ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
Μέρος VΙΙ
Στο μέρος τούτο θ’ αναφερθούμε στο περιοδικό «Ιδέα» (1933), το οποίον οδήγησε την εξελισσόμενη μεσοπολεμική αντιπαράθεση ιδεαλιστών – μαρξιστών σε κλιμακωτή όξυνση, που μετέπεσε σε σφοδρή διαμάχη γύρω από το περιεχόμενο της Εθνικής Θεωρίας και τα διάφορα παραφερνάλιά του. Το «Ιδέα», σε σχέση με αυστηρότερο, πυκνά «ακαδημαϊκό» κι εν μέρει «ελιτίστικο» «Αρχείο Φιλοσοφίας» (επίσης αντιμαρξιστικό) αποτέλεσε μια πιο εκλαϊκευμένη προσπάθεια αντιμαρξιστικής ιδεολογικής πάλης (στηριγμένης περισσότερο στον Γαλλικόν Ιδεαλισμό αντί του Γερμανικού Ιδεαλισμού του «Αρχείου»)
Ο ιδιότυπος «διμέτωπος» αγώνας που επιχειρούσε ο Γεώργιος Θεοτοκάς κι ο κύκλος των «εθνικοπατριωτών» φίλων κι ομοφρόνων του, ενάντια στον Εθνικισμό και στον κομμουνισμό, παίρνει σαφέστερη μορφή όταν τον Ιανουάριο του 1933 ο Θεοτοκάς ιδρύει, μαζί με τους Σπύρο Μελά και Γιάννη Οικονομίδη, το περιοδικό με τον χαρακτηριστικό δηλωτικό τίτλο «Ιδέα», το οποίο θα εμπλακεί άμεσα και στις πολιτικές διαμάχες της εποχής.
Ήδη από το πρώτο τεύχος του περιοδικού, τον Ιανουάριο του 1933, ο εκ των τριών συνιδρυτών του Σπύρος Μελάς διατυπώνει σαφώς στο άρθρο του «Βασικές αρχές» τους στόχους του περιοδικού: «Στο φιλοσοφικό επίπεδο θα πολεμήσει τις υλιστικές και αιτιοκρατικές θεωρίες που αρνούνται την ελευθερία, την ατομικότητα, το ρόλο της θέλησης, την πίστη στις ανώτερες και πιο ευγενικές δυνάμεις του ανθρώπου και καθορίζουν την ανθρώπινη πρόοδο σαν το αποτέλεσμα της μηχανικής λειτουργίας τυφλών δυνάμεων, που ξεφεύγουν από κάθε ανθρώπινη επίδραση».
Μέσα από το παραπάνω κείμενο του Μελά, οι ιδρυτές του περιοδικού εκδηλώνουν παράλληλα την μύχια επιθυμία τους για μιαν ουσιαστική πολιτικοκοινωνική αλλαγή, επιδιώκοντας όμως με ακατανόητη αστική αβρότητα, να παρασκευάσουν «ομελέτα δίχως να σπάσουν αυγά» : Τονίζουν μάλιστα με κομπάζουσα αφέλεια ότι αυτή η αλλαγή πρέπει «….να πραγματοποιηθεί δίχως να σπάσει η συνέχεια του πολιτισμού, δίχως να θυσιάσουμε την πνευματική και ηθική κληρονομιά των αιώνων, δίχως κοινωνικές και εθνικές καταστροφές, δίχως βάρβαρες τυραννίες. Για τούτο θα χτυπήσουμε τα κηρύγματα του ταξικού μίσους και τους τυφλούς φανατισμούς, από οποιονδήποτε και αν προέρχονται. Η “Ιδέα” είναι ένα όργανο του ελεύθερου πνεύματος ψηλότερα από τα κόμματα και τις κοινωνικές τάξεις και εναντίον κάθε δημοκοπίας».
H προσεγμένη γραφή τους είναι «επίσημη» εξαγγελία και κλήση συνέγερσης, καθώς απευθύνονται στο αναγνωστικό κοινό. Ωστόσον οι πραγματικοί σκοποί της έκδοσής τους είναι αφανείς και εν μέρει ανιχνεύονται μόνον εκ των υστέρων αναλυτικά, καθώς οπωσδήποτε αφορούσαν άμεσα και στην πολιτική πρακτική. Μάθαμε πως ο Θεοτοκάς στην προσωπική του αλληλογραφία με τον Γιώργο Σεφέρη δεν διστάζει να τονίσει ότι σκοπός της έκδοσης του περιοδικού «Ιδέα» δεν ήταν άλλος από την αναχαίτιση των κομμουνιστικών και διεθνιστικών ιδεών στην Ελλάδα, παραμένοντας όμως περιπαθώς «αντιφασίστας» εποχής, με περισσότερη εμμονή απ’ ότι ήταν αντιμαρξιστής.
Στο πλαίσιο αυτής της παρασυγκρατημένης «εθνικοπατριωτικής» και ολίγον αστικοδημοκρατικής στάσης, στα δυό πρώτα τεύχη της «Ιδέας» δημοσιεύεται σε συνέχειες ένα άρθρο του Σπύρου Μελά με τον τίτλο «Έθνος και ανθρωπότητα» που προκάλεσε αρκετές συζητήσεις.
