Όποιος θέλει να κατανοήσει και να ερμηνεύσει έναν Λαό, δεν αρκεί μόνο να γνωρίσει τα συγκεκριμένα γεγονότα της ιστορικής του πορείας. Εξ άλλου οποιαδήποτε ιστορική σύνοψη μπορεί να προσφέρει εύκολα την στοιχειώδη γνώση αυτών των γεγονότων. Όμως για την βαθύτερη γνωριμία με τον χαρακτήρα ενός Λαού και την στενότερη εξοικείωση του μελετητή με την ξεχωριστή ψυχολογική υπόστασή του απαιτείται παράλληλα προς την ιστορική γνώση, οπωσδήποτε μια φιλοσοφική διάσταση της σκέψης, καθώς και μία στοιχειώδης ποιητική έκφραση. Φυσικά, απαιτείται επίσης πολλή κι απέραντη αγάπη προς τον Λαό που κάποιος θέλει να πραγματικά γνωρίσει, να βρει την αληθινή βαθύτερη ουσία του, να ιδεί την ξέχωρη φύση του και να κοιτάξει στην ψυχή του.
Συνεπώς όποιος θέλει να κατανοήσει βαθειά τους Έλληνες πρέπει πρώτιστα να τους αγαπήσει. Επειδή μόνο στην Απολλώνια λάμψη της φιλοσοφικής θεώρησης και στην διονυσιακή θέρμη της ενόρασης, γεφυρωμένες από αγάπη για το αντικείμενο, μπορούν να αποκαλυφθούν και ν’ αξιολογηθούν οι μυστικές δυνάμεις της Λαϊκής ζωής. Μόνον με τον τρόπο αυτόν αποκαλύπτεται στο βάθος των γεγονότων και στα πυρηνικά χαρακτηριστικά των διαφόρων προσώπων της ιστορικής πραγματικότητας, ο ουσιώδης συμβολισμός, το πραγματικό τους νόημα κι ο αξονικός Μύθος τους.
Πίσω από την ιστορική ζωή του Λαού είναι πάντοτε παρούσα, άλλοτε απροκάλυπτη, φανερή κι έκδηλη, άλλοτε πάλι αδιόρατη, συγκαλυμμένη και κρυμμένη η φυλετική ψυχή του. Η Ιστορία χάνει την κοσμική της διάσταση, μένοντας απλή, παθητική γνώση και ξερή, μηχανική μάθηση, όταν μέσα από τα δρώμενα και τα πράγματα δεν μπορεί να προσεγγίσει την Ιδέα και δεν εισδύει μέσα της. Όταν δηλαδή δεν συλλάβει το Είναι μελετώντας το Γίγνεσθαι, όταν δεν εννοήσει από την Ζωή την Ψυχή.
Η διαπιστωμένη, περίπου τετρακισχιλιετής ιστορία του Έθνους μας (δίχως να προσμετρήσουμε την πρωτοϊστορία, την προϊστορία και τους μυθολογικούς χρόνους του), εξ αντικειμένου περιλαμβάνει μια δυσθεώρητη πολυμορφία, πολυπλοκότητα, πολυμέρεια και συχνά αντιφατικότητα εκδηλώσεων της ζωής του Λαού μας.
Επίσης, όμως διακρίνεται από μίαν οργανική ενότητα και διαποτίζεται από ένα καθολικό, διαχρονικό νόημα, το οποίο πέρα από την βιολογική ομοιογένεια και τον άτρωτο πυρήνα της φυλετικής σύστασης του Λαού μας, πρέπει να αναζητηθεί επίσης, στο πνευματικό επίπεδο, στην αθάνατη κι ενιαία Εθνική Ψυχή, στην ξεχωριστή πνευματική φυσιογνωμία, στην ιδιοπροσωπία του Ελληνισμού.
