Ένας από τους πιο γοητευτικούς Μύθους της Ελληνικής Μυθολογίας, είναι αυτός τους Βελλεροφόντη, όπου ιππεύοντας το λευκό, φτερωτό Πήγασο ταξιδεύει στους αιθέρες, κυνηγά και τέλος σκοτώνει τη Χίμαιρα: το αιμοβόρο τέρας.
Σε μία από τις πιο πλούσιες, αν όχι την πλουσιότερη πόλη της αρχαίας Ελλάδας, την Κόρινθο, ξετυλίγεται το νήμα του Μύθου του Βελλεροφόντη.
Το πραγματικό όνομα του νέου, ήταν Ιππόνοος. Γιος του Βασιλιά της Εφύρας Γλαύκου και της Ευρυνόμης. Απόγονος του Σίσυφου, του θνητού που ξεγέλασε τους Αθάνατους και γι αυτό τιμωρείται αιώνια στα Τάρταρα, προσπαθώντας να ανεβάσει στην κορυφή ενός απότομου βουνού ένα τεράστιο βράχο που όλο του γλιστρά και όλο από την αρχή ξεκινά. Μα, σαν Ήρωας, οι αρχαίοι, απέδωσαν στον Ήρωα και θεϊκή καταγωγή και καθότι Ήρωας της Κορίνθου, θεωρήθηκε απόγονος του θεού προστάτη της, του Κοσμοσείστη Ποσειδώνα.
Σκοτώνοντας-φονεύοντας ένα διαβόητο ληστή το Βέλλερο, απέκτησε και το όνομα με το οποίο μνημονεύεται εις τους αιώνες. Βελλερο-φόντης. Κατ’ άλλους συγγραφείς ήταν αδερφός του και τον σκότωσε άθελά του. Αυτο-εξορίζεται στη γειτονική Τίρυνθα, όπου βασίλευε ο Σοφός Προίτος, παππούς του Θησέα για να τον εξαγνίσει σύμφωνα με το τυπικό της εποχής.
Η γυναίκα του Προίτου, η βασίλισσα Σθενέβοια, ερωτεύεται τον όμορφο και ευγενικό νέο. Προσπαθεί με πολλούς δόλιους τρόπους να τον ξελογιάσει και να τον αναγκάσει να ενδώσει. Ο νέος, συνεχώς την αποκρούει και κείνη για να τον εκδικηθεί τον συκοφαντεί στον άνδρα της. Εκείνος, μην μπορώντας να παραβεί τους κανόνες του Ξένιου Διός αλλά και μην μπορώντας να έχει μες στο σπίτι του τον επίδοξο εραστή της γυναίκας του, αποφασίζει να τον στείλει στον πεθερό του, το βασιλιά της Λυκίας: τον Ιοβάτη με ένα γράμμα σφραγισμένο με σημάδια θανάτου για τον κομιστή του, όπως μας λέει ο Όμηρος στην Ιλιάδα.
Ο Ιοβάτης, μην μπορώντας και κείνος να σκοτώσει το φιλοξενούμενό του, και προκαλέσει έτσι την Οργή του Ξένιου Διός, αποφασίζει να στείλει το Βελλεροφόντη να εκτελέσει ριψοκίνδυνες αποστολές με προσδοκία να θανατωθεί κατά την προσπάθειά του εγχειρήματος. Πρώτη και πιο δύσκολη αποστολή, να σκοτώσει τη Χίμαιρα: το αιμοβόρος τέρας, γέννημα της φαρμακερής Έχιδνας και του Τρομερού Τυφώνα που θα σφετεριστεί τον κυβερνήτη Δία στο πλήρωμα του χρόνου.
Η Χίμαιρα, με τρεις κεφαλές: λιονταριού, αίγας που ξερνά φωτιές και δράκου, η θανάτωσή της φάνταζε τελείως ανέφικτη και γι αυτό και σήμερα λέμε: κυνηγάς Χίμαιρες εννοώντας κάτι το οποίο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ποτέ. Για να τη νικήσει ο Βελλεροφόντης, προσευχήθηκε στους Θεούς και σε όνειρο, την αρχαιότερη μαντεία, του αποκάλυψαν πως πρέπει να πάει στο Ναό του Ποσειδώνος στην Κόρινθο.