Όπως έπραξε επανειλημμένα ο Θεοτοκάς στα έργα του που αναφέραμε σε προηγούμενα μέρη τούτης της σειράς, έτσι κι ο Σπύρος Μελάς στο προαναφερόμενο άρθρο του τονίζει ότι, το Έθνος είναι ένα φαινόμενο πνευματικό, μια συνείδηση πνευματικής και ηθικής κληρονομιάς, έστω και αν απαρτίζεται από αλλόδοξους, μιγάδες και κρατικά αναποκατάστατους. Η Εθνική Συνείδηση, η Εθνική Παράδοση κι η Εθνική Τέχνη είναι αδύνατον να σταθούν εμπόδιο στην τάση ενός Λαού προς το καθολικό, γιατί το εθνικό γίγνεσθαι προβάλλεται στενά και οργανικά μέσα στο παγκόσμιο γίγνεσθαι της ανθρωπότητας. Ανάμεσα στα έθνη, υπογραμμίζει ο Μελάς, «πρέπει να υπάρχει σχέση σύνθεσης κι όχι αντίθεσης». Όσοι τονίζουν την αντιθετική σχέση των εθνών ωθούνται από το γεγονός ότι τα εθνικά κράτη μεταχειρίζονται την εθνική συνείδηση για σκοπούς κρατικούς, έξω από την πνευματική τους φύση και έτσι «…δημιουργείται ο σοβινισμός και ο εθνικισμός, που παραμορφώνουν τον αληθινό εθνισμό». Το ζήτημα πρέπει να ξεκαθαριστεί οριστικά και δη ιδιαίτερα για τους Έλληνες. Ο ελληνικός Εθνικισμός «με τις εδαφικές του διεκδικήσεις και τις επεκτατικές του βλέψεις πέρασε πια στην ιστορία», υποστηρίζει στο εν τέλει αλλόκοτο άρθρο του ο Μελάς. Ήταν πλέον ανάγκη να διαμορφωθούν νέοι προσανατολισμοί, περισσότερο πνευματικοί, αλλ’ όπως και νάχει «αντιφασιστικοί».
Ο Μελάς υπερτονίζει συγκεκριμένα, επίμονα και χαρακτηριστικά : «Στον τόπο της παλιάς ιδέας του εθνικιστικού ελληνισμού με τις αλυτρωτικές και ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις, υψώνουμε σήμερα, στ’ όνομα της μεγάλης θυσίας τους, τη σημαία ενός καινούργιου πνευματικού ελληνισμού. Αυτός δε μπορεί να νοηθεί σαν άρνηση των εθνικών αξιών και της εθνικής κληρονομιάς, του ανεχτίμητου θησαυρού πούχει σωρέψει ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός. Δε μπορεί παρά να είναι η συνειδητοποίηση και γονιμοποίηση τους, μια καινούργια ερμηνεία, μια νέα προσαρμογή».
Μ΄ αυτό το ημιτελές κι εν μέρει λειψό υπόβαθρο ο Μελάς επιδιώκει επίσης να πραγματευθεί παρεμβατικά κι αξιολογικά και το ζήτημα των σχέσεων του Ελληνισμού με τη Δύση, εκφαίνοντας μερικές αλήθειες: Η Εθνική Ιδέα επ’ ουδενί λόγω δεν πρέπει ν’ αρνείται να γνωρίσει βαθιά τον Δυτικό Πολιτισμό, ο οποίος είναι αδιαμφισβήτητα γέννημά της, που σαφώς προκύπτει κατευθείαν από τις διαχρονικές ελληνικές αξίες. Συνεπώς η Εθνική Ιδέα πρέπει κατά τον Μελά να λάβει καθαρά πνευματικό περιεχόμενο, αντίθετη στον Εθνικισμό, υψώνοντας απέναντί του, ως φράγμα, ως ιδεολογικό ανάχωμα, «το σύμβολο του πνευματικού εθνισμού, την αποπνευματωμένη εθνικήν ιδέα». Συμβουλεύει δηλαδή και προτρέπει – ορμώμενος από μιαν ιδεαλιστική ασχημάτιστη εθνικιστική προδιάθεση – να μορφοποιηθεί μια αντιεθνικιστική Εθνική Ιδέα!!! Παραδοξολογία εντυπωσιασμού ; Ψυχοδιανοητική αντινομία ; Σοφιστική αντίφαση ; Όπως και νάχει, το περίγραμμα της Εθνικής Ιδέας που προτείνει ο Μελάς, ένας από τους σκληρούς αντικομμουνιστές της εποχής του, με τα έντονα χρώματα του λόγου του, είναι ξέθωρο κι αναιμικό μπροστά στην επερχόμενη τιτάνια ιδεολογικοπολιτική πάλη και τον πόλεμο που έρχονται.
