Στα τελευταία χρόνια αρκετές τηλεοπτικές τουρκικές σειρές προχωρούν με ικανή διεθνή επιτυχία : οι πληθυσμοί των χωρών της Βόρειας Αφρικής, του αραβικού κόσμου, της Κεντρικής Ευρώπης και του Καυκάσου ή και, σε μικρότερο βαθμό, κάποιοι λαοί στην Ευρώπη αποτελούν στην πλειονότητά τους το κοινό αυτών των παραγωγών. Αυτό το ιδιάζον και κατευθυνόμενο «πολιτιστικό κίνημα» ξεκίνησε με την διάδοση της αισθηματικής σειράς Gümüs («Ασημένια» στα τουρκικά), ή Nour («Φως» στα αραβικά) στην αραβική της έκδοση, η οποία προσέλκυσε 85 εκατομμύρια τηλεθεατές στον αραβικό κόσμο κατά την προβολή του τελευταίου επεισοδίου τον Αύγουστο του 2008 κατά την διάρκεια του Ραμαζανιού (όρα το άρθρο της Alexandra Buccianti : «Turkish soap operas in the Arab world : social liberation or cultural alienation ?», στο «Arab Media and Society» -το παλαιότερο «Transnational Broadcasting Studies Journal»-, τεύχος υπ’ αριθμόν 10, άνοιξη 2010). Η επιτυχία της σειράς υπήρξε τόσο μεγάλη, ώστε το σαουδαραβικό δορυφορικό κανάλι MBC (που χρηματοδοτείται από την κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας) το οποίο την επρόβαλε, δημιούργησε ένα θυγατρικό – καλωδιακό κανάλι για την προβολή της όλο το 24ωρο. Στο μεταξύ η σειρά Muhteşem Yüzyil («Σουλεϊμάν ο μεγαλοπρεπής» κυριολεκτικά «Ο υπέροχος αιώνας») φαίνεται πως είχε φθάσει να παρακολουθείται από σχεδόν 150 εκατομμύρια ανθρώπων σε όλο τον κόσμο («TV series provide 65 ml, exports revenue», Hürriyet Daily News-Άρθρο της 26ης Νοεμβρίου 2012.)
Αυτή η τεράστια διεθνής επιτυχία των τουρκικών παραγωγών σ’ ένα ευρύτατο και πολυσύνθετο κοινό, αφορά βεβαίως σε διάφορες ουσιώδεις πραγματικότητες, τόσο από την άποψη της καθαυτής πολιτιστικής επιρροής της Τουρκίας, όσο και από την άποψη του «πολιτιστικού εμπορίου», αλλά και των ευρυτέρων οικονομικών και εμπορικών στρατηγικών της τουρκικής οπτικοακουστικής παραγωγής. Τα στοιχεία του box office αποδίδουν επίσης τις βαθιές διαφορές στην υποδοχή της κάθε τουρκικής σειράς μεταξύ των συστατικών τμημάτων των διακριτών πληθυσμών της υπ όψη περιοχής. Έχοντας επίγνωση της επιρροής που έχει η Τουρκία στην διεθνή σκηνή μέσω της παρουσίας της στην μικρή οθόνη, η τουρκική κυβέρνηση επιδιώκει τώρα να ρυθμίσει την εικόνα της Τουρκίας την οποία αποδίδουν οι εν λόγω τηλεοπτικές σειρές, επιδιώκοντας συνάμα να συμμορφώνονται τα περιεχόμενά τους με τις εθνικιστικές και θρησκευτικές αξίες τις οποίες διακηρύσσει ή υπερασπίζεται συγκαλυμμένα.
Ωστόσον, η προκείμενη πολιτιστική – τηλεοπτική τουρκική «μαλακή ισχύς» ή «ήπια ισχύς» (soft power), αμφισβητείται έμπρακτα από άλλες σαγηνευτικές ξένες παραγωγές, τις οποίες παρακολουθεί το ίδιο κοινό, ενώ ακόμα αμφισβητήθηκε βαθιά και από τις κυβερνήσεις των χωρών δεκτών της πολιτιστικής της παραγωγής, καθώς ορισμένοι φοβούνται ότι αυτή η μορφή του πολιτιστικά συγκαλυμμένου παρεμβατισμού είναι ξεκάθαρα η προβολή της παθιασμένης επιθυμίας για ένα νέο και «καρποφόρο» για τους Τούρκους πολιτιστικό ιμπεριαλισμό.
