Site icon ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ

Συνεργασία: Για τον Ελληνικό Εθνικισμό (Μέρος VIΙΙ)

hellenism__article

ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

Μέρος VΙΙΙ

Μέσα στο ευρύτερο ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο του Μεσοπολέμου -που τμήματά του περιγράψαμε απανθισματικά στα προηγούμενα μέρη αυτής της περιληπτικής επισκοπικής αναδίφησης- εξελίχθηκε και μια προσπάθεια επανακαθορισμού της φυσιογνωμίας, της μορφής  του Ελληνικού Εθνικού Λόγου, η οποία προσπαθεί με συνέπεια κι επιμονή να παραμείνει μακράν από την όποια συνειδητή «προγονοπληξία» ή κι από αβαθείς, «γλυκερές» κι άγονες αναφορές στο παρελθόν, δίχως όμως να μεταπέσει σε «προγονοφοβία». Η αναζήτηση του περιεχομένου της «Ελληνικής Ταυτότητας», κατά την περίοδο αυτή, συνδέθηκε  στενά με την διαμόρφωση και την καθιέρωση του όρου «Ελληνικότητα»

Τούτο τον όρο, με τον οποίο ο καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Αγγλίας Δημήτρης Τζιόβας, ασχολήθηκε ιδιαίτερα στο έργο του «Οι μεταμορφώσεις του εθνισμού και το ιδεολόγημα της ελληνικότητας στο μεσοπόλεμο» – 1989)  τον σχολιάζει ως εξής : «είναι από τις λέξεις που έχουν καταχρηστικά χρησιμοποιηθεί, εθνικά φορτιστεί και ιδεολογικά βαρυνθεί χωρίς τελικά να έχει ξεκαθαριστεί το τι σημαίνει ή σε τι παραπέμπει». Ο ίδιος έγκριτος πανεπιστημιακός ερευνητής, συνεντευξιαζόμενος στην εφημερίδα Βήμα (24 Ιανουαρίου 2010), στην ερώτηση  «Η ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση;» θ’ απαντήσει … «τολμηρότροπα» και υπερβαλλόντως large: «Γιατί όχι ταυτότητες, μνήμες, όνειρα, παραστάσεις, εδέσματα, μυρωδιές, χιούμορ, ακόμη και βλαστήμιες; …Για μένα η ελληνικότητα συνιστά ένα ρευστό κράμα που τα συστατικά του καθορίζονται από τον διαρκώς μεταβαλλόμενο χρονοχώρο μας. Ατελεύτητο “γίγνεσθαι” δηλαδή και όχι μουσειακό, αναλλοίωτο ή βαθύ “είναι”».

Από μιαν αρχική αδρή ιστορική ανίχνευση, προκύπτει πως ο όρος «Ελληνικότητα» εμφανίστηκε σποραδικά κατά τον 19ο αιώνα, χωρίς όμως να καταφέρει να επιβληθεί ως ιδεολόγημα με θεωρητική αντιστοίχηση και μ’ επίσημο εννοιολογικό κύρος. Σύμφωνα με το λεξικό του σπουδαίου Έλληνα  καθηγητή Στέφανου Κουμανούδη «Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων» (1900), η λέξη εισάγεται στην ελληνική γλώσσα στα 1851 από τον Κωνσταντινοπολίτη επιφυλιδογράφο Κωνσταντίνο Πωπ. Εννέα χρόνια αργότερα (1860) ο Ιάκωβος Πολυλάς θα την εισάγει στην κριτική, κατά την απάντηση του στον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο, στην «ποιητολογική» τους διαμάχη υπερασπιζόμενος την ελληνικότητα της ποίησης του Διονυσίου Σολωμού, στην οποίαν ο πρώτος είχε επιτεθεί στην μελέτη του «Πόθεν η κοινή λέξις τραγουδώ; Σκέψεις περί ελληνικής ποιήσεως» (1859) κατηγορώντας τον Σολωμό γιά «αυτομόληση»  «…προς τον ετεροούσιον και αλλοτύπωτον Γερμανισμόν». Την κατά Πολυλά «φιλολογική βλασφημία» του Ζαμπέλιου θ’ αντικρούσει  -όπως ήταν αναμενόμενο- ο ίδιος,  με την μελέτη του : «Πόθεν η μυστικοφοβία του κ. Σπ. Ζαμπέλιου; Στοχασμοί».

Στις αρχές του 20ου  αιώνα, αν κι η εμφάνιση του όρου γίνεται συχνότερη, οι κυριότεροι εκφραστές και καταξιωμένοι «έργω και λόγω» Πρόδρομοι της Εθνικιστικής Ιδεολογίας, Περικλής Γιαννόπουλος και Ίων Δραγούμης, παρά την χρήση του όρου, εξακολουθούν να προτιμούν την έννοια «Ελληνισμός». Αλλά παρά την νοηματική προτίμησή του ο Γιαννόπουλος αποκαλεί την Ελληνικότητα «τρισμέγιστη δύναμη».

Βασική αιτία γι’ αυτήν την προτίμηση φαίνεται ότι υπήρξε είναι η διπλή σημασία που είχε προσλάβει ο όρος «Ελληνισμός» εκείνη την εποχή: από την μια εκφράζει το αλυτρωτικό μεγαλοϊδεατικό ιδεώδες της εδαφικής επέκτασης κι από την άλλην αντιπροσωπεύει το «ιθαγενές» αντίβαρο απέναντι στον συνθλιπτικόν ευρωπαϊσμό, ζήτημα στο οποίον οι Εθνικιστές εκείνης της περιόδου απέδιδαν τεράστια σημασία.

Όταν όμως, μετά την «άνευ τελικής μάχης» ήττα και την καταστροφή στην Μικρασία, «καταψύχθηκαν» και παροπλίστηκαν η Μεγάλη Ιδέα και τα όνειρα της εδαφικής επέκτασης, τότε η πρώτη σημασία χάθηκε, ενώ για την δεύτερη, αυτήν της «Ιθαγένειας», προέκυψε καινοφανής ανάγκη ν’ αναζητηθεί ένα πιο αφηρημένο, συνεπώς και πιο ευέλικτο περιεχόμενό της, στα πλαίσια μιας ολότελα αναδιαρθρωμένης «Εθνικής Ιδεολογίας». Χαρακτηριστικά ο Σπύρος Μελάς, με ανάλογο κείμενό του («Έθνος και ανθρωπότητα») στο περιοδικό «Ιδέα» (αρ. 1-2, Ιανουάριος – Φεβρουάριος 1933) διακήρυξε ότι «… στον τόπο της παλιάς ιδέας του εθνικιστικού ελληνισμού με τις απολυτρωτικές και ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις, υψώνουμε σήμερα τη σημαία ενός καινούργιου πνευματικού ελληνισμού. Αυτός δεν μπορεί να νοηθεί σαν άρνηση των εθνικών ιδεών και της εθνικής κληρονομίας – του ανεχτίμητου θησαυρού πούχει σωρέψει ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός. Δεν μπορεί παρά να είναι η συνειδητοποίηση και γονιμοποίησή τους – μια καινούργια ερμηνεία, μια νέα προσαρμογή».

