Τριάντα εννέα χρόνια μετά την ηρωική δράση του στην υπεράσπιση της Κύπρου ενάντια στην εισβολή του Αττίλα, το θρυλικό αρματαγωγό “Λέσβος” παραμένει ξεχασμένο από την πατρίδα. Όπως ξεχασμένο παραμένει και το προσωπικό του, ο ηρωισμός του οποίου πέρασε -περιέργως πώς- στα ψιλά της Ιστορίας. Η σκόνη της Ιστορίας, ιδιαίτερα έπειτα από μια μεγάλη εθνική ήττα, όπως ήταν εκείνη του Ελληνισμού στην Κύπρο το 1974, σκεπάζει τις μεγάλες στιγμές. Στη συλλογική μνήμη το καλοκαίρι του 1974 έχει ταυτιστεί με την ντροπή της προδοσίας, που άφησε στα χέρια των Τούρκων το 37% των εδαφών της Κύπρου. Με μια μονοκοντυλιά παραγράφηκαν όλα όσα συνέβησαν εκείνες τις ημέρες, οι οποίες έμειναν σκοτεινές, όπως και οι άνθρωποι που σχεδίασαν και εκτέλεσαν το έγκλημα.
Η Ιστορία ενίοτε αδικεί, όπως αδίκησε και τους ανθρώπους που χάθηκαν στην Κύπρο, αποδεικνύοντας ότι η κάθε εποχή έχει τους δικούς της ήρωες. Ήρωες τους οποίους πέρασε στα ψιλά η Ιστορία και τους οποίους η πατρίδα δεν τόλμησε να αναγνωρίσει, γιατί δήθεν η Ελλάδα δεν βρισκόταν σε πόλεμο το 1974! Το αρματαγωγό «Λέσβος» (L 172) του Πολεμικού Ναυτικού παροπλίστηκε το 1990, αλλά η σκουριά που τρώει τις λαμαρίνες του δεν μπορεί να σβήσει τις μνήμες του Ιούλη του ’74. Ο τότε κυβερνήτης Λευτέρης Χανδρινός έχει φύγει από τη ζωή, χωρίς να τιμηθεί και χωρίς να του αναγνωριστεί το γεγονός ότι είχε συναίσθηση της αποστολής του και τίμησε τη στολή του, κόντρα σε αυτούς πουατίμασαν ολόκληρο έθνος.
Στις 19 Ιουλίου το απόγευμα, 12 ώρες πριν από την έναρξη της τουρκικής εισβολής, το Α/Γ «Λέσβος» έδενε κάβους στο λιμάνι της Αμμοχώστου. Τα πυρομαχικά που μετέφερε έμειναν στα αμπάρια του, αφού κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος είχαν κατασχεθεί πολλά όπλα και πυρομαχικά τσέχικης προέλευσης από τις δυνάμεις των υποστηρικτών του Μακάριου. Όση ώρα το «Λέσβος» βρισκόταν στο λιμάνι, παρακολουθούσε απέναντι, στο κάστρο της Αμμοχώστου, τους Τουρκοκυπρίους οι οποίοι είχαν οχυρωθεί οπλισμένοι. Ο πλωτάρχης Χανδρινός για κάθε ενδεχόμενο έδωσε οδηγίες να ανέβουν πυρομαχικά στο κατάστρωμα και να επανδρωθούν τα πυροβόλα, με τρόπο που να φαίνεται πως οι ναύτες έκαναν εργασίες συντήρησης, ώστε να μην υπάρξει πρόβλημα με την ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ, η οποία είχε τοποθετήσει δύο στρατιώτες στον καταπέλτη του πλοίου ελέγχοντας το υλικό και το προσωπικό που αποβιβαζόταν. Στη συνέχεια επιβιβάστηκαν 450 στρατιώτες και αξιωματικοί της ΕΛΔΥΚ και ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής στην Ελλάδα.
