Η Πόλις Εάλω!
Και τα λόγια τούτα δόνησαν φαρμακερά τον αγέρα. Η οσμή του Αίματος και των Νεκρών σωμάτων, έπνιγαν την ατμόσφαιρα και την έκαναν δηλητηριώδη. Ο Προαιώνιος εχθρός, έσφαζε, βίαζε, λεηλατούσε σπίτια, ναούς και τάφους.
Η Πόλις Εάλω!
Και τα λόγια τούτα έκαναν το Αίμα των Ελλήνων να παγώσει! Τα λόγια τούτα σαν ξόρκι δυνατό, μετέτρεψαν το δυνατό Έθνος των Ελλήνων, το Υπερήφανο Έθνος Πολεμιστών σε λαό υπόδουλων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σαν τα ξόρκια της μάγισσας Κίρκης που μετέτρεψαν τους Νικητές του Ιλίου, τους Υπερήφανους συντρόφους του πολυμήχανου Οδυσσέα σε χοίρους, σε γουρούνια που κυλούνταν στη λάσπη. Από Έλληνες, γενήκαμε ραγιάδες. Γκιαούρηδες. Διπλωματάδες. Καλαμαράδες και γραφιάδες βάρβαρων αυθεντών, ανθρωμοβόρων κτηνών. Πασάδων αυθεντών αιμοδιψών.
Κρύβει πολλά μυστικά η Άλωση της Πόλης. Άλλα τα πήρε ο Σοφός Λαός των Ελλήνων και τα ‘κρυψε όμορφα με το Πέπλο του Μύθου. Άλλα όμως, τα σκέπασαν στα σκοτάδια οι εθνοκτόνες υποχθόνιες δυνάμεις της Λησμονιάς και της Λήθης. Μία ιστορία που δεν πρέπει να λησμονηθεί είναι το τραγικό τέλος του Μέγα Δούκα της Κωνσταντινούπολης την εποχή της Αλώσεως: Λουκά Νοταρά.
Ο Σουλτάνος, ο Μωάμεθ ο Β’, αφού κυρίεψε την Πόλη, επέτρεψε στους στρατιώτες του να συγκεντρώνουν σκλάβους και θησαυρούς για τρεις ημέρες όπως τους είχε υποσχθεί σύμφωνα με την Ισλαμική Παράδοση. Επί τρεις μέρες, αλλόφυλοι και εξωμότες, λεηλατούσαν και διάπραττα εγκλήματα που δε χωρά ανθρώπινους νους. Βίαζαν γυναίκες και κόρες. Έμπαιναν στα σπίτια και στις εκκλησιές και άρπαζαν ότι θεωρούσαν πολύτιμο. Τα βρέφη που απέμεναν δίχως μανάδες, τα πέταγαν στον αέρα και είτε τα λόγχιζαν είτε τα συνέτριβαν χτυπώντας στους τοίχους είτε τα διαμέλιζαν με τα σπαθιά τους όπως διαμέλισαν στον αρχαίο Μύθο οι Τιτάνες το νεογέννητο Διόνυσο.
Και ήταν τόσο το Αίμα που έρρε που σχημάτιζε ποτάμι, όπως το νερό της βροχής. Και οι νεκροί κείτονταν σε σωρούς. Και οι σκύλοι που είχαν απομείνει δίχως αφέντες τρέφονταν τώρα πια με τις σάρκες των αφεντών τους και ξεδίψαγαν πίνοντας το αίμα τους.
Έβλεπες, διασώζουν οι χρονογράφοι της Αλώσεως, πολλές φορές τα σκυλιά να τρέχουν με μέλη από τους νεκρούς. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα θανάτου, επίγεια Κόλαση, οι Τούρκοι, μην καλύποτντας τις άνομες ορέξεις τους μπήκαν μες στο Ναό της Αγίας του Θεού Σοφίας. Βίασαν πάνω στην Αγία Τράπεζα. Μα, ο Θεός των Ελλήνων, δεν άφησε τις ψυχές να λησμονηθούν. Στοίχειωσαν και είναι πια το φουσάτο του Μαρμαρωμένου Βασιλιά που θα εκδικηθεί το Γένος.
Κόπασαν οι σφαγές. Το Αίμα όμως ακόμα άχνιζε. Ο Σουλτάνος, επισκέφτηκε το παλάτι του Μέγα Δούκα του Λουκά Νοταρά όπου τον είχε ας πούμε φυλακίσει, ουσιαστικά προστατέψει από τους μη ελεγχόμενους στρατιώτες του που είχαν εξαγριωθεί από τη σφαγή μεθυσμένοι από τη μεγάλη νίκη. Ο Σουλτάνος γνώριζε πως ο Δούκας, προτιμούσε το τουρκικό σαρίκι από την παπική τιάρα. Όπως διασώζει ιστορικός της εποχής έλεγε επ’ ακριβώς:” Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν τη μέση τη πόλει φακίλον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινική”. Πολιτικά αντίπαλος των Παλαιλόγων που έτρεχαν στη Δύση, υποκύπτοντας στους Παππικούς προκειμένου να εξασφαλίσουν στρατιωτική βοήθεια, την οποία δεν έδωσαν ποτέ. Αντίθετα, διακόσια χρόνια Σταυροφοριών, πολλές χώρες του Βυζαντίου, νησιά του Αιγαίου και λιμάνια πλούσια βίωναν την παπική εξουσία που μεθόδευε ύπουλα τη διάλυση της Εκκλησίας των Ορθοδόξων και της Ελληνικής Γλώσσας. Μα ο Έλληνας δεν μπορεί να επιλέγει δυνάστες. Ο Έλληνας πρέπει να είναι Κυρίαρχος και Λεύτερος.