Θεμελιώδη συστατικά της Εθνικής Ψυχής μας είναι η αγάπη της ελευθερίας συνάμα με την αγάπη του ωραίου. Αυτά τα βαθύτατα ψυχικά γνωρίσματα του Λαού μας, στηρίζονται στο ακλόνητο υπόβαθρο του θεογενούς προστάτη τους, του Αγώνα. Ο ελληνικός έρωτας του καλού και του ωραίου, το ιδεώδες της «καλοκαγαθίας» είναι γνωστός σ’ όλα τα μήκη και πλάτη του πολιτισμένου κόσμου και πολύφημος ανάμεσα στα πολιτισμένα έθνη, έχοντας αθάνατους μάρτυρές του τα αξεπέραστα δημιουργήματα της λαμπερής ελληνικής τέχνης και του ελληνικού λόγου.
Η παθιασμένη αγάπη του Λαού μας στην ελευθερία ομολογήθηκε, θαυμάστηκε και υμνήθηκε σε πολλές ανθρώπινες γλώσσες. Αποτελεί τον κομβικό νοηματοδότη του Εθνικού μας Ύμνου. Σφραγίζεται από την υπέρ ελευθερίας θυσία μιας μεγάλης στρατιάς εθνικών προμάχων και εθνομαρτύρων, των οποίων οι αμέτρητες πανάγιες, ηρωικές και μαρτυρικές ψυχές βρίσκονται συνεγερμένες υπέρ της Εθνικής Ελευθερίας στα Ηλύσια Πεδία. Όμως υπέρ της ελευθερίας δεν καταμαρτυρεί μόνον η τιτανική πορεία του έθνους μας, αλλά κι η ίδια η πατρώα γη μας : τα τραχιά φαράγγια, οι κοφτερές χαράδρες, οι λογχόμορφες βουνοκορφές της, σφυρηλατημένα από το αδήριτο Απολλώνιο Φως του Ελληνικού ήλιου, διακηρύττουν πως ετούτη η γεμάτη πέτρα γης είναι το λίκνο, η κοιτίδα της ελευθερίας. Δηλώνουν περήφανα πως η Ελευθερία είναι Ελληνίδα.
Τόσον η ψυχική σφαίρα του Ελληνισμού, όσον και το φυσικό περιβάλλον της Ελληνίδας γης, το συνολικό υλικό και ψυχοπνευματικό κλίμα της Ελλάδος δεν συμφωνεί παρά μόνον προς το ελεύθερο και προς το ωραίο. Αυτός είναι ο κανόνας του ελληνικού γίγνεσθαι, από το οποίον το Έθνος παρέκκλινε μόνον στις τραγικότερες πτωτικές στιγμές της ιστορικής του μοίρας. Κι αυτές οι παρεκκλίσεις ήσαν απλά δαιμονικές παρεμβολές, εφήμερες μολύνσεις, πρόσκαιρες και αβαρείς βλάβες. Ακόμη κι η φρικώδης δουλεία των τεσσάρων αιώνων υπό τον βάρβαρο Μογγόλο τύραννο λειτούργησε πρόσκαιρα και επιδερμικά πάνω στο μεγαλειώδες συγκρότημα του Ελληνισμού, καθώς η ακλόνητη φυλετική καταβολή του Έθνους ανταποκρίθηκε στην θέληση της Πρόνοιας με το ισχυρότατο υπόβαθρο δεδομένο : τον Αγώνα, βασικό υπαρξιακό γνώρισμα της Ελληνικής ψυχής.
Ο αγώνας προσέφερε διαρκώς σε όλη την ιστορική διαχρονία του Ελληνισμού την μαχητική διάθεση, η οποία παρακινώντας την ψυχή και το πνεύμα του Λαού μας τον οδήγησε στην μεγαλουργία του μοναδικού μας πολιτισμού, ο οποίος είναι πρωτίστως ο πολιτισμός της καλοκαγαθίας, ο πολιτισμός του ωραίου και αγαθού, πνευματικά, ηθικά κι αισθητικά, ενώ συνάμα είναι πολιτισμός κατ’ εξοχήν «πρόμαχος και θεράπων της Ελευθερίας». Αυτός είναι ο δισυπόστατος, διγενής και διογενής ελληνικός πολιτισμός που έως τούδε εξεδήλωσε δραστήρια δύο εκφάνσεις του: αρχαία και μεσαιωνική.