Εκεί λοιπόν, στο Κάστρο της Ακροκόρινθου, στην Πειρήνη Πηγή, ξεδίψαγε το Μυθικό άλογο, ο Πήγασος. Εκεί με τα χαλινάρια που του έδωσε η Θεά Αθηνά που του συμπαραστεκόταν, τον εδάμασε. Και ήταν κι αυτός ο Πήγασος, σπορά του Ποσειδώνα, που ξεπήδησε από το Αίμα της Μέδουσας που έσταξε στη θάλασσα σαν την αποκεφάλισε ο Ήρωας του Άργους, ο δυνατός Περσέας.
Τούτα μας λέει ο Μύθος. Ο Πλούταρχος όμως, στο βιβλίο του “Γυναικών Αρεταί” διασώζει τον πιο πιθανό ιστορικό πυρήνα γύρω από τη διάπλαση του Μύθου από τους Ποιητές της Φυλής μας που θέλησαν μέσα από δυνατές εικόνες να αποτυπώνεται στη Μνήμη ο Μύθος και τα διδάγματά του:
ΤΟ Δ’ ΕΝ ΛΥΚΙΑ ΓΕΝΕΣΘΑΙ ΛΕΓΟΜΕΝΟΝ ΜΥΘΩΔΕΣ ΜΕΝ ΕΣΤΙΝ, ΕΧΕΙ ΔΕ ΤΙΝΑ ΦΗΜΗΝ ΟΜΟΥ ΜΑΡΤΥΡΟΥΣΑΝ
ΑΜΑΣΙΔΩΡΟΣ ΓΑΡ, ΩΣ ΦΑΣΙΝ, ΟΝ ΙΣΑΡΑΝ ΛΥΚΙΟΙ ΚΑΛΟΥΣΙΝ ΗΚΕΝ ΕΚ ΤΗΣ ΠΕΡΙ ΖΕΛΕΙΑΝ ΑΠΟΙΚΙΑΣ ΛΥΚΙΩΝ
ΛΗΣΤΡΙΔΑΣ ΑΓΩΝ ΝΑΥΣ ΩΝ ΧΙΜΑΡΡΟΣ ΗΓΕΙΤΟ ΠΟΛΕΙΣΤΗΝ ΜΕΝ ΑΝΗΡ ΩΜΟΣ ΔΕ ΚΑΙ ΘΗΡΙΩΔΗΣ.
ΕΠΛΕΙ ΔΕ ΠΛΟΙΩ ΛΕΟΝΤΑ ΜΕΝ ΕΧΟΝΤΙ ΠΡΩΡΑΘΕΝ ΕΠΙΣΗΜΟΝ, ΕΚ ΔΕ ΠΡΥΜΝΗΣ ΔΡΑΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ ΚΑΚΑ ΤΟΥΣ ΛΥΚΙΟΥΣ ΕΠΟΙΕΙ ΚΑΙ ΠΛΕΥΣΑΙ ΤΗΝ ΘΑΛΑΤΤΑΝ ΟΥΚ ΗΝ ΟΥΔΕ ΤΑΣ ΕΓΓΥΣ ΘΑΛΑΤΤΗΣ ΠΟΛΕΙΣ ΟΙΚΕΙΝ.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ: Στη Λυκία, αυτό που έγινε που λέγεται και είναι Μυθικό, έχει κάποια φήμη που διασώζεται. Γιατί ο Αμασίδωρος, ως λέγεται, τον οποίο οι Λύκιοι προσφωνούσαν Ισάρα, ήλθε από την Ζέλεια, αποικία των Λυκίων με πλοία πειρατικά (ληστρικά) στα οποία αρχηγός ήταν ο Χίμαρρος, πολεμιστής μεν, άνδρας ωμός (σκληρός) όμως και θηριώδης. Έπλεε μάλιστα σε πλοίο που στην πλώρη είχε ως σήμα Λέοντα και στην πρύμνη Δράκο και πολλά δεινά προκάλεσε στους Λύκιους μην αφήνοντας τους να πλέουν στις θάλασσες και τις παραθαλάσσιες πόλεις να κατοικούν.