Για να κατανοήσουμε αυτήν την ιδιάζουσα τουρκική επιτυχία, τα όριά της, και τις ποικίλες αιτίες της κριτικής της, θα προσεγγίσουμε απανθισματικά, απροκατάληπτα και με ψύχραιμη μεθοδικότητα τα όποια εκδηλωμένα ή εν εξελίξει αποτελέσματα της εν λόγω τουρκικής πολιτιστικής επιρροής μέσω των προβολών τουρκικών τηλεοπτικών σειρών στην Ελλάδα. Επίσης στην συνέχεια θ’ αποπειραθούμε μια στοιχειώδη ανάλυση των μηχανισμών που αφορούν στην παραγωγή αυτών των σειρών και κατέστησαν τελικά εφικτή αυτήν την μαζική διασπορά και διανομή τους. Βεβαίως για τον σκοπό αυτόν είναι απόλυτα χρήσιμη και κρίσιμη η εξέταση των καταγεγραμμένων αναφορών σ’ αυτές τις σειρές (επικρίσεων ή και επαίνων) όπως εμφανίσθηκαν στις διάφορες χώρες της Κεντρικής Ασίας, του αραβικού κόσμου και της Κεντρικής Ευρώπης.
Πριν όμως από την εξεταστική ματιά στο ιδιάζον πρόβλημα που συνιστούν οι τηλεοπτικές τουρκικές παραγωγές, εκτιμάται ως αναγκαία και η στοιχειώδης ενημέρωση του αναγνώστη σχετικά με την «μαλακή ισχύ» : Ωριμάζοντας στην δεκαετία του 1970, κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η έννοια της soft power, ή «ήπιας ισχύος» ή «μαλακής ισχύος», αναπτύχθηκε από τον σπουδαίο Ιουδαιοαμερικανό πολιτικολόγο (και από το 2008 πρόεδρο του αμερικανικού τμήματος της Τριμερούς) Joseph Samuel Nye Junior το 1990 (Nye,1990 «Bound to Lead : The Changing Nature of American Power», Basic Books,Νέα Υόρκη). Σε αντίθεση με την «σκληρή ισχύ» («hard power») -δηλαδή την χρησιμοποίηση στρατιωτικών και οικονομικών μέσων για την άμεση ή έμμεση επιβολή της θέλησης ενός κράτους ή συνασπισμού σ’ ένα άλλο κράτος ή συνασπισμό- η μαλακή ισχύς απορρέει από και σχετίζεται με την διπλωματία, τον πολιτισμό και την ιστορία. Τώρα είναι πλέον ευρέως αποδεκτή από την ακαδημαϊκή βιβλιογραφία και από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, όμως ως έννοια ενέχει δυνητικά την σημαντική αποτυχία να συμπεριλαμβάνει όλες τις σχετικές ή ολότελα διαφορετικές στρατηγικές, οπότε μερικοί την κατηγορούν για εγγενή ασάφεια, υποστηρίζοντας ότι κάθε κοινωνικό γεγονός θα μπορούσε να περιέχει ένα στοιχείο ήπιας ισχύος («Le soft power à l’ âge du tout médiatique», άρθρο του Frédéric Martel της 1-2-2012 στο France Culture).
Αναμφισβήτητα όμως παραμένει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιδέα, λόγω της ικανότητάς της να περιγράφει την πολιτιστική επιρροή των εθνών και την γεωπολιτική σημασία αυτής της επιρροής. Οι διάσημοι Ιουδαιοαμερικανοί επιστήμονες Peter Katzenstein (διεθνολόγος, καθηγητής Διεθνών Σπουδών στο πανεπιστήμιο Cornell και μέλος του κομβικού «Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων» – CFR, θεωρούμενος ως σπουδαιότερος εν ζωή ειδήμων της Διεθνούς Οικονομίας), Robert Overholser Keohane (καθηγητής πολιτικών επιστημών στο πανεπιστήμιο του Princeton, θεωρητικός του νεοφιλελεύθερου ιδρυματισμού και της παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας) και Stephen Krasner (καθηγητής διεθνών σχέσεων στο πανεπιστήμιο του Stanford, πρώην Διευθυντής Πολιτικής Σχεδίασης στο Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, θεωρητικός της διεθνούς πολιτικής οικονομίας) υπήρξαν συνεκδότες του έγκριτου διεθνολογικού περιοδικού International Organization, στο οποίο έγραψαν ένα εκτενές και ουσιωδέστατο επισκοπικό άρθρο με τίτλο «Διεθνής Οργάνωση και η μελέτη της Παγκόσμιας Πολιτικής» (τόμος 52, τεύχος 4 – Φθινόπωρο 1998, σελίδες 645–685) όπου αναφέρουν με κατηγορηματική σαφήνεια τις φρικτές διαπιστώσεις τους σχετικά με την «μαλακή ισχύ» : «….Ισχυρότερα κράτη μπορεί να είναι σε θέση να τροποποιήσουν τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις με βάση τις οποίες οριοθετούνται οι ιδεολογικές πεποιθήσεις σε πιο αδύναμες ή ηττημένες κοινωνίες ….. …….H έμφαση αυτού που ο Nye απεκάλεσε «μαλακή ισχύς» εμπλέκει τόσο ρεαλιστικούς φόβους για τις σχετικές δυνατότητες όσο και την κονστρουκτιβιστική εστίαση σε συλλογικές πεποιθήσεις και ταυτότητες».
