Το απόγευμα της 21ης Μαΐου 2013 αυτοκτόνησε στο Παρίσι, μέσα στον καθεδρικό ναό της Notre Dame (Παναγία των Παρισίων), σε ηλικία 78 ετών, ο Dominique Venner, γνωστός Γάλλος ιστορικός, δημοσιογράφος και συγγραφέας, διάσημος για την εθνικιστική του ιδεολογία, αλλά και για την ταυτόχρονη προσήλωσή του στο ευρωπαϊκό ιδεώδες. Η αυτοκτονία του Dominique Venner αποτελεί μια ξεκάθαρα πολιτική πράξη (έτσι τη χαρακτήρισε και η Πρόεδρος του Front National και κόρη του Lepen), αφού ο ίδιος δεν αντιμετώπιζε ούτε προβλήματα υγείας, ούτε οικονομικά, οικογενειακά ή άλλης φύσεως προβλήματα. Ο Dominique Venner αυτοπυροβολήθηκε σε μια έκφραση απόλυτης διαμαρτυρίας και εκκωφαντικής προσπάθειας αφύπνισης του γαλλικού λαού και εν γένει των ευρωπαϊκών λαών, ενάντια τόσο στην επερχόμενη αναγνώριση – νομιμοποίηση του γάμου μεταξύ ομοφυλοφίλων στη Γαλλία, όσο και στην ισλαμοποίηση της Ευρώπης, η οποία πραγματοποιείται βάσει οργανωμένου σχεδίου, μέσω των ανεξέλεγκτων μεταναστευτικών ροών από μουσουλμανικές χώρες, οι οποίες αλλοιώνουν την πληθυσμιακή σύνθεση της ηπείρου μας.
Εξάλλου, οι λόγοι της αυτοκτονίας του, η οποία καθόλου δεν αποτελεί κίνηση δειλίας ή παραίτησης, αλλά τουναντίον πράξη υπέρτατου θάρρους και αυταπάρνησης, προκύπτουν από το συγκλονιστικό σημείωμα που άφησε προς την οικογένειά του, του οποίου η μετάφραση παρατίθεται αυτούσια κατωτέρω :
« Είμαι σώματι και πνεύματι υγιής και γεμάτος από την αγάπη της γυναίκας μου και των παιδιών μου. Αγαπώ τη ζωή και δεν περιμένω τίποτα πέρα απ’ αυτήν, παρέχων την διαιώνιση της φυλής και του πνεύματός μου. Ωστόσο, στο δειλινό αυτής της ζωής, μπροστά στους τεράστιους κινδύνους για την γαλλική και ευρωπαϊκή μου πατρίδα, αισθάνομαι το καθήκον να δράσω όσο έχω ακόμα τη δύναμη. Αισθάνομαι αναγκαίο το να θυσιαστώ για να σταματήσει ο λήθαργος που μας βαραίνει. Προσφέρω ότι απομένει απ’ τη ζωή μου, στοχεύοντας σε μια διαμαρτυρία και μια θεμελίωση. Διαλέγω ένα εξαιρετικά συμβολικό μέρος, τον καθεδρικό της Παναγίας των Παρισίων, τον οποίο σέβομαι και θαυμάζω, αυτόν ο οποίος χτίστηκε από την ευφυΐα των προγόνων μου πάνω σε αρχαιότερους λατρευτικούς τόπους και που θυμίζει την πανάρχαια καταγωγή μας.
Τη στιγμή που τόσοι και τόσοι άνθρωποι γίνονται δούλοι της ζωής τους, η χειρονομία μου ενσαρκώνει μια ηθική της θέλησης. Αυτοκτονώ προκειμένου να αφυπνίσω τις κοιμισμένες συνειδήσεις. Εξεγείρομαι ενάντια στη μοιρολατρία. Εξεγείρομαι ενάντια στα ψυχικά δηλητήρια και ενάντια στις ασυγκράτητες ατομικές επιθυμίες που καταστρέφουν τα ταυτοτικά μας ερείσματα και κυρίως της οικογένειας, ενδόμυχης βάσης του υπερχιλιετούς πολιτισμού μας. Ενώ υπερασπίζομαι την ταυτότητα όλων των λαών στον τόπο τους, εξεγείρομαι επίσης ενάντια στο έγκλημα που στοχεύει στην αντικατάσταση των πληθυσμών μας.
Δεδομένου ότι ο κυρίαρχος λόγος δεν δύναται να βγει από τα τοξικά του διφορούμενα, οι Ευρωπαίοι είναι αυτοί που πρέπει να βγάλουν τα συμπεράσματά τους. Με την έλλειψη μιας ταυτοτικής θρησκείας, με την οποία θα μπορούσαμε να δεθούμε, μοιραζόμαστε τουλάχιστον από την εποχή του Ομήρου μιαν ιδιαίτερη μνήμη, κατάθεση όλων αυτών των αξιών πάνω στις οποίες θα πρέπει να θεμελιωθεί η μελλοντική μας (θρησκεία) σε ρήξη με την μεταφυσική του απεριορίστου, ολέθρια πηγή όλων των σύγχρονων παρεκτροπών.