Σε πόλεμο
Το πρωί της 20ής Ιουλίου 1974, ενώ το πλοίο βρισκόταν 40 ναυτικά μίλια από την Πάφο, στο δυτικό άκρο της Κύπρου, και αφού είχε εκδηλωθεί η τουρκική εισβολή, ο πλωτάρχης Λ. Χανδρινός πήρε διαταγή να κινηθεί ανατολικά και να αποβιβάσει στη Λεμεσό τους ΕΛΔΥΚάριους. Τελικώς νέα διαταγή άλλαξε τον χώρο αποβίβασης και έτσι στις 2 το μεσημέρι το Α/Γ «Λέσβος» αγκυροβόλησε στην Πάφο και αποβίβασε με μικρά αποβατικά σκάφη τους στρατιώτες για να ενισχύσουν την άμυνα του νησιού, το οποίο από απόρθητο φρούριο είχε μετατραπεί σε ξέφραγο αμπέλι. Χαρακτηριστική είναι η αίσθηση που μεταφέρει ο πλωτάρχης Λ. Χανδρινός στην αναφορά του για τη στιγμή που αποφασίστηκε η αποβίβαση: «Επιθυμώ να αναφέρω ότι ως διεπίστωσα το ηθικόν του Ελληνος, η ψυχραιμία και η τόλμη αυτού ευρίσκεται εις υψηλόν βαθμόν. Δεν θα ήτο υπερβολή να γράψω ότι άπαντες οι επιβαίνοντες του πλοίου Αξ/κοί, Υπαξ/κοί και οπλίται εν ουδεμία περιπτώσει απώλεσαν το θάρρος των και την πίστιν προς τα ιδεώδη της φυλής. Ιδιαιτέρως εθαύμασα το θάρρος των επαναπατριζομένων οπλιτών του Στρατού Ξηράς, οίτινες καίτοι είχον συνειδητοποιήσει ότι επέστρεφον εις τας οικίας των, με έξαλλον ενθουσιασμόν και αλλαλαγμούς χαράς εδέχθησαν την, από του στόματός μου, πληροφορίαν περί της επανόδου των εις Κύπρον, προς ενίσχυσιν των μαχομένων συναδέλφων των εναντίον των εχθρών του γένους».
Βομβαρδισμός της Πάφου
Ο πλωτάρχης Λ. Χανδρινός, γνωρίζοντας ότι η Ελλάδα δεν έχει εμπλακεί σε πόλεμο με την Τουρκία, και χωρίς να έχει σαφείς διαταγές από την Αθήνα, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τα πυροβόλα του «Λέσβος» για να πλήξει στόχους στον τουρκοκυπριακό θύλακα της πόλης, όπου είχαν συγκεντρωθεί περίπου δύο τάγματα Τουρκοκυπρίων. Ως πυροβολητές χρησιμοποίησε στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ, οι οποίοι γνώριζαν τη χρήση των πυροβόλων Bofors των 40 χιλιοστών. Ο βομβαρδισμός του θύλακα διήρκεσε περίπου δύο ώρες και ταυτόχρονα οι άνδρες της ΕΛΔΥΚ που αποβιβάστηκαν πραγματοποίησαν εκκαθαριστική επιχείρηση εξουδετερώνοντας πλήρως τις τουρκικές δυνάμεις οι οποίες παραδόθηκαν. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, αν και η Ελλάδα δεν βρισκόταν σε πόλεμο με την Τουρκία, το Πολεμικό Ναυτικό με το Α/Γ «Λέσβος» ήταν μέρος του ακήρυκτου πολέμου. Στο ημερολόγιό του ο Λ. Χανδρινός δικαιολογεί την απόφασή του να κανονιοβολήσει τον τουρκικό θύλακα ως μια λογική ενέργεια, αφού η αποβίβαση στρατιωτών από μόνη της μπορούσε να θεωρηθεί εμπλοκή στις επιχειρήσεις. Ο Ελευθέριος Χανδρινός γράφει στο πολεμικό ημερολόγιο: «Επί του θέματος της εκτελέσεως βολής εναντίον των τουρκοκυπριακών θέσεων, πλέον των όσων αναφέρθησαν, έχω να προσθέσω ότι από την στιγμήν που διετάχθην όπως αναστρέψω διά Πάφον, εθεώρησα ότι το πλοίον συμμετείχεν, αδιακρίτως εάν έφερε Ελληνικήν Σημαίαν, ενεργώς εις οιονδήποτε είδος επιχειρήσεων, είτε αμυντικών, είτε επιθετικών, ελάμβανον χώραν επί της νήσου ή πέριξ αυτής».