Τροποποίηση λοιπόν και συνεπώς ενδεχόμενη εξάλειψη των προσλαμβανουσών παραστάσεων στις οποίες στηρίζονται οι ιδεολογικές πεποιθήσεις και η συλλογική ταυτότητα του σύγχρονου Ελληνισμού : μισελληνική κι εκφυλιστική αντεθνική παιδεία της Μεταπολίτευσης, εθνοαποδόμηση στηριγμένη στην διήθηση του ακαδημαϊκού ιστού με διεθνιστές και κοσμοπολίτες, παραγωγή αντιπατριωτών εθνοαποδομητών δασκάλων και καθηγητών, εκπομπές τύπου 1821 – SKY με Τατσόπουλους και Βερέμηδες, «ρεπουσιανά» βιβλία με ανάλγητες κι ασεβείς ψευδολογίες και ως … επιδόρπιο τουρκικές σαπουνόπερες.
Οι παραπάνω διεθνώς αποδεκτοί και καταξιωμένοι επιστήμονες, επισημαίνουν σαφώς το γεγονός ότι σε όλη την διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου η φιλελεύθερη θεωρία και κάποιοι στοχαστές φορείς της οι οποίοι -όπως ο εισαγωγέας της «μαλακής ισχύος» Nye- υπήρξαν ταυτόχρονα και ανώτατα στελέχη της αμερικανικής διπλωματίας μετά τον Ψυχρό Πόλεμο πρότειναν μεθόδους οι οποίες εφαρμοζόμενες θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τα εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ αλλάζοντας τις ιδεολογικές πεποιθήσεις σε λιγότερο ισχυρά ή «ηττημένα» κράτη. Ανάλογες πρακτικές μετέρχονται συστηματικά και τα «προστατευόμενα» κράτη της αμερικανοσιωνιστικής μονοδύναμης του πλανήτη στις περιφέρειες ενδιαφερόντων τους. Μάλιστα πρέπει να επισημάνουμε κάτι κρίσιμο : Οι νεοφιλελεύθεροι επιστήμονες που είναι Αμερικανοί υπήκοοι (Ιουδαίοι και μη) μπροστά στην «ιερατικά» δομημένη ομάδα αναλυτών που στελεχώνουν το αμερικανοσιωνιστικό και διεθνές σύστημα αποφάσεων είναι άδολα νήπια. Οι κατά τόπους αντιγραφείς τους, όπως εν προκειμένω οι Τούρκοι, είναι πειθήνιοι μεταφορείς των ευρύτερων διεθνών σχεδιασμών σε ότι αφορά στον δικό τους συμμετοχικό ρόλο σ’ αυτούς. Ενώ στην εκθηλυμένη και αμερικανόδουλη Ευρώπη υπάρχουν πολυάριθμοι (στην Πατρίδα μας άφθονοι) ελεεινοί ιθαγενείς κόλακες, συμμέτοχοι σε υπερεθνικά «ιδρύματα» τύπου Soros, που αθωώνουν ή και ευλογούν την μισελληνική εθνοαποδόμηση της εχθρικής «μαλακής ισχύος», τρώγοντας τα λιγδιασμένα αποφάγια του μεγάλου φαγοποτιού των Επικυρίαρχων. Αυτοί είναι είτε δειλοί, ανερμάτιστοι και φιλόδοξοι μικροαστοί «χρήσιμοι ηλίθιοι» για τους σκοπούς της παγκόσμιας ολιγαρχίας, είτε απλώς άτιμοι και βρωμεροί εθνοπροδότες, που με την ασπόνδυλη στάση τους διασφαλίζουν βολικά τις ουτιδανές τους υπάρξεις.
Μετά τον Δεύτερο Μεγάλο Πόλεμο, η στρατηγική μαλακή ισχύς (strategic soft power) απέκτησε ιδιαζόντως μεγάλη σημασία κι ενσωματώθηκε ολοκληρωτικά στις Μείζονες Εθνικές Στρατηγικές των ηγεμονικών δυνάμεων του διπολικού μεταπολεμικού – ψυχροπολεμικού κόσμου, ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης. Η κατάρρευση της τάχα ειρηνόφιλης και «ειρηνογόνου» Σοβιετικής Ένωσης και η εξάλειψη του «ανύπαρκτου» σοσιαλισμού της δεν τερμάτισε αυτές τις πολιτικές ανυπόστατες υπερβολές και τους δόλιους σχεδιαστικούς τους συνδυασμούς. Τουναντίον τις εντατικοποίησε και τις κατέστησε πιο επιτηδευμένες. Επιπλέον, η ραγδαία ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών και της πολυεπίπεδης αλληλεξάρτησης αύξησε γεωμετρικά τις δυνατότητες των εκάστοτε ισχυρών δυνάμεων για «διείσδυση» στον πληθυσμό – στόχο, απόκτηση πολιτικοκοινωνικών ερεισμάτων, απόκτηση πληροφοριών και επίσης μηχανισμών ελέγχου των αδύναμων κρατών-στόχων.