Έτσι λοιπόν, κατά τον Μεσοπόλεμο, οι νέοι, εξωθρησκευτικοί και μη κρατικοί λειτουργοί και θεράποντες της Εθνικής Θεωρίας προσπάθησαν φιλότιμα  να καλύψουν αυτήν την ανάγκη των εθνικών «συστατικών αναπροσδιορισμών», εισάγοντας, διαρθρώνοντας και στηρίζοντας την έννοια της Ελληνικότητας. Μάλιστα η έννοια αυτή θα γίνεται ολοένα και περισσότερον αισθητή μετά το 1925, ιδιαίτερα σε κείμενα λογοτεχνικής κριτικής, [όπως, με μπόλικη ειρωνεία της Ιστορίας …. της φανατικής φεμινίστριας «Άλκη Θρύλου» δηλαδή Ελένης Ουράνη, της βαθύπλουτης  Ελένης Νεγρεπόντη, γυναίκας του ποιητή Κώστα Ουράνη (Κώστα Νέαρχου) στο : «Η Ελλάδα γυρεύει τον εαυτό της» (1927) και στην μελέτη «Η Έλληνικότης του Έργου του Καβάφη» (1928) του Αλεξανδρινού αναρχικού Γεωργίου Βρισιμιτζάκη], ενώ κατά την δεκαετία του ’30, θα καθιερωθεί ως βασικό συστατικό της ελληνικής Εθνικιστικής Ιδεολογίας.

Η έννοια της «Ελληνικότητας» συνδέθηκε περισσότερο με την «Γενιά του Τριάντα» -στην οποία αναφερθήκαμε στοιχειωδώς στα προηγούμενα- δίχως βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι έγινε αποδεκτή απ’ όλους τους εκπροσώπους της Γενιάς, είτε ότι την αντιλαμβάνονταν όλοι τους ομοιότροπα ή ταυτόσημα. Όπως φάνηκε από την αναφορά των απόψεων του χαρακτηριστικού εκπροσώπου της Γιώργου Θεοτοκά, οι νέοι αυτοί διανοούμενοι επιδίωξαν να φανούν πιο προσαρμοστικοί ή και πιο ευέλικτοι από τους προκατόχους τους, εγκαταλείποντας μεν τα κατ’ αυτούς «παρωχημένα», αλλά πράγματι πολυσύνθετα και βαριά  ιδεολογικά σχήματα της «Ρωμιοσύνης» και της «Εθνικής Ψυχής», (με πολυεπίπεδη υφή και λεπτομερή πολυπλοκότητα, δύσκολα στην παρουσίαση και δυσκολότερα στην υπεράσπισή τους), δίχως όμως να χάσουν και την επαφή με τις «ρίζες».

Από αυτήν την άποψη ο όρος «Ελληνικότητα» φάνηκε ότι μπορούσε να προσφέρει στους διανοούμενους της «Γενιάς του Τριάντα» την ιδεολογική ευχρησία και την πολιτική ολκιμότητα μιας εύπλαστης, αποσταγμένης κι εξαϋλωμένης, ατραυματικής «ιθαγένειας», καθώς αποζητούσαν άπληστα και την ψευδαισθησιακή λεπτή ισορροπία της μέσης οδού, ώστε να μην τυποποιηθούν ως ντόπιοι «φασίστες»,  να μην αντιφάσκουν με τον διακηρυγμένο ευρωπαϊκό τους προσανατολισμό και την δημοτικιστική τους παράδοση, ικανοποιώντας όμως ταυτόχρονα και την φιλόδοξη αυταρέσκεια της σαφούς «υπερέχουσας» διαφοράς τους από τις προηγούμενες γενιές. Τα ήθελαν όλα και τελικά πέτυχαν τα γλίσχρα ελάχιστα σε ότι αφορά στο Έθνος και τα κάλλιστα γι’ αυτούς. Έως τις ημέρες μας τους διέσωσαν τρία χαρακτηριστικά τους : η ειλικρινής τους κομπορρημοσύνη, η πραγματική πρωτοτυπία τους και η συγκριτική μικρότητα ή ασήμαντη ουτιδανότητα των κατοπινών «διανοητών», που συνεχίζεται έτι φθίνουσα στις πνευματικά τραγελαφικές μεταπολιτευτικές ημέρες μας.

Αυτή η πιθανώς ανεπαίσθητη, αλλ’ αναμφίβολα δραστική κι ουσιαστική εννοιολογική «μετατόπιση»,  -από τον συμπαγέστερο «Ελληνισμό» στην πλαστικότερη «Ελληνικότητα» – πρέπει επίσης να συσχετιστεί και με μιαν άλλη σημαντική αλλαγή που υφίσταται η έννοια του Έθνους μετά το 1930, ειδικότερον δε μετά το 1936, όταν εγκαθιδρύεται με την δικτατορία Μεταξά το «Καθεστώς της 4ης Αυγούστου». Τότε η έννοια «Έθνος» παύει πλέον -ατυχώς- να ταυτίζεται με την έννοια «Λαός», αποκτώντας, ολοένα και περισσότερο, μια περισσότερον αφηρημένη και ιδεαλιστικότερη ερμηνεία, ως απόπειρα  ικανού ιδεολογικο-πολιτικού «αντισταθμίσματος» στον υφέρποντα διασπειρόμενο ταξικό κερματισμό του Έθνους, τον οποίον πρότεινε ο ανερχόμενος στην Ελλάδα μαρξοκομμουνισμός, αλλά και στην φθίνουσα λαϊκοποίηση του Έθνους από τους πρώτους δημοτικιστές. Η «Ελληνικότητα» λοιπόν όπως εύστοχα –αν και με εκτρωτικά «μαρξίζουσα» φρασεολογία- επισημαίνει ο Τζιόβας: «αναδεικνύεται ως το αριστοκρατικό ιδεολόγημα των νέων φιλελεύθερων διανοουμένων αντιπροσωπεύοντας τον ιδεαλιστικό τους ελιγμό ανάμεσα στις συμπληγάδες του χοντροκομμένου λαϊκισμού του παρελθόντος και του απειλητικού μαρξισμού – κοινωνισμού του παρόντος».

