“800.000 νεκρούς είχε το Έθνος στην Επανάσταση του 1821 και μόνο 40.000 Έλληνες και ούτε ένας παραπάνω επήραν τα όπλα για να πολεμήσουν τον Τούρκο. Για κάθε 20 αδικοσφαγμένους, ένας ξεσηκωνότανε και πάλι νίκησαν! Ας καταλάβουν επιτέλους πως την Ιστορία δεν τη γράφουν οι αριθμοί, αλλά η Δύναμη της Ψυχής και η Πίστη!”
Ν.Γ. Μιχαλολιάκος
ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΜΝΗΜΗ
ΙΣΤΟΡΙΑ-ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΑΘΗΝΑ 2010
Χρόνια μαύρα, που ο νους μας δεν μπορεί παρά μόνο λίγο να αγγίξει, σα χάδι τρυφερό στις ψυχές των Ελλήνων, των Πατέρων που μαρτύρησαν από τη σκλαβιά των Οθωμανών: του Τούρκου Πασά,του Τουρκαλβανού αχόρταγου εισπράκτορα και του Εβραίου τελώνη.
Εκεί στο νοητό ταξίδι που κάνεις αναγνώστη, για να ζήσεις με τη φαντασία τα όσα έπραξε το Γένος μας τότε, πήγαινε στο Μοριά, στις αρχές του 1800. Σ’ αυτή την κακοτράχηλη μα πανέμορφη, προαιώνια κοιτίδα των Ελλήνων. Κι η ίδια Γη τους πλάθει σκληρούς και περήφανους σαν τα βουνά της, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση.
Λίγο πιο πέρα από τον πλούσιο αργολικό κάμπο, λίγο πιο πέρα από την Πύλη των Λεόντων, της άλλοτε Πανίσχυρης και Παντοκράτειρας Πόλης των Μυκηνών, ένα μικρό, φτωχό Ελληνόπουλο, με βρώμικη φουστανέλα, έμελλε να περάσει την Πύλη της Ιστορίας.
Το μικρό Ελληνόπουλο, ήταν δεν ήταν δέκα χρονών. Θοδωράκη τον φώναζε η μάνα του, ήταν ορφανός από πατέρα. Μάζευε ξύλα πάνω στα βουνά, τα φόρτωνε στο γαϊδουράκι του και τα πούλαγε έπειτα στην πλούσια πόλη των Οθωμανών για να μαζέψει λίγα γρόσια και έτσι να βοηθήσει τη μητέρα του να συντηρήσουν τα υπόλοιπα μικρότερα αδέρφια του.
Ο πατέρας του μικρού, πέρασε στη ζωή όπως ο δυνατός βοριάς στον Ταΰγετο που σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά του. Στο άκουσμα του ονόματός του, σκορπούσαν τα λεφούσια των Τουρκαλβανών. Τον παρακαλούσαν για έλεος. “Νισάφι Καπετάνιο! Άσε μας να πιούμε λίγο νερό πρώτα, να μην πεθάνουμε διψασμένοι!” του φώναζαν με ουρλιαχτά καθώς τους κυνήγαγε με την Τρομερή του Σπάθα στο χέρι…
Μα, όπως ο δυνατός βοριάς, σαν σώπασε, γρήγορα ξεχάστηκε. Μπαμπέσικα δολοφονημένος, από τους θρασύδειλους και άτιμους Τουρκαλβανούς που τον έπνιξαν αρπάζοντας τον από πίσω και πνίγοντάς τον με μεταξωτό μαντήλι. Κανένας πια δε λογάριαζε τη χήρα γυναίκα του και τα μικρά παιδιά του. Και περισσότερο απ’ όλους που περιφρονούσαν την οικογένειά του, ήταν οι “Έλληνες” που είχαν δεχτεί με περισσή ευκολία τη γενναιόδωρη βοήθεια του τραγικά χαμένου Ήρωα και σε χρήματα και σε υπεράσπιση της ζωής τους από τους αιμοβόρους Τούρκους. Σα ζήταγε λίγο ψωμί ή λίγο γάλα η χήρα, την έδιωχναν κακήν- κακώς σα σκυλί.
