Πρώτα ακούστηκε ένας μουντός ήχος από το μικρό –σχεδόν τενεκεδένιο- σήμαντρο, του Ταξιάρχη. Και κατόπιν, ο μεγάλος, επιβλητικός ήχος της χάλκινης καμπάνας, του πιο ψηλού τοίχου στην περίεργη αυτή τοποθεσία. Τον χώρο, που δεν ήταν τίποτε άλλο, από μια πολίχνη συγκροτημένη από μικρά συμπλέγματα οχυρωμένων οικισμών, με στενά καλντερίμια, άλλοτε μεγάλα σε μήκος και ευθεία, κι άλλοτε φιδογυριστά. Επίτηδες κατασκευασμένα, που δίχως πινακίδα και ορμήνια, να οδηγούν όλα στο ίδιο σημείο. Σαν να έχουν λαλιά και αυτά, για να εκφράσουν την ίδια απειλή: «Διαβάτη εδώ εύκολα περιπατείς στα έξω κι όχι στα μέσα. Είμαστε δρόμοι θρασείς και αγενείς, σε καλοδιώχνουμε, δεν σε καλωσορίζουμε». Και πάνω από αυτά τα δρομάκια, πετρόχτιστα οικήματα, που αγωνίζονταν το ένα να ξεπεράσει σε ύψος το άλλο. Σε κάθε γωνιά και ένας μικρός πύργος, σε κάθε στενή ευθεία και παχιά τείχη, με μικρά παράθυρα να στέκονται σχεδόν στην κορυφή, σαν οφθαλμοί που σε κοιτούν ανεπαίσθητα.
Πιο ψηλά από όλους όμως, στο κέντρο της μικρής πόλης, το καμπαναριό του Ταξιάρχη, που την ημέρα εκείνη φάνταζε για όποιον βρισκόταν υπό τη σκέπη του, σαν να κρέμεται από τα σύννεφα. Και πράγματι, τη μέρα εκείνη, ήταν σαν να είχαν πλησιάσει τα ουράνια στην άγονη αυτή γωνιά της γης, για να ακούσει ο δυνατός ανοιξιάτικος ήλιος, ντυμένος με την πρωινή του τη λαμπρότητα, όσα είχαν να ειπωθούν. Όλη η φύση γνώριζε πως έπρεπε να γίνει μάρτυρας εκείνης της στιγμής. Κι αν υπήρχε και περίπτωση, να βρεθεί από την πλατεία εκείνη κάποιος τυχαίος περαστικός, θα στεκόταν από δέος, αντιλαμβανόμενος τη βουβή αυτή αναταραχή. Θα ήθελε να αντιληφθεί, γιατί τόσοι ένοπλοι βρίσκονταν μαζεμένοι, σε αυτή την αυλή της εκκλησίας, γύρω από μια κοτρόνα, επί της οποίας δέσποζε ένα προχειροφτιαγμένο λευκό λάβαρο με ένα γαλάζιο σταυρό. Στοιχισμένοι σε γραμμές, συντεταγμένοι σύμφωνα με τους δεσμούς αίματος τους. Κάθε πατριά και τάγμα, κάθε οικογένεια και λόχος. Μόνο μια χούφτα ανδρών ξεχώριζε να βρίσκεται μπροστά και ξέχωρα. Δεν στέκονταν όμως εκεί, για ορμηνεύσουν ή να διατάξουν. Αλλά όπως και όλοι οι υπόλοιποι, σε βαθιά υπόκλιση, με φανερή τη διάθεση να υπακούσουν με ευλάβεια στο ξακουστό κι άλαλο αυτό κάλεσμα. Και πριν ακόμα χωρέσει ο νους κι χορτάσει ο οφθαλμός το θέαμα, αναπάντεχα θα διακόπηκε η σιωπή, από μια στεντόρεια φωνή, που την ακολουθούσε η επωδός ενός όρκου, σαν τον πάταγο του κεραυνού, με μια και μοναδική λαλιά μέσα από χιλιάδες χείλη.
