Site icon ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ

Συνεργασία: Για τον Ελληνικό Εθνικισμό (Μέρος ΙΧ)

hellenism__article

Ιδεολογική συγκρότηση μετά την Μικρασιατική Καταστροφή

Μέρος ΙΧ

Νεανική αμάθεια, μωρός πνευματικός σνομπισμός και  μονομανία κατάδειξης  νεωτερικών και πρωτότυπων ιδεών οδήγησαν πολλούς φιλελεύθερους διανοούμενους του Μεσοπολέμου στην  απόρριψη της Ελληνικότητας ως στατικής εκδοχής  της αυτοσυνειδησίας του Έθνους με την κατηγορία της  «πύλης» για την ολίσθηση σε τάχα «ανερμάτιστο Εθνικισμό». Έτσι συχνά πριν καν ωριμάσει η όποια σχηματοποιούμενη Ελληνικότητα, αποσύρθηκε, μυκτηρίστηκε και καταβαραθρώθηκε, καθώς η διανόηση της εποχής προέβη στην  υιοθέτηση του πιο εύπεπτου και πλαστικά μαλάξιμου όρου «νεοελληνικόν ύφος»

Η κριτική στάση του Γιώργου Θεοτοκά απέναντι στον Περικλή Γιαννόπουλο –του οποίου την μύχια επιρροή, τόσον εμφανή στα κείμενα του αρνιόταν ν’ αναγνωρίσει- αλλά κι η πρόθυμη συμπαράσταση που θα σπεύσουν να του προσφέρουν άλλοι διανοούμενοι στις επιθέσεις που δέχεται από τους θαυμαστές των γιαννοπουλικών ιδεών, αποκαλύπτουν για πολλοστή αφορά τον πολυποίκιλα διαφορετικό τρόπο με τον οποίον ορισμένοι νέοι διανοούμενοι του Μεσοπολέμου –και μάλιστα όλων των ιδεολογικοπολιτικών αποχρώσεων- αντιμετώπιζαν το περιεχόμενο του όρου «Ελληνικότητα». Μετά την πραγματοποίηση του τριπλού τεύχους-αφιερώματος του περιοδικού «Νέα Γράμματα» στον Περικλή Γιαννόπουλο [που, σύμφωνα με την παρουσίασή του από τον Αντρέα Καραντώνη, στόχο είχε : «να μας εμπνεύσει το κήρυγμά του ένα σύστημα γνήσιων νεοελληνικών αξιών κι’ ένα σταθερό, συνειδητό συναίσθημα καθολικού ελληνισμού, καθαρίζοντας την όρασή μας από τα υπερπλεονάζοντα σκοτάδια της ποικιλόμορφης δυτικής επίδρασης»], θ’ ακολουθήσει ο «πολεμικός» αντίλογος των Σ. Πάμφυλου («Ένα γράμμαΜια φωνή διαμαρτυρίας [για τοαφιέρωμα των Νέων Γραμμάτων στον Περικλή Γιαννόπουλο]») και Αγγ. Τερζάκη («Ένα στίγμα»), στο  ίδιο το περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα», αλλά και μια απρόσμενη αρνητική αντίδραση του «εθνικοσοσιαλίζοντος» Μανώλη Καραγάτση, στην «Νέα Εστία» («Οι Επιτάφιοι»). Ο πρόωρα χαμένος Δημήτριος Καπετανάκης θα γράψει με απαξιωτική διάθεση για τους επικριτές του Μεγάλου Αφυπνιστή : «Τον είπαν τρελλό, επειδή το πάθος του ξεπερνά τα μέτρα τους» («Νεοελληνικά Γράμματα», 21-5-1938). Και η κρίση του Καπετανάκη φαίνεται εκ των υστέρων διπλά σωστή : αυτοί ήσαν βολεμένοι αστοί που διπλοβολεύτηκαν στην συνέχεια. Ο Περικλής Γιαννόπουλος ήταν  επαναστάτης ιδεοκήρυκας, διαφωτιστής και μεταρρυθμιστής.