Η εμφάνιση της έννοιας της Ελληνικότητας συνδέεται άμεσα και με το θέμα της λεγόμενης «Εθνικής Αυτογνωσίας». Το θέμα αυτό είχε απασχολήσει την ελληνική διανόηση ήδη από την εποχή της προετοιμασίας της Εθνεγερσίας. Συνεπώς από τις αρχές του 19ου  αιώνα και καθ όλην την διάρκεια του, το ζήτημα της «Εθνικής Αυτογνωσίας» ήταν σταθερά στις κορυφαίες προτεραιότητες των αναζητήσεων των θεραπόντων της Εθνικής Ιδέας, ενώ μετά την μορφοποίηση του μεταπελευθερωτικού κράτους αποτελούσε πεδίο συστηματικής ενασχόλησης των ερασιτεχνών ή επαγγελματιών λειτουργών της κυρίαρχης κρατικής ιδεολογίας.

Η «αναζήτηση της εθνικής αυτογνωσίας» εμπεριείχε δυο συνιστώσες αντικειμενικά παρούσες σε κάθε τέτοιου είδους διαδικασία : αφ’ ενός αποτελούσε μια προσπάθεια συγκρότησης της Εθνικιστικής Ιδεολογίας ως ιδεολογίας συνεκτικής συμφιλίωσης, ομόνοιας και συνοχής των «δυνάμει και έργω» αντιπάλων κοινωνικών τάξεων και αφ’ ετέρου εξυπηρετούσε μιαν εκ των βασικών λειτουργιών του «εφαρμοσμένου Εθνικισμού», δηλαδή την διαφοροποιητική αντιπαράθεση, τον «ουσιακό διαφορισμό» με το «εξωτερικό», με καθετί «μη – ελληνικό». Εύλογα λοιπόν αυτή η προσπάθεια εκφραζόταν κυρίως με δυο μορφές: είτε ως συστηματική αναζήτηση, ιχνηλάτηση, ανεύρεση, επιλογή ανάδειξη κι εμπέδωση των καταλληλότερων στοιχείων του ιστορικού παρελθόντος (όχι όμως με ανερμάτιστες χαλκευμένες παραμυθολογίες), είτε ως προσπάθεια κανονιστικής οριοθέτησης κι ελέγχου της πνευματικής και πολιτισμικής συνδιαλλαγής με την Δύση μέσω ανθεκτικών και σαφών «ηθμών». Παρά το γεγονός ότι και τα δυο προαναφερόμενα «μέτωπα αναζήτησης» συνυπάρχουν πάντα, στον χώρο της διανόησης φαίνεται πως από τα τέλη του 19ου αιώνα, το «εσωτερικό μέτωπο», εκείνο της παγιοποιούμενης αυτοπροσδιοριστικής, μονοσήμαντης, «Εθνικής Αυτογνωσίας» έχει στοιχειωδώς διακανονισθεί. Μέσα από το έργο των Εθνικών Ιστοριογράφων, των «Διοσκούρων» Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου και  Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου, το Εθνικόν Όραμα, το Εθνικόν Παρελθόν, ως και η Εθνική Παράδοση φαίνονται να είναι πλέον δεδομένα και δεν προκαλούν συγκλονιστικές αναταράξεις.

Τώρα πλέον βαραίνει ιδιαίτερα η προσήκουσα στάση αντιμετώπισης της «Ευρώπης». Στα πλαίσια της αναζήτησης του νέου «Εθνικού Οράματος» και καθώς πια γίνεται ιδιαίτερα έντονη η προσπάθεια για την ανασυγκρότηση του Εθνικού Λόγου, τίθεται συνάμα και το ζήτημα των περαιτέρω σχέσεων με την Ευρώπη, με την «Δύση». Σ’ ολόκληρη την διάρκεια του Μεσοπολέμου αυτή η «εξωτερική» διάσταση, το «εξωτερικό μέτωπο» του ζητήματος της ρέουσας ετεροπροσδιοριστικής, διαδραστικής και αμφιμονοσήμαντης «Εθνικής Αυτογνωσίας» θα επανέλθει συχνότατα στο προσκήνιο και θα συζητηθεί πλειστάκις κι εντονότατα, μέσα στα πλαίσια των εξελισσόμενων ευρύτερων  ιδεολογικών και πολιτικών συγκρούσεων. Την εποχή αυτήν λοιπόν θ’ αποκτήσει μεγάλη σημασία και η αποδοχή του Ελληνικού Εθνικού Λόγου από τα «εκτός Ελλάδας» ακροατήρια μετά την επίδραση που εξήσκησαν επάνω του τα «εκτός Ελλάδος» ιδεολογικοπολιτικά δρώμενα και που συνεχίζουν να εξασκούν ανά τόπο στην αποδοχή ή απόρριψή του.

Βέβαια οι αντιευρωπαϊστές, εκείνοι οι επίμονοι ρωμαντικοί της φαντασιώδους αυτοτέλειας του Ελληνισμού, που εξακολουθούν ν’ αντλούν τα επιχειρήματα τους από το φλογερό και ιδιόμορφα αντιδυτικό –«αντιφραγκικό» κήρυγμα του αυτόχειρα μεγαλόπνοου εθνεγέρτη Περικλή Γιαννόπουλου, τότε διαθέτουν ακόμα αρκούντως ισχυρή παρουσία. Συνεπώς έως και τα τέλη της δεκαετίας του ’20, αλλά και αργότερον, θα συνεχίσει να ακούγεται δριμεία κι ασυμβίβαστη η κριτική τους κατά της εκφυλισμένης και εκφυλίζουσας, άπληστης και ημιβάρβαρης «Δύσης». Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο σπουδαίος Φώτος Πολίτης, ο οποίος μ’ ένα μαχητικό του άρθρο στην εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα» (22 Νοεμβρίου 1928) θα υποστηρίξει – για μιαν ακόμα φορά – την ανάγκη να απομακρυνθεί  το Έθνος από τα παρακμιακά πρότυπα της Δύσης και να στραφεί στα ελληνικά ήθη, στα δημοτικά κειμήλια, στον Σολωμό και στον Παπαδιαμάντη.

Οι θέσεις αυτών των διανοουμένων οι οποίοι βασίζουν την άποψη τους για τον Ελληνισμό και στην αντίθεση τους με την παρακμή της Δύσης, είναι σε σημαντικό βαθμό επηρεασμένες από τον ισχυρότατο απόηχο των απόψεων του εν γένει άγνωστου κι αγνοημένου στην Πατρίδα μας Γερμανού φιλοσόφου Όσβαλντ Σπένγκλερ. Στο μνημειώδες δίτομο έργο του «H παρακμή της Δύσης» («Der Untergang des Abendlandes»-1918,1922), ο  πολύς Σπένγκλερ  διενήργησε μιαν ανελέητη και ρηξικέλευθη,  απεξαρθρωτική  κριτική ενάντια στον εκμαυλισμένο,  υλοκρατούμενο Δυτικό πολιτισμό, που κυριαρχείται ολοένα και περισσότερο από τις δυνάμεις του Χρήματος. Επίσης επέκρινε με ειρωνεία κι εύστοχη απαξίωση  και  τις ψευδοφιλάνθρωπες τάχα «ανθρωπιστικές» αρχές του πολιτισμού αυτού.

