Θα ‘χεις πολλές ή λίγες φορές μες στα δάση της Ιερής Ελληνικής Φύσης ή στην ανίερη ανθρωποφάγα τσιμεντένια ζούγκλα περιπλανηθεί μονάχος. Και είναι η αίσθηση της μοναξιάς πολλές φορές λυτρωτική γιατί μπορείς και αντικρύ ζειςκαι ανασκαύεις τα βάθη της Ιερής Ελληνικής Ψυχής σου κατά τα κελεύσματα του Απόλλωνος: ΕΑΥΤΟΝ ΓΝΩΝΑΙ και τη ρήση του μεγάλου Σκοτεινού Ίωνα: ειδιζυσάμην ωμεαυτόν. Μα, είναι κίνδυνος μεγάλος σε κείνες τις στιγμές, όπως ο Νάρκισσος να ναρκωθείς και να πέσεις στα βάθη των στάσιμων υδάτων.
Ο Μύθος
Ήταν ο Νάρκισσος, γιος του ποταμίσιου θεού Κηφισσού και της Νύφης Λειριώτης. Νέος όμορφος και δυνατός. Μακριά μαλλιά, δέρμα κατάλευκο και σώμα σμιλεμένο μα τρυφερό καθώς δίχως καθόλου ηρωικός ή πολεμικός να είναι, κυνηγούσε στα δάση και λόγω της εξαιρετικής ομορφιάς του, οι νύμφες τον καταδίωκαν ανάμεσα στα πεύκα και αποζητούσαν τη συντροφιά και ερωτικό σμίξιμο μαζί του. Εκείνος όμως, δεν επέτρεπε σε καμία νύμφη να τον προσεγγίσει και όλες τις έδιωχνε μακριά με την άσχημη και εγωιστική συμπεριφορά του. Ανάμεσα σε αυτές τις νύμφες που ερωτεύθηκαν άκαρπα τον όμορφο νέο, ήταν και η Ηχώ. Η Ηχώ όμως, είχε τιμωρηθεί από την Αρχόντισσα του Ολύμπου, την Ήρα, γιατί με την πολυλογία της την καθυστερούσε και της αποσπούσε την προσοχή τη στιγμή που προσπαθούσε να ξετρυπώσει το Δία που έσμιγε ξανά με κάποια θνητή. Ήταν τιμωρημένη λοιπόν να μην μπορεί να μιλά παρά να επαναλαμβάνει τα τελευταία λόγια του συνομιλητή της!
Έτσι έβλεπε το Νάρκισσο μα δεν μπορούσε να του μιλήσει. Τον παρακολουθούσε κρυμμένη ανάμεσα στα φυλλώματα των δένδρων να κυνηγά. Ώσπου μια μέρα, ο Νάρκισσος, αντίκρισε στα νερά μιας λίμνης το είδωλο του. Θαμπώθηκε από την ομορφιά του, παράτησε το σκοπό του και βάλθηκε να κοιτάζει συνέχεια το είδωλο του που καθρεπτιζόταν στα στάσιμα νερά της λίμνης. Ερωτεύτηκε τον εαυτό του! Έπεσε στο έδαφος και δε χόρταινε να βλέπει το πρόσωπο του! Προσπαθούσε πολλές φορές να αγγίξει το είδωλό του, να το φιλήσει. Μα, όλες οι προσπάθειές του, ήσαν μάταιες! Και όσο αναφωνούσε και αναστέναζε από τον καημό του, αλίμονο, τιμωρημένος θαρρείς από τις Νύμφες να παιδευτεί σε έρωτα δίχως ανταπόκριση, η Ηχώ, επαναλάμβανε: “Αλίμονο!”
Μα, μαράζωνε αντικρίζοντας στο είδωλο του, στάσιμος σαν τα νερά της λίμνης, δίχως να νοιάζεται πια για τροφή ώσπου βλέποντας το είδωλο του να ασχημαίνει, και το σώμα του να χάνει το σφρίγος και τους χυμούς του φώναξε:
” Είναι κανείς εδώ;”
και τότε η Ηχώ, ανταπάντησε καταδικασμένη να επαναλαμβάνει συνεχώς μα μονάχα την τελευταία λέξη του συνομιλητή της: “Εδώ, εδώ, εδώ”. Και ο δύστυχος Νάρκισσος, έχοντας το μυαλό του ναρκωθεί από τον έρωτα προς το είδωλο του και τη στασιμότητα, νόμισε πως ήταν το είδωλο που απάντησε πίσω από τον υδάτινο καθρέπτη και βούτηξε για να σμίξει με τον έρωτά του, μα με το Θάνατοαγκαλιάστηκε στα υδάτινα βάθη.
Και στη θέση όπου καθόταν για να αντικρίζει το είδωλό του στην όχθη της λίμνης, οι Θεοί για να λησμονηθεί ο Μύθος του, έκαναν να φυτρώσει ένα λουλούδι που φέρει το όνομά του.