Η μάχη της ΕΛΔΥΚ
Οι στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ που επρόκειτο να απολυθούν αντί να επιστρέψουν στην Ελλάδα παρέμειναν στην Κύπρο και από την Πάφο όπου αποβιβάστηκαν άρχισαν πεζοπορία μέσω του όρους Τρόοδος προς τη Λευκωσία για να ενισχύσουν τους νέους συναδέλφους τους, οι οποίοι μόλις είχαν φτάσει στο στρατόπεδο και δεν γνώριζαν καν πού βρίσκονται οι οπλαποθήκες. Επικεφαλής των 450 ΕΛΔΥΚαρίων τέθηκε ο αντισυνταγματάρχης Παναγιώτης Σταυρουλόπουλος, ο οποίος από τις διακοπές που έκανε στην Ελλάδα βρέθηκε ξαφνικά στην πρώτη γραμμή της μάχης χωρίς να ανήκει στην ΕΛΔΥΚ. Απλώς είχε κληθεί να συνοδέψει τους νέους στρατιώτες στην Κύπρο και να επιστρέψει στην Ελλάδα με τους παλιούς. Τελικά ο Π. Σταυρουλόπουλος ορίστηκε υποδιοικητής της ΕΛΔΥΚ και υπερασπίστηκε το στρατόπεδο της Δύναμης στη δεύτερη φάση της εισβολής τον Αύγουστο του 1974. Η ΕΛΔΥΚ, υπερασπιζόμενη το στρατόπεδό της, έχασε 80 στρατιώτες εκ των οποίων οι μισοί δεν μπορούσαν να αναγνωριστούν. Δεν έτυχαν καμιάς βοήθειας από την Ελλάδα και ουσιαστικά αφέθηκαν στη σφαγή χωρίς αντιαεροπορική κάλυψη απέναντι στις βόμβες ναπάλμ και στα τουρκικά άρματα. Οταν οι Τούρκοι μπήκαν στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, άρχισαν να αποκεφαλίζουν πτώματα νεκρών στρατιωτών, τα οποία έβαλαν σε πασσάλους και φωτογραφίζονταν. Και γι’ αυτούς η Ιστορία έγραψε δυο-τρεις αράδες με ψιλά γράμματα.
Το Α/Γ «Λέσβος», ολοκληρώνοντας την επιχείρηση στην Πάφο, ξεκίνησε για την Ελλάδα. Ο πλωτάρχης Λ. Χανδρινός γνώριζε πολύ καλά ότι πλέον αποτελούσε στόχο της τουρκικής αεροπορίας, την οποία δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει ένα πλοίο με πενιχρό αντιαεροπορικό οπλισμό και με πολύ μικρή ταχύτητα πλεύσης. Για τον λόγο αυτό, αντί να κινηθεί δυτικά προς την Κρήτη, επέλεξε να πλεύσει νότια προς τις ακτές της Αιγύπτου. Το «Λέσβος» τηρούσε σιγή ασυρμάτου, ώστε να μην εντοπιστεί. Χρησιμοποίησε τον ασύρματο για να αναφέρει μόνο τον θάνατο ενός πολιτικού υπαλλήλου, (οδηγός οχήματος) από καρδιακή προσβολή. Όταν βρισκόταν πλέον σε απόσταση ασφαλείας από την Κύπρο, πήγε στην Κρήτη και από εκεί στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας. Η σύζυγος του Λ. Χανδρινού, μιλώντας το 1997 στο ΡΙΚ, είχε αναφέρει ότι ουσιαστικά ένιωσε πως ο άντρας της αναστήθηκε, αφού τον είχαν για νεκρό. Η ίδια δυσκολεύτηκε να τον αναγνωρίσει, καθώς όλες αυτές τις μέρες είχε μείνει αξύριστος και απεριποίητος, εκτελώντας ουσιαστικά έναν ναυτικό άθλο, τον οποίο η Ιστορία πέταξε στα αζήτητα.