Ο Σπένγκλερ βλέπει το «Αίμα» ως την μόνη αρκετά ισχυρή δύναμη για να ανατρέψει το Χρήμα, την έως τότε κυρίαρχη δύναμη της εποχής του (κι ατυχώς επί του παρόντος και της εποχής μας). Το Αίμα συνήθως νοείται ως φυλετικό συναίσθημα κι αυτό είναι μια αναμφισβήτητη αλλ’ όμως μερική αλήθεια, που ενίοτε καθίσταται πεπερασμένη και συνεπώς παραπλανητική. Η σπενγκλεριανή ιδέα περί φυλής λίγο είχε να κάνει με την ανθρωπογεωγραφικά νοούμενη εθνική ταυτότητα, ενώ ήταν απορριπτική έως εχθρική προς τους «επιπόλαιους» ρατσιστές, υπ’ αυτήν την στενή και περιοριστική, «ζωολογική» – φυλογνωσική έννοια του ρατσισμού. Η αντίληψή του για την φυλή ήταν ευρύτερη και βαθύτερη, όπως αργότερα του Ιουλίου  Έβολα, συνεκτιμώντας και την ψυχοπνευματική διάσταση της φυλετικής ιδιότητας. Το βιβλίο αναφέρει σχετικά πως ένας  πληθυσμός καθίσταται πράγματι φυλή, όταν είναι ενωμένος στην προοπτική άποψή του για την ζωή, οπότε μια πιθανώς διαφορετική εθνική καταγωγή δεν προξενεί ανησυχία.

Ο Σπένγκλερ μιλά καθοριστικά για τον τελικό αγώνα ενάντια στο  Χρήμα : αυτός θα είναι επίσης μια καταληκτική αφανιστική μάχη ανάμεσα στον καπιταλισμό και στον σοσιαλισμό, αλλά και πάλι τον σοσιαλισμό νοητό υπό μιαν ειδική έννοια: «με βούληση να δώσει ζωή σε μιαν ισχυρή πολιτικο-οικονομική τάξη που υπερβαίνει όλα τα ταξικά συμφέροντα, ένα σύστημα ευγενούς συμπόνιας κι αίσθησης καθήκοντος». Δηλαδή όχι τον «δημοκρατικό σοσιαλισμό» ή τον «αν-ύπαρκτο σοσιαλισμό» του μπολσεβικισμού.  Γράφει επίσης : «Μια δύναμη μπορεί ν’ ανατραπεί μόνον από μιαν άλλη δύναμη, όχι από μιαν αρχή, κι απόμεινε μόνον μια δύναμη που μπορεί να αντιμετωπίσει το Χρήμα. Το Χρήμα ανατρέπεται και καταργείται από το Αίμα. Η ζωή είναι άλφα και το ωμέγα … Είναι η πραγματικότητα των γεγονότων … Πριν από τον ακαταμάχητο ρυθμό της ακολουθίας των γενεών, ότι δημιουργήθηκε από την αφυπνιζόμενη συνείδηση στον πνευματικό κόσμο της τελικά χάνεται».

Η κριτική των δυτικοθρεμμένων ή των μπολσεβίκων στοχαστών και διανοουμένων σε βάρος του σπουδαίου πονήματος του Σπένγκλερ, υπήρξε μεροληπτική και προκατειλημμένη : Ειπώθηκε στερεότυπα ότι ως Γερμανός «αντιδραστικός εθνικιστής» αντιμετώπισε μεν το ζήτημα του πολιτισμού με ρεαλιστική επιστημονική ακρίβεια, αλλά από την σκοπιά της κατ’ αυτόν αυτονόητης, μη ευπρόσιτης, αν και ευκταίας σωτήριας ηγεμονίας του γερμανικού Έθνους, ως του μόνου ικανού οδηγού των Εθνών της Λευκής Φυλής, ώστε να φέρει την «Νέα Τάξη» στην Ευρώπη και στον Πλανήτη. Παρά την αμφίπλευρη απορριπτική στάση ενάντια στο βιβλίο του, το έργο αυτό είχε πολυσήμαντη επίδραση στην ελληνική διανόηση της εποχής [όπως κατέδειξε κι ο Παναγιώτης Χαραλάμπου Νούτσος («Η μορφολογία της ιστορίας του Oswald Spengler στο έργο του Ε.Π. Παπανούτσου», περιοδικό Δωδώνη, 1980 και «Νεοελληνική Φιλοσοφία – οι ιδεολογικές διαστάσεις των ευρωπαϊκών της προσεγγίσεων», 1981)

Για το πολύκροτο έργο του ο ίδιος ο Σπένγκλερ αναφέρει ότι, το συνέλαβε κάποια στιγμή το 1911 και πέρασε τρία χρόνια στην συγγραφή του πρώτου προσχεδίου του. Κατά την έναρξη του Α’ Μεγάλου Πολέμου άρχισε την αναθεώρησή του και ολοκλήρωσε τον πρώτο του τόμο το 1917. Αυτός δημοσιεύθηκε στο επόμενο έτος, όταν ο Σπένγκλερ ήταν 38 ετών κι αποτελούσε το πρώτο του έργο μετά  την διδακτορική του διατριβή για τον Ηράκλειτο. Ο δεύτερος τόμος εκδόθηκε το 1922. Δηλαδή o Όσβαλντ Σπένγκλερ πέρασε πάνω από μια δεκαετία, συγγράφοντας την «Παρακμή της Δύσης». Ο πρώτος τόμος έχει υπότιτλο «Μορφή κι Επικαιρότητα», ενώ ο δεύτερος τόμος έχει υπότιτλο «Προοπτικές της Παγκόσμιας Ιστορίας». Το έργο αυτό, με την «πυθώνιο γραφή», χάρη στο οποίο έγινε πασίγνωστος, αποπνέει έντονη την ατμόσφαιρα μιας ζοφερής απαισιοδοξίας, καθώς ο συγγραφέας αποφαίνεται ότι ουδείς εκ των πολιτισμών της ιστορίας -τους οποίους αριθμεί σε οκτώ- δεν είναι αιώνιος, αλλά ο καθένας τους έχει μιαν ζωή διάρκειας περίπου χιλίων ετών. Επίσης  προδικάζει κατηγορηματικά τον επικείμενο αφανισμό του «Δυτικού πολιτισμού», επισημαίνοντας ως προεξαγγελτικά «σημεία» της κατάρρευσής του την επικρατούσα δύναμη του χρήματος, την κυριαρχία των ΜΜΕ (!) και την έλλειψη πρωτότυπων διανοουμένων και δημιουργών σ’ όλους τους τομείς του πολιτισμού και της παιδείας. Σήμερα, πολύ περισσότερον από τότε, τρέμει πράγματι κανείς εμπρός στην φρικιαστική και δυσοίωνη ακρίβεια των προρρήσεών του, οι οποίες στέκουν τριγύρω μας πραγματωμένες «έως κεραίας».