Διδάγματα
Το μήνυμα του Μύθου είναι σαφές. Σοφόν το σαφές. Ο θλιβερός μύθος του Νάρκισσου αντικατοπτρίζει τα δεινά και το άσχημο τέλος όσων αγαπούν υπέρμετρα τον εαυτούλη τους και μεριμνούν αποκλειστικά για το άτομό τους. Και είναι ο ναρκισσισμός, όπως αποκαλείται τούτη η άσχημη ψυχική ασθένεια, σύνδρομο που πλήττει την νέα εποχή και ειδικά τη νεοελληνική κοινωνία. Πρέπει λοιπόν, να μη μεριμνά κανείς μόνο για τον εαυτό του, αλλά πρέπει να αγωνίζεται για κάτι ανώτερο και αυτό δεν είναι παρά η Πατρίδα. Μα, ο Εθνικιστής έχει να διδαχθεί και να προχωρήσει και σε άλλα διδάγματα πέρα από το προφανές.
Το όνομα: Νάρκισσος, παραπέμπει στη λέξη νάρκη και νάρκωση. Σε κοινωνικό επίπεδο λοιπόν, ο Εθνικιστής πρέπει να αντιληφθεί το κίνδυνο από τις πάσης φύσεως ναρκωτικές ουσίες που ναρκώνουν το νου του Ανθρώπου και απειλών, το πιο μάχιμο και δυναμικό στοιχείο του Έθνους: τη Νεολαία! Έθνος δίχως νέους είναι καταδικασμένο να αφανιστεί! Και παρά τα όσα προπαγανδίζουν διάφοροι, ο Ελληνισμός δεν αποτελεί μονάχα πνεύμα, μα βιολογική οντότητα. Και είναι ενθαρρυντικό το γεγονός πως η Ελληνική Νεολαία συσπειρώνεται στις γραμμές της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ καθώς τα Παραδοσιακά Ελληνικά Ιδανικά της Τιμής και του Αίματος, γκρεμίζουν τις ψευδαισθήσεις και τις πλάνες που έντεχνα προβάλλουν ως απόδραση από τον αστισμό οι “μάγοι της νέας εποχής”, υποχθόνιες μορφές και αντανακλάσεις των Μάγων που Αρχετυπικά βρίσκοντα στον πλατωνικό Σπήλαιο.
Μα πέρα από τους φανερούς κινδύνους, υπάρχουν και λανθάνουσες, δηλαδή κρυμμένες παγίδες που ύπουλα οδηγούν σε πνευματικές καταστάσεις που ναρκώνουν το νου και τον κάνουν να ερωτεύεται το είδωλο του εαυτού του και το βυθίζουν στο τέλμα, όπως στο Μύθο που ο Νάρκισσος πνίγεται πέφτοντας στο βυθό της λίμνης. Όταν η Ψυχή υποτάσσεται ασυνείδητα στον ατελέσφορο Έρωτα του Είδωλού της και τις αντανακλάσεις των ενεργειών της κατά τις διάφορες στιγμές του Βίου, καταντά το άτομο στάσιμο σαν τα λιμνάζοντα ύδατα της “λίμνης”. Σα μία μαγική μαθηματική συνάρτηση να εξισώνει το πραγματικό με την απεικόνισή του, καθιστώντας το πραγματικό το ίδιο ψεύτικο και στείρο με το είδωλο του.
Γι’ αυτό ο Αγωνιστής του Λαϊκού Εθνικισμού, ο Χρυσαυγίτης, δεν πρέπει να αυτοθαυμάζεται για τις όποιες ενέργειες που πράττει βοηθώντας το Λαό και την Πατρίδα.
Ο Χρυσαυγίτης, βαδίζει σιωπηλά στο Μονοπάτι της Αρετής έχοντας ως Πρότυπα, ιχνηλατώντας, τους Λαμπρούς και Τρανούς Προγόνους του Έθνους των Ελλήνων. Μορφές Φωτεινές και τρομερές που φωτίζουν τη σκοτεινή εποχή της σκλαβιάς και της υποταγής. Και πρέπει, να διαλογιζόμαστε όχι σύμφωνα με τις σχολές της Ανατολής, ως λωτοφάγοι λησμονώντας την Πατρίδα και τα Λαϊκά Ιδανικά μα να υποβάλλουμε τον εαυτό μας σε αυστηρό έλεγχο σύμφωνα με τα κελεύσματα του Πυθαγόρα στα Χρυσά Έπη. Γιατί ότι λέει, ότι κάνει, ότι δράττει ο Χρυσαυγίτης δεν ενεργεί παρά υπακούοντας στη Μυστική, Μύχια σκέψη του Γένους, των Προγόνων και των Αγέννητων:
“Η Κραυγή δεν είναι δική σου. Δεν μιλάς εσύ, μιλούν αρίφνητοι πρόγονοι με το στόμα σου. Δεν πεθυμάς εσύ· πεθυμούν αρίφνητες γενεές απόγονοι με την καρδιά σου.
Δε φτάνει ν’ ακούς μέσα σου τη βουή των προγόνων. Δεν φτάνει να τους νιώθεις να παλεύουν μπροστά από το κατώφλι του νου σου. Όλοι χύνονται να πιαστούν από το ζεστό μυαλό σου, ν’ ανέβουν πάλι στο φως της μέρας.
