιά επιθυμία να προσηλυτίσω κανέναν στον δικό μου τρόπο σκέψης. Ξέρω τώρα πως όποια επιρροή μπορεί να έχω στον κόσμο θα είναι αποτέλεσμα του παραδείγματος ζωής που δίνω και όχι των γραπτών μου… Ο φίλος μου ο Κατσίμπαλης για τον οποίο έγραψα αυτό το βιβλίο, θέλοντας να δείξω την ευγνωμοσύνη μου σ’ αυτόν και τους συμπατριώτες του, ελπίζω να με συγχωρέσει που υπερέβαλα συγκρίνοντας τις αναλογίες του με εκείνες του Κολοσσού.…. Όταν σκέφτομαι τον Κατσίμπαλη να σκύβει για να κόψει ένα λουλούδι από το άγονο έδαφος της Αττικής, αναδύεται μπροστά μου ολόκληρος ο ελληνικός κόσμος, παρελθών, παρών και μέλλων. Ξαναβλέπω τους απαλούς, χαμηλούς λοφίσκους όπου θάβονταν οι επιφανείς νεκροί· βλέπω το βιολετί φως στα σκληρά χαμόδεντρα, τα φαγωμένα βράχια, τους τεράστιους βράχους στις ξερές κοίτες των ποταμών να λαμπυρίζουν σαν μαρμαρυγή· βλέπω τα νησάκια να επιπλέουν πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, στεφανωμένα με εκθαμβωτικές λευκές κορδέλες· βλέπω τους αετούς να εφορμούν από τα επιβλητικά απόκρημνα βράχια στις απρόσιτες βουνοκορφές, τις ζοφερές σκιές τους να σχηματίζουν αργά το φωτεινό χαλί της γης αποκάτω· βλέπω τις σιλουέτες των μοναχικών ανθρώπων να ακολουθούν τα ποίμνιά τους πάνω στη γυμνή ραχοκοκαλιά των λόφων και τα δέρατα των ζώων τους όλα με χρυσαφί τρίχωμα όπως τις ημέρες του μύθου· βλέπω τις γυναίκες να μαζεύονται στα πηγάδια μέσα στους ελαιώνες, τα φορέματά τους, τους τρόπους τους, την κουβέντα τους ,,,,· βλέπω τη μεγάλη πατριαρχική φιγούρα του παπά, το τέλειο συνταίριασμα αρσενικού και θηλυκού, τη θωριά του ήρεμη, ειλικρινή, γεμάτη ειρήνη και αξιοπρέπεια· βλέπω το γεωμετρικό σχέδιο της φύσης να ερμηνεύεται από την ίδια τη γη σε μια σιωπή εκκωφαντική….Η ελληνική γη ανοίγει μπροστά μου σαν το Βιβλίο της Αποκάλυψης. Ποτέ δεν ήξερα ότι η γη εμπεριέχει τόσα πολλά· περπατούσα με παρωπίδες, με διστακτικά, αβέβαια βήματα· ήμουν περήφανος και αλαζονικός, ευχαριστημένος που ζούσα τη λάθος, περιορισμένη ζωή της πόλης. Το φως της Ελλάδας μου άνοιξε τα μάτια, διαπέρασε τους πόρους μου, διεύρυνε ολόκληρη την ύπαρξή μου. Γύρισα πίσω στον κόσμο, έχοντας βρει το πραγματικό κέντρο και το πραγματικό νόημα της επανάστασης.»
Στην συνέχεια του παραπάνω κειμένου, για ν’ αντιληφθούμε τις «σειριακές αντιστοιχίες» κι επιδράσεις στους διαδοχικούς στοχασμούς : Περικλή Γιαννόπουλου, πιστών κι οπαδών του και κατόπιν φίλων τους ιδού ο ορισμός της Ελλάδας μέσα από το πάμφωτο όραμα του Γιαννόπουλου: «Παντού φως, παντού ημέρα, παντού τερπνότης, παντού ολιγότης, άνεσις, αραιότης. παντού ευταξία, συμμετρία, ευρυθμία. παντού ευγραμμία, ευστροφία Οδυσσέως, λιγυρότης παλληκαριού. παντού ημερότης, χάρις, ιλαρότης. παντού παίγνιον ελληνικής σοφίας, διάθεσις γελαστική, ειρωνεία σωκρατική. παντού φιλανθρωπία, συμπάθεια, αγάπη. παντού ίμερος, πόθος άσματος, φιλήματος. παντού πόθος ύλης, ύλης, ύλης. παντού ηδονή Διονύσου, πόθος φωτομέθης, δίψα ωραιότητος, λίκνισμα μακαριότητος…….» («Ελληνική Γραμμή»). Το ιδανικό των Νεοελλήνων, κατά τον Περικλή Γιαννόπουλο, είναι να πλησιάζουν αυτήν την Ελλάδα και να την κάνουν ζωή. «Και όταν η ΕΛΛΑΣ σιγά, παύει κάθε ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ. Και όταν ο ΕΛΛΗΝ σιγά, καταργείται ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Και όταν ο ΕΛΛΗΝ μιμήται ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ, αυτοκτονεί και ουκ έστιν επί Γης ΕΛΛΗΝ. Και ουκ έστιν επί Γης ΦΥΣΙΣ. Και ουκ έστιν ΠΝΕΥΜΑ. Και ουκ έστιν ωραίον» («Ελληνικόν Χρώμα»).
Ο θάνατός του Εθνικιστή Προδρόμου υπήρξε εντυπωσιακά ρομαντικός, όπως άλλωστε και ολόκληρη η αισθητική του φιλοσοφία. Γαντοφορεμένος, καβάλα σ’ ένα άσπρο άλογο, καλπάζει στην θάλασσα του Σκαραμαγκά και λίγο πριν τον ζώσουν τα κύματα, φυτεύει μια σφαίρα στον κρόταφό του (10 Απριλίου 1910). Κατά τον Περικλή Γιαννόπουλο το ελληνικό φυσικό τοπίο κι η παράδοση διαμορφώνουν την ελληνική ταυτότητα, Οι Έλληνες καλλιτέχνες οφείλουν να υποτάσσουν κάθε καλλιτεχνική τους έκφραση στις καθοριστικές δυνάμεις του ελληνικού τοπίου, το οποίο συνδέει το έργο τους με την πολιτισμική συνέχεια και το φυλετικό υπέδαφος του Ελληνισμού. Ο Γιαννόπουλος συνδέει οργανικά τον Ελληνισμό με το ελλαδικό τοπίο κι υποστηρίζει πως η Ελλάδα, το ζωντανό και ζείδωρο μείζον ιδεώδες της Δυτικής Σκέψης, μπορεί να βρει την αληθινή της έκφραση μόνον στα έργα που φιλοτεχνούνται από πραγματικούς Έλληνες, τους Έλληνες της Ελλάδας. Το ανθρώπινο πνεύμα είναι μοιραία οργανικά δεμένο με την γη από την οποία κατάγεται. Αυτά υποστηρίζει ο Γιαννόπουλος στις μελέτες του «Η σύγχρονος ζωγραφική» (1902) «Η ελληνική γραμμή» (1903), «Το ελληνικόν χρώμα» (1904).