Μπήκε έφιππος, ο Σουλτάνος στην αυλή του σπιτιού του Μέγα Δούκα.
Το ένα του παιδί το ήθελε στο χαρέμι “αρσενικών” που είχε. Όμως, ο νέος θανατώθηκε μη υποκύπτοντας στην αρρωστημένη φύση του Σουλτάνου. Ο Νοταράς, προσπαθώντας να καλοπιάσει τον Μωάμεθ του προσέφερε πολύτιμους λίθους: σμαράγδια, ρουμπίνια, χρυσό και θησαυρούς ανεκτίμητης αξίας της περιουσίας του. Η θέα τόσου πλούτου και η ψυχική αδυναμία του βυζαντινού αξιωματούχου, έκαναν το ανθρωπόμορφο κτήνος που βρισκόταν πάνω στο λευκό πολεμικό αράπικο άτι, να αποκτηνωθεί τελείως. Ο σατανικός εγκέφαλός του αμέσως διάταξε τους γενίτσαρους να φέρουν το μικρότερο γιο του Νοταρά που απέμενε ζωντανός και το γαμπρό του μιας και η κόρη του είχε διαφύγει με άλλες βυζαντινές πριγκίπισσες στη Δύση χάρη στην προνοητικότητα του Τελευταίου Βασιλιά των Ελλήνων: του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.
“Άτιμε”, είπε ο Σουλτάνος στο Μέγα Δούκα με στόμα που έσταζε αίμα…Γιατί το θησαυρό σου δεν τον έδινες στο Βασιλιά σου για την Άμυνα και την Προστασία της Πατρίδας σου; Γιατί δεν παρέδωσες τα πλούτη σου για την Υπεράσπιση της Πόλης σου; Μόνο, προσπαθείς να καλοπιάσεις εμένα που κυρίεψα την Πόλη με το Σπαθί του Αλλάχ; ” Και δίνει διαταγή να αποκεφαλίσουν και το Νοταρά και τους νεαρούς Έλληνες.
Οι γενίτσαροι βασάνισαν με τρόπους ανείπωτους τους βυζαντινούς πρίγκιπες. Ο Νοταράς παρακάλεσε το δήμιο να τους κόψει τα κεφάλια για να τελειώνει το μαρτύριό τους μια ώρα νωρίτερα και πρώτα στους νέους μην τύχει και αλλαξοπιστήσουν και προσκυνήσουν τον αιμοδιψή Σουλτάνο, ειδικά αν έβλεπαν το ακέφαλο κουφάρι του. Πράγματι, έτσι και έγινε. Λίγα λεπτά αργότερα, ο Μέγας Δούκας της Πόλης, κείτονταν νεκρός με σώμα ακέφαλο μέσα στην αυλή του ίδιου του σπιτιού…
Και αυτό που μας διδάσκει το τραγικό τέλος αυτού του Βυζαντινού είναι πως ο Τούρκος, δεν πιάνεται φίλος. Η θλιβερή ιστορία του, διδάσκει έπειται πως δεν πρέπει να λυπηθείς την περιουσία σου ειδικά σε περιόδους κρίσης όταν οι ξένοι καταλάβουν την αρχή του κράτους σου καιαποτελούν πια το νέο καθεστώς διακυβέρνησης. Αλλά αντίθετα πρέπει να διαθέσεις στην Υπηρεσία της Πατρίδας σου τα Πάντα γιατί η περιουσία σου θα χαθεί όπως η Πατρίδα σου και θα περάσει στα χέρια του Κατακτητή. Και όχι μόνο δεν πρέπει να λυπηθείς την περιουσία σου αλλά ούτε την ίδια σου τη ζωή, αφού είναι καλύτερα να πεθαίνεις πουλώντας ακριβά το τομάρι σου, διασώζοντας την Τιμή σου και την Τιμή του Έθνους σου παρά να βρεθείς στο έλεος του Εχθρού σου και να σε ατιμάσει. Πόσο πιο ωραίος δε στέκει ο Παλαιολόγος από το Νοταρά;
“Μαρμαρωμένος Βασιλιάς και θα ξυπνώ
απ’ το Μνήμα το μυστικό και το άβρετο που θα με κλιή και θα βγαίνω
και τη χτιστή Χρυσόπορτα ξεχτίζοντας θα τρέχω
και καλιφάδων (χαλιφάδων) νικητής και τσάρων νικητάρης
πέρα στην Κόκκινη Μηλιά θα παίρνω ανάσα.”
Κωστής Παλαμάς
Η Φλογέρα του Βασιλιά, Λόγος Ενδέκατος