Οικονομική κρίση ονομάζεται τo φαινόμενο κατά το οποίο μια οικονομία χαρακτηρίζεται από μια διαρκή και αισθητή μείωση της οικονομικής της δραστηριότητας. Όταν λέμε οικονομική δραστηριότητα αναφερόμαστε σε όλα τα μακροοικονομικά μεγέθη της οικονομίας, όπως η απασχόληση, το εθνικό προϊόν, οι τιμές, οι επενδύσεις κ.λπ. Ο βασικότερος δείκτης οικονομικής δραστηριότητας είναι οι επενδύσεις, οι οποίες, όταν αυξομειώνονται, συμπαρασύρουν μαζί τους και όλα τα υπόλοιπα οικονομικά μεγέθη. Οι οικονομικές κρίσεις χαρακτηρίζονται από σοβαρά προβλήματα στο ισοζύγιο πληρωμών, που συχνά οδηγούν σε πιέσεις κατά του νομίσματος, σημαντική πτώση της καταναλωτικής ζήτησης και των επενδύσεων των εταιρειών, άνοδο της ανεργίας και πτώση των εισοδημάτων. Συνοδεύονται συχνά από αύξηση της αβεβαιότητας στις χρηματοοικονομικές αγορές και πτώση των τιμών των μετοχών, των ομολόγων, και πολλές φορές της ισοτιμίας του εγχώριου νομίσματος.
Το ελληνικό δημόσιο χρέος ακολουθεί τα τελευταία 35 χρόνια μια ανοδική πορεία. Μια από τις αιτίες της υπερχρέωσης αποτέλεσε η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής Οικονομίας κυρίως εξαιτίας του μεγάλου μεγέθους του Δημόσιου Τομέα σε σχέση με τον Ιδιωτικό. Το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας χρηματοδοτήθηκε κατά την δεκαετία του ‘80 κυρίως με δημόσιο χρέος, ενώ κατά τις δεκαετίες του ‘90 και του ‘00 κυρίως με Ιδιωτικό Χρέος (πίστωση). Όταν τα περιθώρια επιπλέον δανεισμού στέρεψαν, έγινε αντιληπτό το μέγεθος του προβλήματος στην χώρα. Μεγάλο πλήγμα για την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας και όλων των άλλων φτωχών χωρών του Νότου αποτέλεσε και η πολιτική του σκληρού ευρώ της ΕΚΤ που οδηγεί στην αποβιομηχάνιση.
Η πορεία της Ελληνικής Οικονομίας τα μνημονιακά χρόνια (πτώση ΑΕΠ, αυξημένος πληθωρισμός και ιδιαίτερα αυξητική τάση των δεικτών ανεργίας) βρίσκεται σε πλήρη αντιδιαστολή με την πορεία της Ευρωπαϊκής Οικονομίας (αύξηση ΑΕΠ, σταθεροποίηση πληθωρισμού και ανεργίας). Το τρέχον πρόβλημα της Ελλάδας είναι ο συνδυασμός υψηλού χρέους, μεγάλου ελλείμματος και χαμηλής ανταγωνιστικότητας. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων ευθύνεται για το γεγονός ότι η Ελλάδα μπορεί να δανειστεί μόνο με πολύ υψηλά επιτόκια.
