του Αντισυνταγματάρχη (ε.α.) Πολύβιου Ζησιμόπουλου – βουλευτή Β΄ Θεσσαλονίκης του Λαϊκού Συνδέσμου
Μετά τις νίκες του Ελληνικού στρατού στο Εσκή Σεχίρ και Αφιόν Καραχισάρ της Μ.Ασίας το καλοκαίρι του 1921 αποφασίστηκε ότι ο μόνος τρόπος επίλυσης του προβλήματος ήταν η συνέχιση της πολεμικής προσπάθειας κατά των Τούρκων και ο εξαναγκασμός τους σε συνθηκολόγηση. Στο Πολεμικό Συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε στην Κιουτάχεια στις 15 Ιουλίου 1921 υπό την προεδρία του Βασιλιά Κωνσταντίνου, έλαβαν μέρος ο Πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης, ο Υπουργός Στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης και ο Αρχιστράτηγος Παπούλας και μέσα σε κλίμα σκεπτικισμού και επιφυλακτικότητας αποφασίστηκε η προέλαση προς την Άγκυρα,πράγμα που προϋπόθετε την κάμψη των οχυρωμένων εχθρικών δυνάμεων στον Σαγγάριο ποταμό. Έτσι ορίστηκε ως σκοπός η διάλυση του τουρκικού στρατού με εκτέλεση επιδρομής προς Άγκυρα για συντριβή των εχθρικών δυνάμεων. Η όλη επιχείρηση παρουσίαζε εξ αρχής σοβαρές δυσχέρειες αφού η απόσταση μεταξύ Εσκή Σεχίρ και Άγκυρας ήταν πέραν των 300 χιλιομέτρων. Παρά ταύτα κρίθηκε ότι τα διατιθέμενα μέσα επαρκούσαν για την προχώρηση της Ελληνικής Στρατιάς έως το Σαγγάριο ποταμό και σε περίπτωση απόσυρσης των Τούρκων ανατολικά του Σαγγαρίου οι φίλιες δυνάμεις θα ενεργούσαν αναλόγως των συνθηκών. Για την υλοποίηση της παραπάνω απόφασης η Ελληνική Στρατιά σχεδίασε προέλαση τριών Σωμάτων Στρατού προς τον ανατολικό κλάδο του Σαγγαρίου ποταμού, στη συνέχεια ταχεία μεταφορά του όγκου των δυνάμεων νοτιανατολικά του ποταμού και τέλος εκτόξευση επίθεσης κατά του βορείως τουρκικού μετώπου για κύκλωση του εχθρού.
Από 10ης Αυγούστου 1921 άρχισε η προέλαση της Ελληνικής Στρατιάς και μέχρι την 14 του ιδίου μήνα κατέλαβε την πρώτη αμυντική τοποθεσία των Τούρκων. Στη συνέχεια ακολούθησε επίθεση κατά της δεύτερης αμυντικής τοποθεσίας με πολύνεκρες μάχες και προσπάθεια από πλευράς Ελλήνων για διεύρυνση προγεφυρώματος ανατολικά του Σαγγαρίου, χωρίς όμως επιτυχή έκβαση. Μετά την 23 Αυγούστου η Στρατιά αποφάσισε να διακόψει τις επιθετικές επιχειρήσεις και να οργανωθεί αμυντικά. Από το πρωί της 28ης Αυγούστου αρχίζει η τουρκική αντεπίθεση που οδηγεί σε απόσυρση των Ελληνικών δυνάμεων δυτικώς του ποταμού ενώ αποκρούονται επί πενθήμερο επανειλημμένες τουρκικές επιθέσεις με σοβαρές απώλειες. Μέχρι την 4η Σεπτεμβρίου ο Ελληνικός στρατός έφθασε αναδιπλούμενος ξανά στην τοποθεσία Εσκή Σεχίρ.
Μετά από την τεράστια ενέργεια που επιχειρήθηκε μη επιτυχώς διαπιστώθηκαν ότι:
- Η δύναμη που διατέθηκε ήταν ανεπαρκής και όχι ανάλογη του επιδιωκόμενου σκοπού.
- Δεν τηρήθηκε επαρκής εφεδρεία ενώ η οργάνωση των μεταφορών ήταν αναποτελεσματική.