Γυρίζοντας νικητής από την αναμέτρηση, ο Ιοβάτης, αναθέτει στο Βελλεροφόντη κι άλλες επικίνδυνες αποστολές: να εξολοθρεύσει τους Σολύμους, γειτονική βαρβαρική φυλή που έκανε επιδρομές στη Λυκία. Έπειτα τις Θρυλικές Αμαζόνες από τις οποίες σα γύριζε νικητής ξανά, του έστησαν ενέδρα εκτελώντας τις εντολές του βασιλιά τους οι πιο εκλεκτοί πολεμιστές της Λυκίας για να τον δολοφονήσουν.
Ειδοποιημένος όμως έγκαιρα από την κόρη του Βασιλιά, τη Χρυσαύγεια, έτρεψε σε φυγή τους επίδοξους δολοφόνους και ζήτησε τη συνδρομή του Ολύμπιου Πατέρα του για να τους τιμωρήσει. Όρμηξε στην πόλη τους και όπως λέει ο Μύθος, Κύμα που σκέπαζε όλη την πόλη τον ακολουθούσε. Και τρέμοντας να αναμετρηθούν ξανά οι Λύκιοι με τον Ήρωα δείλιαζαν και έμεναν στο σπίτι περιμένοντας το χαμό τους. Όμως, οι γυναίκες τους, βγήκαν να παρακαλέσουν το Νέο και να τον μαλακώσουν με τα λόγια τους. Όμως, σαν πλησίασε ο Βελλεροφόντης και αντίκρισαν το κύμα, σήκωσαν τους χιτώνες τους και κείνος από ντροπή έστρεψε το πρόσωπό του και σκέπασε με το χέρι τα μάτια του και το κύμα κόπασε μαζί με την Οργή του. Βλέποντας τον , ο Ιοβάτης να ντρέπεται και να στρέφει το πρόσωπό του στην κίνηση και μόνο των γυναικών να ανασηκώσουν τα ρούχα τους κατάλαβε πως ο Ήρωας είχε πέσει θύμα πλεκτάνης. Τον πάντρεψε λοιπόν με την κόρη του, τη Χρυσαύγεια.
Ας μη θαρρεί κάποιος πως έζησαν αυτοί καλά και ‘μείς καλύτερα.
Γιατί ο Βελλεροφόντης, μεθυσμένος από τις νίκες και τις τιμές Ήρωα που απολάμβανε, θέλησε να εγκατασταθεί στον Όλυμπο, ιππεύοντας τον Πήγασο. Ύβρις. Και σύμφωνα με τους αρχαίους Νόμους, έπεται η Νέμεσις. Έστειλαν λοιπόν, οι Θεοί έναν οίστρο και ο Πήγασος τινάχτηκε από το τσίμπημα του βλαβερού εντόμου. Ο αναβάτης του τσακίστηκε στη γη. Και από την πτώση αυτή έχασε τις πνευματικές και φυσικές δυνάμεις του και τριγυρνούσε με χαμένα τα λογικά του, περιφρονημένος, κουτσός και αδύναμος ανάμεσα στους ανθρώπους.
Και τούτο είναι το Δίδαγμα του Μύθου του Βελλεροφόντη.
Να μη μεθά κανείς από τις Νίκες σου και να μην προσδοκά θεϊκές τιμές όντας θνητός. Μηδένα προ του τέλους μακάριζε, όπως μας κληροδότησε ο αρχαίος Σοφός Σόλωνας. Ας τον αντιπαραβάλλουμε με τον Μέγα Ηρακλή που και Άθλους πιο δύσκολους έφερε εις Πέρας και το πεδίο της Δράσης του, δεν ήταν μονάχα μια περιοχή όπως στην περίπτωση του Βελλεροφόντη, αλλά αγκάλιαζε ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο: από τη Χώρα των Εσπερίδων για τα Χρυσά Μήλα μέχρι τη Γη του Γυρυώνη όπου επιστρέφοντας έθεσε τις Ηράκλειες Στήλες. Και από το Βασίλειο του Άδη, να συντρέχει στον Όλυμπο τους Θεούς στη Γιγαντομαχία. Κι όμως δεν έπαυσε να αναζητά περιπέτειες και ούτε απαιτούσε λατρεία θεού παρά μόνο θυσίαζε στον Ουράνιο Πατέρα μέχρι το τέλος της θνητής ζωής του…