Αυτοί οι πολυεπίπεδοι και πολυσύνθετοι μηχανισμοί ελέγχου και τελικά καταναγκασμού των αδύναμων κρατών-στόχων απέκτησαν ένα δυσθεώρητο πεδίο εφαρμογής ελιγμών και χάλκευσης – εμπέδωσης παραστάσεων, οι οποίες συμφέρουν την στρατηγική της αμερικανοσιωνιστικής πλανητικής μονοδύναμης και των περιφερειακών λακέδων της, των κρατών – χωροφυλάκων (όπως η αμετανόητα ιμπεριαλιστική Τουρκία). Αυτή η δραστηριότητα κλιμακώθηκε εκθετικά στις μεταψυχροπολεμικές δεκαετίες λόγω της αλματώδους τεχνητής αύξησης των φερομένων νέων κοινωνικών επιστημών» [«αναμορφωμένη» «ιστορία», «διεθνείς σχέσεις», «κοινωνιολογία», «κοινωνική» ψυχολογία, κοινωνική (μη βιολογική) ανθρωπολογία, αντεθνική «εθνολογία» και λοιπά κοσμοπολίτικα, αντιφυσικά και οικουμενιστικά τέρατα], αλλά και του τεράστιου πολλαπλασιασμού των ποικίλων και ποικιλώνυμων, παγκοσμίων και διεθνικών εξωακαδημαϊκών «ιδρυμάτων» που διενεργούν προκατασκευασμένες «έρευνες» οι οποίες στηρίζουν «προτάσεις πολιτικής» (δηλαδή συγκαλυμμένη καλοστρωμένη συστηματική προπαγάνδα).
Και τα επιστημονικά συγκροτήματα και τα πολύμορφα και ζάπλουτα επιδοτούμενα ιδρύματα, λειτουργούν ως δόλιοι μηχανισμοί εκπομπής πολιτικής επιρροής αλλά και ολοκληρωτικού ελέγχου μιας ολόκληρης κοινωνίας. Συνήθως αυτά τα ιδρύματα στελεχωμένα με υψηλής εξειδίκευσης προσωπικό, μπορούν και παράγουν «εύπεπτες» και πειστικές χαλκευμένες μελέτες υψηλών προδιαγραφών, οπότε εύκολα δύνανται να λειτουργήσουν ως μηχανισμός κοσμοθεωρητικής αποδόμησης, εθνοαποδόμησης και καθολικής συνειδησιακής απονεύρωσης των λαών – στόχων. Είναι αυτονόητο ότι μια τέτοια δραστηριότητά τους, διευκολύνεται εξαιρετικά σε περιπτώσεις ικανής έλλειψης μορφωτικού ικριώματος, ανυπαρξίας ισχυρής εθνικής συνείδησης και εθνικών προφυλακτικών μηχανισμών, όπως συμβαίνει στην μεταπολιτευτική «ελλάδα».
Υπάρχει βεβαίως και ένα τεράστιο φάσμα συνδραστικών υποκειμένων της εχθρικής ανθελληνικής δραστηριότητας, που κυμαίνεται από ανοργασμικές φαντασιοκόπες νοικοκυρές που θαυμάζουν ζηλοτυπικά την… σαγηνεύτρα Φατμαγκιούλ, «αντιεξουσιαστές» – αντιεθνικιστές μαθητές που συμπορεύονται με Τούρκους «πρόσφυγες» και Πακιστανούς λαθρομετανάστες … για να κάψουν ελληνικές σημαίες, μέχρι «αντιφασίστες», εξουσιογλύφτες, τριπλοχορτάτους πανεπιστημιακούς κηφήνες που επειδή πιστεύουν σε κάποια αντεθνική μπουρδουτοπία ή επειδή πληρώνονται πλουσιοπάροχα γι’ αυτό από κάποιον George Soros, παράγουν κι εκπέμπουν ανθελληνικά και νεοεποχίτικα μυθεύματα, χωρίς το παραμικρό επιστημονικό κύρος, διενεργώντας καταστροφική αντεθνική προπαγάνδα, προς όφελος του ενός ή του άλλου εχθρικού κράτους ή διεθνικού συγκροτήματος.
