ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ 1821-1941
Τα ύστερα προεπαναστατικά και επαναστατικά χρόνια η Δημητσάνα ήταν κέντρο ανεφοδιασμού πυρίτιδας που παραγόταν επιτόπου. Βέβαια η παραγωγή βασιζόταν σε πρωτόγονες τεχνικές επεξεργασίας αλλά ήταν δυνατόν να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες της επανάστασης, μια και με την παραγωγή ασχολούνταν πολλές οικογένειες στους 14 νερόμυλους (μπαρουτόμυλους) που λειτουργούσαν. Οι 14 αυτοί μπαρουτόμυλοι, και κυρίως οι μύλοι των αδελφών Σπηλιωτόπουλων, προσέφεραν την πυρίτιδα για τα εμπροσθογεμή φορητά όπλα του επαναστατικού αγώνα καθώς και για τα επίσης εμπροσθογεμή σιδερένια και μπρούντζινα πυροβόλα (κανόνια). Η Δημητσάνα συνέχισε να παράγει πυρίτιδα σε μεγάλες ποσότητες και μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους έως και την δεκαετία του 1900. Σήμερα λειτουργεί ένας μπαρουτόμυλος που παράγει την λεγόμενη μαύρη πυρίτιδα (πυρίτιδα υπονόμου).
Τα εμπροσθογεμή όπλα που χρησιμοποιούσαν οι αγωνιστές, και που προέρχονταν κυρίως από λάφυρα, είχαν κατασκευαστεί από βαλκάνιους (και τούρκους) οπλουργούς και ήταν συνήθως αντίγραφα ιταλικών όπλων. Η ποιότητα των αντιγράφων ήταν πολύ κατώτερη των πρωτοτύπων με αποτέλεσμα να αχρηστεύονται εύκολα. Για να καλυφθούν οι ανάγκες επισκευής το 1824 ο λόρδος Byron δημιούργησε στο Μεσολόγγι εργαστήριο επισκευής όπλων και έφερε προς τούτο με δικά του έξοδα από την Αγγλία εργαλεία και συσκευές. Όρισε δε επικεφαλή αυτής της επισκευαστικής μονάδας τον φιλέλληνα Σουηδό Ηess. Το όλο εγχείρημα καταστράφηκε κατά την έξοδο του Μεσολογγίου. Αμέσως μετά (1824) με πρωτοβουλία του σώματος πυροβολικού δημιουργείται στο Ναύπλιο, με την καθοδήγηση φιλελλήνων αξιωματικών, οπλουργείο και πυροτεχνουργείο για την επισκευή όλων των αναγκαίων για τον πόλεμο εφοδίων. Την προσπάθεια αυτή συνεχίζει το 1825 ο γάλλος συνταγματάρχης Arnault, ο οποίος συνοδευόμενος με Γάλλους τεχνικούς ιδρύει στο Ναύπλιο Οπλοστάσιο, στο οποίο ενσωματώνει και το προαναφερθέν οπλουργείο, για την κατασκευή και επισκευή φορητών όπλων καθώς και λογχών και εκρηκτικών υλών.
Το Οπλοστάσιο λειτούργησε μέχρι το τέλος της περιόδου της βασιλείας Γεωργίου Α΄ και είχε μεγάλη δραστηριότητα στην συναρμολόγηση, επισκευή, συντήρηση κάθε είδους όπλων, κυρίως καριοφίλια και λαζαρίνες. Σώζονται ακόμη καριοφίλια με την επιγραφή ΟΠΛΟΣΤΑΣΙΟ ΝΑΥΠΛΙΟΥ. (Το καρυοφύλλι πιθανώς πήρε την ονομασία του λόγω της διακόσμησης του κοντακίου με φύλλα του καρύου, που ήταν ο αγαπημένος καρπός των ελλήνων πολεμιστών. Κατά την πλέον επικρατούσα άποψη από την επωνυμία Carlo et Figli του εργοστασίου όπλων της Βενετίας. Οι λαζαρίνες πήραν την ονομασία τους από τους ιταλούς κατασκευαστές καννών Lazarino Cominazzo και Lazaro Lazarino). Το Οπλοστάσιο Ναυπλίου μπορεί να θεωρηθεί, χωρίς δόση υπερβολής, η πρώτη εθνική κρατική αμυντική βιομηχανία της νέας Ελλάδας, όπως και το μπαρουτάδικο των αδελφών Σπηλιωτόπουλων το πρώτο εθνικό αμυντικό πυριτιδοποιείο.
Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο πρώτος τακτικός στρατός της επανάστασης χρησιμοποίησε το φορητό όπλο Charleville M1777 (γαλλικό),εμπροσθογεμές με μηχανισμό πυρόλιθου, διαμέτρημα 17,50 mm και δραστικό βεληνεκές 30 έως 60 μέτρα (αντίστοιχα ήταν και τα τεχνικά χαρακτηριστικά των καριοφιλιών και των λαζαρίνων). Η επίσημη θεσμοθέτηση του Οπλοστασίου έγινε από τον Καποδίστρια. Η πρώτη επίσημη ανάθεση παραγγελίας ήταν η “έγχυση σφαιρών κανονίων” όπως αναφέρει η Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος. Επίσης παρήγαγαν χυτές σφαίρες διαφόρων διαμετρημάτων και ο Αrnault συναρμολόγησε ένα όπλο δικής του ανάπτυξης κατάλληλο για την υπεράσπιση και πολιορκία φρουρίων. Ο Όθωνας μετέπειτα ανέθεσε την διεύθυνση του Οπλοστασίου σε βαυαρούς τεχνικούς (Heideck, Schnitzlein) οι οποίοι επέβλεπαν τους πολλούς Έλληνες τεχνίτες. Το 1833 ιδρύεται από τον Όθωνα το πυριτιδοποιείο Κεφαλαριού (Άργος) το οποίο λειτούργησε υπό την διοίκηση του Οπλοστασίου.
To 1858 το Οπλοστάσιο Ναυπλίου δείχνει την πρώτη σοβαρή αναπτυξιακή του δράση σε επίπεδο τεχνογνωσίας. Οι τεχνίτες διέλυσαν όλα τα άχρηστα όπλα των αποθηκών και έφτιαξαν νέα κρουστικά όπλα που λειτουργούσαν με καψύλια και τροποποίησαν όσα διέθεταν τους παλαιούς μηχανισμούς πυρόλιθου. Η αναπτυξιακή δράση συνεχίζεται και τα επόμενα χρόνια με τους Έλληνες τεχνικούς να αφομοιώνουν την τεχνογνωσία. Πρέπει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στο οπισθογεμές φορητό όπλο “Μυλωνά” γνωστό στην διεθνή βιβλιογραφία ως Μ1872 Greek Mylonas επινόησης του Ευστάθιου Μυλωνά αρχιτεχνίτη του Οπλοστασίου, όταν αυτός άρχισε να εργάζεται στις νεοϊδρυθείσες τεχνικές εγκαταστάσεις της Εφορείας Υλικού Πολέμου στην Αθήνα, τεχνικές εγκαταστάσεις επιπέδου συντήρησης τρίτου κλιμακίου σημερινού.