Η ιστορική μοίρα του Ελληνισμού είναι ο διαρκής αγώνας : από την πρώτη του εμφάνιση στην ιστορική σκηνή έως σήμερα, τόσον στον πόλεμο όσον και στην ειρηνική περίοδο. Αγώνας εξωτερικός κι εσωτερικός : στο πεδίον της ύλης και στην πνευματική σφαίρα, ο Ελληνισμός αγωνίζεται είτε ως πολίτης είτε ως σύνολο εθνικό, είτε ως αρχαίον άστυ, είτε ως αυτοκρατορικό μεσαιωνικό ή νεώτερο κράτος των Ελλήνων. Διαρκής αγώνας ως Γένος και ως Έθνος : αυτό είναι το ιστορικό αποτύπωμα του Λαού μας.
Το τεράστιο εθνικό μας λεξιλόγιο είναι κυριολεκτικά γεμάτο από λέξεις που σημαίνουν αγωνιστικότητα, που διαθέτουν ξεκάθαρο αγωνιστικό περιεχόμενο: πόνοι, έργα, δεινά, πόλεμοι, πάλη, αγωνίες, αγώνες, αγωνίσματα, φιλοτιμία, φιλονικία, άθλος, δίκη, μάχη, έριδα, είναι ένα μικρό απάνθισμα από τον απεριόριστο, πλουσιότατο και περικαλέστατο ανθώνα της ελληνικής γλώσσας, το οποίον εκφράζει την τιτάνια αγωνιστική πληθώρα της ελληνικής ζωής. Όλες γενικά οι λέξεις που δηλώνουν άμιλλα, σύγκριση, διαγωνισμό, υπεροχή, μοναδικότητα και πρωτιά δημιουργίας ή εφεύρεσης, καθώς κι όλες οι λέξεις που αναφέρονται στην κρίση, στην αναγνώριση, στην καταξίωση και επιβράβευση, στη διαμνημόνευση και επιβίωση αγωνιστικών προσπαθειών προσωπικού ή συλλογικού χαρακτήρα, όλες αυτές, οι πολυπληθέστατες λέξεις κι οι χρήσεις τους, όσες παραθέτουν σε τεράστια και δυσθεώρητη αφθονία και ποικιλότητα (πρωτοτύπων και συνωνύμων) οι λεξικογράφοι, από τον Αριστοφάνη τον Βυζάντιο και τους προδρόμους του έως τον Πέτρο Βλαστό και τους επιγόνους του, αποδίδουν με την θεματική, φθογγολογική και ηχομουσική πολυχρωμία τους, την αιώνια ζωηρή αγωνιστική τάση και διάθεση της Εθνικής Ψυχής των Ελλήνων, των «αεί Παίδων» κατά τον Ισόθεο Πλάτωνα, τον αφάνταστα πολυμερή και πολύμορφο ποιητή-φιλόσοφο του Γένους.