Η «Ελληνικότητα» σ’ αυτούς τους διανοούμενους που αποστασιοποιήθηκαν από τον εθνεγερτικό δαυλό του Γιαννόπουλου, γινόταν αντιληπτή λιγότερο περιχαρακωμένη, περισσότερον απεριόριστη, ως μια σύλληψη δυναμική, διαμορφωμένη μέσα από μια σχέση αλληλεπίδρασης κι αλληλεξάρτησης με τον Δυτικό πολιτισμό και την εξελισσόμενη Δυτική πνευματική καλλιέργεια. Συνεπείς  προς την αντίληψή τους αυτήν, επέμεναν στην παρουσίαση του Ελληνισμού ως ενός διαρκούς Γίγνεσθαι, ως μιας διαδικασίας μόνιμης εξέλιξης κι εναλλαγής. Η κατ’ αυτούς «συμπαγής» αλλά και «στατική» γιαννοπουλειος αντίληψη της «Ελληνικότητας», αντίβαινε στις προσδοκίες αυτής της γενιάς, που μάλιστα φιλοδοξούσε άλλοτε εύσχημα και προσχηματικά κι άλλοτε προκλητικά -με τελοεφηβικό θράσος- να εγχαράξει νέα στοιχεία στην Εθνική μας Ταυτότητα και να τονίσει την εθνική μας «ετερότητα», αλλά ιδωμένη μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο του Δυτικού πολιτισμού. Αν λοιπόν θεωρούσαν την «Ελληνικότητα»  ως  κάτι ήδη συντελεσμένο, ως ένα σύστημα κλειστό, αυτάρκες κι αυτοτελές,  που δεν χρειαζόταν, ούτε κι έπρεπε να έχει, πέραν της εξεταστικής μελέτης οιουδήποτε είδους άλλη σχέση με τον υπόλοιπο ανθρώπινο πολιτισμό, τότε όλοι οι φιλόδοξοι οραματισμοί αυτών των νέων αστών διανοουμένων του Μεσοπολέμου θα ήσαν άχρηστοι κι αστήριχτοι, θα  έπεφταν στο κενό. Η όποια πρωτοτυπία τους δεν θα είχε παρουσία στο «ήδη συμβάν». Στάθηκαν όλοι τους τυχεροί, γιατί μεταπολεμικά ο Εθνικός Στρατός συνέτριψε τους μπολσεβίκους κατά την εμφύλια σφαγή κι έτσι ξέφυγαν το λεπίδι της ΟΠΛΑ ή τις … «μεταφυσικές εμπειρίες» στα γκουλάγκ.

Οι ποικίλες σημαντικές διαφοροποιήσεις οι οποίες εντοπίζονται μεταξύ μιας φερ’ ειπείν συμπαγούς-στατικής και μιας ρευστής-δυναμικής σύλληψης κι ερμηνείας του όρου «Ελληνικότητα», ανιχνεύονται επίσης πρόδηλα και στο πλαίσιο του επιστολικού διαλόγου που διεξήχθη  μεταξύ Κωνσταντίνου Τσάτσου και Γιώργου Σεφέρη, με αντικείμενα την νοηματική αλληλουχία της νεότερης ποίησης και την Ελληνικότητα στην τέχνη. Εκτιμάται ότι ο διάλογος αυτός είναι ένας από τους τρείς σημαντικότερους διαλόγους γύρω από την ποίηση στα ελληνικά γράμματα. Οι άλλοι δύο είναι μεταξύ Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου και Ιάκωβου Πολυλά (με αφορμή την Ελληνικότητα της σολωμικής ποίησης), και μεταξύ Άγγελου Βλάχου και Εμμανουήλ Ροΐδη («η φιλολογική έρις» με γνώμονα την πρωτοκαθεδρία της «έμπνευσης» ή του «περιβάλλοντος» στην ποιητική δημιουργία).

Η συζήτηση των δύο διανοουμένων πραγματοποιήθηκε στο διάστημα  από τον Απρίλιο του 1938 μέχρι τον Δεκέμβριο του 1939, με δημοσιεύσεις τους στα περιοδικά «Προπύλαια» και «Νέα Γράμματα». Αρχή του Διαλόγου έκανε ο. Τσάτσος μ’ ένα του δημοσίευμα στο περιοδικό «Προπύλαια» (Απρίλιος 1938). επικρίνοντας, κατ αρχήν, την «πρωτοπορειακή» ποίηση των νέων ποιητών της Γενιάς του Τριάντα. Ο … «δημοκρατικότερος» Σεφέρης, αν και, όπως δηλώνει, ταγμένος «εκτός ποιητικής σχολής», του απαντά (προασπίζοντας την νέα ποίηση, τονίζοντας  μάλιστα πάμπολλες  φορές την σημασία του «κοινού νου» και της «καλής πίστης» για την επικοινωνία στο πλαίσιο μιας ορισμένης κοινότητας ανθρώπων), με το κείμενο: «Διάλογος πάνω στην ποίη­ση» στο περιοδικό «Νέα Γράμματα» -τεύχη 8/9 του 1938. (Αργότερα τα κείμενα αυτά κυκλοφόρησαν στον τόμο «Γ. Σεφέρης – Κ. Τσάτσος, Ένας διάλογος για την ποίηση» που εκδόθηκε το 1975). – Είναι αξιοσημείωτο ότι στο σύνολο του «πολεμικού» τους διαλόγου, η αντίθεσή τους στον υπερρεαλισμό τυχαίνει να είναι επί της ουσίας σημείο σύγκλισής τους-.