Προτείνει σωστά πως το ελληνικόν Έθνος πρέπει να επιχειρήσει να ενταχθεί οργανικά στην πνευματική οικογένεια της Ευρώπης, με την πεποίθηση ότι μπορεί να προσφέρει κάτι νέο στο πολιτισμικό της οικοδόμημα. Ο Ελληνισμός δεν πρέπει να χρησιμοποιεί την εθνική του κληρονομιά για να κρύβεται πίσω της αλλά ως «μέτρο συγκριτικής αξίας και σαν αφετηρία για καινούργιες δημιουργίες». Όμως η πνευματική οικογένεια της Ευρώπης είναι συγκλονισμένη από το ωστικό κύμα της κόκκινης επανάστασης, δεν έχει μεταβολίσει καν το αντίδοτο της φασιστικής επανάστασης και τρέμει μπροστά στην εθνικοσοσιαλιστική θεραπεία ! Με τα μόνιππα αμαξάκια της αθηναϊκής ρομάντζας της εποχής –που κουβαλάνε και την τσίκνα από το μικρασιατικό ολοκαύτωμα- είναι αδύνατον να προλάβει η ευχολογιακή διανόηση τις μηχανικές ταχύτητες της χαλύβδινης επέλασης,
Ο Μελάς προσπαθεί λοιπόν φιλότιμα, (όπως άλλωστε είχε ενωρίτερον πράξει κι ο Θεοτοκάς), να εκφράσει επιτηδευμένα κι επιλεκτικά ορισμένες εννοιολογικές διαφοροποιήσεις, τις οποίες λειαίνει ή οξύνει κατά το δοκούν για να πλαισιώσει το ατελές σχήμα του : Αντιπαραθέτει στον Εθνικισμό της εδαφικής επέκτασης την έννοια του «πνευματικού ελληνισμού» και στον δήθεν σοβινισμό των συγχρόνων του Ελλήνων, τον στατικό και φασματικό «πνευματικό εθνισμό» του, ένα άσαρκο και όμορφο οραματικό περίγραμμα δίχως «αίμα και γη», επιχειρώντας να ιδεί και να ωθήσει αδύναμα το Έθνος σε μιαν ενεργή και αμφιμονοσήμαντη δυναμική σχέση προς τον ευρύτερο ευρωπαϊκό πολιτισμό, προς την ευρύτερη εξελισσόμενη ευρωπαϊκή πνευματική καλλιέργεια.
Η ανίχνευση, εξέταση, μελέτη κι ανάλυση των θέσεων του Μελά, του Θεοτοκά, αλλά και γενικότερα των βασικών συνεργατών του περιοδικού «Ιδέα» είναι δυνατόν να μας οδηγήσει στην ιχνηλάτηση των βασικών θεωρήσεων της έμμονα και κάποτε εργολαβικά «φιλελεύθερης» διανόησης, σχετικά με το περιεχόμενο της Εθνικής Θεωρίας. Οι οραματισμοί αυτών των διανοουμένων, από την μια πλευρά, συνέχιζαν τον προεπαναστατικό Νεοελληνικό Διαφωτισμό δίνοντας έμφαση στη δημοκρατική ισονομία και συνάμα στην εύλογη ιδέα ότι η Ελλάδα σαφώς ανήκει στην Ευρώπη. Από την άλλη πλευρά δεν είναι υπερβολή να υποστηριχθεί ότι κηρύγματα όπως εκείνα του Θεοτοκά ή του Μελά εμπεριείχαν έντονο το στοιχείο του Εθνικισμού, αλλά άδηλο και με ένα ανελαστικό «φίμωτρο» αβρότητας, μάλιστα δε επενδυμένο μ’ ένα πανωφόρι αντιεθνικιστικών εξορκισμών. Πρόκειται για έναν ανομολόγητο Εθνικισμό, έναν «εθνικισμό» «σπουδαγμένων νοικοκυραίων», που ναυάγησε πριν αποπλεύσει. Έναν «εθνικισμό», ο οποίος βασιζόταν στην αφελή προσδοκία πως ο νέος Ελληνισμός μπορεί και πάλι να βρεθεί στο προσκήνιο και μάλιστα ως πνευματικός καθοδηγητής της Ευρώπης. Τέτοιου είδους φιλοδοξίες έφερναν «άβολα» τους αστούς – φιλελεύθερους διανοούμενους πιο κοντά στον Εθνικισμό, ενώ ως έναν βαθμό εξυπηρέτησαν αντικειμενικά και τις ανάγκες ανακαίνισης του κρατικοεπίσημου «Εθνικού Λόγου». Όλοι τους βέβαια εισέπραξαν από τους μπολσεβίκους την «ρετσινιά» του «φασίστα». Όλοι τους παρέμειναν «δημοκράτες», αλλά και σφοδροί πολέμιοι του όχλου της «δημοκρατίας» που επίμονα …. εξυμνούσαν. Και κανείς τους δεν βρήκε το σθένος να γίνει πράγματι φασίστας. Στην πιο ακραία τους εκδοχή μεταλλάχθηκαν σε «φασίζοντα» ανδρείκελα επί 4ης Αυγούστου, πασαλειμμένοι με υδροδιαλυτή μπριγιαντίνη για εύκολη απομάκρυνσή τους από το προσκήνιο εάν αισθανόντουσαν πολύ εκτεθειμένοι.
Με το να τονίζουν εμμονοϊδεακά την «εθνική ατομικότητα» και μάλιστα περιοριστικά εντοπισμένη στο πολιτιστικό μόνον επίπεδο, δίχως φυλετικές αντανακλάσεις και γεωπολιτικές προεκτάσεις, αυτοί οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι βρήκαν έναν εύπεπτο, πιο «δημοκρατικό» τρόπο για να υπογραμμίσουν την ιστορικά εμφανώς κυρίαρχη θέση της «Ιδέας του Έθνους». Μάλιστα ο Θεοτοκάς, τον Οκτώβριο του 1933, στο άρθρο του περιοδικού με τίτλο : «Υπάρχει κάτι σάπιο στην Ελλάδα», θα τονίσει με παροξυντικό και δραματικό ύφος: «Είτε αρέσει στους σχηματοποιημένους εγκέφαλους της φτηνής κοινωνιολογίας, είτε δεν αρέσει, η ιδέα του έθνους προβάλλει σήμερα, περισσότερο από πάντα, σα μια ζωντανή και αδάμαστη πραγματικότητα, που σπάνει συνεχώς τα πιο καλοφτιαγμένα λογικά καλούπια. Τα έθνη δε θέλουν να πεθάνουν».