Μια βιβλιοκριτική ανασκόπηση του δεύτερου τόμου της «Παρακμής» στο περιοδικό Time στα 1928, περιέγραψε την τεράστια επιρροή κι αντιπαράθεση που ήδη απολάμβαναν οι ιδέες του Σπένγκλερ  κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1920: «Όταν εμφανίστηκε στη Γερμανία πριν από λίγα χρόνια ο πρώτος τόμος της “Παρακμής της Δύσης”, πωλήθηκαν χιλιάδες αντίτυπά του. Οι καλλιεργημένες  ευρωπαϊκές συζητήσεις γρήγορα κορέσθηκαν από Σπένγκλερ. Ένας «σπενγκλερισμός» ξεχύθηκε από τους κονδυλοφόρους αμέτρητων μαθητών. Ήταν επιτακτική ανάγκη να διαβαστεί ο Σπένγκλερ, να τον συμπαθήσουμε ή να του αντισταθούμε. Έτσι παραμένει ακόμη.»

Η μορφολογία αποτελεί κομβικό μέρος της «φιλοσοφίας της ιστορίας» του Σπένγκλερ, χρησιμοποιώντας μια μεθοδολογία που προσεγγίζει την ιστορία και τις ιστορικές συγκρίσεις με βάση τις πολιτισμικές μορφές και την πολιτιστική δομή, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η λειτουργία. Σε μιαν υποσημείωση ο Σπένγκλερ περιγράφει τον βασικό πυρήνα της φιλοσοφικής προσέγγισης του προς την ιστορία, τον πνευματικό πολιτισμό και τον υλικό πολιτισμό: «Ο Πλάτων και ο Γκαίτε ξεχωρίζουν για την φιλοσοφία του Γίγνεσθαι, ο Αριστοτέλης και ο Καντ για την φιλοσοφία του Είναι. Οι σημειώσεις κι οι στίχοι του Γκαίτε πρέπει να θεωρηθούν ως έκφραση ενός απόλυτα σαφούς μεταφυσικού δόγματος. Δεν θ’ άλλαζα ούτε μία λέξη απ’ αυτό : “Η Θεότητα είναι αποτελεσματική στο ζων  κι όχι στο νεκρό, στο γίγνεσθαι και στο μεταμορφούμενο, όχι στο είναι και στο παγιοποιημένο. Ομοίως, ως εκ τούτου, ο λόγος στην τάση του τους το θείο, αφορά μόνον στο γίγνεσθαι και στο ζων. Η κατανόηση αφορά στο ήδη γεγονός, στο παγιοποιημένο, το οποίο αυτή χρησιμοποιεί. (Επιστολή τους τον Έκερμαν την Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου1829)» Αυτή η πρόταση περιλαμβάνει όλη την φιλοσοφία μου.» [Ο Γιόχαν Πέτερ Έκερμαν ήταν Γερμανός ποιητής και συγγραφέας, που συνεργάστηκε με τον Γκαίτε ως γραμματέας του και αποτύπωσε την συνεργασία τους στο έργο του «Συνομιλίες με τον Γκαίτε στα τελευταία χρόνια τους ζωής του,1823-1832» (Gespräche mit Goethe in den letzten Jahren seines Lebens, 1823-1832), από το οποίο και η εν λόγω επιστολή του Γκαίτε.]

Λόγοι ιστορικής ακρίβειας και ηθικής τάξης επιβάλλουν να τονίσουμε ότι προ του Σπένγκλερ, ανάλογες προσεγγίσεις περί το ιστορικό γίγνεσθαι διατύπωσαν τουλάχιστον άλλοι τρείς στοχαστές ευρύτατης παγκόσμιας εμβέλειας, τον οποίων το έργο δεν φαίνεται να μελετήθηκε και  ν’ αποτυπώθηκε καθόλου στην Πατρίδα μας, τουλάχιστον έως τον Β’ Μεγάλο Πόλεμο (αν όχι και ως τις «γνωσιοπενικές» ημέρες μας) :

Ο Ναπολιτάνος Τζιανμπατίστα Βίκο (1668–1744), πρωτοπόρος στην εθνολογία ως αυτόνομη επιστήμη,  που έγραψε την «Νέα Επιστήμη» («Scienza Nuova») το  1725, μ’ αναθεώρηση το 1730 και 1740. Το έργο του ( με πλήρη τίτλο : «Αρχές της Επιστήμης περί την Κοινή Φύση των Εθνών» – «Principi di Scienza Nuova d’ intorno alla Comune Natura delle Nazioni») ανακαλύφθηκε και μελετήθηκε έναν αιώνα περίπου μετά τον θάνατο του, από τους Γερμανούς ρομαντικούς μεταξύ του 1790 και του 1810 : Πρώτα από τον  πρόδρομο του ρεύματος «Θύελλα και Ορμή»  Γιόχαν-Γκέοργκ Χάμαν και μέσω του φίλου και μαθητή του Χέρντερ,  στον Γκαίτε και στον Γιάκομπι. Η επιρροή του τους δεν περιορίστηκε μόνον  σ’ τους. Μπορεί να ειπωθεί πως ήταν ο πραγματικός  πατέρας τους κοινωνιολογίας πριν τον Αύγουστο Κοντ, ενώ είδε την Ιστορία ως μιαν επαναλαμβανόμενη  κυκλική διαδικασία.  Η «άνοδος» και η «πτώση» συνιστούν ένα σχήμα με το οποίο αναπτύσσεται ο πολιτισμός, εκδηλούμενος σ’ έναν αδιάκοπα  επαναλαμβανόμενο κύκλο («Ricorso») με τρεις εποχές : την θεϊκή, την ηρωική, και την ανθρώπινη. Αυτή η νομοτελειακή διαδικασία σχετίζεται με την ιστορική πορεία του κάθε λαού.