Στην «Ελληνική Γραμμή» θα γράψει, ασυγκράτητος για μιαν ακόμη φορά, υποσημαίνοντας τροχιοδεικτικά μιαν αισθητική κανονιστική λειτουργία και σημειώνοντας με ολύμπιο εκστατικό οίστρο, αυτά τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της Ελληνικής Φύσης που πρέπει να καθορίζουν και κάθε έκφανση της Ελληνικής Τέχνης, όπως καθορίζουν και την ψυχή, τον χαρακτήρα του Έλληνα: «Αὐτὸς ὁλόκληρος ὁ Γήινος Γραμμικὸς καὶ Χροϊκὸς Χορός, ὁ ὑμνῶν τὴν Δόξαν τοῦ Παγκάλου Τρελλοθεοῦ τῆς Ἑλλάδος [..] σὰν τὴν παλαιάν μας τέχνην, ὅπου ὅλα φαίνονται ἀδελφά, καὶ ὅμως κανὲν δὲν ὁμοιάζει μὲ τὸ ἄλλο […] σὰν τὸν Ἕλληνα ὁ ὁποῖος εἶναι εἷς εἰς τὸ σύνολον καὶ εἰς κάθε βῆμα ποτὲ ὅμοιος, [ἡ ἑλληνικὴ γραμμὴ] ἀποδεικνύουσα καὶ αὐτὴ τὴν ὅλην μας φύσιν, ἧς ἓν τῶν ριζικῶν διακριτικῶν της εἶναι: ἡ ἑνότης τῶν σπουδαίων χαρακτηριστικῶν καὶ ἡ ἄπειρος ποικιλία τῶν δευτερευόντων […] ἡ χαρακτηριστικὴ ἑνότης τοῦ συνόλου Ἑλληνισμοῦ καὶ Ἕλληνος καὶ ἡ ἄπειρος ποικιλία τῶν μερῶν, ὅπως ἀποδεικνύεται καὶ χωρογραφικῶς καὶ χρωματικῶς καὶ γραμμικῶς».
Ο ιδιότυπος και πολύπλευρος «αισθητικός Εθνικισμός» του Περικλή Γιαννόπουλου είναι «ολοβιωματικός» (σωματικός/φυσικός – ψυχικός/συναισθηματικός – νοητικός/ πνευματικός), μορφοποιήθηκε δε υπό την ακτινοβόλο επίδραση του γερμανικού ιδεαλισμού και την μύχια ώθηση του γερμανικού αισθητικού παγανισμού, που κρύφθηκε πιεσμένος από την εκκλησιαστική απαξίωση και καταδίκη. Με την διαπρύσια, ιεραποστολική και κηρυγματική του ορμή ο Γιαννόπουλος προσέφερε ένα θεμελιακά εθνοκεντρικό μήνυμα στους Έλληνες καλλιτέχνες μετά την αποτυχία της επέκτασης των συνόρων μας στην συντριβή του 1922 και τους έδωσε στήριγμα να ορθώσουν μιαν ισχυρή μυθολογία αντίστασης στην παρακμιακή εκλογίκευση μετά την ήττα και την αποσύνθεση. Στάθηκαν ανώριμοι, φοβικοί ή συμβατικά καθωσπρεπιστές και δεν παρέλαβαν την δάδα που τους πρότεινε, ο Εθνικιστής αιώνιος Αντίνοος της Ελληνικότητας.
Οι απόψεις του Γιαννόπουλου για την «Αγία Τριάδα του Ελληνισμού» : Αληθές – Ευγενές – Ωραίο απηχούν τις θέσεις και την ορολογία του Γερμανού ελληνολάτρη αρχαιολόγου του 18ου αιώνα Γιόχαν Γιόακιμ Βίνκελμαν (Johann Joachim Winckelmann,1717-1768), πατέρα της κλασικής αρχαιολογίας ως ανεξάρτητης επιστήμης, δεδομένου ότι με τις απόψεις του για την τεχνοτροπική εξέλιξη της αρχαιοελληνικής τέχνης, την αυτονόμησε από τα άχρωμα δεσμά των φιλολογικών πηγών. Ο ίδιος άλλωστε θεωρείται από τους περισσότερους ερευνητές ο σπουδαιότερος εισηγητής του ευρωπαϊκού ελληνικού μύθου. Το 1755 ο Βίνκελμαν κυκλοφόρησε το πρώτο σύγγραμμά του, με τον ενδεικτικό τίτλο «Σκέψεις για τη μίμηση των ελληνικών έργων στην ζωγραφική και στην γλυπτική» («Gedanken über die Nachahmung der griechischen Werke in der Malerei und Bildhauerkunst»). Εδώ εξέφρασε για πρώτη φορά τις απόψεις του για την ανωτερότητα της αρχαίας ελληνικής τέχνης και προέτρεψε τους καλλιτέχνες όχι μόνον να διδαχθούν από αυτήν, αλλά και να την μιμηθούν. Η μίμηση, όμως, δεν έπρεπε να είναι μηχανική αλλά δημιουργική, ώστε να αποφέρει ουσιαστικούς καρπούς. Έγραψε την παροιμιώδη φράση : «Τα γενικά εξαιρετικά χαρακτηριστικά των ελληνικών αριστουργημάτων είναι τελικά μια ευγενής απλότης και ένα ήρεμο μεγαλείο» («Das allgemeine vorzügliche Kennzeichen der griechischen Meisterstücke ist endlich eine edle Einfalt, und eine stille Größe»). Αυτά τα χαρακτηριστικά αποτελούν κατά τον Βίνκελμαν την ουσιώδη συνθετική υπέρβαση της αντίθεσης μεταξύ του «ωραίου της φύσης» και του «ωραίου της τέχνης». Σύμφωνα με την γνώμη του μεγάλου αρχαιολόγου, η αρχαία ελληνική τέχνη εκφράζει τον «αληθή ανθρωπισμό». Την ίδια άποψη περί μίμησης των αρχαίων Ελλήνων, ως προϋπόθεση πρωτοτυπίας και προσπάθεια κατάκτησης ενός αξεπέραστου μεγαλείου, εξέφρασε και στο «Δοκίμιο για τις δυνατότητες αντίληψης του ωραίου στην τέχνη» («Abhandlung von den Fähigkeiten der Empfindung des Schönen in der Kunst») που στάλθηκε ως επιστολή στον Βαρώνο Φρειδερίκο φον Μπεργκ το 1763. Θεωρείται ότι τα δύο προαναφερόμενα έργα του επηρέασαν θεμελιακά τις αισθητικές αντιλήψεις του «ύστερου Διαφωτισμού» , αλλά και του «κλασικισμού» στην Ευρώπη.