Ο γαϊδουράκος του μικρού ήταν φορτωμένος ξύλα. Καταπονημένος από την κούραση και το κρύο του βουνού, δεν μπόρεσε να τραβήξει το ζωντανό που πάτησε σε μία γούβα με λάσπες. Τα βρωμόνερα πετάχτηκαν πάνω σ’ ένα Τούρκο που “έτυχε” να περνά δίπλα από το μικρό Έλληνα. Ο Τούρκος, θυμωμένος, άρπαξε αμέσως το μικρό “γκιαούρη” και τον χτύπησε με μανία…
Και όταν έπαψε ο Τούρκος, ο Θοδωράκης, μές στα παιδικά του δάκρυα και αναφιλητά, ορκίστηκε Εκδίκηση! Το μικρό, το φτωχό, κατατρεγμένο και ταπεινωμένο Ελληνούπουλο θα ξανάμπαινε Νικητής διώχνοντας και τον τελευταίο Τούρκο και τον τελευταίο υποτακτικό τους από αυτή την πόλη. Και γίνηκε ο μεγάλος Ήρωας της Φυλής μας. Ο πιο δαιμόνιος Εκδικητής του Γένους. Αυτός ο μικρός Έλληνας που τον είχε χτυπήσει ένας θρασύδειλος Τούρκος, στο άκουσμά του ονόματός του έκανε την Τουρκιά ολάκερη να τρέμει μέχρι τα βάθη της Ασίας.
Αυτός ο μικρός κατατρεγμένος και ανυπεράσπιστος Θοδωράκης, δεν ήταν άλλος από το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη που σκότωσε ο ίδιος με το τουφέκι και με το σπαθί του εκατοντάδες Τούρκων όπως ο ανιψιός του, ο Νικήτας Σταματελόπουλος, ο Νικητεράς ο Τουρκοφάφος. Να μας γνωρίζουν από την κόψη του σπαθιού την τρομερή…
Με τη στρατηγική του ιδιοφυΐα νίκησε στρατούς φοβερούς της Τουρκιάς, χιλιάδων Τούρκων όπως τη στρατιά του Δράμαλη Πασά και του Αιγύπτιου Ιμπραήμ που δεν άφηνε πέτρα στην πέτρα και έκαιγε τα αρχαία δάση. Όμως,προδώθηκε πολλές φορές από τους Έλληνες που δεν είχαν εθνικό φρόνημα μα είχαν υποταχθεί πλήρως στον Προαιώνιο εχθρό και ήταν πραγματικά γκιαούρηδες. Τον κυνήγησαν και δεν του πρόσφεραν ούτε κρεβάτι για να κοιμηθεί, ούτε ένα πιάτο φαΐ και μαζί με τους Τούρκους τους κυνηγούσαν όταν σκοτώθηκε πάλι με δόλο ο μεγάλος πολέμαρχος Ζαχαριάς, όπου ήταν πρωτοπαλίκαρό του ο Κολοκοτρώνης και χάρηκαν όταν σκοτώνοντας ένα ξάδερφό του, Κλέφτη κι αυτός και συμπολεμιστής του, κρεμάνε τα κομμένα μέλη του στην είσοδο της Τριπολιτσάς. Αφορίστηκε. Φυλακίστηκε. Του σκότωσαν ένα γιο. Τον κατηγόρησαν για προδότη…
Αγέρωχος και με υπομονή αντιμετώπισε τη μικρότητα των Ελλήνων. Φορώντας, την Περικεφαλαία του Ταγματάρχη, βαθμού που είχε κερδίσει ως μισθοφόρος του αγγλικού στρατεύματος, για να θυμίζει τους Αρχαίους του Προγόνους. Η καλύτερη απάντηση στις βλάστημες θεωρίες του Φαλμεράιερ. Σκληρός απέναντι στους προδότες του Έθνους, φωνάζοντας ΤΣΕΚΟΥΡΙ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑ στους προσκυνημένους. Ανελέητος απέναντι στον Εχθρό. Ο Γέρος του Μοριά, μας διδάσκει πως όταν έχεις Πίστη, Μνήμη, Λόγο και Ανδρεία ο Θεός των Ελλήνων σε προστατεύει και σε βοηθάει να έρθει η ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ του ΓΕΝΟΥΣ όταν όλα δείχνουν χαμένα και υποταγμένα στα ερέβη του Σκότου.