Ο μεγάλος τραγωδός Ευρυπίδης ο Φλυεύς, ο γιος του Μνησάρχου, στις «Ικέτιδες» [την τραγωδία που περιγράφει πως οι μητέρες των νεκρών «Επτά επί Θήβαις» ζητούν την βοήθεια του βασιλιά-ήρωα Θησέα, ώστε να τους αποδοθούν για ταφή οι νεκροί τους], στον στοίχο 323, λέει δια στόματος της βασίλισσας Αίθρας, πως η πατρίδα «εν τοις πόνοις αύξεται», συμβουλεύοντας τον γιο της Θησέα, ο οποίος στον στοίχο 577 απαντά στον Κήρυκα πως η Πόλις «πονούσα πολλά πολλ’ ευδαιμονεί». Επίσης ο Αλιμούσιος Θουκυδίδης, ο δεινός ιστορικός του Εμφυλίου Πελλοποννησιακού Πολέμου και φερόμενος ως μέγας στρατηγιστής, γράφει στην «Συγγραφή» του (1.123) «πάτριον εκ των πόνων τας αρετάς κτάσθαι». Δηλαδή όπως καταμαρτυρεί η συγκλονιστική αρχαία γραμματεία, η Πατρίδα μας «εν τοις πόνοις αύξεται» και όταν και εφόσον ενίοτε ευτυχεί, αυτό το κατορθώνει «πολλά πονούσα» και κινδυνεύοντας, εν μέσω αδιάκοπων μόχθων και σκληρού αγώνα. Αυτή είναι η τραγική και μεγαλειώδης μοίρα του Ελληνισμού και της Ελλάδας.
Η ίδια η λέξη «Αγών» έχοντας υπερτρισχιλιετή ιστορία, όσην περίπου κι η Πατρίδα κι ο Λαός μας, εξεταζόμενη ετυμολογικά και σημασιολογικά μπορεί να μας προσφέρει επαρκή ανίχνευση των ιστορικών και κοινωνικών καταβολών του ιδιότυπου αγωνιστικού στοιχείου της Εθνικής Ψυχής.
Εδώ επισημαίνεται η βαθύτατη πεποίθηση όλων των Εθνικιστών της Χρυσής Αυγής ότι, οι λέξεις δεν αποτελούν απλά αθροίσματα φθόγγων στον προφορικό λόγο ή σημείων στον γραπτό λόγο, αλλά ισχυρά βραχυλογικά νοητικά σύμβολα νοητικής συμπύκνωσης, κλείδες εμβίωσης κι αντίληψης του κόσμου, καθώς κι εκφραστικές μορφές της Εθνικής Ψυχής και αποτυπώματα του Πολιτισμού του Γένους μας. Εξαίρετη συνεπώς και ουσιαστικότατη παραμένει για τους μαχητές της Αλήθειας η προτροπή του Αντισθένη : «Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις». Στο πνεύμα αυτό κινούνται οι απόπειρές μας για τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις των λέξεων.
Έτσι λοιπόν η λέξη «Αγών» προέρχεται από το ρήμα άγω (οδηγώ, κατευθύνω). Οι συνηθέστερες και πρώτες σημασίες της λέξης στον αιώνιο βάρδο του Ελληνισμού Όμηρο είναι : η συνέλευση πολλών, η εορτάσιμη κι εορταστική συναγωγή πλήθους ανθρώπων, το συγκεντρωμένο πλήθος κι ο τόπος συνάθροισης για τέλεση αγώνων. Στις φράσεις της Ιλιάδας «ίζανε ευρύν αγώνα» (Ψ.258), όπου ο Αχιλλέας «συγκέντρωσε σε μάζωξη πλατειά» τον Λαό για να τιμήσει με νεκρικούς αγώνες τον χαμένο Πάτροκλο, όπως και «λύτο δ’ αγών»(Ω.1), όταν σκόρπισαν οι πολεμιστές καθώς «διαλύθηκε η συγκέντρωση» και γύρισαν ο καθένας στο πλοίο του.
Συνεπώς ο «αγών» στην πρωταρχική του σημασία σήμαινε την σύγκληση της συνέλευσης αγωνιζομένων και θεατών (στην πρώτη φράση) ή και την διάλυσή της (στην δεύτερη). Εδώ αποκαλύπτεται μια αρχαϊκή αφετηρία του αγώνα, η προέλευση του από την συμβίωση και την κοινωνικότητα, από την συλλογική συμμετοχικότητα της Ελληνικής Λαϊκής Κοινότητας στην αρχαϊκή φάση της.
