Πότε ήταν η τελευταία φορά που κοίταξες ψηλά; Που έστρεψες το βλέμμα σου στον ουρανό; Που είδες τον ήλιο να σε χαιρετάει και ανέπνευσες ελεύθερα; Θυμήσου ποια ήταν η τελευταία φορά που ένιωσες ελεύθερος; Σε μάθανε να κοιτάς κάτω. Χαμηλά. Να μη βλέπεις γύρω σου, μα πάνω απ’ όλα να μη κοιτάς ψηλά. Η καθημερινότητα σου έχει για φόντο το γκρι των πεζοδρομίων. Μόνο αυτό σε κατάντησαν να κοιτάς. Το χέρι σου που άλλοτε τεντωνόταν για να φτάσει τον ουρανό τώρα απλώνεται στωικά και ζητιανεύει αξιοπρέπεια.
Πως σε κατάντησαν έτσι; Είχες μια ζωή μπροστά σου να την κατακτήσεις. Να την διεκδικήσεις μα πρώτα από όλα να τη ζήσεις. Σου το στέρησαν κι αυτό. Σου το στέρησαν ή μήπως το στέρησες εσύ από τον εαυτό σου; Κοιτάς χαμηλά και δε ξέρεις καν το γιατί. Το πεζοδρόμιο σου φαίνεται γνώριμο, ασφαλές και η ζητιανιά σου φαίνεται εύκολη λύση, η μοναδική λύση. Ώρες, ώρες αναπολείς το παρελθόν. Ζεις μέσα σ’ αυτό μέρες ολόκληρες και θυμάσαι τότε που το μέλλον νόμιζες πως ήταν στα χέρια σου. Ζεις μέσα στις εικόνες της παιδικότητας σου, στις ίδιες εικόνες που ξέρεις ότι δε μπορείς να προσφέρεις στα παιδιά σου. Η ανεμελιά των αναμνήσεων σου σε ταξιδεύει σε μια άλλη ζωή. Θα μπορούσες να έχεις τα πάντα. Θα μπορούσες όμως;
ΚΑΙ ΤΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ; Η ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΣΟΥ ΘΑ ΕΦΤΑΝΕ. ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ.
Μα κι εκείνη την έχασες με τα χρόνια, κοιτάζοντας πάντα χαμηλά, απλώνοντας το χέρι σου για βοήθεια σε κάποιον σωτήρα. Το αντάλλαγμα φυσικά το να κοιτάς κάτω, χαμηλά. Τόσο χαμηλά που νιώθεις ότι γίνεσαι ένα με το γκρι πεζοδρόμιο, χωρίς αισθήματα, χωρίς κουράγιο, μόνο με βήματα περπατημένα από σένα, πάνω σου, δίπλα σου, παντού. Άδεια βήματα να σε περιβάλλουν και να σου στερούν ακόμα και τον αέρα που αναπνέεις.