Εστιάζοντας την έρευνά  στην συζήτησή τους περί Ελληνικότητας στην τέχνη, διαπιστώνουμε ότι, ο Τσάτσος στέκεται επικριτικά απέναντι στην «πρωτοποριακή κίνηση στη νεότατη λογοτεχνία μας» και ξεκινά με αφετηριακή του παραδοχή ότι, υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια τα οποία ορίζουν την Ελληνικότητα κι αυτά είναι η «περιρρέουσα ατμόσφαιρα», το «γεωγραφικό περιβάλλον», η «πνευματική παράδοση» κι η «γλωσσική παιδεία» του δημιουργού και καταλήγει στην εκτίμηση : «Δε θέλω τη γνησιότητα για να είναι το έργο ελληνικό, θέλω την ελληνικότητα, για να είναι το έργο γνήσιο». Αντίθετα ο Σεφέρης είναι κατηγορηματικός όταν υποστηρίζει πως η Ελληνικότητα δεν μπορεί να θεωρηθεί αισθητικό κριτήριο κι εκφράζει την πεποίθηση ότι, κάθε έργο γραμμένο από Έλληνα θα διαθέτει οπωσδήποτε Ελληνικότητα.

Ο διάλογος ανάμεσά τους για εμάς τους Εθνικιστές Χρυσαυγίτες παραμένει εξόχως επίκαιρος, διότι αμφότεροι έθεσαν ερωτήματα κι έδωσαν απαντήσεις που αντιπροσωπεύουν όχι μόνον δύο ολότελα διαφορετικές αισθητικές αντιλήψεις για την «νεωτερική» ποίηση, αλλά και κυρίως δύο διαφορετικές προσεγγίσεις κι ερμηνείες για τον νέο-ελληνισμό.

Ο Σεφέρης στην πρώτη του απάντηση στις θέσεις του Τσάτσου («Διάλογος πάνω στην ποίηση»), ανέφερε ότι οι προηγούμενες γενιές ποιητών, δεν δίστασαν να εμπνευστούν από τα αλλότρια αισθητικά ρεύματα. Ιδιαίτερα έξυπνα, υπερασπιζόμενος «ελίγδην» την προοδευτικότητα, χρησιμοποίησε τα οχυρά της Παράδοσης και κατέφυγε στον νιτσεϊκής προέλευσης αισθητικό οικουμενισμό του Εθνικού Ποιητή και Παιδαγωγού Κωστή Παλαμά, ο οποίος υποστήριξε ότι : «η αληθής εθνική ποίησις δεν είναι παρά η ποίησις, χωρίς πατρίδα , και εις την υψηλοτάτην αυτής έντασιν»

Το κριτήριο της Ελληνικότητας δεν άφησε τον Σεφέρη αδιάφορο κι αμέτοχο, καθώς θεώρησε αναγκαίο να ασχοληθεί μ’ αυτό αντιτιθέμενος στον Τσάτσο. Κυρίαρχο συμπέρασμά του (βεβαίως ..«πλέρια δημοκρατικό») αποτελεί η διαπίστωση πως η απολυτότητα ενός τέτοιου κριτηρίου μπορεί να οδηγήσει σε τελείως διαφορετικά αποτελέσματα από τις όποιες προθέσεις των εισηγητών του, ώστε «…να καταστρέψει αξίες καθαρά ελληνικές, πιστεύοντας ότι υποστηρίζει την ελληνική τέχνη». Με το λεκτικό του αυτό οξύμωρο ο αστοφιλελεύθερος Σεφέρης εξαπολύει «προληπτικό πλήγμα», ενάντια σε κάθε μορφή Εθνικιστικής απαρτίωσης της αισθητικής θεωρίας και του Εθνικού Πολιτισμού, για να σώσει  την αδέσμευτη διανόηση και ουσιαστικά την «δημοκρατία» των προνομιούχων.