Η εξιδανίκευση της ελληνικής αρχαιότητας του Βίνκελμαν ως σύνθημα για «επιστροφή στους Έλληνες» αμφισβητούσε ρομαντικά την ιδέα της δήθεν πολιτισμικής προόδου κι ασκούσε άμεση κριτική στον σύγχρονο πολιτισμό της εποχής του. Σύμφωνα με τον Βίνκελμαν η «φυσικότητα κι η απλότητα» της αρχαίας ελληνικής τέχνης βρίσκονται στους αντίποδες του «ευρωπαϊκού πολιτισμού» της εποχής του, ενός πολιτισμού που διακρινόταν για τον επιτηδευμένο τεχνητό χαρακτήρα του και για την αυξημένη του πολυπλοκότητά.
Απ’ όλα τα παραπάνω αποσπάσματα γίνεται αντιληπτή η επιφύλαξη της Γενιάς του Τριάντα γύρω από τον κίνδυνο που διέτρεχαν οι ποιητές και οι διανοούμενοι της στην προσπάθειά τους να ορίσουν την Ελληνικότητα, αν τολμούσαν να το πράξουν με όρους του γιαννοπούλειου «αισθητικού Εθνικισμού». Το τιτάνιο προμηθεϊκό πυρ ζητεί να το μεταλαμπαδεύσουν τολμητίες Φάουστ, περιφρονητές και του ίδιου του Σατανά. Ο Πρόδρομος της «Νέας Ελλάδας» είχε υποδείξει : Η ελλαδική φύση, το ελλαδικό τοπίο λειτουργούν ως μεταφυσικές – μυστηριακές σχεδόν δυνάμεις που μπορούν να καθορίζουν αιτιοκρατικά τους Έλληνες και την Ελληνικότητα. Η φύση, στην υπερ-ρομαντική της αυτή σύλληψη, καταλαμβάνει πανθεϊστικά την θέση του θεού – δημιουργού σε μιαν ολοένα και πιο υλόφρονα, πιο υλιστική εποχή, όπου εξέλιπε το μεταφυσικό «κέντρο του κόσμου», ο «πολικός άξων» του γίγνεσθαι.
Οι «θεράποντες της τέχνης» στην προσπάθειά τους να μορφοποιήσουν μιαν ισχυρή «Εθνική Μυθολογία» – η οποία θα λειτουργούσε ως συνεκτικό στοιχείο της κατακερματισμένης νεοελληνικής κοινωνίας- δεν μπόρεσαν ν’ αποφύγουν τους κινδύνους που εγκυμονούσε η οποιαδήποτε ιδεολογία : την σχηματοποίηση, την αφαίρεση, την εξιδανίκευση και την συνακόλουθη «προβλητική» κι ευχολογιακή ουτοπία. Ζώντας όμως στο φούντωμα της εποχής των ιδεολογιών, προσπάθησαν πράγματι να δώσουν ένα όραμα στην καταθλιπτική, κατακερματισμένη και καθημαγμένη μεταπολεμική και «μεταμικρασιατική» νεοελληνική κοινωνία. Η βιολογική απομείωση κι η συρρίκνωση του Ελληνισμού μέσα στα όρια του ελλαδικού κράτους μετά την Μικρασιατική Καταστροφή υπήρξε μια συνθλιπτική πραγματικότητα, την οποία δεν μπορούσαν να αγνοήσουν και με την οποία θα έπρεπε να συμφιλιωθούν, αφού δεν ήσαν σε θέση να την ανατρέψουν.
Έτσι η απηνής εκδίωξη των Ελλήνων της Ιωνίας και του Πόντου από τις πατρογονικές τους εστίες, όπως κι ο αναγκαστικός τους περιορισμός εντός των ελλαδικών ορίων θεωρήθηκε για λόγους παρηγορητικής παραμυθίας ένας ιδιότυπος «νόστος», μια επιστροφή στην Πατρίδα. Το γεγονός ότι σήμερα δοκιμάζεται ανηλεώς ο «Εθνικός Κανόνας» που θεσμοθέτησαν «mezzoforte» αυτοί οι ποιητές κι οι θεωρητικοί της «Γενιάς του Τριάντα» είναι απόλυτα εύλογο και δεν πρέπει να μας ξενίζει : Δεν προχώρησαν στον Εθνικισμό, δεν αντιμετώπισαν την υπονόμευση και την διάλυση επαναστατικά ! Δεν αναζητούσαν καμιά Επανάσταση, ούτε καν την Εθνική Επανάσταση ! Ήταν φιλότιμοι συντηρητές κι όχι ανανεωτές του Εθνικού Πνεύματος! Άλλωστε μόνον διέσωσαν κι υπέδειξαν ευγενικά και κομψά προς τα πού βρίσκεται ο δρόμος : ο πραγματικός επαναπροσδιορισμός της Εθνικής μας Ταυτότητάς μας είναι μια «εν εξελίξει» διαδικασία επίμονη, εργώδης, διαρκής και πολεμική, προϋποθέτει δε συνεχή, τολμηρό, ανιδιοτελή κι ανυπόκριτο ειλικρινή διάλογο με την παράδοση και την ιστορία. Στον διάλογο αυτόν οι εκάστοτε ανάγκες της τρέχουσας πραγματικότητας διαδραματίζουν μεν ένα πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά Εμείς γεμάτοι από Επαναστατική Ορμή δεν επιτρέπουμε να προδιαγράψουν τις ιδεολογικές μας τροχιές ούτε να υπαγορέψουν το πνευματικό μας ταξίδι.
Από την Γενιά του Τριάντα αποπειράται στην εσώτερη έννοια της λέξης Λαός να θεμελιωθεί αισθητικά κι ιδεολογικά η νεοελληνική ταυτότητα. Έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε πώς αυτοσυστήνεται ο «Λαός» κι η παράδοσή του μέσα από το λόγο των κειμένων της εν λόγω γενιάς : Γράφει σχετικά ο Σεφέρης: «Μπορούμε να κάνουμε πολλές πικρές παρατηρήσεις πάνω στην άβυσσο που μπορεί κάποτε να χωρίσει τους μορφωμένους και τους καλλιεργημένους, από τη φωνή της ζωής, όταν σκεφτούμε πως για πολλούς αιώνες ο μόνος πραγματικός ποιητής που έχει το Γένος είναι ο ανώνυμος και αναλφάβητος Λαός, και πως ο μόνος σπουδαίος πεζογράφος, που ξέρω εγώ τουλάχιστον, είναι πάλι ένας ταπεινός, που μαθαίνει λίγα γράμματα στα τριάντα τόσα του χρόνια – Ο Μακρυγιάννης. Και το πιο παράξενο είναι ότι αυτοί οι αγράμματοι συνεχίζουν πολύ πιο πιστά το αρχαίο ελληνικό πνεύμα από την απέραντη ρητορεία των καθαρολόγων, που καθώς είπα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ακατάλυτο φίμωτρο…» («Δοκιμές» – Α’ τόμος, σελίδα 217).
