ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ
Για τους αρχαίους Έλληνες η υπεράσπιση της Πατρίδας, ήταν το κύριο καθήκον. Το γεγονός και μόνον ότι μια αρχαία πόλη ήταν και αυτόνομο κράτος, δημιουργούσε στον πολίτη την αίσθηση της ευθύνης απέναντι στους συμπολίτες του, τα ιερά και τους τάφους των προγόνων του. Έτσι εκτιμούταν ιδιαιτέρως το θάρρος του πολεμιστή, ενώ ο θάνατος στο πεδίο της μάχης ήταν τιμή και όχι κάτι κακό και σίγουρα ήταν προτιμότερος από τον θάνατο από αρρώστιες και γερατειά. Ο Καλλίνος το εκφράζει στην ελεγεία του με τίτλο « Πολεμικόν Σάλπισμα » όπου προτρέπει τους Εφεσίους να πολεμήσουν τους Κιμμερίους που τότε λεηλατούσαν την Μικρά Ασία, λέει: «.Είναι πολλοί απ’ τη μάχη, απ’ των όπλων γλίτωσαν τον βρόντο και στου σπιτιού τους τη γωνιά βρήκαν τον θάνατο εκεί. Όμως γι’ αυτούς ο λαός ούτε πόθο δε νιώθει ούτε αγάπη. Ο άλλος αν πέσει τον κλαιν όλοι, μεγάλοι μικροί, του αντριωμένου η θανή φέρνει σ’ ‘όλο τον κόσμο λαχτάρα, κι ένας ημίθεος σωστός είναι για αυτούς όσο ζει.» (μετάφραση: Θρ. Σταύρου). Στο ίδιο πνεύμα κι ο Τυρταίος ο οποίος στην «Υποθήκη» του λέει πως δεν λογαριάζει αν κάποιος είναι δυνατός ή αν νικάει στο τρέξιμο το βοριά της Θράκης ή όποιο άλλο προτέρημα έχει, αν δεν είναι γενναίος στη μάχη. « και πάλι όποιος ανάμεσα στους πρώτους ξεψυχήσει, καμάρι της πατρίδας του και των γονιών τιμή. κι η δόξα δεν ξεγράφεται ποτές ή τ’ όνομα του και μες στο χώμα γίνεται αθάνατος και ζει » (μετ. Σιμ. Μενάρδος ), ενώ παρακάτω αναφέρεται στη δόξα του πολεμιστή που γυρνάει αφού τίμησε τη πατρίδα του: « . κανένας δεν τον αδικεί, δεν τον φθονάει κανείς, καθένας προσηκώνεται να του παραχωρήσει την πρώτη θέση, ως κι οι πιο παλαιοί και διαλεχτοί.» (μετ. Σιμ. Μενάρδος). Ο Τυρταίος πάλι, προτρέπει τους Σπαρτιάτες να πολεμήσουν « .μή φειδόμενοι τάς ζωάς ού γαρ πάτριον τά Σπάρτα ». Ο όρκος των Αθηναίων εφήβων, είναι επίσης στο ίδιο πνεύμα. Ορκίζονταν οι Αθηναίοι έφηβοι ότι θα πολεμήσουν με όποιον συμπολίτη τους κι αν τύχουν στη μάχη, δεν θα ντροπιάσουν τα όπλα τα ιερά και θα παραδώσουν την πατρίδα τους μεγαλύτερη και δυνατότερη απ’ όσο την παρέλαβαν.