Επίσης μυκτηρίζει εμμέσως πλην σαφώς τους μεγάλους ελληνολάτρες Δάντη, Σαίξπηρ, Ρακίνα και Χέλντερλιν, που παρήγαγαν στα έργα τους στρεβλή εικόνα του Ελληνισμού, αποτυπώνοντας στην νόθα ελληνοκεντρική ελληνική εικόνα τους τις αλλότριες αξίες τους, «που βέβαια δεν είχαν καμμία σχέση με τον τόπο μας». Είναι τουλάχιστον περίεργο [ως ο άνθρωπος που επί επταετία ανδρώθηκε στο Παρίσι διαβάζοντας Ζυλ Λαφόργκ και «ώριμος» πιά…. συνάντησε τον Στρατηγό Μακρυγιάννη και την Ελληνικότητα, κατηγορεί μ’ ευκολία άλλους διανοούμενους (κυρίως γερμανοτραφείς) πως μετέφεραν στην Πατρίδα «εσφαλμένες εικόνες» Ελληνικότητας, σάματις κι αυτός κατείχε την γνήσια.

Προβαίνοντας σε εστιακές νοηματικές υπερβάσεις της οίησής του, ο σπουδαίος στοχαστής, καθίσταται ενίοτε ορθά προεξαγγελτικός, ακόμη κι όταν …συμβουλεύει με σνομπισμό. Έτσι αντιπαραθέτει τον «ελληνικό ελληνισμό» στον «ευρωπαϊκό ελληνισμό» γράφοντας : «Το παράδειγμα των χτιρίων της Ακαδημίας δεν είναι μοναδικό. Όλοι το ξέρουμε. Αλλά δεν προσέχουμε ότι τις περισσότερες φορές που μιλάμε για την ελληνικότητα ενός έργου τέχνης μιλάμε για τα χτίρια της Ακαδημίας. “Και τι να κάνουμε τότε ;” θα με ρωτήσουν. Είπα πως ο ελληνισμός είναι δύσκολος. Και τούτο συμβαίνει, γιατί – άν στην πνευματική περιοχή – δημιουργήθηκε και, ποιός ξέρει, ίσως στίς ώρες που ζούμε να τελειώνει ο ευρωπαϊκός ελληνισμός, ο «ελληνικός ελληνισμός», άς μου επιτραπεί η έκφραση, δεν δημιουργήθηκε ακόμη ούτε απόχτησε την παράδοσή του. Κάποτε, στα άξια έργα των δικών μας δημιουργών τον νιώθουμε, τον διαισθανόμαστε»

Οποιοδήποτε σαφέστερα μετρητό «ουσιοκρατικό» κριτήριο της Ελληνικότητας υπάγεται κατ’ αυτόν στο νεφελώδες και ακαθόριστο κριτήριο μιας «αυθεντικότητας» που αυτός επαγγέλεται. Θεωρεί (με αφηρημένη ακαθόριστη ρευστότητα) πως αν είμαστε αυθεντικοί κι αληθινοί, θα δημιουργούμε έργα που περιέχουν pro forma, εγγενώς τον «νεοελληνισμό»: « Κι άς τους συμβουλεύουμε να γυρεύουν την αλήθεια, καθώς έκαναν οι πρώτοι δημοτικιστές, όχι ρωτώντας πώς να είναι Έλληνες, αλλά πιστεύοντας πώς αφού είναι Έλληνες, τα έργα που πραγματικά θα γεννήσει η ψυχή τους δεν μπορεί να μην είναι ελληνικά. Άν έχω δίκιο, όλο το ζήτημα είναι ποσό βαθιά και πόσο αληθινά ο Έλληνας θα ατενίσει τον εαυτό του και τη φύση του που δεν μπορεί να μην είναι μέσα στη μεγάλη φύση, την ελληνική»

Ο λόγος του δεν διαθέτει «εξ αρχής» διατυπωμένους και απαράβατους σαφείς αισθητικούς κανόνες, συνεπώς δίνει ανεξέλεγκτες ελευθερίες στην τέχνη, αλλά και στον άμορφο «νεοελληνισμό» του, στον οποίον επιτρέπει αφενός να επικοινωνεί αφειδώς με τον μοντερνισμό, αφετέρου όμως να καλλιεργεί ότι πραγματικά θεωρεί πως τον χαρακτηρίζει. Ο Σεφέρης τέλος συναρτά εμφατικά την συγκρότηση του «νεοελληνισμού» με την αναγκαία κι αναντικατάστατη δημιουργία της δικής του, αυτοφυούς, αυτοτελούς και αυτάρκως βιώσιμης φυσιογνωμίας. Εδώ αντιγράφει κι επαναλαμβάνει τον Πατέρα του Έθνους Ίωνα Δραγούμη,  θεωρώντας τον δημοτικισμό ως «ένα από τα πιό σημαντικά γεγονότα της Φυλής γιατί πρίν απ’ όλα, συμβολίζει την πρώτη ομαδική στροφή πρός την αλήθεια».