Ζητώ συγγνώμη εκ των προτέρων από όλους αυτούς που ο θάνατός μου θα τους κάνει να υποφέρουν, πρώτα απ’ όλα στη γυναίκα μου, στα παιδιά μου, στα εγγόνια μου, όπως και από τους φίλους μου και τους έμπιστους μου. Όμως, όταν το σοκ της οδύνης θα έχει καταλαγιάσει, δεν αμφιβάλω καθόλου ότι και οι μεν και οι δε θα κατανοήσουν την έννοια της χειρονομίας μου και θα μετουσιώσουν τον πόνο τους σε υπερηφάνεια. Τους εύχομαι να καταφέρουν να διαρκέσουν. Θα βρουν στα πρόσφατα γραφόμενα μου το προοίμιο και την εξήγηση της χειρονομίας μου»
Ποιος ήταν, όμως, αυτός ο σύγχρονος ήρωας, ο οποίος θυσιάστηκε προκειμένου να αφυπνίσει την κοιμισμένη γαλλική και κατ’ επέκταση ευρωπαϊκή κοινωνία ;
Ο Dominique Venner γεννήθηκε την 16η Απριλίου του έτους 1935, από πατέρα αρχιτέκτονα, δραστηριοποιούμενο στο «Parti populaire francais», κόμμα εθνικιστικό, υπό την ηγεσία του Jacques Doriot. Κατατάχθηκε στο σώμα των αλεξιπτωτιστών του γαλλικού στρατού σε ηλικία μόλις δέκα οκτώ ετών και πολέμησε εθελοντικά στα μέτωπα της Αλγερίας, μεταξύ των ετών 1954 και 1956. Το 1956, μετά την επιστροφή του στη Γαλλία, έγινε μέλος της «Jeune Nation» (Νέο Έθνος), μιας κίνησης με ακροδεξιά και εθνικιστικά χαρακτηριστικά. Το Νοέμβριο του 1956 συμμετείχε στον εμπρησμό των γραφείων του γαλλικού κομμουνιστικού κόμματος, ως κίνηση συμπαράστασης στον τότε εξεγερμένο ενάντια στους Ρώσους Ουγγρικό λαό, ενώ είχε ενεργό ρόλο στο «Λαϊκό Κίνημα της 13ης Μαΐου» και στην αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος που αυτό οργάνωσε, και για το λόγο αυτό φυλακίστηκε για περίπου δέκα οκτώ μήνες. Μετά την αποφυλάκισή του, το 1962, ανέλαβε την ηγεσία της «Fédération des Étudiants Nationalistes – FEN» (Ομοσπονδία Εθνικιστών Φοιτητών), η οποία αποτελούσε τον διάδοχο της «Jeune Nation», η οποία είχε διαλυθεί δύο φορές από τις γαλλικές αρχές.
Εν συνεχεία, τον Ιανουάριο του έτους 1963 ίδρυσε το περιοδικό «Europe – Action» (Ευρώπη – Δράση), το οποίο αποτέλεσε, ταυτόχρονα, και Κίνημα. Στην προσπάθεια αυτή συμμετείχαν πολλοί παλαιοί συνοδοιπόροι από το FEN, μεταξύ των οποίων εκείνοι που είχαν συμβάλλει στη σύνταξη του «Μανιφέστου της κλάσης του 1960». Η θεματολογία του νέου περιοδικού περιστρέφεται σε ζητήματα γύρω από τον ευρωπαϊκό εθνικισμό, τον φυλετισμό, τον ιμπεριαλισμό κλπ.
Η ιδεολογία του «Europe – Action» διακρινόταν από τον κλασσικό εθνικισμό, λόγω της προσήλωσής και της πίστης του στο ευρωπαϊκό ιδεώδες. Περαιτέρω, ο Venner και οι συνοδοιπόροι του, προσπαθούσαν να απαλλάξουν την εθνικιστική ιδεολογία από παρωχημένες εκείνη την εποχή αντιλήψεις, όπως ο αντικοινοβουλευτισμός και η απέχθεια προς τους διανοούμενους, ενώ ταυτόχρονα, επιθυμούσαν να τονίσουν τη σαφή διάκρισή τους από το ναζισμό. Εξάλλου, ενώ στο ιδρυτικό μανιφέστο του «Europe – Action» αναφερόταν ότι όλοι οι ευρωπαίοι εθνικιστές οφείλουν να συνταχθούν στην μάχη ενάντια στον κομμουνισμό και στους υποστηρικτές του, δημιουργώντας ένα κοινό μέτωπο αγώνα, στη συνέχεια παρατηρείται μια σαφής υποβάθμιση της αντικομμουνιστικής δράσης και ξεκάθαρη στροφή προς τη μάχη μεταξύ των διαφόρων φυλών, με τη χρήση εκφράσεων όπως «μαχητές για ένα Λευκό Έθνος» κλπ. Έτσι, διατυπώνεται η θεωρία του «βιολογικού ρεαλισμού», σύμφωνα με την οποία οι διακρίσεις μεταξύ των ατόμων και των φυλών θεμελιώνονται στην επιστημονική παρατήρηση, ενώ επισημαίνεται η σαφής υπεροχή της λευκής ευρωπαϊκής φυλής. Κατά τον Venner, αυτή οφείλεται σε κληρονομικά στοιχεία, τα οποία οδηγούν σε φυσικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των πνευματικών και διανοητικών δυνατοτήτων των διαφόρων φυλών, οι οποίες, με τη σειρά τους, εκδηλώνονται με την ικανότητα ή μη στην εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας. Αυτός ο βιολογικός ρατσισμός οδηγεί και στη χρήση εκφράσεων όπως «υπανάπτυκτοι», «ανίκανοι» κλπ.