Το πνεύμα συνεργασίας και συλλογικότητας εκτός από το ιδεολογικό μέρος εξυπηρετούσε και μια πρακτική σκοπιμότητα. Ο οπλιτικός τρόπος πολέμου είχε ως απαραίτητη προϋπόθεση νίκης την εξασφάλιση συνοχής της φάλαγγας. Η ασπίδα του ενός προστάτευε και τη δεξιά πλευρά του διπλανού. Όταν κάποιος εγκατέλειπε την θέση του ο κίνδυνος να σπάσουν οι γραμμές ήταν μεγάλος. Γι’ αυτό το λόγω στην Αθήνα οι οπλίτες συγκεντρώνονταν κατά φυλές ώστε οι δεσμοί συγγένειας να βοηθούν στη διατήρηση συνοχής της φάλαγγας. Στη Σπάρτη ο κοινοτικός τρόπος ζωής των « ομοίων », των οπλιτών – πολιτών δηλαδή, και τα κοινά συσσίτια είχαν σκοπό την ανάπτυξη ισχυρών δεσμών ανάμεσα στους οπλίτες οι οποίοι θα εμπνέουν το πνεύμα συνεργασίας και αλληλοβοήθειας την ώρα της μάχης. Σε καθεστώτα όπως αυτά της Σπάρτης, των Κρητικών πόλεων και τη Θήβα υπήρχε – ο παρεξηγημένος από τους άσχετους- θεσμός της παιδεραστίας. Ο εραστής κι ο ερώμενος τοποθετούνταν δίπλα στη μάχη προκειμένου να βοηθά ο ένας τον άλλον. Η σχέση εραστή – ερωμένου ουσιαστικά ήταν σχέση δασκάλου – μαθητή. Ο δάσκαλος φυσικά την ώρα της μάχης θα ντρεπόταν να δειλιάσει μπροστά στον μαθητή και ο μαθητής θα ντρεπόταν να δειλιάσει μπροστά στον δάσκαλο. Από τέτοια ζευγάρια αποτελούνταν ο ιερός λόχος των Θηβαίων. Ο Πλούταρχος και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς ( Ξενοφών, Πλάτων, Αιλιανός, Μάξιμος Τύριος κ.ά.) διευκρινίζουν το ζήτημα. Ο Πλούταρχος στον βίο του Πελοπίδα λέει: « Ας έχουν τέλος κακό εκείνοι που ετόλμησαν να υπονοήσουν ότι κάτι αισχρό συνέβαινε μεταξύ αυτών των ζευγαριών ». Ενώ ο Αιλιανός στην «Ποικίλη Ιστορία » λέει ότι σε περιπτώσεις κρουσμάτων κιναιδισμού στη Σπάρτη, οι συλληφθέντες « ή εξορίστηκαν ή και κάτι χειρότερο, έχασαν τη ζωή τους ».
Οι αιώνιες αξίες της τιμής, του ηρωισμού, της δόξας, του αίματος είναι οι βάσεις πάνω στις οποίες αναπτύχθηκε ο αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός. Όταν αυτές οι αξίες έπαψαν να υπηρετούνται και παραμελήθηκαν υποδουλωθήκαμε στους Ρωμαίους. Είναι αναγκαίο να αναφερθεί η απάντηση του αρχηγού των Θεσπιέων Δημοφίλου στον Λεωνίδα όταν του πρότεινε να φύγει, μια και η θυσία στις Θερμοπύλες θα ήταν μάταια εφ’ όσον είχαν κυκλωθεί. Ο Δημόφιλος απάντησε: « όχι Λεωνίδα, δεν φεύγουμε. Δεν θα σε αφήσω να πάρεις μόνος σου τη δόξα των Θερμοπυλών »! Να υπενθυμίσουμε εδώ τις Σπαρτιάτισσες που έλεγαν στους άνδρες και τους γιους τους « ή ταν ή επι τας », δηλαδή ή να γυρίσεις με την ασπίδα σου ή πάνω της (εννοείται νεκρός). Ο ρίψασπις αυτός δηλαδή που πέταξε την ασπίδα του και λιποτάκτησε στην καλύτερη των περιπτώσεων ή έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα (στη Σπάρτη μάλιστα είχαν όλοι δικαίωμα να τον χτυπούν) ή εκτελούταν.
Για να μπορέσει όμως ένα κράτος να έχει ετοιμοπόλεμους άνδρες έπρεπε από την παιδική ηλικία να δοθεί η απαραίτητη εκπαίδευση. Από το 7ο έτος της ηλικίας τους που τα αγόρια ξεκίναγαν το σχολείο ο Όμηρος έδινε τα απαραίτητα πρότυπα στον αυριανό πολεμιστή. Ο παιδοτρίβης αναλάμβανε να γυμνάσει τον νέο, από την ηλικία των 8 ή 12 χρονών. Η όλη εκπαίδευση ήθελε να προετοιμάσει χρήσιμους πολίτες σωματικά και πολιτικά. Βεβαίως αυτό δεν σημαίνει ότι και οι ενήλικες στρατεύσιμοι δεν γυμνάζονταν. Η στρατιωτική θητεία στην Αθήνα περιελάμβανε το διάστημα από το 18ο έτος έως το 20ο έτος της ηλικίας, ενώ στη Σπάρτη διαρκούσε από το 20ο έως το 30ο έτος αν και στην ουσία ολόκληρη η ζωή του Σπαρτιάτη ήταν στρατιωτική.