Για την ώρα προχωρούμε αντίθετα από τους μακροπρόθεσμους ευρωπαϊκούς οικονομικούς κύκλους και αυτονομούμαστε, ακολουθώντας μια δικιά μας πορεία που επιβαρύνεται συνάμα και από την πολιτική του σκληρού ευρώ της ΕΚΤ. Αυτό στο μέλλον επίσης σημαίνει ότι όταν η Ευρωπαϊκή οικονομία υπερθερμανθεί και αρχίζει να ανεβαίνει ο πληθωρισμός δεν θα μπορούμε να παρακολουθήσουμε μια ενδεχόμενη περίοδο ανόδου των επιτοκίων. Από την μια θα έχουμε τεράστια ανάγκη από φτηνό χρήμα για την ανασυγκρότηση της χώρας (περίοδος 2012-2014) και από την άλλη ακριβά επιτόκια για να την πετύχουμε.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι πάνω από το 50% του ελληνικού δημοσίου χρέους δεν θα αποπληρωθεί ποτέ. Και αυτό γιατί και αν ακόμη καταφέρναμε να έχουμε πλεονασματικούς προϋπολογισμούς, το πλεόνασμα αυτών δεν θα μπορούσε ποτέ να καλύψει τον αυτοτροφοδοτούμενο ρυθμό αύξησης του χρέους λόγω των υψηλών επιτοκίων που μας δανείζει η τρόικα. Η λογική της Ε.Ε. και της Γερμανίας δεν είναι να πάρει πίσω τα δανεικά, αλλά να μην χάσει άλλα. Όταν ο ελληνικός προϋπολογισμός θα έχει ισοσκελιστεί, η ΕΚΤ και οι εταίροι μας θα επωμιστούν όσο χρέος θα έχει μείνει απλήρωτο ως τότε, αφού στο μεσοδιάστημα θα έχουμε πουλήσει από δημόσια περιουσία οτιδήποτε μπορεί να πουληθεί.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Credit Suisse ο παγκόσμιος πλούτος θα αυξηθεί τα επόμενα πέντε χρόνια κατά 50%, αγγίζοντας το 2016 το κατώφλι των 350 τρισ. δολλαρίων. Ο μέσος ενήλικος θα διαθέτει τότε περιουσία αξίας 71.000 $, 40% υψηλότερη από ότι εφέτος. Η εκτίμηση αυτή προφανώς αντανακλά βελτίωση της διεθνούς οικονομίας, καλούς ρυθμούς ανάπτυξης, σημαντική άνοδο στην αξία των παγκόσμιων assets, άρα και των χρηματιστηρίων. Για την Ελλάδα δεν καταγράφεται πρόβλεψη για τη πενταετία. Η ασάφεια που χαρακτηρίζει τις προοπτικές της χώρας μας, η μη αποσαφήνιση πολιτικών επιλογών, η αδυναμία χάραξης συντεταγμένης πορείας, οι προβλέψεις δανειστών και κυβερνώντων, που μεταβάλλονται από τρίμηνο σε τρίμηνο, ο προβληματισμός που γεννά η συμπεριφορά των πολιτών στην αντιμετώπιση της κρίσης χρέους, δεν επιτρέπουν τη διενέργεια ασφαλών μελλοντικών προβολών των οικονομικών μεγεθών, με αποτέλεσμα τη ρευστότητα του σκηνικού. Γίνεται μόνο μια αναφορά για σταθεροποίηση ή ελαφρά μείωση του ελληνικού πλούτου, εφόσον η χώρα παραμείνει στην ευρωζώνη και ακολουθήσει με συνέπεια προγράμματα εξυγίανσης της.
Το έτος 2016 η Κίνα με ιδιωτικό πλούτο στα 39 τρισ. δολλάρια θα αντικαταστήσει την Ιαπωνία στη θέση της δεύτερης πλουσιότερης χώρας του κόσμου. Η πρωτιά των ΗΠΑ θα διευρυνθεί, αφού τα αμερικανικά νοικοκυριά εκτιμάται ότι θα ελέγχουν πλούτο ύψους 82 τρισ. δολλάρια. Ο αναδυόμενος κόσμος αναμένεται να συνεχίσει να βελτιώνει τη θέση του με αυξημένους ρυθμούς σε σχέση με το μέσο όρο. Ο πλούτος στη Κίνα και την Αφρική θα αυξηθεί κατά 90%, ενώ στη Βραζιλία και την Ινδία θα υπερδιπλασιαστεί. Έως το 2016 ο πλανήτης θα αυξήσει τους εκατομμυριούχους του από τα σημερινά 30 σε 47 εκατομμύρια άτομα.
Η ανθρωπότητα προχωρά περισσότερο από ποτέ, θέτοντας Έθνη με χιλιάδες χρόνια ιστορίας, όπως η Ελλάδα στο περιθώριο. Η Χρυσή Αυγή προτείνει ένα Εθνικό μοντέλο ανάπτυξης, που θα βασίζεται στην Εθνική παραγωγή, δηλαδή σε εκμετάλευση όλων των Εθνικών μας πόρων για ίδιον όφελος και όχι για την αποπληρωμή πλασματικών δανείων στους διεθνείς τοκογλύφους. Η σημερινή πολιτική ηγεσία της χώρας είναι ανίκανη να ηγηθεί σε αυτό το πολύπλοκο σκηνικό, που άλλα ξενόφερτα συμφέροντα στήνουν για την Ελλάδα.
Παναγιώτης Παγκάκης,οικονομολόγος
Τ.Ο. Καρδίτσας
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/index.php/enimerosi/view/oikonomiko#.UgtUw5JM_-Q#ixzz2bw6Wyqf3