Με ακατάπαυστη συρροή επιστημονικοφανών δημοσιεύσεων, χαλκευμένων δημοσκοπήσεων, σπουδαιοφανών επιφυλλίδων και επαινετικών ή υποστηρικτικών δηλώσεων διαφόρων μεγαλόσχημων καθεστωτικών χρυσοκάνθαρων, καθώς και με τις εκάστοτε κατάλληλες νομικές θωρακίσεις, στήνεται το βολικό για τους αμερικανοσιωνιστές και τους Τούρκους σμπίρους τους ικρίωμα της εικονικής πραγματικότητας της ειρήνης και προόδου στην Εγγύς και στην Μέση Ανατολή. Ένα ικρίωμα που στηρίζει αξιώματα τύπου Κούρδων τρομοκρατών, «φασίστα» Άσαντ και σατανικών Παλαιστινίων.
Έτσι, στάχτη καλύπτει τελικά τα μάτια όσων τηλεθεατών ανοίγουν κάθε βράδυ την τηλεόραση και αφού βλέπουν «ειδήσεις» (τα φοβερά εγκλήματα των …. «αμυνόμενων» Σιωνιστών ενάντια στα …. αντισημιτικά άοπλα γυναικόπαιδα της Γάζας, τους ειρηνευτές Τούρκους στρατιώτες να σώζουν κουρδικά χωριά καίγοντάς τα και … γενναίους ισλαμιστές «δημοκράτες επαναστάτες να εκκαθαρίζουν Σύριους αιχμαλώτους…«εγκληματίες κυβερνητικούς στρατιώτες»), αξιώνονται κατόπιν ν’ απολαύσουν χλιδάτο και κιτσάτο τουρκικό serial, μελοδράματος ή κωμωδίας.
Στο πρόσφατο βιβλίο του «Το μέλλον της ισχύος» («The Future of Power» – New York:Public Affairs-2011) ο δαιμόνιος εξουσιαστής και πολιτειακός μεγαλοπαράγοντας των ΗΠΑ Nye, ο «ανάδοχος» της μαλακής ισχύος, ξεκαθαρίζει πως τέτοια ισχύς ενός κράτους στηρίζεται σε τρείς πυλώνες: «…στον πολιτισμό του (σε τόπους όπου αυτός είναι θελκτικός προς τους άλλους λαούς), στις πολιτικές του αξίες (όταν ανταποκρίνεται σ’ αυτές στο εσωτερικό και το εξωτερικό), καθώς και στις εξωτερικές του πολιτικές (όταν οι άλλοι τις θεωρούν ως νόμιμες και έχουσες ηθική εξουσία)». Ο πολιτισμός ως συνολικό αποτύπωμα της παρελθούσας και τρέχουσας πολιτιστικής δημιουργίας και παραγωγής ενός λαού, αποτελεί έναν από τους 5 δείκτες μετρητών χαρακτηριστικών της μαλακής ισχύος, όπως αυτά θεσμοθετήθηκαν από το βρετανικό «Ινστιτούτο Διακυβέρνησης» (IfG) και το διεθνοπολιτικό περιοδικό Monocle με την παγκοσμιοποιημένη οπτική. Η επιρροή τύπου μαλακής ισχύος κατά τον Nye περιγράφεται ως ένα είδος διάχυσης, ή ακριβέστερα «έγχυσης» επιθυμητών χαρακτηριστικών από την μία χώρα στον πληθυσμό μιας άλλης χώρας, μέσω εξαγωγής των πολιτιστικών παραγωγών της, τα οποία λειτουργούν ως οχήματα των πολιτικών αξιών της και της επιτρέπουν να ενισχύσει το ηθικό της κύρος και την επιρροή της. Δεδομένης της λίαν εκτεταμένης διάδοσης της τεχνολογίας των πληροφοριών και των επικοινωνιών από το τέλος του εικοστού αιώνα και ένθεν, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι αναμφισβήτητα οι αποδοτικότεροι φορείς πολιτιστικής διάχυσης που μπορεί να υπάρχουν. Εδώ βεβαίως πρέπει να σημειωθεί ότι η τηλεόραση (επίγεια και δορυφορική) εξακολουθεί να παραμένει (μπροστά από το Διαδίκτυο-Internet και τα έντυπα μέσα) το περισσότερο προβαλλόμενο μέσο στον κόσμο των μέσων ενημέρωσης.