Ο Τσάτσος δεν αρνήθηκε εθελότυφλα τις διεθνείς επιρροές και επιδράσεις. Όμως πριν απ’ αυτήν την διεργασία εκτιμά ότι  πρέπει να έχει προηγηθεί η νόηση της   «ελληνικής γης και ελληνικής ιστορίας». Εξ άλλου για το στοιχείο αυτό είχε επικρίνει την πρωτοποριακή ποίηση, η οποία το στερείται και το περιθωριοποιεί.
Σε σαφή αντίθεση με ποικίλες «απροκατάληπτες» απόψεις που διατυπώνονται σήμερα, καθώς γι αυτόν το κριτήριο της Ελληνικότητας αποτελεί αλάνθαστο αισθητικό κριτήριο, επισήμανε ότι : «…στης πρωτοποριακής κίνησης τα έργα μόλις διακρίνεται η σφραγίδα της ελληνικότητας. Το δούλεμα του γλωσσικού οργάνου, αντί να συνεχίζεται, οπισθοδρομεί. Η αγάπη και η γνώση της γλώσσας αμβλύνεται , και χωρίς αντίρρηση ανακατεύεται η καθαρεύουσα με τη δημοτική, έτσι που η γλώσσα των πρωτοπόρων ποιητών, με αυτό το τυχαίο και άχαρο μίγμα, κατάντησε να είναι λιγώτερο ελληνική από τη γλώσσα των παλαιοτέρων».

Φυσικά απορρίπτει άρδην την σεφερική ερμηνεία του νεοελληνισμού ως ολότελα σχετικιστική κι ανώφελη : «Το πρόβλημα με άλλα λόγια, είναι άν υπάρχει κάτι σταθερό που λέγεται ελληνικότητα ή άν αυτό που λέμε για συντομία ελληνικότητα, δεν είναι παρά το απροσδιόριστο σύνολο όλων των έργων που δημιούργησε και θα συνεχίσει να δημιουργεί κάθε άτομο που ανήκει στην ελληνική φυλή. Άν συμβαίνει το δεύτερο, το να μιλούμε για ελληνικότητα, δεν έχει καμμιάν αξία ». Για τον Τσάτσο η ελληνικότητα έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο και αυστηρά προσδιορισμένα κριτήρια : το μέτρο που αποκλείει κάθε υπερβολή, η έλλογη εναρμόνιση των αντιθέτων, η πειθαρχία της ύλης στην ιδέα, δηλαδή πρόκειται μάλλον για μια «καντιανή» Ελληνικότητα, με πνευματικά χαρακτηριστικά τα οποία πρέπει οπωσδήποτε να προστίθενται στην καταγωγή από την «ελληνική φυλή». Συμφώνησε μεν προς τον Σεφέρη για την σημασία της αυθεντικότητας στην τέχνη, αλλ’  όμως τελικά αντέστρεψε τις προτεραιότητες του, υπάγοντας αδίστακτα την αυθεντικότητα στην Ελληνικότητα, μ’ έναν λόγο -όπως προαναφέραμε- που πρέπει να λειτουργεί για κάθε Εθνικιστή ως τροχιοδεικτικός: «Δεν θέλω τη γνησιότητα για να είναι το έργο ελληνικό, θέλω την ελληνικότητα για να είναι το έργο γνήσιο».

Επισημαίνεται πως ο Σεφέρης ευρισκόμενος σε αδυναμία συνέχειας της αντιπαράθεσης λόγω έλλειψης περαιτέρω επιχειρημάτων ή αντιλόγου έπαυσε απότομα τον διάλογο, επικρίνοντας έμμεσα μ’ εύπλαστη ειρωνεία τον νεοκαντιανό ιδεαλιστή συνομιλητή του κι επισημαίνοντας επιδεικτικά κατά την διαφυγή του: «Τι τα θέλεις, είμαι ειδωλολάτρης και δεν είχα ποτέ μεγάλη κρίση για τον πουριτανισμό»

Φαίνεται ωστόσον ότι απόψεις σαν κι αυτές του Σεφέρη είχαν  απήχηση μεγαλύτερη από θεωρήσεις ωσάν εκείνην  του Τσάτσου, στους κόλπους της Γενιάς του Τριάντα. Αυτό διαπιστώνεται σαφώς κρίνοντας από τους υποστηρικτές του Θεοτοκά στην κριτική του προς τον Περικλή Γιαννόπουλο, αλλά και από την παρουσία άλλων διανοουμένων οι οποίοι συμμετείχαν εμμέσως στον επιστολικό διάλογο Σεφέρη – Τσάτσου υποστηρίζοντας τις απόψεις του πρώτου.