Ο Βίκο έβλεπε τους κοινωνίες ως πολυσυνθετικό προϊόν τους λογοτεχνίας, των μύθων, τους γλώσσας, των νόμων, τους τέχνης, του πολιτεύματος, τους θρησκείας και τους φιλοσοφίας τους. Ήταν οπαδός τους εξέλιξης –όχι τους υποχρεωτικά τους το «τέλειο»-. Συνειδητοποίησε πως είναι ανόητη κι άκαρπη κάθε ανάλυση τους Ιστορίας με βάση τα σύγχρονα κριτήρια του κάθε μεταγενέστερου αναλυτή, ενώ χρησιμοποιώντας την ιστορία τους αρχαίας Ρώμης ήταν από τους πρώτους που απέρριψαν ως «άγονη» την αρχαιολατρία. Κατ’ αυτόν κάθε εποχή έχει τη δική τους τέχνη, νόμους και πολιτική, ενώ το πεπρωμένο όλων των εποχών και των κύκλων τους ιστορίας είναι η λήθη. Το έργο του είναι γεμάτο εντυπωσιακά προορατικά «μοντέρνα» στοιχεία (που αφορούν στην σύγχρονή τους ψυχανάλυση, στον υπαρξισμό, στην γλώσσα και στον μαρξισμό) πριν καν αυτά ανακαλυφθούν.

Ο Ρώσος φυσιοδίφης, οικονομολόγος, εθνολόγος, φιλόσοφος, ιστορικός, και ιδεολόγος του πανσλαβισμού και του κινήματος των Σλαβοφίλων Νικολάϊ Γιακόβλεβιτς Ντανιλέφσκυ (1822-1885), που ανέπτυξε μια «κυκλική» άποψη τους παγκόσμιας ιστορίας. Ο Ντανιλέφσκυ το 1869 δημοσίευσε το βιβλίο του : «Ρωσία και Ευρώπη : Μια ματιά τους πολιτιστικές και πολιτικές σχέσεις του σλαβικού κόσμου με τον γερμανο-ρωμαϊκό ». Ήταν το έργο που του απέφερε τεράστια διεθνή φήμη. Σ’ αυτό, ο συντηρητικός εθνολόγος καινοτόμησε με την μεταφορική χρήση βιολογικών και μορφολογικών όρων στην σύγκριση των πολιτισμών. Εκεί υποστηρίζονταν ότι οι σλαβικοί λαοί θα έπρεπε στο μέλλον να οργανωθούν σε μιαν ομοσπονδία, (στην οποία αναγκαστικά θα συμμετείχαν οι μη Σλάβοι Ούγγροι, Ρουμάνοι κι  Έλληνες), που θα εκτείνονταν από την Αδριατική μέχρι τον Ειρηνικό και από τον Αρκτικό μέχρι το Αιγαίο. Επικεφαλής τους «Ένωσης» τους, που θα στηριζόταν στην αρχή των εθνοτήτων, θ’ αναλάμβανε η Ρωσία, με ομοσπονδιακή πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη.

Ο Ντανιλέφσκυ συγκρίνει τους πολιτισμούς και τα έθνη με τα ποικίλα βιολογικά είδη, αρνείται τα κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ εθνών κι αντίθετα υποστηρίζει ότι, κάθε έθνος ή πολιτισμός είναι ενωμένα με την γλώσσα και την πνευματική καλλιέργειά τους, που δεν μπορούν να μεταδοθούν σε κανένα άλλο έθνος. Έτσι χαρακτήρισε τους μεταρρυθμίσεις του Μεγάλου Πέτρου ως «καταδικασμένες σε αποτυχία», δεδομένου ότι αφορούσαν σε μια προσπάθεια επιβολής αλλοεθνών αξιών στον σλαβικό κόσμο.

Ο Ντανιλέφσκυ διέκρινε τέσσερις κατηγορίες τους ιστορικής-πολιτιστικής δραστηριότητας : θρησκευτικές, πολιτικές, κοινωνικοπολιτικές και πολιτιστικές. Αυτές οδήγησαν σε δέκα διαφορετικούς ιστορικο-πολιτιστικούς τύπους: αιγυπτιακό, κινεζικό, ασσυροβαβυλωνιακό, εβραϊκό, ελληνικό, ρωμαϊκό, μουσουλμανικό, σλαβικό και ρωμαιογερμανικό. Κατόπιν εφήρμοσε την τελεολογική θεωρία του για την εξέλιξη, δηλώνοντας ότι κάθε τύπος πέρασε από διάφορα προκαθορισμένα στάδια : νεότητα, ενηλικίωση και γήρας. Η τελευταία φάση σημαίνει και το τέλος αυτού του τύπου. Χαρακτήρισε τον σλαβικό τύπο ως το στάδιο τους νεότητας κι ανέπτυξε ένα κοινωνικο-πολιτικό σχέδιο για την περαιτέρω καλύτερη ανάπτυξή του, με την συμμετοχή κι ενοποίηση όλου του σλαβικού κόσμου, με πρωτεύουσα του την Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου θα κυβερνάται από έναν Ορθόδοξο Αυτοκράτορα. Ενώ οι άλλοι πολιτισμοί έχουν  εκφυλιστεί στον τυφλό «περί υπάρξεως αγώνα», ο σλαβικός κόσμος πρέπει να θεωρηθεί ως ο Μεσσίας ανάμεσά τους. Ωστόσο κατά την άποψη του  δεν υπάρχει πραγματική ή απόλυτη πρόοδος, καθώς η ιστορία είναι κυκλική.