Παράλληλα, με το να υπογραμμίζεται σταθερά η ιδέα της «εθνικής μοναδικότητας», διαμορφώθηκε κι ένα σχετικά ευνοϊκό πλαίσιο αναφοράς στους δεσμούς της Ελλάδας με την «Δύση». Όπως φάνηκε κι απ’ όσα προειπώθηκαν μέχρι τώρα, κατά τις εκτιμήσεις των φιλελεύθερων διανοουμένων, ο ευρωπαϊκός πολιτισμός είχε προκύψει από την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά, οπότε το προσήκον όραμα για τους Έλληνες δεν μπορεί παρά να ήταν ένας «νέος ουμανισμός», όπου η ιστορία θα επαναλαμβάνεται προσηνέστερη προς την Ελλάδα κι ο νεότερος Ελληνισμός εύλογα θα έχει τον πρώτο λόγο. Όμως η Ευρώπη συντόνιζε τον βηματισμό της με τις επερχόμενες μαυροντυμένες φάλαγγες των Εθνικιστών. Είχε χορτάσει…. ουμανισμούς και «πανανθρώπινους» ανθρωπιστικούς παραδείσους.
Απορρίπτοντας τόσον τον Εθνικισμό ως δήθεν «εδαφικό επεκτατισμό», όσον και τον κομμουνισμό ως διεθνισμό, οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι καταλήγουν σ’ έναν (κατ’ αρχήν στοιχειωδώς… προβιβάσιμο) «ιδεαλιστικό» και «πνευματικό» εθνικισμό, που αποθεώνει την «εθνική μοναδικότητα». Όμως μένουν παθητικοί κι ακίνητοι εκεί στην άκαρπη αφετηρία : Μέσα στα πλαίσια της σύλληψής τους η άμιλλα των εθνών θα τροφοδοτείται από κάποιο «υψηλό πολιτισμικό κίνητρο» κι η «ελληνικότητα» θα μπορεί να γίνει η ρυθμιστική δύναμη. Αυτός ο «αθώος» εθνικός συναγωνισμός μπορεί να δώσει τελικά την ευκαιρία τόσο στην Ελλάδα όσο και στη νέα γενιά των διανοουμένων να «ηγηθούν», κάτι που η φανατική μισαλλοδοξία του Εθνικισμού δεν επιτρέπει, όπως άλλωστε κι η διεθνιστική ισότητα του μαρξισμού (άλλη μια …εποχική παραλλαγή της αστοφιλελεύθερης «θεωρίας των άκρων»). Βέβαια για τους μπολσεβίκους η κριτική είναι αρκούντως εύκολη και βέβαια αυστηρή : o Θεοτοκάς στο άρθρο του «Νιότη» τους φωτογραφίζει γράφοντας εύστοχα και προφητικά «…η ζωή θα δείξει …ποια είναι η άγονη αντίδραση, ποιοι είναι οι πρωτοπόροι και ποιοι οι αεριτζήδες, οι δημοκόποι, οι ανεδαφικοί και άχρηστοι θεωρητικοί». Οι κόκκινοι αεριτζήδες, λίγα χρόνια μετά, θα σύρουν στα «αντιστασιακά» λαϊκά μέτωπα τους ευένδοτους και ηθικά μαλθακούς αστούς και θα αιματοκυλήσουν το Έθνος.
Οι «πλαισιακά συγκροτημένες» κοσμοθεωρητικές και αισθητικές απόψεις που εκπορεύονταν από τον χώρο του περιοδικού «Ιδέα», εκφράζοντας ένα αξιόλογο και δυναμικό τμήμα της αντιμαρξιστικής και «φιλελεύθερης» διανόησης, όχι μόνον δεν πέρασαν απαρατήρητες ή αδιάφορες αλλά και προκάλεσαν έντονες αντιπαραθέσεις τόσο στους κόλπους της αγκυλωτικής κυρίαρχης ιδεολογίας όσο και στα πλαίσια της συνεχώς εντεινόμενης σύγκρουσης ιδεαλιστών – μαρξιστών. Έτσι στην εποχή που οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι εκδίδουν το περιοδικό «Ιδέα», οι μαρξιστές τους απαντούν κυρίως μέσα από τα περιοδικά «Πρωτοπόροι» και «Νέοι Πρωτοπόροι» – ανεπίσημο κύριο όργανο του ΚΚΕ- (1930 και 1931-1936 αντίστοιχα). Ο ενδιάμεσος χώρος καλύπτεται (αριστερόστροφα και δημοκρατικά) από τα περιοδικά «Κύκλος» (1931-1935) και «Σήμερα» (1933-1934). Το τελευταίο κλίνει «μαργιόλικα» και συνοδοιποριακά προς τον μαρξισμό και τον συνοδοιποριακό μετωπισμό.