Ο καθηγητής «Ιστορίας και θεωρίας της λογοτεχνίας» στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Παντείου Πανεπιστημίου, Δημήτρης Δημηρούλης, γράφει αρκούντως εύστοχα στο βιβλίο του : «Ο ποιητής ως έθνος», (1997) πως η λαϊκή δημιουργία (το δημοτικό τραγούδι κι η λαϊκή ζωγραφική) αποτέλεσε για τον Σεφέρη την ιδανική εγγύηση αμεσότητας (με την απώθηση της μεσολάβησης του «πολιτισμού»), ζωντάνιας (με την άρνηση του αφηρημένου και του τεχνητού) και αυθεντικότητας. Εμείς θα προσθέσουμε πως ήταν επίσης η θεώρηση στο διαβατήριο της βολεμένης ατολμίας ενός μεγαλοφυούς αστού.
Οι ζωγραφιές των μαχών της Εθνεγερσίας, που ζωγραφίζει ο πολεμιστής – καλλιτέχνης Παναγιώτης Ζωγράφος, ύστερα από παραγγελία του Στρατηγού Μακρυγιάννη, θεωρούνται από τον Σεφέρη («Δοκιμές Α’») : «από τα πιο πολύτιμα και από τα πιο ζωντανά μνημεία που έχουμε της λαϊκής μας ζωγραφικής -θέλω να πω από τα μνημεία εκείνα που ξεσκεπάζουν ξαφνικά εκθαμβωτικές περιοχές της ψυχής του λαού μας». Το όντως αυθεντικό, βρίσκει την έκφρασή του στην λαϊκή δημιουργία καθαυτήν: «Έτσι ,θα χρειάζεται πάντα, φαντάζομαι, να εξελέγχουμε ποια είναι η φύση της γλώσσας μας, όχι κοιτάζοντας μόνοι τον εαυτό μας – ο μοναχός αβοήθητος άνθρωπος είναι συχνά μαινόμενος και σπάνια βλέπει καλά – αλλά γυρεύοντας τον εαυτό μας με τη βοήθεια των λίγων κειμένων (εννοώ τα δημοτικά κείμενα) που έχουν αποδειχτεί, ως τα σήμερα τουλάχιστο, τα μόνα αυθεντικά ..».
Ο Σεφέρης θεωρεί τον «Λαό» ως το κέντρο, ως το ύψιστο σημείο της αισθητικής του. Από αυτήν την πηγή, την στέρνα (Εδώ στο χώμα ρίζωσε μια στέρνα/ μονιά κρυφού νερού που θησαυρίζει …, «Η Στέρνα», ποίημα αφιερωμένο στον Κωνσταντινοπολίτη δικηγόρο φίλο του Γιώργο Αποστολίδη, 1932), αντλεί ο ποιητής τα είδωλα της τέχνης του. Ο Λαός είναι ο «δάσκαλος» του ποιητή: «Κάθε φορά που η φυλή μας γυρίζει προς το λαό, ζητά να φωτιστεί από το λαό, αναμορφώνεται από το λαό, συνεχίζει την παράδοση που μπήκε θριαμβευτικά στη συνείδηση του έθνους με την ελληνική επανάσταση.».
Ο «Λαός» του Σεφέρη δεν είναι όλοι οι Έλληνες, αλλά ο ανώνυμος και αναλφάβητος Λαός. Γι αυτόν οι διανοούμενοι και οι πολιτικοί δεν ανήκουν στο αυθεντικό σώμα του ελληνικού λαού. Ούτε φυσικά το ελληνικό κράτος, (το οποίον όμως ο Σεφέρης υπηρέτησε επί μακρόν ….. ως επιτυχημένος διπλωμάτης), εκφράζει το πνεύμα του ελληνικού Λαού. Στο Χειρόγραφο ’41 ο ποιητής προχωρεί στην ακόλουθη ομολογία: «Στην πολιτική μου ζωή ένιωσα τις περισσότερες φορές, μεγάλη αηδία. Όμως ποτέ δεν έπαψα να δίνω, μ’ όλη τη θέρμη της καρδιάς μου, την πίστη μου στον ελληνισμό … Τον ελληνισμό τον έβλεπα να κατέχει ένα πολύ μεγάλο χώρο. Όσο για τους σύγχρονους ελλαδικούς φορείς του, αισθανόμουνα πως τον υπηρετούσαν καλύτερα οι ασπούδαχτοι από τους σπουδασμένους. Τους τελευταίους τους πρόσεξα πολύ και τους βρήκα χαλασμένους τις περισσότερες φορές. Αντίθετα, μου έτυχε να συναντήσω ανάμεσα στο λαό πραγματικούς άρχοντες.». Ο λαϊκός ελληνολάτρης και μεγαλοϊδεάτης ζωγράφος Θεόφιλος κι ο Πολέμαρχος Στρατηγός της Εθνεγερσίας Μακρυγιάννης είναι οι λαμπροί, αληθείς, αμόρφωτοι και ταπεινοί δάσκαλοι του ποιητή – Σεφέρη.
Κι ο Οδυσσέας Ελύτης («Τα δημόσια και τα ιδιωτικά» – Το δοκίμιο αυτό αποτελεί μέρος του β’ τόμου των πεζών του, που κυκλοφορούν με τίτλο «Εν λευκώ») αναφέρεται στην «ορθογραφημένη» γλώσσα του Λαού, η οποία είναι η μόνη ικανή ν’ αποδώσει την αυστηρή «ορθογραφία» του ελληνικού τοπίου: «Είναι μια γλώσσα με πολύ αυστηρή γραμματική, που την έφκιασε μόνος του ο Λαός, από την εποχή που δεν επήγαινε ακόμη σχολείο. Και την τήρησε με θρησκευτική προσήλωση κι αντοχή αξιοθαύμαστη, μέσα στις πιο δυσμενείς εκατονταετίες. Ώσπου ήρθαμ’ εμείς, με τα διπλώματα και τους νόμους, να τον βοηθήσουμε. Και σχεδόν τον αφανίσαμε. Από το ένα μέρος του φάγαμε τα κατάλοιπα της γραφής του και από το άλλο του ροκανίσαμε την ίδια του την υπόσταση, τον κοινωνικοποιήσαμε, τον μεταβάλαμε σε έναν ακόμα μικροαστό, που μας κοιτάζει απορημένος από κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας του Αιγάλεω.» («Έν λευκώ»).