Τέτοιο υπήρξε και το «σχήμα» της χαρακτηριστικής  στάσης του Κωνσταντίνου Θησέως Δημαρά, ο οποίος στις 21 Αυγούστου 1939, στο άρθρο του με τίτλο : «Η ελληνικότης στην ποίηση» στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα», (το οποίο μάλιστα ανατυπώθηκε και στο περιοδικό «Νέα Γράμματα», στο τεύχος 46 του 1939), όπου υιοθέτησε ανεπιφύλακτα απόψεις όπως εκείνες του Σεφέρη υποστηρίζοντας με σαφήνεια: «Ο ελληνισμός δεν πρέπει να είναι ένα χθες αυθαίρετα ξεχωρισμένο. Σαν ένα διαρκές γίγνεσθαι τον βλέπω, ένα συνεχές αύριο που τείνει πάντα να πραγματοποιηθεί χωρίς ποτές να πραγματοποιείται, πλούσιο από όλες τις περασμένες εμπειρίες του, αλλά και από όλες τις δυνάμεις που ακόμη κρύβει μέσα του».

Η αυξανόμενη ποικιλογενής πίεση που εξασκείται κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’30, με σκοπό να αποκτήσει ο όρος «Ελληνικότητα» απαρτιωμένα και συγκροτημένα, σαφώς προσδιορισμένα χαρακτηριστικά εξηγεί και το ότι κάποιοι εκπρόσωποι της Γενιάς του Τριάντα – μιας γενιάς που ταυτίστηκε με την επίμονη αναζήτηση και τον καθορισμό της έννοιας της «Ελληνικότητας» – αποφεύγουν συστηματικά, επίμονα και φοβικά την χρήση αυτού του όρου, διότι κατά την γνώμη τους, εκφράζει την απαίτηση για ιθαγένεια με σαφώς καθορισμένα κριτήρια. Έτσι, ο Σεφέρης ο σημαντικότερος των διανοουμένων που τηρούν μια τέτοια στάση, αποφεύγει τον όρο «Ελληνικότητα» προτιμώντας παλινδρομικά τον όρο «Ελληνισμός», ο οποίος όμως κατά  την γνώμη του αντιπροσωπεύει κυρίως την ιστορική και πνευματική παράδοση και κληρονομιά (συνεπώς δεν συνδέεται άμεσα και ξεκάθαρα με καμία εθνοφυλετική διάσταση).

Ακόμα και μετά το Μεσοπόλεμο διανοούμενοι όπως ο Θεοτοκάς («Γύρω στη νέα ‘Οδύσσεια», περιοδικό Nεα Εστία, τεύχος 391, 15 Σεπτεμβρίου 1943,  με αφορμή την κριτική τοποθέτηση απέναντι στο κριτικό δοκίμιο του Βασίλη Λαούρδα -μαθητή του Μεγάλου Συκουτρή- στα «Φιλολογικά Χρονικά» για την Οδύσσεια του Καζαντζάκη), θα συνεχίσουν να τονίζουν με έμφαση ότι η Ελληνικότητα δεν μπορεί να είναι κανόνας και δόγμα, γιατί ο Ελληνισμός ζει και αλλάζει, άρα ανανεώνεται και αναπροσαρμόζεται, καθιστώντας αδύνατο ένα σύστημα κανόνων που να ρυθμίζει τελεσίδικα το περιεχόμενο της «Εθνικής Ιδεολογίας». Συνεπώς ο «νεοελληνισμός» δεν μπορεί να θεωρηθεί διδασκαλία, σχολή, νόμος απαράβατος αλλά ζωή, κίνηση, αναζήτηση και αντίφαση, θα υποστηρίξει ο Θεοτοκάς. Ότι ενώνει τις αντιφατικές και ποικίλες νεοελληνικές ιδιοσυγκρασίες και νοοτροπίες είναι ο «τόνος, η υφή και η ψυχή του Νεοελληνισμού».