Από τις ποικίλες κριτικές κατά των «εθνικοφρόνων» φιλελεύθερων διανοουμένων ξεχωρίζει ιδιαίτερα εκείνη του -μετέπειτα καταξιωμένου- Αγγέλου Τερζάκη στο περιοδικό «Ο Κύκλος». Ο βαθύς ιστοριογνώστης Τερζάκης -που όπως ο ίδιος παρατηρεί, δίχως να το καταλάβει βρέθηκε «στη βαλτωμένη στρατιά της μεσοπολεμικής αγωνίας»- τονίζει στην ανάλυση του ότι : τα ηθικά θεμέλια του αστισμού (δλδ. Οικογένεια, Πατρίδα κι Εκκλησία) έχουν πλέον οριστικά σαπίσει και παρεκτοπιστεί, μ’ αποτέλεσμα να έχει καταντήσει ένα καθεστώς διανοητικής στενότητας και υποκρισίας. Ο μαρξισμός, από την άλλη, παραμένει, κατά τον Τερζάκη, στάσιμος γιατί θεοποιεί την οικονομική νομοτέλεια, αδιαφορώντας ολότελα για τον συναισθηματικό παράγοντα. Ωστόσο, τονίζει ο Τερζάκης, η εξάπλωση του μαρξισμού στην Ελλάδα είχε ως αποτέλεσμα την αντίδραση του συντηρητισμού είτε με την μορφή του «συνειδητοποιημένου εθνικισμού» (Μελάς) είτε προτείνοντας το όραμα ενός «εθνικοσοσιαλισμού» (Θεοτοκάς) [εδώ ο Τερζάκης καταδεικνύοντας τον Θεοτοκά ως …εθνικοσοσιαλιστή, πράγματι υπερβαίνει εαυτόν στην υπερβολή και στην απώλεια κάθε μέτρου : συνταιριάζει ιδιότυπα τα ρεύματα του black humor και του spleen με μια παραισθητικού τύπου λυκοφωτική ψυχωσική κρίση]
Ειδικότερα, αναφερόμενος στις αντιλήψεις του Θεοτοκά, ο Τερζάκης θα γράψει σχετικά μ’ επιτηδευμένη καθωσπρεπική ειρωνεία: «Ο εθνικισμός του κ. Θεοτοκά είναι βαθύς κι ενσυνείδητος, θα ‘λεγα πώς είναι αυτόχρημα ένας “ατμοσφαιρικός” εθνικισμός (μια και το Αττικό φως και τα ρόδινα ακρογιάλια τόσο τον επηρεάζουν, όπως αλλού φανέρωνε). Κι εδώ ίσως ο καλλιτέχνης να παρασύρει επικίνδυνα τον ιδεολόγο. Ωστόσο, αφού θα ήθελε με την αναμφισβήτητη του καλή θέληση να συμβιβάσει τ’ ασυμβίβαστα, τον εθνισμό δηλαδή με το σοσιαλισμό, δεν θα έπρεπε να σταματήσει στην αφετηρία και να μην καλοζυγίσει τις συνέπειες». Και τούτη η επιτηδευμένα δηλητηριώδης κριτική του διενεργείται παρά το ότι ο ίδιος θα ομολογήσει αργότερα απερίφραστα «Η ελευθερία προϋποθέτει τη σκληρότητα. Δεν μπορώ να είμαι ελεύθερος όταν ενδίδω». («Προσωπικές Σημειώσεις»).Απλώς δικαιολογούσε και δικαίωνε μόνον ….την δική του σκληρότητα.
Ο Τερζάκης με χολερικό αντιεθνικισμό θα υποστηρίξει στη συνέχεια ότι, οι κοινοί πόθοι κι οι ελπίδες, που θεωρούνται από τον Θεοτοκά και τον Μελά ως οι βάσεις της υπόστασης του Έθνους, δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτε άλλο από τους κρυφούς ή φανερούς του κατακτητικούς σκοπούς ! Ενώ λοιπόν ο Θεοτοκάς και κάποιοι φιλελεύθεροι διανοούμενοι προσπαθούν να κατασκευάσουν έναν «πνευματικό εθνισμό» ο Τερζάκης παρουσιάζεται pro forma σίγουρος ότι η ιδέα του Έθνους έχει πια χρεοκοπήσει. Αυτή του η αντίληψη θα σφραγίσει και τα επόμενα κείμενα του με μιαν απαισιοδοξία λυμφατική, «παραδομένη», δίχως σταλιά οράματος και θα τον κάνει να διαφοροποιηθεί σχετικά από τους άλλους φιλελεύθερους διανοούμενους της εποχής. Η κριτική του έκφραση κι η ιδεολογική του στάση στον Μεσοπόλεμο διαποτίζεται όπως και το πλείστο των μυθιστορημάτων του από ένα καταθλιπτικό κλίμα, μιαν ασφυκτική περιρρέουσα ατμόσφαιρα, καθώς και από αντιηρωικούς «ήρωες» – δέσμιους οικονομικής στενότητας και κοινωνικών προκαταλήψεων.
Όπως θα ομολογήσει απροσχημάτιστα αργότερα : «Ο ίδιος θήτευα εσώτερα σ’ έναν σοσιαλισμό άλλον, ελεύθερο, ανεξίθρησκο, όχι οργανωμένο σε στρατό, καθώς ο δικός τους». Αυτός ήταν ο αλλόκοτος και χορτάτος «συνοδοιπορίας» ανένταχτος, που στο δοκιμιακό του έργο φαίνεται να «φυλάγεται», μακριά από ιδεολογικές διαμάχες, αντίθετος σε κάθε δόγμα, κομματικά ανένταχτος σ’ όλη του την ζωή. Ήταν πεποίθησή του πως το μεγαλύτερο μειονέκτημα για τον πνευματικό άνθρωπο είναι ο φανατισμός, και… φανατικά εξοβέλιζε όποιον και ότι αντιπαθούσε με την κατηγορία του «φανατισμού».