Οι τούρκοι βυθίζουν δικό τους αντιτορπιλικό
Η παρουσία του Α/Γ «Λέσβος» στην Πάφο δημιούργησε σύγχυση στις τουρκικές δυνάμεις, οι οποίες θεώρησαν ότι η Ελλάδα είχε στείλει νηοπομπή και αποβίβαζε υλικό και στρατεύματα. Οι τουρκικές υπηρεσίες συλλογής πληροφοριών αποδείχθηκαν στην καλύτερη περίπτωση ανεπαρκείς και ενημέρωσαν το Γενικό Επιτελείο στην Άγκυρα για την ανύπαρκτη «ελληνική νηοπομπή». Η Άγκυρα έδωσε διαταγές σε αντιτορπιλικά που βομβάρδιζαν τις ακτές της Κερύνειας να κινηθούν δυτικά, ώστε να βυθίσουν τα ελληνικά πλοία. Τις ίδιες διαταγές πήραν και αεροσκάφη της τουρκικής αεροπορίας. Επειδή όμως ελληνικά πλοία δεν υπήρχαν, τα αεροσκάφη εξέλαβαν τα τουρκικά αντιτορπιλικά ως εχθρικά και άνοιξαν πυρ εναντίον τους. Παράλληλα και τα τουρκικά πλοία άρχισαν πυρ κατά των αεροσκαφών με αποτέλεσμα από τη «φιλική» αεροναυμαχία να καταρριφθούν τέσσερα τουρκικά αεροσκάφη και να βυθιστεί το τουρκικό αντιτορπιλικό «Kocatepe» (D354), παίρνοντας στον βυθό τον κυβερνήτη αντιπλοίαρχο Giuven Erkayia, 13 αξιωματικούς και 64 ναύτες. Σοβαρές ζημιές από τα τουρκικά αεροσκάφη υπέστησαν ακόμα δύο τουρκικά αντιτορπιλικά.
Τα τουρκικά πλοία είχαν αναρτήσει τουρκικές σημαίες αλλά οι πιλότοι της τουρκικής αεροπορίας θεώρησαν ότι ήταν κόλπο των «γκιαούρηδων» και συνέχισαν το σφυροκόπημα. Παράλληλα, ένας Τούρκος πιλότος του οποίου το αεροπλάνο είχε καταρριφθεί από Ελληνοκυπρίους προσπάθησε να ενημερώσει τους συναδέλφους του ότι τα πλοία που χτυπούν είναι τουρκικά. Αυτοί του ζήτησαν το σύνθημα της ημέρας, το οποίο όμως δεν γνώριζε αφού είχε καταρριφθεί την προηγούμενη ημέρα. Οι Τούρκοι πιλότοι θεώρησαν ότι ήταν Έλληνας και τον κορόιδευαν λέγοντας πως μιλάει καλά τούρκικα! Είναι αξιοσημείωτο ότι και οι Ελληνικές δυνάμεις στην Πάφο δεν ήξεραν αν τα τουρκικά πλοία ήταν όντως τουρκικά. O Σημαιοφόρος Παλαίστρος της Εθνικής Φρουράς μετέδιδε στο Γενικό Επιτελείο στη Λευκωσία: «Συμφορά! Kόλαση! Tα τουρκικά αεροπλάνα χτυπούν τα αντιτορπιλικά μας». Το Γενικό Επιτελείο, γνωρίζοντας ότι δεν υπήρχαν ελληνικά αντιτορπιλικά, απαντούσε διά του πλωτάρχη Παπαργύρη, γνωρίζοντας ότι οι Τούρκοι υποκλέπτουν τις συνομιλίες: «Ασ’ τα να τα χτυπάνε».
Οι Τούρκοι, προτού αντιληφθούν την γκάφα, έσπευσαν να πανηγυρίσουν εκδίδοντας μάλιστα και ανακοίνωση του Γενικού Επιτελείου τους στην οποία αναφερόταν: «Παρ’ όλες τις φιλικές προειδοποιήσεις, οι οποίες συνεχώς εκδίδονταν μέχρι σήμερα το απόγευμα, μια μεγάλη ελληνική αποβατική νηοπομπή, συνοδευόμενη από ελληνικά πολεμικά αεροσκάφη, κατόρθωσε να διεισδύσει στην περιοχή η οποία είχε κηρυχθεί «απαγορευμένη» από της εσπέρας της 20ής Ιουλίου, και να καταπλεύσει στις 16.00, στα ανοιχτά της Πάφου. Η νηοπομπή απήντησε με πυκνά πυρά στις προειδοποιήσεις της αεροπορίας μας και του ναυτικού μας και άρχισε να αποβιβάζει στρατεύματα στην Πάφο. Η αποβίβασις απετράπη μετά από επιθέσεις της τουρκικής αεροπορίας στον λιμένα της Πάφου. Οι επιθέσεις της αεροπορίας μας προξένησαν βαριές απώλειες στα πολεμικά και τα αποβατικά πλοία της νηοπομπής».