To «Πνεύμα του Λαού» και τα «Χώματα της Ελλάδας» πρέπει να ερευνήσουν οι μορφωμένοι Έλληνες, για ν’ αποκαλύψουν, να ξαναφανερώσουν, να καταδείξουν την παναρμόνια αιώνια μορφή του Ελληνισμού. Σ’ αυτό το κατηγορηματικό κι απαιτητικό συμπέρασμα κατέληξε ο λαμπρός αρχιτέκτονας και εμβριθής θεωρητικός Δημήτρης Πικιώνης («Το πρόβλημα της μορφής», 1946). Μόνον ο απλός Λαός ήταν που διατήρησε ζωντανή την ουσία της αρχαιότητας, βαθειά κρυμμένη στην άδολη κι αρχέγονη |Λαϊκή Ψυχή»: «Κι ο νους μου πάει σ’ έναν. Τον απλό τω πνεύματι, που θεία βουλή τον όρισε να ‘ναι η γη η έμψυχη όπου μέσα της θα φυλαχτεί από την εξαφάνιση της παράδοσης του Πνεύματος και του ξαναγεννημού ο σπόρος…. Ναι ζει μέσα του ο θείος σπόρος. Ζει η πανάρχαιη λαλιά του. Και ρυθμοί και μέλη και σχήματα και ουσίες απ’ τους πανάρχαιους χρόνους, όπου τούτα ήταν ορισμένο να συλληφθούνε και που αν πέθαιναν ουδ’ ο Θεός ο ίδιος δε θα μπορούσε να τα αναστήσει… Γι’ αυτό κι η βουλή του εδώ όρισε να ζούνε φυλαγμένα, μακριά από της Ιστορίας τις ακμές και τις παρακμές, στου απλού το πνεύμα και την αχάλαστη της ψυχής του την έκπληξη, για να τα παραλάβει από κει ο ποιητής…».
«Αν θες το γνήσιο, θα πας εκεί όπου το νάμα της παράδοσης ρέει αμόλυντο. Εδώ το καθαρό κι οργανικό σχήμα … σου ξεσκεπάζει την πανάρχαιη ουσία της …» , συμβουλεύει αδελφικά και προτρεπτικά ο Πικιώνης τους νέους αρχιτέκτονες. Μαρτυρεί πως στην ανεπιτήδευτη και χαριτωμένη λαϊκή καλλιτεχνική δημιουργία διασώζεται «το εσώτερο πνεύμα αυτών των σχημάτων – συμβόλων» το οποίο «δεν ξεσκεπάζεται στην ψυχή που δεν έχει μέγεθος». Και συνεχίζει : «Η πνευματική τους ουσία, που είναι η ίδια των αρχαίων αρετών η ουσία, και συνάμα η για κάθε αναγέννηση ανυποκατάστατη ζύμη, δε θεν’ αποκαλυφθεί παρ’ εις τον φιλόσοφο νου που θα “βαφτίσει” τα σχήματ’ αυτά “εις τη διπλή κολυμπήθρα του αισθήματος και της φαντασίας “». Και κλείνει με το ακόλουθο παράθεμα από τον Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο («Το πνεύμα του Νεοελληνισμού και η τροπή των καιρών», Αθήναι, 1945): «Η πνευματική τούτη κάρπιση είναι ζήτημα μεγάλων εσωτερικών ωδίνων ενός τόπου, που η ανάκλασή τους να σκορπίζεται σ’ όλη τη λαϊκή πραγματικότητα … εκεί όπου υπάρχουν και οι μητέρες ιδέες, οι ακίνητες έννοιες κάθε λαού, βάσεις για κάθε του δημιουργία και αμετάδοτες σ’ άλλο λαό».Ο Πικιώνης μάλιστα συστήνει ανεπιφύλακτα την μελέτη της «λαμπρής πραγματείας» του καθηγητή Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου («Το πνεύμα του Νεοελληνισμού») σε «όσους θα θέλανε να δούνε το πρόβλημα του πνευματικού μας πολιτισμού, εξεταζόμενο με κριτήρια αντάξια του μεγέθους του».
Η θέση που καταλαμβάνει στο έργο των ποιητών αλλά και των κριτικών της Γενιάς του Τριάντα ο «Λαός», ως φορέας του κατ’ εξοχήν νοήματος, είναι όντως κυρίαρχη. Βέβαια η επιχειρηματολογία τους δεν είναι πρωτότυπη. Άλλωστε όπως επισήμανε η κόρη του αξέχαστου μεγάλου Έλληνα καθηγητή λαογραφίας Στίλπωνα Κυριακίδη, η αείμνηστη λαογράφος Άλκη Κυριακίδου – Νέστορος («Η θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας»-1978) ο «Λαός» υπήρξε μια έννοια ρευστή και πρωτεϊκή ωσάν αίμα, ιδιαίτερα ευεπίφορη, όλκιμη κι ελατή σε ποικίλες ιδεολογικές χρήσεις και καταχρήσεις. Τον Λαό ιδωμένον και ως πολιτισμική κοινότητα των συγγενών ομογλώσσων (ως Volk) την «ανακάλυψε» για πρώτη φορά ο φιλόσοφος, ποιητής, θεολόγος και κριτικός της λογοτεχνίας Χέρντερ (Johann Gottfried Herder, 1744 – 1803). Αυτός πρωτομίλησε για την «Ψυχή του Λαού» και τον «Χαρακτήρα του Λαού» (Volksseele, Volkscharakter), αυτός υπογράμμισε τον καθοριστικό ρόλο του κλίματος και τόνισε ιδιαίτερα την μορφοποιητική σημασία της γλώσσας στην σχηματοποίηση, στην διαμόρφωση της ιδιοσυγκρασίας ενός λαού. Ο Χέρντερ πρόβαλε έντονα την αξία της «λαϊκής καλλιτεχνικής δημιουργίας» κι επίσης τόνισε εμφατικά την σαφή υπεροχή της έναντι της λόγιας, «υψηλής» τέχνης. Η προφορική ποιητική δημιουργία του Λαού, η οποία μέχρι τότε ήταν περιφρονημένη ως άκομψη κληρονομιά αγράμματων χωρικών, έρχεται στο προσκήνιο αποκτώντας ανεκτίμητη αξία υπό το σκιαλυτικό φως της χερντεριανής διδασκαλίας. Μετά τον σπουδαίο Χέρντερ η μελέτη της δημώδους γλώσσας ενός Λαού, ως «ολοκληρωμένου πνευματικού αρχέτυπου» συνδέεται άρρηκτα πλέον με την θεμελίωση μιας Εθνικής Φιλολογίας.