Μέσα από το σύνολο του έργου του διαφαίνεται ξεκάθαρα η άρνησή του για την πολιτική και τους πολιτικούς: Γράφει εύστοχα : «Πόσο περιορισμένη είναι η μελωδία της πολιτικής. Παίζει το σκοπό της απάνω σε δύο μόνο νότες: την υποκρισία και τον κυνισμό». Eνώ σχετικά με τους «διανοουμένους» διατυπώνει την ακόλουθη ευχολογιακή και ….φαντασιακή άποψη: «Ηγεσία του κόσμου μια μόνο μπορεί να ειπωθεί: οι κατά τόπους ανεξάρτητοι διανοούμενοι που διαφωτίζουν την κοινή γνώμη, κρατούν σ’ εγρήγορση τις συνειδήσεις, καταγγέλλουν, ξεσκεπάζουν το παιχνίδι των υπονομευτών της ειρήνης, της ελευθερίας και της ανθρωπιάς».
Οι ιδεολογικές κατασκευές του Θεοτοκά και της ομάδας του περιοδικού «Ιδέα» δέχθηκαν, εκτός από τους «μύδρους» του Τερζάκη, πολλές σφοδρές επιθέσεις από διανοουμένους που υιοθετούσαν ή επηρεάζονταν από μαρξιστικές και μπολσεβίκικες αντιλήψεις. Ο Δημήτρης Γληνός, ένας από τους γνωστότερους μαρξιστές θεωρητικούς της περιόδου, ενορχηστρωτής και μαέστρος της «διανόησης» του ντόπιου μπολσεβικισμού, γράφοντας στους «Νέους Πρωτοπόρους» καταθέτει μια γενική επισήμανση που αφορά στο σύνολο των αντιμαρξιστικών θέσεων : «Είτε ξεθάψουνε και ξαναζωντανέψουνε παλιές συντηρητικές και αντιδραστικές φιλοσοφίες κολλώντας τους τη λέξη νέο, σημάδι τάχα ξανανιωμού (νεοαριστοτελικοί, νεοθωμιστές, νεοσχολαστικοί, νεοκαντιανοί, νεοσελιγγιανοί, νεοεγελιανοί, νεοϊδεαλιστές, νεοθετικιστές) είτε δημιουργούνε καινούργιες ή φαινομενικά καινούργιες μορφές φιλοσοφίας (πραγματισμός, εμπειριοκριτικισμός, βιταλισμός και νεοβιταλισμός, μπερξονισμός, κλπ.) στο βάθος όλες οι φιλοσοφίες έχουν ένα και μόνο σκοπό. Να βγάλουν από μέσα, τάχα, απ’ τα πορίσματα της σύγχρονης επιστήμης για τελικό συμπέρασμα την αγιαστούρα του παπά». Άρα ξεκαθαρίζει πως είναι φυσιολογικός όποιος είναι υλιστής –μαρξιστής – μπολσεβίκος δλδ μόνο όποιος υπηρετεί, δέχεται κι ακολουθεί το ΚΚΕ. Απλά και «μιλημένα-τιμημένα»!
Με παρόμοια διάθεση πολεμικής ο φανατικός μαρξιστής Γιάννης Μηλιάδης θα επιτεθεί στις θέσεις του περιοδικού «Ιδέα» τονίζοντας: «Ο κ. Μελάς και οι παραστάτες του ανακάλυψαν τη μια από τις δυο πλάκες που έδωσε στο Μωυσή ο Ιεχωβά για να σώσει τον κόσμο. Γι αυτό το πρόγραμμα της “Ιδέας” βγήκε κάπως λειψό, με πέντε μόνο άρθρα που μας μιλούν για το θεωρητικό τους “πιστεύω”. Τώρα βέβαια, θα ήθελε κανείς να πληροφορηθεί και μερικά πράγματα για τις συνέπειες που θάχαν οι θεωρίες τους στην εφαρμογή τους, αλλ’ αυτό το αποφεύγουν συστηματικά όλοι οι ιδεολόγοι. Γιατί το παν γι’ αυτούς είναι να σαι “ελεύθερο πνεύμα”. Και άμα είσαι, τότε πας ψηλά σαν αλαφρούτσικο μπαλόνι ‘πάνω από τα κόμματα και τις κοινωνικές τάξεις” και κάθεσαι και κάνεις χάζι με τον κοσμάκη που χαροπαλεύει με την αδικία και τη σκληράδα της ζωής».