Σύμφωνα με την τουρκική εφημερίδα Zaman («Χρόνος»), το 2010, πραγματοποιούταν εκπομπή κάποιας τουρκικής τηλεοπτικής σειράς σε τριάντα έξι διαφορετικές χώρες (εβομαδιαία γαλλόφωνη έκδοση Zaman France – «Les séries turques diffusées dans 36 pays», άρθρο στις 29 Απριλίου 2010), τις περισσότερες φορές με υπότιτλους και όχι μεταγλωττισμένη, για την αξιοποίηση της πολύ καλής τηλεθέασης που πετύχαινε (άρθρο «TV series spring continues», της 17 Οκτωβρίου 2012, στην «Hürriyet Daily News»). Αυτές οι χώρες-δέκτες βρίσκονται σε πολλές, διαφορετικές περιφερειακές περιοχές και δεν έχουν πάντα κοινά σύνορα με την Τουρκία, ενώ διαθέτουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά ιστορικού και πολιτιστικού χαρακτήρα ή στη δομή των οπτικοακουστικών βιομηχανιών τους με αυτήν.
Ανάμεσα σ’ αυτές τις ευρείες περιοχές περιλαμβάνονται χώρες των Βαλκανίων όπως η Ελλάδα, η Ρουμανία, η Βουλγαρία, τα Σκόπια, το Μαυροβούνιο και η Βοσνία, που ατυχώς «μοιράστηκαν» με την Τουρκία κοινή ιστορία από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όταν δοκίμασαν την ….ευεργετική επίδραση της «Τουρκοκρατίας». Επίσης η ζώνη του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας, που περιλαμβάνουν την Γεωργία, το Τουρκμενιστάν, το Αζερμπαϊτζάν, το Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν, όπου μιλούν τις αλταϊκές γλώσσες συγγενικές της τουρκικής. Τέλος οι ισλαμικές χώρες της Βόρειας Αφρικής, όπως το Μαρόκο, η Αλγερία, η Αίγυπτος, η Συρία, αλλά κι εκείνες της Αραβικής Χερσονήσου, όπως το Κατάρ και η Σαουδική Αραβία, όπου πιστεύεται η ίδια θρησκεία. Αυτές οι τελευταίες έχουν επίσης την ιδιαιτερότητα να είναι φανατικοί καταναλωτές της δορυφορικής τηλεόρασης και ένα δίκτυο όπως το MBC ή τα δίκτυα Qatar TV και Al Jazeera, καλύπτουν ένα σημαντικό μέρος του κοινού τους μέσω της δορυφορικής τους μετάδοσης. Δεν είναι υπερβολή να επισημανθεί πως σχεδόν όλος ο αραβικός κόσμος, από την διαλυόμενη και αντιτουρκική Συρία, την Σαουδική Αραβία, το Μαρόκο και το Ιράκ έως τα Ηνωμένα Εμιράτα, παρακολουθεί με ιδιάζουσα εμμονή διάφορες τουρκικές σειρές, από κλασικά μελοδράματα και φαρσοκωμωδίες έως αστυνομικές περιπέτειες με ακατάπαυστη δράση. Η τηλεθέασή τους είναι τεράστια σε βαθμό, έτσι ώστε οι δρόμοι σχεδόν ερημώνουν την ώρα της προβολής τους, ενώ εξαιτίας αυτών των διάφορων σειρών για πολλούς ευκατάστατους Άραβες η Τουρκία έχει μετατραπεί σε αγαπημένο τόπο διακοπών.
Ο μαζικότερος καθημερινός τύπος καταγράφει τακτικά τον παλμό της τουρκικής ήπιας δύναμης, (η οποία σημαίνεται έντονα από μια ταχέως εξελισσόμενη αύξηση του συγκριτικού «αναστήματος» της Τουρκίας σε σχέση με τους γείτονες) και αναλύει λεπτομερειακά τις επιπτώσεις της εξάπλωσης των τουρκικών τηλεοπτικών σειρών : η τουρκοφωνία προχωρά αλματικά στην περιοχή («Οι Έλληνες μαθαίνουν τουρκικά βλέποντας τηλεοπτική σειρά» Hürriyet Daily News, 14-9-2012), όπως επίσης είναι αισθητές οι επιπτώσεις στις λειτουργίες του τουρισμού («Διάσημο show αυξάνει την δημοτικότητα της Τουρκίας» Hürriyet Daily News, 4/5/2012), αλλά και του ρόλου τους στην εξέλιξη της βαθμίδωσης της Τουρκίας ως «Περιφερειακής Δύναμης» στην διεθνή πολιτική σκηνή («Η Τουρκία κατατάσσεται 20η στην Έρευνα του Monocle περί Ήπιας Ισχύος» Today’s Zaman,30-11-2012).