Ο Κωνσταντίν Νικολάγιεβιτς Λεόντιεφ (1831-1891) ήταν τους μοναρχικός Ρώσος φιλόσοφος που υποστήριξε την πρόταση δημιουργίας στενότερων πολιτιστικών δεσμών μεταξύ τους Ρωσίας και τους Ανατολής, προκειμένου η Ρωσία ν’ αντιταχθεί τους καταστροφικές εξισωτικές-ισοπεδωτικές, χρησιμοθηρικές κι επαναστατικές επιρροές από την Δύση. Η σκέψη του αναπτύχθηκε στην βάση μιας θρησκευτικής εμπειρίας υπερβολικής αυστηρότητας, έχοντας την πάγια τάση να βλέπει τα πάντα από υπερβατική και ένθεα λυτρωτική σκοπιά. Υποστήριξε με θέρμη την ανατολική πολιτιστική κι εδαφική επέκταση τους Ρωσίας τους την Ινδία, το Θιβέτ και την Κίνα. Το 1875, πρότεινε ότι οι πολιτισμοί αντικατοπτρίζουν φυσικούς οργανισμούς και παρουσιάζουν ανάπτυξη κι «ανθοφορία», η οποία  ακολουθείται από πτώση και θάνατο. Σύμφωνα με τον Λεόντιεφ, η πρώτη περίοδος χαρακτηρίζεται από μιαν αυξανόμενη ποικιλομορφία. Το magnum opus του είναι το : «Βυζάντιο και Σλάβοι» (1873-75), αλλά το πιο αξιοσημείωτο βιβλίο του είναι ένα τόμος δοκιμίων με συνολικό τίτλο: «Η Ανατολή, η Ρωσία, και ο Σλαβισμός» (1885-1886). Υπήρξε επίμονος κριτής τους δυτικής καταναλωτικής κοινωνίας με την λατρεία τους στην υλική ευημερία. Ο Λεόντιεφ, αν και δεν υπήρξε γνήσιος οπαδός του πανσλαβισμού συμφωνούσε με ορισμένα σημεία των απόψεων του Ντανιλέφσκυ, ωστόσο τοποθετούσε το κέντρο του ιδεολογικού του προγράμματος στην Ορθοδοξία και τους (υπόδουλους τότε τους Τούρκους) ορθόδοξους, σλαβικούς και μη, λαούς. Αυτό οφειλόταν τους εγγενείς δυσκολίες μιας «Ένωσης» με τους δυτικούς Σλάβους, οι οποίοι δεν ήσαν μόνο καθολικοί, αλλά και φιλελεύθεροι, αντίθετοι τους το παραδοσιακό συγκεντρωτικό καθεστώς τους Ρωσίας.

Ο Λεόντιεφ θεωρούσε τον παραδοσιακό ρωσικό «Βυζαντισμό» ως μιαν αληθινή ευλογία και ισχυρό αντίδοτο κατά τους περαιτέρω φιλελευθεροποίησης τους κοινωνίας τους χώρας του. Οι αισθητικές και πολιτικές θεωρίες του είχαν κάποιες σαφείς ομοιότητες μ’ εκείνες του Νίτσε και του Σπένγκλερ. Ο Λεόντιεφ προηγήθηκε αρκετές δεκαετίες του Σπένγκλερ  στην θεωρία τους κυκλικής φύσης των πολιτισμών και στην σύλληψη τους παρακμής τους Δύσης. Ακόμη θεώρησε ότι η Δύση είχε φτάσει στην έναρξη του τελευταίου σταδίου τους.

Όντας απαισιόδοξος από την φύση και την φιλοσοφία του, ο Λεόντιεφ έκανε διάφορες ζοφερές προβλέψεις, που κατέληξαν να γίνουν πραγματικότητα. «Προφήτευσε» ότι, στον επόμενον αιώνα (τον 20ο), θα υπάρξει μια αιματηρή επανάσταση στη Ρωσία υπό την ηγεσία τους «Αντίχριστου», η οποία θα είναι σοσιαλιστική και τυραννική στην φύση, και τους οποίας οι κυβερνήτες θα εξασκήσουν  περισσότερη ισχύ απ’ ότι οι τσαρικοί τους προκάτοχοί. Είπε ακόμη ότι ο «σοσιαλισμός είναι η φεουδαρχία του μέλλοντος». Πίστευε πως μόνον η σκληρότερη δυνατή αντίδραση θα μπορούσε να αποτρέψει αυτό το σενάριο. Τους προέβλεψε ότι η Γερμανία θα καταστεί αρκετά ισχυρή για να διεξάγει  έναν ή δύο μεγάλους πολέμους, αλλά όχι περισσότερους κι ότι μιαν ημέρα η Κίνα θ’ απειλήσει την ισχύ τους Ρωσίας. Τέλος ισχυρίστηκε ότι η τεχνολογία θα οδηγήσει κάποτε σε παγκόσμια καταστροφή.

Παρά την σπενγκλεριανή σαγήνη κι επιρροή στην Πατρίδα τους, στα πρώτα χρόνια μετά το 1930 δεν στέκουν κυρίαρχες οι όποιες «αντιδυτικές» φωνές. Δεν είναι αυτές που χρωματίζουν το δρώμενο κι ορίζουν τον τόνο στην συζήτηση. Το πρόβλημα των πολιτισμικών σχέσεων με την Δύση επανέρχεται τώρα πιεστικότερα, ορμητικά κι επίμονα από μια νέα γενιά διανοουμένων που την διακρίνει ο έντονος ευρωπαϊσμός τους, αλλά συνάμα κι η επίγνωση τους «ηγεμονικότητας» τους Δύσης. Απηυδισμένη από την οποιαδήποτε εθνοκεντρική «σωληνώδη και μυωπική όραση» και τον μεμψίμοιρο και καθωσπρεπικό επαρχιωτισμό του παρελθόντος, η γενιά αυτή στρέφεται εξερευνητικά κι αναζητητικά τους την αναρρωνύουσα Ευρώπη, στρέφεται τους μέσα από τους σταθεροτυπίες του δικού τους καλοσπουδαγμένου αστικού καθωσπρεπισμού.

Ωστόσον, γρήγορα η ζωηρή και σφύζουσα αυτή νέα προσέγγιση των πολιτισμικών σχέσεων με τη Δύση, προσκρούει στο βασανιστικό ερώτημα: τι δύναται ν’ αντιπαραθέσει η Ελλάδα στην πολιτισμική ηγεμονία τους Δύσης; Δεν θα μπορούσε βέβαια ν’ αντιτάξει, για μιαν ακόμα φορά, την ξεφτισμένη ρητορεία τους αδιάλλακτου Εθνικισμού, την όποια ανατολίτικη «ρωμιοσύνη» ή την φθοροποιό και αδιέξοδη ρομαντική «προγονοπληξία» τους ατελέσφορου «αρχαιόστροφου ελληνοκεντρισμού». Τώρα χρειαζόταν κάτι ζωντανό, λαϊκό αλλά ταυτόχρονα και σύγχρονο, κάτι άγνωστο ως τότε, αρχέγονο και νεοελληνικό συνάμα. Τώρα λοιπόν, η ανακάλυψη του Μακρυγιάννη και του Θεόφιλου63 θα υπενθυμίσει τους Ευρωπαίους πως δεν υπάρχει μόνον η αρχαία Ελλάδα με το κλασικό τους πρόσωπο, αλλά κι η σύγχρονη, η ζωντανή Ελλάδα, με την λαϊκή τους φυσιογνωμία και την σημαντική τους ιδιοπροσωπία !