- Δεν έγινε κατορθωτή η παραπλάνηση του αντιπάλου ούτε και η ταχεία συγκέντρωση των ελληνικών δυνάμεων ώστε να μην υπάρξει χρόνος για τουρκική αντίδραση.
- Δεν έγινε εκμετάλλευση ευνοϊκών συνθηκών ενώ οι πληροφορίες περί εχθρού ήταν ασαφείς και όχι συγκεκριμένες.
- Τέλος η επιτυχής σύμπτυξη της Στρατιάς ήταν άθλος της εποχής αφού σε μία μόνο νύχτα συμπτύχθηκαν τρία ολόκληρα σώματα στρατού.
Σύγκριση στρατιωτικών δυνάμεων:
Ελλήνων:
9 Μεραρχίες, 1 Σύνταγμα Πεζικού, 1 Ταξιαρχία ιππικού, 1 Σύνταγμα βαρέως πυροβολικού και 2 Μοίρες πυροβολικού των 105 χιλιοστών. Οι παραπάνω Μεραρχίες ενετάχθησαν ανά τρείς στα Α’,Β’ και Γ’ Σώματα Στρατού. Από το σύνολο των 120.000 ανδρών η καθαρή μάχιμη δύναμη ανερχόταν σε 1.860 αξιωματικούς, 75.000 οπλίτες, 296 πυροβόλα διαφόρων διαμετρημάτων και 18 αεροπλάνα.
Τούρκων:
17 Μεραρχίες, 4 Μεραρχίες και 1 Ταξιαρχία ιππικού, 2 ανεξάρτητα συντάγματα πεζικού, 2 ανεξάρτητα συντάγματα ιππικού, ακαθόριστος αριθμός αεροπλάνων και ήταν οργανωμένοι σε 6 ομάδες Μεραρχιών και 1 ομάδα μεραρχιών ιππικού. Η εκτιμώμενη δύναμη σε άνδρες ήταν περίπου 85.000-105.000. Η μικρή αριθμητική διαφορά μεταξύ των εχθρικών δυνάμεων, παρά τον μεγάλο αριθμό των τουρκικών Μεραρχιών, οφείλεται στη διαφορετική σύνθεση των μονάδων, αφού αριθμητικά μία Ελληνική μονάδα περιελάμβανε διπλάσιο αριθμό ανδρών. Η πραγματική δύναμη του τουρκικού στρατού ήταν πολύ μεγαλύτερη καθόσον συνέπρατταν πολλοί άτακτοι των οποίων ο αριθμός δε δύναται να υπολογισθεί.
ΑΠΩΛΕΙΕΣ: Οι Έλληνες είχαν 3.677 νεκρούς (208 αξιωματικούς και 3.469 οπλίτες),18.869 τραυματίες (713 αξιωματικοί και 18.156 οπλίτες) και 354 αγνοούμενους οπλίτες. Οι Τούρκοι σύμφωνα με τις επίσημες πηγές είχαν 2.849 νεκρούς (145 αξιωματικούς και 2.704 οπλίτες), 10.153 τραυματίες (571 αξιωματικούς και 9.582 οπλίτες) και 5.070 (27 αξιωματικούς και 5.043 οπλίτες) αγνοούμενους, αλλά μάλλον ήταν κατά πολύ μεγαλύτερες.
Βέβαια, και οι δύο πλευρές είχαν κάθε λόγο να αισθάνονται ικανοποιημένες: η μεν τουρκική γιατί κατάφερε να υπερασπιστεί την πρωτεύουσά της και να κάμψει την ορμή του εχθρού, όταν μάλιστα αυτός σημείωνε τις σημαντικές νίκες στο Εσκί Σεχίρ και στην Κιουτάχεια, η δε ελληνική γιατί, παρά την τελική οπισθοχώρηση, δεν είχε σε καμιά μάχη ηττηθεί. Το πρόβλημα εστιαζόταν πλέον στο ότι το ελληνικό σχέδιο να καταστραφούν οι τουρκικές δυνάμεις γρήγορα και ολοκληρωτικά είχε παταγωδώς αποτύχει. Η Ελλάδα είχε αντέξει το οικονομικό κόστος με τεράστιες θυσίες, καθώς επίσης και την πολυετή επιστράτευση αποβλέποντας σε μια τελική επιτυχή έκβαση.