Ορκίζομαι, εις το όνομα του Παντοδύναμού μας Θεού,
εις το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και της Αγίας Τριάδος,
να χύσω και την υστέραν ρανίδα του αίματός μου, υπέρ πίστεως και Πατρίδος.
Ορκίζομαι, να μη βλέψω εις τα όπισθεν, εάν δεν αποδιώξω τον εχθρόν της Πατρίδος και της θρησκείας μου.
Ορκίζομαι, “Ταν ή επί Τας” και “Νίκη ή Θάνατος”, υπέρ Πίστεως και Πατρίδος.
Έτσι λοιπόν, θα προϋπαντούσαν αυτή την άνοιξη του 1821. Θα την γιόρταζαν με Πόλεμο. Με γυμνές σπάθες και μπαρουτιασμένα τουφέκια. Με ένα όρκο, να αποκαταστήσουν την Ελλάδα μετά από αιώνες. Να νικήσουν, ή να πεθάνουν. Και τα δυο εξάλλου, σε αυτή την άκρη της λακωνικής γης, σημαίνουν λίγο πολύ το ίδιο. Γιατί, ποτέ δεν ήξεραν άλλο οι κάτοικοί της, από το να γιορτάζουν πενόμενοι τα πλούτη, αλλά ξεφαντώνοντας με αίμα, εορτάζοντας έτσι τη Δόξα και το Θάνατο.
Την ημέρα όμως εκείνη, δεν θα βρίσκονταν μόνοι. Όλα τα απροσκύνητα παιδιά των αδελφών Ελλήνων, θα συμμετείχαν μαζί τους σε αυτή την κοινωνία. Θα έδιναν μαζί τον ίδιο όρκο και θα ξεκινούσαν μαζί, να μεταδώσουν τη ελεύθερη φωτιά τους και στους υπόδουλους. Για τους Μανιάτες, τους πολύ διστακτικούς με τους υπόλοιπους Έλληνες, η παρουσία των οπλαρχηγών της Πελοποννήσου, δεν θα ήταν κακός οιωνός, αλλά προμήνυα επιτυχιών που τους χαροποιούσε. Δεν θα επαληθευόταν, η συνήθεια να αγωνίζονται και να απομένουν μόνοι. Μια συνήθεια, που δημιουργήθηκε στους αιώνες τους δύσκολους, από τις πολλές εξεγέρσεις εκείνες, στις οποίες οι υποσχέσεις θα προδίδονταν και οι ραγιάδες, θα εγκατέλειπαν τη προσπάθεια και θα ξαναπροσκυνούσαν. Αυτή τη φορά δεν θα ήταν μόνοι, κι αυτοί που βρίσκονταν στο πλάι τους, είχαν την ίδια πίστη και την ίδια πολεμόχαρη φλόγα στη ματιά τους, όπως κι εκείνοι. Αλλά όπως και τις άλλες φορές, όλοι περίμεναν αυτούς να βάλουν τη φωτιά, σαν εχέγγυο επιτυχίας. Κι αυτό ακριβώς, ήταν που θα τους έδινε την προθυμία, να αφήσουν τα κορμιά τους, όχι στα σεπτά πατρογονικά τους μνήματα, αλλά σε κάθε άκρη της Ελλάδας. Πληρώνοντας έτσι, σε θυσία το τίμημα, στην αντάρα της μάχης αυτής, να προηγούνται εκείνοι σταθερά ως επαναστάτες και οι υπόλοιποι να έπονται, με το σθένος του επαναστατημένου. Ξεκινώντας, από εκείνη την άνοιξη, της 17ης Μαρτίου του 1821…
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/index.php/enimerosi/view/ston-erchomo-ths-anoijhs-tou-1821#.UU227hyePRM#ixzz2ON7rhkxz