Αυτή την απόπειρα αναπροσδιορισμού, αναδόμησης των σχέσεων τους Ελλάδας με την Δύση θα την επωμισθεί, σε μεγάλο βαθμό, η «Γενιά του Τριάντα», μάλλον σηκώνοντας βάρος μεγαλύτερο απ’ αυτό που μπόρεσαν ν’ αντέξουν οι πρόθυμοι μα όχι ηράκλειοι ώμοι τους. Παρά τα’ ότι τους ο κύκλος διανοουμένων δεν θα χρησιμοποιήσει πολύ εκτενώς τον όρο «Ελληνικότητα», θα συνδεθεί άρρηκτα μ’ αυτόν και θα θεωρηθεί εσφαλμένα δημιουργός του. Ο λόγος είναι απλός : από την «Γενιά του Τριάντα», εκπορεύθηκε η ρομαντική φιλοδοξία αντίστασης ενάντια στον πνευματικό ηγεμονισμό τους Δύσης, φιλοδοξία η οποία εκφράσθηκε μέσα από την αντικειμενική αντανάκλαση (ή σύμφωνα με τους αμφισβητίες κι επικριτές με το «ιδεολόγημα») τους Ελληνικότητας, ακριβώς τους σε τους χώρες εκφράζεται μέσα από παρόμοιες έννοιες ωσάν αυτές του Deutschtum, τους Italianita – Romanita ή τους Hispanidad. (Από Εμάς τους Εθνικιστές Χρυσαυγίτες εκτιμάται ως αντιφυσική, αντιιστορική κι υπεραπλουστευτική αυθαιρεσία, ν’ αποτιμάται ως δήθεν απλό κι απλουστευτικό «ιδεολόγημα» η Ελληνικότητα, δηλαδή ως μια κατασκευασμένη και τεχνητή ιδέα ή άποψη, που τάχα επινοήθηκε με μόνο σκοπό την υποστήριξη των ανάλογων θέσεων. Αυτή η προσέγγιση είναι στείρος και «παραμαρξιστικός» ακαδημαϊσμός, από ανθρώπους που φύσει ή θέσει αδυνάτησαν να έχουν βιωματική εμπειρία τους Ελληνικότητας, οπότε την μετάγουν σε μιαν άψυχη κι αδρανή «ορολογική» υπεραπλούστευση).

Βεβαίως, έκτοτε η «φύσει ευρεία» τάση  αντίστασης στον φερ’ ειπείν δυτικό πολιτιστικό ηγεμονισμό, δεν εκφράστηκε πλέον  με κάποιαν απλή άρνηση, μήτε προσέλαβε την απλοϊκή μορφή τους ανολοκλήρωτου δογματικού «μισοξενισμού», τους συνέβαινε παλαιότερα. Αντίθετα επιδιώχθηκε απροκάλυπτα  η μετωπική αντιπαράθεση τους την «Δύση», υπό ίσους όρους, μέσα από την συστηματική αναζήτηση κι ανάδειξη τους εθνικής τους μοναδικότητας και πρωτοτυπίας.

Συνεπώς, φαίνεται ότι, η προϊούσα διαμόρφωση, απαρτίωση κι αποτύπωση τους έννοιας τους Ελληνικότητας στην δεκαετία του ‘30, είναι ένα πολυπαραγοντικό αποτέλεσμα, οφειλόμενο μεταξύ άλλων και στην νέα ιστορική φάση στην οποία εισήλθε βίαια κι «αλματικά» η ελληνική Εθνική Θεωρία, μετά την διαρηκτική ώση τους Μικρασιατικής Καταστροφής. Τους η μετεξέλιξη τους έννοιας τους εκλαμβάνεται και ως εύλογη επιπλέον απόρροια τους έντονης παρόξυνσης του προβλήματος τους «Εθνικής Αυτογνωσίας», ιδιαίτερα δε τους μονοσήμαντης έντασης τους σχέσης Ελλάδας – Δύσης.

Εφεξής, η νέα γενιά «λειτουργών» και «θεραπόντων» τους «Εθνικής Θεωρίας», διεκδικητική, φιλόδοξη κι ανικανοποίητη, απομακρύνθηκε από τον εγχώριο απομονωτισμό του γλωσσικού ζητήματος και τους αυτιστικής εθνικής ενδοσκοπίας, αποπειρώμενη με νεανική θρασύτητα μια πιο απαιτητική συμμετοχή τους στον ευρωπαϊκό πνευματικό στίβο, ενώ ζήτησε να συναλλαγεί με την περιρρέουσα πραγματικότητα, με τελικό μέτρο την Ιθαγένεια και την Ελληνικότητα, αλλά και την πρωτοτυπία.

Επιχείρησε λοιπόν –με κάποιαν ανυπόμονη ανωριμότητα κι απερισκεψία- την εισαγωγή νέων λογοτεχνικών ειδών και ποιητικών ρευμάτων, διακήρυξε ανέμελα την εκούσια εύκολη εγκατάλειψη τους ηθογραφίας στην λογοτεχνική τους έκφραση και προσπάθησε να επιτύχει την μέγιστη εφικτή διεύρυνση των πνευματικών τους οριζόντων. Εν τέλει, αυτή η γενιά έθεσε υπό ενδελεχή εξέταση την σχέση Έθνους κι «ανθρωπότητας» σε σχετικά ικανό θεωρητικό επίπεδο, επιδιώκοντας και φιλοδοξώντας μέσα από παραχωρήσεις κι επιτήδειους εξωραϊσμούς να εξασφαλίσει για την Ελληνικότητα μια κυρίαρχη θέση στα πολυσύνθετα και πολυεπίπεδα πλαίσια του Δυτικού πολιτισμού.

Δυστυχώς, μήτε οι εθνοκεντρικοί «παλαιοτυπικοί» Εθνικιστές, μήτε οι φιλοπευρωπαϊστές δημοκράτες και «δημοκράτες» θα κατορθώσουν στον Μεσοπόλεμο να υπερβούν στην πράξη την ανυπαρξία θετικού και συνεκτικού πολιτικού μύθου. Στην καλύτερη περίπτωση λειτούργησαν ως επίμονο κι ανθεκτικό φράγμα απέναντι στην τοξικά αντεθνική κομμουνιστική πλημμυρίδα. Η Πατρίδα μας μην έχοντας ακόμα συνέλθει από την αφανιστική κατέρρειψη του 1922, θα κινηθεί επιταχυνόμενα κι «ανακλαστικά» τους τον επερχόμενο εξοντωτικό ωκεάνιο τυφώνα, πλησίστια μεν και με γενναίο πλήρωμα τον αείποτε τολμητία Ελληνισμό, αλλά δίχως στέρεο οίακα από το 1922 έως το 1936, οπότε δυστυχώς έχουν πλέον σχηματοποιηθεί οι τροχιές τους επικείμενης παγκόσμιας αιματηρής ρήξης των ιδεών και των γενέθλιων κόσμων τους.

Γιάννης Πετρίτης

πηγή

Exit mobile version