Στην πράξη, αυτή η ιδεολογία εκδηλώνεται με τη σκληρότατη κριτική στα μεταναστευτικά κύματα από την Αλγερία, που δεχόταν εκείνη την εποχή (μετά την ανεξαρτησία της Αλγερίας) η γαλλική κοινωνία, καθώς και στην απαίτηση για άμεσο επαναπατρισμό όλων των μεταναστών, καθώς θεωρούσε ότι η συστηματική διασταύρωση μεταξύ των γηγενών γάλλων και των αφρικανών εισβολέων ισοδυναμούσε με αργή γενοκτονία. Ο ίδιος ο Venner έγραφε ότι η μετανάστευση αποτελεί ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα και ότι η βάση του πληθυσμού της Ευρώπης, η οποία επέτρεψε την ραγδαία πολιτισμική της ανάπτυξη, ήταν η λευκή φυλή. Η καταστροφή αυτής της ισορροπίας, η οποία επέρχεται μέσω των συστηματικών προσμείξεων με τους αλλόφυλους μετανάστες, θα οδηγήσει βαθμιαία στην καταστροφή του πολιτισμού μας και στην εξαφάνιση της φυλής μας.
Εξάλλου, οι συντάκτες του «Europe – Action» έγραφαν χαρακτηριστικά : «ο εγκέφαλος των λευκών, ο εγκέφαλος των μαύρων και ο εγκέφαλος των κίτρινων, είναι τρεις ηλεκτρονικοί υπολογιστές με διαφορετική φιλοσοφία. Ενώ είναι περίπου όμοιοι σε ότι αφορά στη δυνατότητα αποθήκευσης – απορρόφησης πληροφοριών (μνήμη), είναι εκ διαμέτρου διαφορετικοί – ανόμοιοι στη δυνατότητα αποκάλυψης και αντιμετώπισης – επίλυσης των προβλημάτων που τίθενται από αυτές τις πληροφορίες». Κατέληγαν, λοιπόν, στη σαφέστατη υπεροχή της λευκής φυλής, της οποίας η καθαρότητα έπρεπε πάση θυσία να διαφυλαχθεί, δια της αποφυγής των προσμείξεων.
Κυριότερα ιστορικά έργα του Dominique Venner, του οποίου οι θέσεις, ιδίως σχετικά με το μεταναστευτικό ζήτημα, παραμένουν πάντα επίκαιρες, είναι το «Baltikum» (1974), «Le Soleil des vaincus Blanc» (Ο λευκός ήλιος των ηττημένων, (1975), το μοναδικό μεταφρασμένο στα ελληνικά βιβλίο του), «Le Coeur Rebelle» (Η επαναστάτρια καρδιά, που αποτελεί την αυτοβιογραφία του εκλιπόντος, και στο οποίο περιγράφει, μεταξύ άλλων, την προσπάθεια του να ενταχθεί, σε πολύ μικρή ηλικία, στην περίφημη «Λεγεώνα των Ξένων») (1994), «Gettysburg» (1995), «Les Blancs et les Rouges» (Τα λευκά και τα κόκκινα) (1997), και «Histoire du terrorisme» (Ιστορία της τρομοκρατίας) (2002). Το έργο του με τίτλο «Histoire de l’Armée rouge» (Ιστορία του Κόκκινου Στρατού), βραβεύθηκε από τη Γαλλική Ακαδημία το 1981. Το 1995, ο Venner δημοσίευσε το βιβλίο «Histoire critique de la Resistance » (Κριτική ιστορία της Αντίστασης), στο οποίο υπογράμμισε την ισχυρή επιρροή και την παρουσία των Γάλλων εθνικιστών στην Αντίσταση. Τέλος, το έτος 2002, ο Venner έγραψε το έργο «Ιστορία και Παράδοση των Ευρωπαίων. 30.000 χρόνια ταυτότητας», στο οποίο αποδεικνύεται η ιστορική συνέχεια της θεωρίας του συγγραφέα και τονίζεται η ύπαρξη ενός κοινού ευρωπαϊκού πολιτισμού, ο οποίος έχει ζωή 30.000 ετών και ξεκινά από την εποχή των ινδοευρωπαίων.
Μέχρι τη στιγμή του θανάτου του, ο Venner ήταν εκδότης του διμηνιαίου ιστορικού περιοδικού «La Nouvelle Revue d’Histoire» (Νέα Επιθεώρηση της Ιστορίας)
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/index.php/enimerosi/view/dominique-venner-athanatos#.Ua3CxNLwmCg#ixzz2VF6vwPC6