Η ιδιαίτερη περίπτωση της Ελλάδος είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για τα θετικά αποτελέσματα αυτής της μαζικής διανομής, προς όφελος βέβαια της Τουρκίας. Η Τουρκία και η Ελλάδα μοιράζονται εκτενή χερσαία και θαλάσσια σύνορα, αλλά επίσης κι ένα αιματοβαμμένο σκληρό ιστορικό παρελθόν : Η Ελλάδα μετά 4 φρικώδεις αιώνες εξοντωτικής τουρκοκρατίας επαναστάτησε ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1821, και αντιτέθηκε προς την Τουρκία με σκοπό την καθολική ελληνική απελευθέρωση κι εθνική ολοκλήρωση με διάφορους πολέμους (1897, 1912-1913, 1914 -1918 και 1919 – 1922), που μετά την Μικρασιατική Καταστροφή (ενάμιση εκατομμύριο Έλληνες νεκροί κι ενάμιση εκατομμύριο Έλληνες πρόσφυγες) είχαν ως καταληκτικό αποτέλεσμα την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923. Το μισελληνικό πογκρόμ στην Κωνσταντινούπολη το 1955, καθώς και οι βίαιες συγκρούσεις μεταξύ των δύο χωρών στην Ελληνική Μεγαλόνησο Κύπρο είναι επίσης εγγεγραμμένα στις συλλογικές μνήμες των δύο εχθρών λαών, αποτελούν δε πρόσθετα εμπόδια στην είσοδο της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όμως παρά το μαρτυρικό κι οδυνηρό παρελθόν, η τηλεοπτική σειρά προβάλλεται από τον τουρκικό Τύπο ως όχημα για την ελληνοτουρκική συμφιλίωση. Στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα οι τουρκικές σειρές σωρεύουν αθροιστικά καταφανή πλεονεκτήματα έναντι των αυτοχθόνων τηλεοπτικών σειρών : κοστίζουν λιγότερο για την παραγωγή από τις τοπικές ή τις αμερικανικές σειρές (έτσι τα εμπορικά δικαιώματά τους είναι σαφώς φθηνότερα) και προσφέρουν μια βατή ανανέωση και καινοτομία σ’ ένα καθημαγμένο οικονομικά τοπίο των μέσων ενημέρωσης («Τουρκικές τηλεοπτικές σειρές, μια λύση για την μεγάλη ελληνική κρίση», «Hürriyet Daily News» 10-9-2011), ασχολούμενες με πολιτικά ουδέτερα θέματα (όπως η καθημερινή ζωή και τα μυθιστορήματα), μάλιστα δε από μια γειτονική χώρα, οπότε χρησιμοποιούν την όποια κοινή ιστορία και τις ανάλογες παραδόσεις («Οι μελαγχολικοί Έλληνες ξεχνούν τα δεινοπαθήματα με πολυτελή δράματα της τουρκικής τηλεόρασης»-English Sabah άρθρο της 1-5-2012). Η πλημμύρα τουρκικών τηλεοπτικών σειρών στα ελληνικά κανάλια και οι επιπτώσεις του εν λόγω τηλεοπτικού πολιτιστικού ιμπεριαλισμού καλύπτονται φυσικά με περισσή θέρμη από τον τουρκικό Τύπο, ως ένδειξη τάχα μιας «αργής εξαφάνισης της συσσωρευμένης εθνικής δυσαρέσκειας» καθ’ όλον τον εικοστόν αιώνα (Οι Τούρκοι επιτηδευμένα αγνοούν και αποσιωπούν την ανθελληνική κτηνωδία αιώνων χρησιμοποιώντας στην θέση της αλήθειας ανυπόστατους νεολογισμούς).
Υπήρξαν κι άλλες επιπτώσεις που θεωρήθηκαν ιδιαίτερα σημαντικές από τον τουρκικό Τύπο για την δήθεν «συμφιλίωση» μεταξύ των δύο χωρών : η άνοδος της τουρκοφωνίας (πέρα από τον ήδη ευρύ κύκλο των τουρκόφωνων χωρών) και το ενεργό δίκτυο των συμμετοχικών «πολιτιστικών ιδρυμάτων» (δλδ. Κρατικά καθοδηγούμενων προπαγανδιστικών φορέων) που παρεμβάλλονται στις τουρκικές σειρές. Αυτές προς μεγάλη χαρά των Τούρκων, κατ’ εξαίρεση και μόνο σπάνια μεταγλωττίζονται, παράγοντας τελικά θεατές εξοικειωμένους με την ηχητική-φθογγολογική απόδοση της τουρκικής γλώσσας. Μπορούν έτσι να συμβάλουν έμμεσα αλλά αποτελεσματικά στην ανάπτυξη σχεδίων μελλοντικής μετανάστευσης προς μία «φιλική» Τουρκία, προστάτιδα της ειρήνης και συνώνυμη με την οικονομική ανάπτυξη, έχοντας προσφέρει στους τηλεθεατές την ευκαιρία να εξοικειωθούν με την τουρκική («Τουρκία, Ελλάδα γεφυρώνουν το πολιτιστικό χάσμα με ρομαντισμό» Τουρκία SETimes, σε άρθρο της 21-5-2012). Σύμφωνα με το τελευταίο άρθρο, οι σειρές τέτοιου τύπου συντείνουν επίσης και στην αποδοχή κι ενίσχυση τουρκοελληνικών μικτών γάμων, με σενάρια και εικόνες που καταλήγουν επιτηδευμένα σ’ «ευτυχισμένο τέλος», όπως είναι η «Iki Yaka Bir Ismail» («Δυό όχθες ένας Ισμαήλ») και η «Yabancı Damat» («Τα σύνορα της αγάπης» – κυριολεκτικά «Ξένος Γαμπρός») γυρισμένες στις δύο χώρες και με ανάλογη διπλή μουσική επένδυση.