Οι χαμένες αναφορές
Ο πλωτάρχης Λ. Χανδρινός επέστρεψε στην υπηρεσία του και συνέχισε την καριέρα του στο Πολεμικό Ναυτικό. Κάθε φορά που κρινόταν για προαγωγή διαπίστωνε ότι από τον προσωπικό του φάκελο εξαφανίζονταν έγγραφα που είχαν να κάνουν με τη δράση του «Λέσβος» στην Κύπρο. Είναι αξιοσημείωτο ότι στις προσωπικές συνεντεύξεις από ανωτέρους του τον ρωτούσαν αν είχε να τους πει κάτι αξιοσημείωτο, γιατί κάτι είχαν ακούσει για την Κύπρο. Σεμνός ο ίδιος, αναγκαζόταν κάθε φορά να μαζεύει φωτοτυπίες και να τις στέλνει στα Συμβούλια Κρίσεων για να αποδείξει ότι πολέμησε στην Κύπρο. Η σύζυγος του Λ. Χανδρινού, Αμαλία, μιλώντας στο ΡΙΚ το 1997, άφησε πολλά υπονοούμενα σε σχέση με την επιλογή του άντρα της ως ναυτικού ακολούθου στη πρεσβεία της Ελλάδας στην Αγκυρα το 1984. Οταν όλοι γνώριζαν πως οι Τούρκοι ήξεραν πολύ καλά τη δράση του, κάποιοι επέλεξαν να τον στείλουν στο στόμα του λύκου. Αδιαμαρτύρητα ο Λ. Χανδρινός υπηρέτησε στην τουρκική πρωτεύουσα καταφέρνοντας να δημιουργήσει σχέσεις και επαφές με τούρκους αξιωματικούς οι οποίοι, κατά τη σύζυγό του, ήξεραν πολύ καλά το παιχνίδι της διπλωματίας.
Το παράξενο ατύχημα
Ο Λ. Χανδρινός τον Μάιο του 1986, επιστρέφοντας με το αυτοκίνητό του στην Άγκυρα από την Αθήνα, τραυματίστηκε κρίσιμα σε ένα ατύχημα το οποίο η σύζυγός του, Αμαλία, χαρακτηρίζει «περίεργο». Είχε κάνει την ίδια διαδρομή πολλές φορές οδηγώντας συνεχώς επί 18 ώρες σταματώντας μόνο για καύσιμα. Τον Μάιο όμως του 1986, λίγο έξω από την Κομοτηνή, το αυτοκίνητο βγήκε από τον δρόμο και ο Λ. Χανδρινός ήρθε αντιμέτωπος με τον θάνατο. Για 20 μέρες, νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο, είχε παραισθήσεις και νόμιζε πως ήταν αιχμάλωτος των τούρκων. Έμεινε παράλυτος και η «σοφή» ελληνική πολιτεία τον αντάμειψε με μια αποστρατεία με τον βαθμό του πλοιάρχου, όταν σχεδόν όλοι οι απόφοιτοι της Σχολής Δοκίμων, χωρίς καν να έχουν πολεμική δράση, αποστρατεύονται τουλάχιστον ως αρχιπλοίαρχοι. Τα επόμενα χρόνια ο Λ. Χανδρινός κλείστηκε στον εαυτό του και στις αναμνήσεις του, χωρίς ποτέ να εκφράσει πικρία για τη μεταχείριση της οποίας έτυχε. Πέθανε τον Ιούλιο του 1994.
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/index.php/enimerosi/view/o-hrwikos-plwtarchhs-eleutherios-chandrinos-kai-h-polemikh-drash-tou-armata#.Ug1PA5JM_-Q#ixzz2c4t5fBwb