Κρίνει επίσης πως το άρθρο του Μελά «Η επανάσταση του δημοτικισμού», είναι «…απροκάλυπτη ευθυγράμμιση με την φασιστική “επαναστατική” προπαγάνδα της εφημερίδας Εστία» (ο διευθυντής της Αχιλλεύς Κύρου στο πρωτοχρονιάτικο φύλλο του 1934 θα δηλώσει υπέρ μιας φασιστικής δικτατορίας!). Ο καλομασκαρεμένος σκληρός μπολσεβίκος Μηλιάδης επίσης θεωρεί ανεπιφύλακτα πως οι Μελάς και Θεοτοκάς είναι «προπαγανδιστές της φασιστικής οργάνωσης της ελληνικής νεολαίας και του εθνικισμού»(!!!). Η χαλκευμένη του κατηγορία θα καταδειχτεί αργότερα, όταν ο Θεοτοκάς αποκηρύσσει στην πράξη την συνεργασία με τον Μελά και «περνάει» σε ακόμη πιο «δημοκρατικές», πιο αριστερές, μινιμαλιστικές κι ανώδυνες «εθνίζουσες» και λιγάκι … ψιλοαριστερές θέσεις με το άρθρο του «Ανόητη κακοπιστία», στο στερνό τεύχος της «Ιδέας», το οποίον απευθύνεται στους μαρξοσυνοδοιπόρους συντάκτες του περιοδικού «Σήμερα».
Αυστηρά μέσα στο πλαίσιο αυτό, που περιγράφεται αδρά τόσον από το κείμενο του Γληνού όσον και από εκείνο του Μηλιάδη, θα κινηθεί η ακατάπαυστη κριτική των μαρξιστών ενάντια στις αντιλήψεις των φιλελεύθερων και όποιων άλλων αντιμαρξιστών διανοούμενων. Βέβαια ένα εξόχως σημαντικό μέρος των επιθέσεων όσων μιλούν στ’ όνομα του μαρξισμού θ’ αφιερωθεί συστηματικά κι επίμονα σε ζητήματα σχετικά με το Έθνος και την Εθνική Θεωρία. Αν και πρέπει να σημειώσουμε πως οι απόψεις όσων είναι μαρξιστές, όταν δεν είναι κομματικά στελέχη του ΚΚΕ (οπότε αλλάζουν θέση μόνον …. με κομματική ντιρεκτίβα), διαφοροποιούνται όσον αφορά στην σύλληψη και στην κατανόηση της έννοιας του Έθνους καθώς και στην προοπτική του στο χρόνο. Διαθέτουν όμως όλοι τους ένα κοινό σημείο που εντοπίζεται στην περισσότερο ή λιγότερο οξεία κριτική στις φιλελεύθερες αντιλήψεις για το Έθνος.
Έτσι ο φίλος του Ράπτη – Pablo, ο Μ. Σπιέρος δηλαδή Νικήτας Ράντος (και με άλλο ψευδώνυμο και Nicolas Calas) που γεννήθηκε … Νίκος Καλαμάρης στην Λωζάνη – κατά την διάρκεια του Β’ Μεγάλου Πολέμου υπηρέτησε εθελοντικά στο … αμερικάνικο Office of war information και το 1945 πήρε την αμερικανική υπηκοότητα !!!!- σε ότι αφορά στην έννοια του Έθνους, τονίζει ότι αυτή «δεν έχει θέση σε μια σοσιαλιστική κοινωνία». Το Έθνος είναι μια έννοια που, κατά τον θρασύ ψευδοπροφήτη Σπιέρο, «..ήρθε και θα φύγει με τον καπιταλισμό». Επίσης ο Σπιέρος επικρίνοντας με σκαιότητα τις απόψεις που είχε διατυπώσει ο Θεοτοκάς στο έργο του «Εμπρός στο Κοινωνικό Πρόβλημα» τον κατηγορεί για «απόλυτη άγνοια του χειρισμού της διαλεχτικής μεθόδου», υποστηρίζοντας πως η άποψη του Θεοτοκά ότι ο κομμουνισμός καταργεί την ελευθερία του πνεύματος ….δεν ευσταθεί. Υποστηρίζει ακόμα ότι ο «έντονα πνευματικός εθνισμός» που εισηγείται ο Θεοτοκάς, δεν είναι παρά μια «αόρατη και μεταφυσική σύλληψη». Η εμπαθής αντεθνική μονομανία του μεγαλοαστού μπολσεβίκου Σπιέρου θα εκφραστεί και πάλι όταν σε γραμμή και ύφος Γληνού θα γράψει πως «η διανόηση της “Ιδέας” είναι στρατευμένη στην προπαγάνδα του φασισμού»
Επίσης και ο Μηλιάδης θα εντοπίσει μεθοδικά και πειθαρχημένα την κριτική του στις αντιλήψεις των ιδεαλιστών σχετικά με το Έθνος. Κατά την δική του μαρξιστική (δηλαδή …δημοκρατικά έγκριτη) γνώμη, το Έθνος, που είναι ιστορικό «δημιούργημα» του 19ου αιώνα, βασίστηκε ουσιαστικά στο αυταρχικό κράτος και γι’ αυτό, αν απογυμνωθεί από αυτό το πολιτικό σχήμα, διατηρεί αποκλειστικά και μόνον τον χαρακτήρα της φυλετικής διάκρισης. Σύμφωνα με τον Μηλιάδη, έστω κι αν κάποτε επιτευχθεί το ιδανικό της αταξικής κοινωνίας, δεν συνεπάγεται ότι οι άνθρωποι θα χάσουν αυτόματα τα εθνικά τους χαρακτηριστικά. Μάλιστα δε ο Μηλιάδης χρησιμοποιεί ως παράδειγμα την Σοβιετία, όπου όπως τονίζει, οι «εθνικές ιδιαιτερότητες» έγιναν σεβαστές ….και μετά την επανάσταση. Αξίζει εδώ να διαπιστώσουμε πως τα ποικίλων αποχρώσεων σκύβαλα της μαρξιστικής αριστεράντζας, φανεροί και μασκαρεμένοι μπολσεβίκοι, απ’ αρχής της ιστορικής τους εμφανίσεως επιδεικνύουν εξαιρετική συνέπεια στον «αντιφασισμό», στην εθνοαποδόμηση και στην αρνησιπατρία. Επί οκτώ δεκαετίες με απόλυτο κι αμετανόητο κυνισμό.