Για την μικροϊστορική καταγραφή του δρωμένου υπενθυμίζουμε : Στις 14-7-2012 η τουρκική εφημερίδα Vatan («Πατρίδα»), εξαπέλυσε στο πρωτοσέλιδό της σφοδρή επίθεση κατά του Κινήματος με τίτλο «Να απαγορευθούν οι τούρκικες σειρές», επειδή η Χρυσή Αυγή ζήτησε την απαγόρευση των τουρκικών σειρών που προβάλλονται στα ελληνικά τηλεοπτικά δίκτυα.Εξοργισμένοι οι ψιμυθιωμένοι Μογγόλοι ανατολικοί μας γείτονες έγραφαν: «Η οργάνωση που έχει ιδρύσει ένοπλες συμμορίες και πραγματοποιεί επιθέσεις εναντίων των μεταναστών τώρα αποφάσισε να ξεκινήσει εκστρατεία εναντίον των τουρκικών σειρών». Είναι προφανής και αξιοσημείωτη η …. κοινή ευαισθησία και η κοινή φρασεολογία ντόπιων εθνοαποδομητών (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, μπολσεβίκων) και τουρκικών κύκλων περί «ενόπλων συμμοριών» κι «επιθέσεων», πλήρως όμως κατανοητή καθώς και στις δύο πλευρές του Αιγαίου ..ζορίζονται με το Κίνημα οι ψεύτες και οι μισέλληνες.
Αντίθετα, στις 19-11-2012 η κυβέρνηση των Σκοπίων προώθησε νόμο με τον οποίο απαγορεύεται η προβολή τουρκικών σειρών κατά την διάρκεια της ημέρας και στην ζώνη υψηλής τηλεθέασης, αποσκοπώντας στην μείωση της τουρκικής επιρροής στο λαό. Όπως ανέφερε ενοχλημένο δημοσίευμα της εφημερίδας Hürriyet («Ελευθερία»), ο Ίβο Ιβανόβσκι, σκοπιανός «Υπουργός Κοινωνίας και Πληροφορίας» καταθέτοντας την πρόταση νόμου ανέφερε ότι : «τα δικά μας προγράμματα έχουν αρχίσει να προβάλλονται μετά τα μεσάνυχτα, εξαιτίας των τουρκικών σαπουνόπερων. Όλα τα κανάλια μας ανεξαιρέτως, προβάλλουν τουλάχιστον ένα τουρκικό σήριαλ όπως το «Χίλιες και μια Νύχτες» και το «Εζέλ», τα οποία μπορεί ίσως να είναι συναρπαστικά, όμως θεωρώ ότι 500 χρόνια υπό τον τουρκικό ζυγό είναι αρκετά». Σύμφωνα με τον νέο νόμο, όλες οι τουρκικές σειρές θ’ αρχίσουν σιγά – σιγά ν’ αποσύρονται από την σκοπιανή τηλεόραση και θ’ αντικατασταθούν από εγχώριες παραγωγές, ώστε επιπλέον να τονωθεί η τοπική τηλεοπτική αγορά. Μια χώρα – μπρεχτική θεατρική φάρσα όπως η λιμαλέα ΠΓΔΜ, επέδειξε μεγαλύτερη σοβαρότητα απέναντι στην πολιτιστική – τηλεοπτική επέλαση της «λαγγεμένης ανατολής», ερχόμενη σε τραγική αντίθεση με τα καθεστωτικά γιουσουφάκια του Γραικυλιστάν (ανελλήνιστους πολιτικάντηδες και άξεστους βλαχομαικήνες καναλάρχες).
Αισχρόν έστι σιγάν, της Ελλάδος πάσης αδικουμένης.
Θεόφραστος Παραδέλης
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/index.php/enimerosi/view/diethneis-epituchies-gia-tis-tourkikes-thleoptikes-seires-mia-proklhtikh-ka#.UYeypbWePRM#ixzz2SWHsfnfE