Ο πολυμαθής Διαφωτιστής Γερμανός σοφός έγραψε ότι «Ένας ποιητής είναι ο δημιουργός του Έθνους γύρω του, αυτός τους δίνει έναν κόσμο για να ιδούν κι έχει τις ψυχές τους στο χέρι του για να τους οδηγήσει σ’ αυτόν τον κόσμο.» Γι’ αυτόν, τέτοια ποίηση είχε την μέγιστη αγνότητα και ισχύ της στα Έθνη πριν γίνουν πολιτισμένα, όπως φαίνεται στην Παλαιά Διαθήκη, στην Έντα και στον Όμηρο, γι’ αυτό και προσπάθησε να βρει τέτοιες αρετές στ’ αρχαία γερμανικά δημοτικά τραγούδια και στην Βόρεια μυθολογία και ποίηση.
Ο Χέρντερ βρισκόταν στην καλύτερη διανοητική φάση του κατά την διάρκεια της εκείνης της περιόδου, όπου παρήγαγε έργα όπως το ανολοκλήρωτο «Ιδέες για την Φιλοσοφία τής Ιστορίας της Ανθρωπότητας» (Ideen zur Philosophie der Geschichte der Menschheit), από το οποίο προέρχεται σε μεγάλο βαθμό η σχολή της ιστορικής σκέψης. Η φιλοσοφία του Χέρντερ παρουσιάζει μιαν ολοένα εντονότερη υποκειμενική στροφή, τονίζοντας την επιρροή της φυσικής και ιστορικής συγκυρίας επάνω στην ανθρώπινη ανάπτυξη κι επίσης τονίζοντας ότι «κάποιος πρέπει να προσεγγίσει την ηλικία, την περιοχή, ολόκληρη την ιστορία και να νοιώσει τον τρόπο κάποιου άλλου κάποιου για όλα τα πράγματα». Ο ιστορικός πρέπει να είναι ο «αναγεννημένος σύγχρονος» του παρελθόντος, κι η ιστορία μια επιστήμη ως «εργαλείο του γνησιότερου πατριωτικού πνεύματος». Οι ιδέες του Χέρντερ σχετικά με τον Λαό – Έθνος και την λαϊκή καλλιτεχνική δημιουργία αναπτύσσονται εκτός από τις ημιτελείς «Ιδέες» και στις «Επιστολές για την Μεταφορά του Ανθρωπισμού» («Briefe zur Beförderung der Humanität»).
Ο Χέρντερ απέδιδε εξαιρετική σημασία στην έννοια της εθνικότητας και του πατριωτισμού : «…αυτός που έχει χάσει το πατριωτικό πνεύμα του έχει χάσει τον εαυτό του κι όλο το σύνολο των κόσμων για τον εαυτό του», ενώ δίδασκε ότι «κατά κάποιο τρόπο κάθε ανθρώπινη τελειότητα είναι εθνική». Ο Χέρντερ έφθασε την «Λαϊκή (Περί Λαού) Θεωρία» στα άκρα, υποστηρίζοντας ανενδοίαστα ότι «υπάρχει μόνον μία τάξη στο κράτος, ο Λαός, όχι ο χύδην όχλος, κι ο βασιλιάς ανήκει σ’ αυτήν την κατηγορία, όπως επίσης κι ο αγρότης». Η επεξήγηση πως ο Λαός δεν ήταν ο όχλος ήταν μια νέα αντίληψη γι’ αυτήν την εποχή, και με τον Χέρντερ μπορεί να δει κανείς την ανάδυση του «Λαού» ως βάσης για την δημιουργία ενός αταξικού αλλά ιεραρχημένου εθνικού σώματος.
Το Έθνος όμως, ήταν μεμονωμένο και ξεχωριστό, διακεκριμένο κατά τον Χέρντερ, από το κλίμα, την εκπαίδευση, την επαφή με τους ξένους, την παράδοση και την κληρονομικότητα. Επαινούσε και δόξαζε την Θεία Πρόνοια γιατί κατόρθωσε «θαυμάσια να διαχωρίζονται οι εθνότητες, όχι μόνον από τα δάση και τα βουνά, τις θάλασσες και τις ερήμους, τα ποτάμια και τα κλίματα, αλλά ειδικότερα με τις κλίσεις, τις γλώσσες και τους χαρακτήρες τους». Ο Χέρντερ εξήρε την φατριακή φυλετική προοπτική γράφοντας ότι «ο άγριος που αγαπάει τον εαυτό του, την γυναίκα και το παιδί του με ήσυχη χαρά και λάμπει με την περιορισμένη δραστηριότητα της φυλής του, όπως και για την ζωή του, είναι κατά την γνώμη μου πιο πραγματική ύπαρξη από την καλλιεργημένη σκιά που συνεπάρθηκε με την σκιά του συνόλου των ειδών », δεδομένου ότι«..,κάθε εθνικότητα περιέχει το κέντρο της ευτυχίας της στον εαυτό της, όπως μια σφαίρα το κέντρο βάρους της». Χωρίς μάλιστα καμιάν ανάγκη για σύγκριση, δεδομένου ότι «κάθε Έθνος ενέχει αφ’ εαυτού το πρότυπο της τελειότητας του, εντελώς ανεξάρτητο από κάθε σύγκριση μ’ εκείνα των άλλων» γιατί «οι εθνότητες δεν διαφέρουν στην ποίηση, στην εμφάνιση, στις προτιμήσεις, στα ήθη και στις γλώσσες; Δεν πρέπει η θρησκεία που επίσης μετέχει σ’ αυτά να διαφέρει μεταξύ των εθνοτήτων;»
Ο Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε (Johann Gottlieb Fichte) στους «Λόγους του προς το Γερμανικό Έθνος» («Reden an die deutsche Nation») θεωρεί την ανόθευτη από ξένα στοιχεία γλώσσα ως την μοναδική εγγύηση γνησιότητας ενός Έθνους. Τα γνήσια και πραγματικά φυσικά σύνορα μεταξύ των κρατών είναι χωρίς αμφιβολία τα «εσωτερικά τους σύνορα» (ihre innern Grenzen), υποστηρίζει ο Φίχτε, και αυτά βρίσκονται στη γλώσσα. Όποιος ομιλεί την ίδια γλώσσα με άλλους, αυτός συνδέεται μαζί τους με ένα πλήθος φυσικών και αόρατων δεσμών που βρίσκονται πέρα από κάθε ανθρώπινη επινόηση και αποτελεί μαζί τους ένα «αδιάσπαστο όλον» (unzertrennliches Ganzes).