Τέλος ο Παύλος Γκίκας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του «ανακτορικού κομμουνιστή» Ηλία Τσιριμώκου) στο βιβλίο του «Έλεγχος του αστικού ιδεαλισμού»(1933), θα τονίσει ότι ο Εθνικισμός, με το ν’ «ανάγει όλα τα φαινόμενα στην υγεία και ασφάλεια του Έθνους», λειτουργεί τελικά ως «αμυντικό πρόσχημα της αντίδρασης». Είναι κωμικό, ισχυρίζεται ο συγγραφέας, να λέγεται ότι «ο σοσιαλισμός θα καταργήσει τα εθνικά σύνορα, γιατί κατάργηση της εθνικότητας ενός ανθρώπου σημαίνει κατάργηση της επιδερμίδας του»(sic!) και παραληρεί a fortiori δίχως ν’ αντιλαμβάνεται την αυτοκατάργηση των ιδεών του με τον λόγο του, μέσω της φυσικής αλήθειας που του διέφυγε. «Εκείνο που επιδιώκει ο σοσιαλισμός», υποστηρίζει ο μαλθακοεπαναστάτης Τσιριμώκος, είναι «η εξύψωση του ανθρώπου πάνω από την ιδέα του Έθνους χτυπώντας τον εθνικισμό, ο οποίος καλλιεργεί τον ιδεαλισμό και υποθάλπει τον πόλεμο».
Είναι συνεπώς ολοφάνερο απ’ όλα τα παραδείγματα που προαναφέρθηκαν, ότι κατά τον Μεσοπόλεμο η έννοια του Έθνους αποτέλεσε ένα από τα κύρια σημεία σύγκρουσης μεταξύ ιδεαλιστών – αντιμαρξιστών και μαρξιστών. Οι πρώτοι χρησιμοποιούν δραστικά την έννοια του Έθνους ως όπλο ενάντια στην καλπάζουσα απειλή του μαρξιστικού διεθνισμού κι επιδιώκουν την συστηματική ανασυγκρότηση κι ανανέωση της Εθνικής Θεωρίας. Από την πλευρά τους οι μαρξιστές, στα πλαίσια της γενικευμένης κριτικής που ασκούν στην «αστική ιδεολογία», προσπαθούν ν’ αποκαλύψουν τον κοινωνικό και ιστορικό χαρακτήρα της έννοιας του Έθνους, ιδωμένους αποκλειστικά και αυστηρά μόνον μέσα από το στενό, πολωμένο και παραμορφωτικό πρίσμα τους, από το οποίο φιλτράρουν επικριτικά και τις λειτουργίες της μεγάλης αντιπάλου τους Εθνικιστικής Ιδεολογίας.
Πρέπει βεβαίως να επισημανθεί ότι οι ιδιαίτερα καλλιεργημένοι αντιμαρξιστές διανοούμενοι που βρέθηκαν στις γραμμές της «Ιδέας» ποτέ δεν δήλωσαν ξεκάθαρα πολιτικές επιλογές, πέρα από την άρνηση αποδοχής εκ μέρους τους των υφισταμένων έως τότε συστημάτων. Δίχως σαφή τοποθέτηση στον πολιτικοκοινωνικό βίο της Πατρίδας μας, με την υπεκφυγή πως είναι άνθρωποι «των γραμμάτων, της σκέψης και της τέχνης», εισέπραξαν την δηλητηριώδη κριτική των μαρξοκομμουνιστών ότι δήθεν είχαν έλλειμμα «θεωρητικής τεκμηρίωσης» και χαρακτηρίστηκαν ως εν τέλει ως «κρυφοφασίστες».
Επίσης πρέπει με ακριβολόγο ορθοτομία να συνειδητοποιήσουμε πως η καταδίκη του καπιταλιστικού καθεστώτος από τους στοχαστές του περιοδικού «Ιδέα», είναι αντιμαρξιστική, χρησιμοποιεί πλατωνική και σοσιαλίζουσα επιχειρηματολογία, αλλά αυτά τα χαρακτηριστικά της επ’ ουδενί λόγω σχετίζονται βαθύτερα με την φιλοσοφία και την κοσμοθεώρηση του εθνικοσοσιαλισμού, η οποία διατηρεί ως κυρίαρχο άξονά της το πρωτείο της Φυλής και ως βάση της την φυλετικά νοούμενη Λαϊκή Κοινότητα. Οπότε οι όποιες αναλογίες, ομοιότητες και ευθυγραμμίσεις της «Ιδέας» με τον εθνικοσοσιαλισμό παρέμειναν επιδερμικές, σπερματικές πρωτόλειες και ανολοκλήρωτες.
Στον χώρο των ιδεών, στην ιδεολογία και στην θεωρία, ακριβώς όπως και στην φυσική πραγματικότητα της ζωής, καθώς πικρά σφραγίζει η εμπειρία : «ότι λάμπει δεν είναι χρυσός !»
Γιάννης Πετρίτης