Αυτή η ίδια η συμβίωση της Λαϊκής Κοινότητας και οι επιμέρους λειτουργίες της, όπως ειδικότερα η «αγορά», δηλαδή η μαζική συνάθροιση των ανδρών της κοινότητας, προσέφεραν την ευκαιρία της επίδειξης, της κρίσης και σύγκρισης των ικανοτήτων και δυνατοτήτων των συνερχομένων μελών της Λαϊκής Κοινότητας, των συμβιούντων πολιτών.
Αυτή η προσμέτρηση, το λογάριασμα των ικανοτήτων και χαρισμάτων των συγκεντρωμένων συμπολιτών, δηλαδή η εκτίμηση κι αποτίμηση των «αρετών» τους, σχετίζεται με το ρήμα «αραρίσκω», που σημαίνει συγκεντρώνω και συνάπτω, αλλά και λογαριάζω. Από αυτό απορρέουν οι λέξεις αρετή, άριστος, άρτιος με την εμφανή θετική «σημαντική» τους βαρύτητα.
Εκεί λοιπόν στον αρχαϊκό αγώνα, στην συνάθροιση της Λαϊκής Κοινότητας, στην κοινωνική ατμόσφαιρα της ομάδας, στην «αγορά», αναδεικνυόταν κι αναγνωριζόταν το θάρρος, η ευψυχία, η ευγλωττία, η ευβουλία, η ισχύς της πειθούς, δηλαδή τα στοιχεία εκείνα που συγκροτούν τον κορμό της ηρωικής προσωπικότητας. Στον αγώνα, ο οποίος δεν μπορεί να νοηθεί και να εκδηλωθεί έξω από το κοινωνικό πλαίσιο, όπως και στον «πατέρα πάντων» πόλεμο, προβάλλονταν κι επιβάλλονταν οι άνδρες που ήσαν «αριπρεπέες» (Ιλιάδα Ι.331) και καθένας τους «μύθων τε ρητήρ πρακτήρ τε έργων» (Ι.443).
Δηλαδή ο Αγώνας αρμόζει σ’ αυτούς που είναι Δυνατοί κι ο καθένας τους χώρια, είναι ικανός στα λόγια και στις πράξεις, μπορεί να ειπεί τους «μύθους», δηλαδή τις αλήθειες και να κάμει έργα. Ο Αγώνας δοκιμάζει, κρίνει και σφραγίζει τους άνδρες, ώστε ο καθένας να κερδίσει κατά την αξία του την θέση του στην κοινότητα και με τρόπο φυσικό κι αρμονικό ν’ αναδειχθούν οι Άρχοντες κι ο Αρχηγός, αυτός που «από Αρχής Άγει» την Λαϊκή Κοινότητα, τον Λαό. Άγει επειδή με δικαιοκρισία αναδείχθηκε στα χρόνια τούτα αναλόγως όπως περιγράφεται στην «Ξυγγραφή» από τον φλεγματικό Αλιμούσιο Θουκυδίδη, τον γιό του Ολώρου, ο μέγας Περικλής (Ι,139,4) ; «ανήρ κατ’ εκείνον τον χρόνον πρώτος Αθηναίων, λέγειν τε και πράσσειν δυνατώτατος».
Ο Αγώνας λοιπόν επενεργεί στο ιστορικό γίγνεσθαι, ανατρέπει εξουσίες κι εξουσιαστές, γεννά Ηγέτες ικανούς να οδηγούν, να «άγουν» την Λαϊκή Κοινότητα στην σωτηρία της και στο νικηφόρο μάλλον.
Ο Αγώνας που συνεχίζεται στο σύγχρονο πεδίο της ιστορικής δράσης του Ελληνισμού. Αυτός ο Αγώνας που διεξάγεται από την φάλαγγα των αμετανόητων φανατικών Ελλήνων Εθνικιστών της Χρυσής Αυγής.
Γιατί οι Χρυσαυγίτες επιδιώκουν να ζουν και να πορεύονται όπως οι «Φύλακες» της Πλατωνικής Πολιτείας του Ελληνισμού, ως οι εκ των Ελλήνων «Φιλέλληνες σφόδρα»!
Γ. Λύκος