Ο Θεοτοκάς  στο ίδιο  εκείνο κείμενο έχει αυτόβουλα προβεί σ’ επαρκή αυτοκριτική  γράφοντας για τον εαυτό του πως «..είμαι ένας γραφιάς που λέει τη γνώμη του για τα ζητήματα της τέχνης όταν του έρθει η όρεξη..». Αρκούμαστε σ’ αυτήν του την κρίση, ώστε εκτιμάται ως περιττό να εξηγήσουμε εστιακότερα γιατί είναι τραγική φάρσα ο φόβος των ιδιότυπων αυτών «εθνικοφρόνων κοσμοπολιτών» απέναντι  στον νεοελληνισμό ως «απαράβατο νόμο», όπως φάρσα χλωμή είναι κι ο κάθε ατιμώρητα, διαρκώς παραβάσιμος, δήθεν «νόμος» στον οποίον αναφέρονται μίζερα και φοβικά.

Αφ’ ετέρου, στο συμπερασματικό μέρος του κειμένου ο Θεοτοκάς -θύμα αθεράπευτο και της «Καθ’ ημάς Ανατολής»- αφού αναφέρει για «πολύπραγη ψυχή ρωμαίικη» επιστρέφει ακούσια στον Έλληνα που έκρυβε με σοφισμούς και γράφει : «.. Ελληνικό είναι κάθε έργο που βγαίνει με ειλικρίνεια  από τη ζωή την καρδιά και τη σκέψη των ανθρώπων του έθνους μας.»

Αν συνεκτιμήσουμε αυτές τις αμφιθυμικές γνώμες του Θεοτοκά με την έμφαση του Σεφέρη στο «νεοελληνικό ύφος», όταν γράφει («Δοκιμές» 1944) ότι το ύφος του Μακρυγιάννη είναι πραγματικό και μοναδικό, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι το περιεχόμενο της «Ελληνικότητας» γι’ αυτούς τους διανοούμενους δεν αποτελείται από απαραβίαστους κανόνες, δεν διαθέτει απαρτιωμένο ικρίωμα έξω από τα όρια της δικής τους αντίληψης, αλλά αποτελείται από μιαν ακαθόριστη και  ρέουσα «συνέχεια ελληνικού ύφους». Με το να μιλήσουν για «Ελληνικό Ύφος» οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι αποφεύγουν αφ’ ενός να ορίσουν την Ελληνικότητα ουσιακά ή έστω «συνταγολογικά», ενώ αφ’ ετέρου επιχειρούν να θεμελιώσουν μιαν «ενότητα ελληνικού ύφους» ανάμεσα στο κλασικό και στο λαϊκό. Ο Σεφέρης μάλιστα (στο παραπάνω βιβλίο) υποδεικνύει με ασυναίσθητη «παραεθνικοσοσιαλίζουσα» διάθεση : «Τους αρχαίους, αν θέλουμε πραγματικά να τους καταλάβουμε, θα πρέπει πάντα να ερευνούμε την ψυχή του λαού μας». Εδώ, πράγματι, στον επιτήδειο φιλελεύθερο ξεφεύγει μια χερντεριανή λάμψη «οργανικότητας», ξεκάθαρα ασύνηθη στους κοσμοπολίτες κι ορθολογιστές.

Το προλειασμένο συμπέρασμα προκύπτει συνεπώς, σχεδόν αβίαστα : εκείνο που ενώνει την αρχαία Κλασική Ελλάδα με την σύγχρονη Λαϊκή Ελλάδα είναι μια ανθεκτική ιστορική διάρκεια «Ελληνικού Ύφους», βεβαίως μοναδικού και ιδιαίτερου, που όμως είναι αδύνατον να τοποθετηθεί μέσα σε προκαθορισμένα, στατικά και μετρητά πλαίσια. Μια τέτοια «παλλόμενη-ελαστική» οριοθέτηση επιτρέπει πρόδηλα στους φιλελεύθερους διανοούμενους να διαχωρίσουν άνετα την θέση τους από τις όποιες αντιλήψεις αποδέχονται την φυσιογνωμία του ελληνισμού στατική, αιώνια κι απαράλλακτη και ταυτόχρονα τους δίνει την δυνατότητα να διατηρήσουν στο ακέραιο τις φιλοδοξίες τους για συμμετοχή σε μια θελκτική, μελλοντική πρωταγωνιστική θέση του Ελληνισμού στο πλαίσιο του Δυτικού και του «παγκόσμιου» πολιτισμού.