Στην Αθήνα οι τρεις πρώτες τάξεις μόνο είχαν την υποχρέωση να εξοπλιστούν ως οπλίτες. Η πολυπληθέστερη τάξη ήταν αυτή των ζευγιτών. Οι πολίτες χαμηλότερων τάξεων, οι θήτες, πολεμούσαν ελαφρά οπλισμένοι, ενώ από την εποχή που η Αθήνα έγινε ναυτική δύναμη υπηρετούσαν ως κωπηλάτες στον πολεμικό στόλο. Το ιππικό – που δεν έφτασε ποτέ στην Αθήνα μεγάλους αριθμούς – το επάνδρωναν άτομα των δύο πρώτων τάξεων , κυρίως της δεύτερης τάξης της οποίας το όνομα ήταν «ιππείς». Τα ανώτατα στρατιωτικά αξιώματα, συνήθως ήταν υπόθεση των μεγάλων Αθηναϊκών οικογενειών, όπως των Φιλαϊδών ( Μιλτιάδης, Κίμων ), Αλκμαιωνιδών (Περικλής) και άλλων . Οι πλουσιότεροι πολίτες ανελάμβαναν τη λειτουργία της τριηραρχίας. Λειτουργίες λέγονταν υπηρεσίες για τις οποίες πλήρωναν οι εύποροι πολίτες, όπως θεατρικές παραστάσεις, αθλητικοί αγώνες και άλλα. Αυτός που αναλάμβανε την τριηραρχία, ήταν υπεύθυνος για τη διοίκηση, τη συντήρηση και τις επιδιορθώσεις σε μια τριήρη. Ήταν επίσης υπεύθυνος για τη μισθοδοσία του πληρώματος, αν και το βασικό μισθό τον χορηγούσε το κράτος, μερικές φορές ο τριήραρχος έπρεπε να πληρώνει ο ίδιος αυτόν τον μισθό (σε έκτατες περιπτώσεις). Μερικοί μάλιστα έδιναν μεγαλύτερο μισθό προκειμένου να προσελκύσουν καλύτερης ποιότητας πλήρωμα. Οπωσδήποτε ήταν τιμή για έναν τριήραρχο, η τριήρης του να διακριθεί σε μια ναυμαχία και είναι ενδεικτικό του πνεύματος άμιλλας και ευγενούς ανταγωνισμού που υπήρχε μεταξύ των πολιτών να διακριθούν στη μάχη, ή τη ναυμαχία εν προκειμένω, με στόχο όχι το προσωπικό υλικό κέρδος, αλλά το κοινό καλό.
Στη Σπάρτη απαραίτητη προϋπόθεση για να είναι κάποιος οπλίτης-πολίτης ήταν αρχικά να έχει Δωρική καταγωγή. Κατόπιν να έχει μια έκταση γης. Τις εκτάσεις γης των Σπαρτιατών τις καλλιεργούσαν είλωτες. Από τα κέρδη που προέκυπταν από τις εκτάσεις σε χρήμα ή είδος (δεν είναι ξεκαθαρισμένο) ο Σπαρτιάτης συνεισέφερε στα κοινά συσσίτια. Η συνεισφορά στα κοινά συσσίτια ήταν το κριτήριο (εφ’ όσον υπήρχε όπως είπαμε η καταγωγή) να ανήκει κάποιος στους «ομοίους». Την ελληνιστική εποχή, κατά την οποία η Σπάρτη υπέφερε από ολιγανθρωπία κάποιοι είλωτες στρατολογούνταν και μετά απελευθερώνονταν. Οι είλωτες όμως κατά βάση, υπηρετούσαν είτε σε βοηθητικές υπηρεσίες, είτε ως «ψιλοί» δηλαδή ελαφρώς οπλισμένοι τοξότες, ακοντιστές ή σφενδονήτες. Οι περίοικοι, οι οποίοι κατοικούσαν μεν στην ευρύτερη περιοχή της Λακωνίας ελεύθεροι, αλλά δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα, υπηρετούσαν ως οπλίτες σε ξεχωριστούς σχηματισμούς.
Λυραντωνάκης Πέτρος – Πυρήνας Ρεθύμνου
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/index.php/enimerosi/view/o-polemos-kai-to-ajiako-tou-susthma-sthn-archaia-ellada-meros-2o#.UVVayxyePRM#ixzz2Ov1ezoCz