Μια πάγια αρχή της στρατηγικής είναι αυτή που θέλει την κατοχύρωση των κεκτημένων πριν από κάθε νέα επιθετική ενέργεια. Το ελληνικό στράτευμα βρισκόταν στην καλύτερη δυνατή θέση τον Ιούλιο του 1921. Με ακμαίο ηθικό και σημαντικές εδαφικές κατακτήσεις, η Ελλάδα συγκέντρωνε όλα τα πλεονεκτήματα για έναν συμφέροντα για την ίδια συμβιβασμό με τις κεμαλικές δυνάμεις.
Η πλήρης επιτυχία της επίθεσης για την κατάληψη της Άγκυρας απαιτούσε μεγαλύτερη συγκέντρωση πυρός σε μικρότερη έκταση καθολικού μετώπου. Από τις 11 μεραρχίες της Μ. Ασίας χρησιμοποιήθηκαν μόνο οι 9 σε επιθετικές ενέργειες, ενώ οι άλλες δύο κρατήθηκαν για εφεδρεία ή ενέργειες κάλυψης. Η “Ανεξάρτητη Μεραρχία” της Θράκης δεν δραστηριοποιήθηκε έγκαιρα και σε συνδυασμό με την ισχνή διάθεση εφεδρειών το πρόβλημα διογκώθηκε. Κατά κύριο, όμως, λόγο η ανεπάρκεια μέσων μεταφοράς υλικού και προσωπικού υπήρξε η εγγύηση της αποτυχίας για τα ελληνικά όπλα.
Σε πρώτο στάδιο, η Στρατιά πέτυχε να παραπλανήσει τον εχθρό ως προς την κατεύθυνση της επίθεσής της. Με αρχική κίνηση προς τα ανατολικά, στράφηκε τελικά νότια του Σαγγάριου και μετά βόρεια, διαγράφοντας ένα κυκλωτικό “πέταλο”. Η κατάληξη ήταν να διαμορφωθεί μια επιθετική δυναμική με φορά από νότο προς βορρά -κάτι που αιφνιδίασε τους Τούρκους. Αλλά η καθυστέρηση που σημειώθηκε στην επόμενη φάση εξανέμισε το στοιχείο του αιφνιδιασμού και έδωσε την ευκαιρία στην τουρκική πλευρά να οργανωθεί. Η επιτυχία των Ελλήνων στηριζόταν στην ολοκλήρωση αυτής της κυκλωτικής κίνησης, ώστε να εγκλωβίσουν την αριστερή πτέρυγα των Τούρκων. Η ευκαιρία χάθηκε όταν από κακή εκτίμηση του Επιτελείου δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στην επιθετική δράση του Α΄ΣΣ, αφήνοντας το Β΄ΣΣ σε αδράνεια.
Ο Κεμάλ εφάρμοσε εύστοχα την πρακτική της παραχώρησης μη ζωτικού χώρου, παρασύροντας τις ελληνικές δυνάμεις σε πόλεμο φθοράς. Ήταν επόμενο οι Έλληνες να καταπονηθούν μετά από τόσες μετακινήσεις, σε αντίξοες μάλιστα καιρικές συνθήκες, που βασικά πλήττουν τους επιτιθέμενους και όχι τόσο τους αμυνόμενους.
Δυστυχώς το θέμα της Μικρασιατικής εκστρατείας βρέθηκε ανάμεσα στην αντιπαλότητα συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων της εποχής αλλά και των μικροπολιτικών ανταγωνισμών της Αθήνας, οι οποίοι δεν επέτρεψαν στην τότε πολιτική ηγεσία να δει το όλο ζήτημα με στρατηγικό πνεύμα αλλά προσπαθούσε να το επιλύσει με παρεμβάσεις στο στράτευμα και επιδίωξη άμεσων τακτικών νικών για πολιτική εκμετάλλευση. Ο Έλληνας στρατιώτης, με το μεγαλείο ψυχής και την πίστη του στα εθνικά ιδεώδη δεν ηττήθηκε και πολέμησε μέχρις εσχάτων με απαράμιλλη ανδρεία και αυτοθυσία καλύπτοντας τόσο τις μεγάλες καταστροφικές πολιτικές αντιπαραθέσεις της εποχής όσο και τις αβλεψίες-αστοχίες του γενικού επιτελείου.
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/index.php/enimerosi/view/h-machh-sto-saggario-potamo-10-augoustou-4-septembriou-1921#.UicQ3DbIbSI#ixzz2dv71iJAp