Σ’ αυτό το βολικό και μαλθακό, ημιφυσικό και συνάμα ανιστορικό πλαίσιο ο Θεοτοκάς, οραματιζόμενος καλοπροαίρετα μια νέα, σύγχρονη λογοτεχνία συγχωνευμένη …. με το πνεύμα της αρχαίας τραγωδίας, έγραψε χαρακτηριστικά στα τέλη του 1938 στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα», στο κείμενο με τον ειλικρινέστατο τίτλο «Προσπάθεια προσανατολισμού», με γλώσσα συνθετικά ευχολογιακή και  δηκτική  :  «Αυτό θα είταν αληθινά κάτι ιδιαίτερο και καινούργιο, θα είταν κάτι αυθεντικά ελληνικό και θα είταν επιτέλους μια ελληνικότητα που θα ξεπερνούσε αληθινά τις αθλιότητες του τοπικισμού, θα περιφρονούσε όλους τους κάλπικους επαρχιακούς και καφενειακούς ελληνοκεντρισμούς και θα είχε την ελπίδα (μακρινή βέβαια, αλλά όχι ανεδαφική) να αποκτήσει κάποτε μια διεθνική σημασία».

Αυτή η αναφορά στην ρευστή και σκιώδη, δίχως κανονιστικά πρότυπα και όρια, φερ’ ειπείν «ενότητα του νεοελληνικού ύφους», προσέφερε τότε (και συνεχίζει επίσης σήμερα να προσφέρει σε λιγότερο βαθμό λόγω του μειωμένου ή αρνητικού περί το θέμα ενδιαφέροντος), την διευρυμένη δυνατότητα στους αστούς φιλελεύθερους διανοούμενους αφ’ ενός να ορίσουν αντιδογματικά την έννοια της Ελληνικότητας κι αφ’ ετέρου να εκδηλώσουν κάποια μορφή αντίδρασης στις θέσμιες κανονιστικές κατευθύνσεις – «συνταγές» του «Εθνικού Πολιτισμού» και της «Εθνικής Τέχνης», οι οποίες διαδόθηκαν  ευρύτατα μεν, αβαθώς δε, από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 έως τον Β’ Μεγάλο Πόλεμο. Ανάλογες κατευθύνσεις διακήρυσσε με ένταση, αλλά  δεν θεσμοποίησε ή δεν κατοχύρωσε με σύντονη διαχείριση το Καθεστώς της 4ης Αυγούστου, στο ημιτελές Εθνικόν Κράτος του. Γι αυτό και στην καταληκτική προσυμπερασματική συνέχεια της παρουσίασής μας, από την σκοπιά της Εθνικιστικής Ιδεολογίας μας εκτιμήθηκε ως απολύτως αναγκαίο κι αναμφισβήτητα σκόπιμο, να μελετηθεί επαρκώς η διαμόρφωση της Εθνικής Θεωρίας κατά την διάρκεια της περιόδου του μεταξικού κράτους.

Όμως πάνω απ’ όλα τα ιστοριογραφικά κι αισθητικά χαρακτηριστικά κάθε Εθνικιστής πρέπει να ξεκρίνει και να νοιώσει βαθιά την σκληρή και τρομακτική αλήθεια της πραγματικότητας : Στίς μέρες μας δεν αντιπαρατίθεται πλέον ο «ηπίως και ακροθιγώς εθνικός» στοχασμός του Σεφέρη με τον κατά τι εθνικότερο συντηρητικό ιδεαλισμό του Τσάτσου, αν δηλαδή «χωρεί στην πράξη» μια συσχετική «κραδαινόμενη» ή  μια απόλυτη, χαρακτήρα «καντιανής Κατηγορίας» Ελληνικότητα.

Τώρα η Ελληνικότητα ως φύση, συστατική ιδιότητα και πνευματική προβολή παλεύει ενάντια στον ισοπεδωτικό κι αποχρωματιστικό μεταμοντέρνο χυλό της παγκοσμιοποίησης, όπου οι εθνικές ταυτότητες κατακερματίζονται, οι τοπικές ιδιαιτερότητες εξοβελίζονται, το εθνικό δαιμονοποιείται και το ανθρώπινο στρεβλώνεται, η αυθεντικότητα αντικαθίστανται από τον σιχαμένο κοσμοπολιτισμό του χρήματος, την βδελυρή κοινωνία του θεάματος και της εμπορευματοποίησης του πνεύματος.  Συνεπώς το αίτημα του ύφους και της ταυτότητας  του Ελληνισμού ταυτίζεται με το αίτημαδιάσωσης όχι μόνο του Λαού μας και της ιδιοπροσωπείας του, αλλά συνάμα  του ανθρώπινου προσώπου, σ’ έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η βαρβαρότητα των Διεθνών Επικυριάρχων και των κτηνωδών υποτακτικών τους.

Γιάννης Πετρίτης

ΠΗΓΗ

Exit mobile version