Μα εσύ να ξεδιαλέγεις. Ποιος πρόγονος να γκρεμιστεί πίσω στα τάρταρα του αιμάτου σου και ποιος ν’ ανηφορίσει πάλι στο φως και στο χώμα.
Μην τους λυπάσαι! Κάθου άγρυπνος στην καταβόθρα της καρδιάς σου και ξεδιάλεγε. Τούτος ο ίσκιος, να λες, είναι ταπεινός, σκοτεινός, σα ζώο· να φύγει! Τούτος είναι σιωπηλός και φλεγόμενος, πιο ζωντανός από μένα· ας πιει το αίμα μου όλο!
Φώτισε το σκοτεινό αίμα των προγόνων, σύνταξε τις κραυγές τους σε λόγο, καθάρισε τη βούλησή τους, πλάτυνε το στενό τους ανήλεο μέτωπο· αυτό είναι το δεύτερό σου χρέος.
Μην τους λυπάσαι! Κάθου άγρυπνος στην καταβόθρα της καρδιάς σου και ξεδιάλεγε. Τούτος ο ίσκιος, να λες, είναι ταπεινός, σκοτεινός, σα ζώο· να φύγει! Τούτος είναι σιωπηλός και φλεγόμενος, πιο ζωντανός από μένα· ας πιει το αίμα μου όλο!
Φώτισε το σκοτεινό αίμα των προγόνων, σύνταξε τις κραυγές τους σε λόγο, καθάρισε τη βούλησή τους, πλάτυνε το στενό τους ανήλεο μέτωπο· αυτό είναι το δεύτερό σου χρέος.
Το σώμα σου το αόρατο είναι οι πεθαμένοι πρόγονοι κι οι απόγονοι οι αγέννητοι. Το σώμα σου τ’ ορατό είναι οι άνδρες, οι γυναίκες, και τα παιδιά που ζουν της εδικής σου ράτσας.
Μονάχα εκείνος λυτρώθηκε από την κόλαση του εγώ του που νιώθει να πεινάει, όταν ένα παιδί της ράτσας του δεν έχει να φάει, και να σκιρτάει πασίχαρος, όταν ένας άντρας και μια γυναίκα του σογιού του φιλιούνται.
Όλα τούτα είναι μέλη του μεγάλου ορατού κορμιού σου. Πονάς και χαίρεσαι σκορπισμένος ως τα πέρατα της Γης μέσα σε χιλιάδες ομοαίματα κορμιά.
Όπως μάχεσαι για το μικρό σου σώμα, πολέμα και για το μεγάλο. Πολέμα όλα τούτα τα κορμιά σου να γίνουνε δυνατά, λιτά, πρόθυμα. Να φωτιστεί ο νους τους, να χτυπάει η καρδιά τους φλεγόμενη, γενναία, ανήσυχη.
Πως μπορείς να ’σαι δυνατός, φωτεινός, γενναίος, αν οι αρετές τούτες δεν τρικυμίζουν ολάκερο το μεγάλο σου σώμα; Πως μπορείς να σωθείς, αν δεν σωθεί ολάκερό σου το αίμα; Ένας από την ράτσα σου να χαθεί, σε συντραβάει στο χαμό του. Ένα μέλος του κορμιού και του νου σου σαπίζει.
Μονάχα εκείνος λυτρώθηκε από την κόλαση του εγώ του που νιώθει να πεινάει, όταν ένα παιδί της ράτσας του δεν έχει να φάει, και να σκιρτάει πασίχαρος, όταν ένας άντρας και μια γυναίκα του σογιού του φιλιούνται.
Όλα τούτα είναι μέλη του μεγάλου ορατού κορμιού σου. Πονάς και χαίρεσαι σκορπισμένος ως τα πέρατα της Γης μέσα σε χιλιάδες ομοαίματα κορμιά.
Όπως μάχεσαι για το μικρό σου σώμα, πολέμα και για το μεγάλο. Πολέμα όλα τούτα τα κορμιά σου να γίνουνε δυνατά, λιτά, πρόθυμα. Να φωτιστεί ο νους τους, να χτυπάει η καρδιά τους φλεγόμενη, γενναία, ανήσυχη.
Πως μπορείς να ’σαι δυνατός, φωτεινός, γενναίος, αν οι αρετές τούτες δεν τρικυμίζουν ολάκερο το μεγάλο σου σώμα; Πως μπορείς να σωθείς, αν δεν σωθεί ολάκερό σου το αίμα; Ένας από την ράτσα σου να χαθεί, σε συντραβάει στο χαμό του. Ένα μέλος του κορμιού και του νου σου σαπίζει.
Να ζεις βαθιά, όχι σαν ιδέα, παρά ως σάρκα κ’ αίμα την ταυτότητα τούτη.
Είσαι ένα φύλλο στο μέγα δέντρο της ράτσας.”
Ν. Καζαντζάκης από το έργο του: ΑΣΚΗΤΙΚΗ
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/index.php/enimerosi/view/o-muthos-tou-narkissou#.Uf01wZJM_-Q#ixzz2avTNER4L