Η γλωσσική – πολιτισμική κοινότητα του Volk (Λαός, Έθνος – Γένος) θεμελιώνεται μεταφυσικά ως αποκάλυψη του θείου, αλλά και ως έκφραση του ύψιστου νόμου του πνευματικού κόσμου. Η πνευματική υπόσταση του Volk εκφράζει μιαν μοναδική τάξη πραγμάτων, άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιδιαίτερη πνευματική φυσιογνωμία της συγκεκριμένης ανθρώπινης κοινότητας. Η γνησιότητα -πηγαιότητα (Ursprünglichkeit) και η ιδιοτυπία – μοναδικότητα (Eigentümlichkeit) αποτελούν τις χαρακτηριστικές ιδιότητες κάθε αληθινού Έθνους, στοιχείο άλλωστε το οποίον αποτελεί για τον άνθρωπο εγγύηση επίγειας αιωνιότητας. Στην αιωνιότητα αυτήν ο άνθρωπος μετέχει μόνον αν ανήκει σε μιαν «Εθνική Ολότητα», γιατί τότε μόνον η εφήμερη ζωή του αποκτά διαχρονικό νόημα. Στον Φίχτε ο «Λαός» (Volk) καθίσταται η απόλυτη αξία και καταλαμβάνει τη θέση του θεού.
Ο Φίχτε παρείχε σημαντικές συνεισφορές στον πολιτικό εθνικισμό στην Γερμανία. Στους «Λόγους προς το Γερμανικό Έθνος» -που ήσαν μια σειρά από ομιλίες στο υπό γαλλική κατοχή Βερολίνο- προέτρεψε τους γερμανικούς λαούς να «έχουν χαρακτήρα και να είναι Γερμανοί» – συνεπαγωγή της ιδέας του περί Γερμανικότητας ήταν και ο αντισημιτισμός, αφού υποστήριζε ότι κάνοντας τους «Εβραίους ελεύθερους Γερμανούς πολίτες θα βλαφθεί το γερμανικό Έθνος.» Ο Φίχτε απάντηση στην κλήση του Κόμητα φον Στάϊν, ο οποίος προσπάθησε ν’ αναπτύξει τον πατριωτισμό για ν’ αντισταθούν στου Γάλλους, ειδικά μεταξύ των «μορφωμένων και πολιτιστικών ελίτ του βασιλείου.» Ο Φίχτε εντόπιζε την Γερμανικότητα στην συνέχεια της γερμανικής γλώσσας, βασιζόμενος στον Ρωμαίο ιστορικό Τάκιτος, ο οποίος επαίνεσε τις γερμανικές αρετές στο έργο του «Γερμανία» (Germania) και τίμησε τον ηρωισμό του Αρμίνιου – Χέρμαν (νικητή των Ρωμαίων στον Τευτομβούργιο Δρυμό) στα «Χρονικά» του (Annales).
Σ’ ένα προηγούμενο έργο του από το 1793, που ασχολείται με τα ιδανικά και την πολιτική της Γαλλικής Επανάστασης : «Συνεισφορές στην Διόρθωση της Κρίσης του Κοινού σχετικά με τη Γαλλική Επανάσταση» («Beiträge zur Berichtigung der Urteile Publikums des über die Französische Revolution»), αποκάλεσε τους Εβραίους «κράτος εν κράτει» που θα μπορούσε να «υπονομεύσει» το γερμανικό έθνος. Όσον αφορά στην λήψη πολιτικών δικαιωμάτων από τους Εβραίους έγραψε ότι αυτό θα ήταν δυνατόν μόνο αν κάποιος κατάφερε «να κόψει όλα τα κεφάλια τους μέσα σε μία νύχτα, και να θέσει νέα στους ώμους τους, τα οποία θα πρέπει να μην περιλαμβάνουν ούτε μιαν εβραϊκή ιδέα».
Ο ρομαντισμός (τέλη 18ου-πρώτο ήμισυ 19ου αιώνα) άσκησε επίσης πολύ μεγάλη επίδραση στην περί Λαού φιλολογία, ενώ παράλληλα προήγαγε τον ποιητή – καλλιτέχνη στην κυρίαρχη θέση που κατείχε ο Φιλόσοφος στην πλατωνική Πολιτεία. Ο ρομαντισμός ασκώντας σφοδρή κριτική κατά της «απομάγευσης του κόσμου» (Entzauberung der Welt), κατά της ορθολογιστικής αφαίρεσης, κατά της ποσοτικοποίησης και της μηχανοποίησης του κόσμου, υποστήριξε ανειρήνευτα πως μόνον οι θεράποντες της τέχνης μπορούν να συλλάβουν την πραγματικότητα και να γίνουν οι εμπνευσμένοι καθοδηγητές της κοινωνίας.
[Επισημαίνεται ότι ως «απομάγευση» νοείται ο πολιτιστικός εξορθολογισμός και η κατάφορη υποτίμηση του μυστικισμού, εμφανέστατη στην σύγχρονη κοινωνία. Η ιδέα της απομάγευσης -δανεισμένη από τον τιτάνιο Φρειδερίκο Σίλλερ που περιγράφει την «εκθεωμένη» φύση στο ποίημά του «Οι Θεοί της Ελλάδας»- χρησιμοποιείται από τον Μαξ Βέμπερ για να περιγράψει τον χαρακτήρα της εκσυγχρονισμένης, γραφειοκρατικής, εκκοσμικευμένης δυτικής κοινωνίας, όπου η επιστημονική κατανόηση είναι πιο μεγάλης αξίας από την πίστη κι όπου οι διαδικασίες είναι προσανατολισμένες προς ορθολογικούς στόχους, σ’ αντίθεση με την παραδοσιακή κοινωνία, όπου για τον Βέμπερ «ο κόσμος παραμένει ένας μεγάλος μαγεμένος κήπος»].
Μπορεί η ποίηση να μην εκφράζεται άμεσα, να μην γράφεται με ιδέες, όμως ιδεολογία κι αισθητική συναρθρώνονται και συνυφαίνονται στο έργο των ποιητών και των διανοουμένων. Ο «Λαός» της ποίησης θεωρείται από τους θεράποντες της τέχνης ως ο πρώτιστος θεματοφύλακας της γνήσιας ταυτότητας του Έθνους. Ο πραγματικός ποιητής διδάσκεται από τον Λαό κι έπειτα ομιλεί εξ ονόματος του Λαού. Θεωρεί ότι ταυτίζεται μαζί του και συστήνεται κι ο ίδιος ως «Λαός».
Η ανθρώπινη Κοινωνία ως «Λαός» – «Έθνος» κι η Ιστορία επέβαλαν μια νέαν οντολογία μετά την Γαλλική Επανάσταση, παίρνοντας την θέση του «προσωπικού» χριστιανικού θεού, ενώ οι ποιητές λειτουργούν ως οι μεμυημένοι ιεροφάντες του Λαού και της Ιστορίας. Πρόκειται για μια σχοινοβασία πραγματικά επικίνδυνη, ιδιαίτερα όταν ο ποιητής αποκομμένος από τον κόσμο της εμπειρίας επιδιώκει να εκφράσει μέσω της τέχνης του ιδέες και ιδεολογήματα. Αρχής γενομένης με τον θελκτικό και σαγηνευτικό ρομαντισμό του 19ου αιώνα, το ρομαντικό «Εγώ» του εμπνευσμένου ποιητή καταλαμβάνει την θέση του θεού – δημιουργού, λειτουργώντας αυθαίρετα και σ’ αντίθεση με την όποια πραγματικότητα της όποιας εμπειρίας. Σ’ αυτήν την περίπτωση ο ποιητής παίζει τον ρόλο που διαδραματίζει στον πλατωνικό Τίμαιο ο θεός – δημιουργός (τεχνίτης). – Ο Τίμαιος επισημαίνει ότι αφού τίποτα «δεν γίνεται ή αλλάζει» χωρίς αιτία, τότε η αιτία του σύμπαντος πρέπει να είναι ένας δημιουργός ή ένας θεός, ένας πρόσωπο στο οποίο ο Τίμαιος αναφέρεται ως «ο πατέρας και δημιουργός του σύμπαντος». Δεδομένου δε ότι το σύμπαν είναι άρτιο, ο Δημιουργός πρέπει να έχει κοιτάξει το αιώνιο πρότυπο για να το κατασκευάσει κι όχι σ’ ένα ευπαθές πρότυπο (29α). Ως εκ τούτου, χρησιμοποιώντας τον αιώνιο και τέλειο κόσμο των μορφών» ή ιδεών ως πρότυπο, ξεκίνησε να δημιουργεί τον κόσμο μας, ο οποίος στο παρελθόν υπήρχε μόνο σε μια κατάσταση αταξίας-.
Η Γενιά του Τριάντα ανέλαβε κάποτε το δυσχερέστατο έργο ν’ αποδώσει, να ιχνοθετήσει, να εκτυπώσει στο πεδίο της τέχνης την Ελληνικότητα. Ανέλαβε να σηκώσει στους τρυφερούς ώμους της τον ατλάντιο φόρτο της τσακισμένης «Ελλάδας των 7 θαλασσών και 2 ηπείρων» που ξανάλλαζε σε Ψωροκώσταινα. Σε μιαν εποχή ανελέητα και συνεχώς τρικυμιώδη (μετά την Μικρασιατική Καταστροφή : Μεσοπόλεμος – Β’ Μεγάλος Πόλεμος – Εμφύλιος – Μετεμφυλιακή Περίοδος) η γενιά αυτή απέδωσε με τα μέσα της τέχνης έναν νεόδμητο και φιλόδοξο ορισμό της Ελληνικής Ταυτότητας. Ο ορισμός αυτός βασίστηκε σ’ έναν τολμηρό διάλογο με την παράδοση, ο οποίος κατέληξε στην επανίδρυση, στην τεχνητή αναβίωση της παράδοσης με σύγχρονους όρους.
Οι «λεγάμενοι» τεχνίτες, οι «μάστορες» (έτσι ακριβώς αποκαλούν τους εαυτούς τους ο Σεφέρης και ο Ελύτης) έχτισαν επιμελώς το φάτνωμα της νεοελληνικής ταυτότητας, προσπαθώντας να διασώσουν ενωμένη μέσα σ’ αυτό την καθημαγμένη από τους πολέμους, την καταματωμένη, χωρισμένη ιδεολογικά και ταρασσόμενη πολιτικά νεοελληνική κοινωνία. Όπως οι ίδιοι διαβεβαίωναν, τα υλικά τους δεν ήσαν ιδέες, αλλά προέρχονταν από την ζωντανή παράδοση του Λαού και τα συστατικά στοιχεία του ελληνικού τοπίου. Το κατασκεύασμα της τέχνης τους αποδείχτηκε ανθεκτικό μα δεν μεγάλωσε ποτέ. Άντεξε στην πλημμύρα των ιδεολογιών της μεσοπολεμικής εποχής. Άντεξε στην καταστροφική πυρκαγιά της αισθητικής φρενίτιδας με μικρές ζημιές. Σήμερα φαίνεται πως πολυκαίρισε, ράγισε και μπάζει, παρ’ ότι στέκει ακόμα ορθό στην μεταπολιτευτική έρημο, έχοντας εκπληρώσει την αποστολή του. Έτσι μπορούμε αδέκαστα να ειπούμε πως ανήκει πιά στην παράδοση.
Η Γενιά του Τριάντα έσβησε βιολογικά κι έχει οριστικά αποχωρήσει από το προσκήνιο. Ο Κανόνας της Ελληνικότητας που διαμόρφωσε σήμερα αμφισβητείται από πολλές πλευρές. Οι ιστορικοί κι οι κοινωνιολόγοι εντοπίζουν στον κανόνα αυτόν ιδεολογήματα και τον σπαράζουν, οι μεν ως όρνεα οι δε ως ύαινες. Οι αστοί κι οι μαρξιστές κολυμπούν στ’ απόνερά της. Τα χυδαία και αγοραία ΜΜΕ αντιμετωπίζουν ως παρωχημένο και συνάμα αξιοπρόσεκτο μουσειακό είδος τις υποθήκες της ή τις διαστρέφουν απροκάλυπτα, κατασκευάζοντας μια φαύλη και συγχυτική, κακόγουστη φολκλορική εικόνα της δήθεν «νεοελληνικής ταυτότητας», κατάλληλη για τουριστική και ευτελή συναλλακτική χρήση.
Ο Λαός, που για την συγκεκριμένη γενιά λειτούργησε τουλάχιστον ως σύμβολο Εθνικής Ενότητας, έχει υποστεί σήμερα μιαν αλγεινή καταναλωτική αηδή οχλοποίηση, έναν εξαγελισμό, ως συνέπεια του άκρατου «δούναι-λαβείν» του αργυρώνητου λαϊκισμού των πολιτικάντηδων τσοπάνων του, μέσα στην άθλια αρένα του μεταπολιτευτικού δημοσίου θεάματος και της ψευδοπολιτικής ρητορικής της κρατούσας «πρασινέρυθρης» ή «γλυκερογαλάζιας» αριστεράντζας.
Συνεπώς η ανάγκη ενός δυναμικού επαναπροσδιορισμού της Εθνικής Ταυτότητάς μας φαίνεται να προβάλλει και πάλι επιτακτικά στις κρίσιμες ημέρες μας, πολύ εντονότερα απ’ ότι στην Γενιά του Τριάντα. Τώρα γνωρίζουμε τους ελλειμματικούς δισταγμούς, την μάταιη λόγω δήθεν «ακρότητας» επιφύλαξη και τις ευχολογιακές εμμονές τους για «ελληνική συμφιλίωση» (εμμονές που ξέσκισε ο Εμφύλιος), γνωρίζουμε πως και προς πια κατεύθυνση ν’ αναζητήσουμε τις πνευματικές διεξόδους προς την Εθνική Αναγέννηση και την Κοινωνική Ανασυγκρότηση του Λαού μας, οδηγημένοι «από του Ελληνισμού το Φώς», κατά πως μας ορίζει ο Ύμνος του Κινήματος!
Γιάννης Πετρίτης