Το Υπ. Στρατιωτικών ενέκρινε την προμήθεια του Μ1872 Μυλωνάς, επειδή όμως ήταν αδύνατη η μαζική του παραγωγή στην τότε Ελλάδα, ανατέθηκε η παραγωγή στο εργοστάσιο Nagant στην Λιέγη του Βελγίου. Το όπλο αυτό ήταν όμοιο του γαλλικού Chassepot με κάποιες τεχνικές διαφορές, ήταν παρ’ όλα αυτά μία τεράστια αναπτυξιακή προσπάθεια για την εποχή. Το 1876 αγοράστηκαν 8.000 τέτοια φορητά όπλα και 500 αραβίδες υποδείγματος 1872 του Μυλωνά, δεν χρησιμοποιήθηκαν στον πόλεμο του 1897 διότι εν τω μεταξύ ο ελληνικός στρατός είχε εξοπλιστεί το 1877 με τα Gras Μ1874 (οπισθογεμές με κινητό ουραίο, τροφοδοσία ενός φυσιγγίου). Ενώ οι Εφορείες Υλικού Πολέμου αυξάνουν τις δραστηριότητές τους, η λειτουργία του Οπλοστασίου παρακμάζει και τελικά διακόπτεται το 1908. Παράλληλα με την κρατική αμυντική βιομηχανία αρχίζει στο τέλος του 19ου αιώνα να αναπτύσσεται και η ιδιωτική, ενώ ο ελληνικός στρατός εφοδιάζεται τα νέα οπισθογεμή φορητά όπλα.
Το 1884 οι αφοί Μαλτσινιώτη, τρία αδέλφια από την Σπάρτη, ξεκίνησαν σε ένα μικρό μαγαζάκι στο Μοναστηράκι να πωλούν κυνηγετικά όπλα και φυσίγγια και πολύ γρήγορα επεκτάθηκαν σε επισκευές και ανακατασκευές. Αναπτύχθηκαν πολύ γρήγορα και ίδρυσαν το 1891 το δικό τους εργοστάσιο παραγωγής φυσιγγίων στην αρχή στο Ψυχικό και μετά στον Υμηττό. Το 1900 απασχολούν στον Υμηττό 200 εργαζόμενους. Στην αρχή επαναγόμωναν φυσίγγια για τα όπλα Gras Μ1874 με το οποία είχε εξοπλιστεί ο ελληνικός στρατός. Συν τω χρόνω οι αφοί Μαλτσινιώτη ανέπτυξαν σημαντικά την καλυκοποιεία και το κυριότερο απέκτησαν σπουδαία τεχνογνωσία για την εποχή. Έγιναν οι κύριοι προμηθευτές του στρατού σε πυρομαχικά, αλλά και προμηθευτές των Μακεδονομάχων και Κρητών. Με την προμήθεια του νέου όπλου Mannlicher- Schoenauer (κινητό ουραίο, δεσμίδα 5 φυσιγγίων) το 1907 είναι σε θέση να παράγουν με μηχανήματα από Βέλγιο και Γερμανία εντελώς δικά τους φυσίγγια με μπρούντζινους κάλυκες γι αυτά τα νέα όπλα.
Ενώ λοιπόν οι προσπάθειες του ελληνικού κράτους με το Οπλοστάσιο Ναυπλίου βαλτώνουν, είτε για λόγους ξένου συμφέροντος και δόλου είτε από έλλειψη ουσιαστικού ενδιαφέροντος αλλά και έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού, και η ίδρυση Εφορειών Υλικού Πολέμου ουδεμία σχέση μπορεί να είχε με την ανάπτυξη της οπλοβιομηχανίας, οι αφοί Μαλτσινιώτη καταφέρνουν να αναπτύξουν την εταιρία τους και συγχωνεύονται το 1907 με μία άλλη μικρότερη εταιρία το Ελληνικό Πυριτιδοποιείο Χημικών και Βιομηχανικών Προϊόντων και έτσι αποκτούν τεχνογνωσία και στον τομέα της πυρίτιδας. Η νέα εταιρία ονομάζεται ΠΥΡΚΑΛ και θα μείνει ενεργή ως το 2004,οπότε και συγχωνεύεται με την ΕΒΟ σε μια νέα κρατική εταιρεία τα ΕΑΣ. Το έτος 1927 μετά από ατυχείς χειρισμούς των Καλύβα και Λογοθέτη, που είχαν εν τω μεταξύ αναλάβει τα ηνία από τους αδελφούς Μαλτσινιώτη το 1920,η εταιρεία περνά στα χέρια του πολύ γνωστού επιχειρηματία Μποδοσάκη και μένει στα χέρια της οικογένειάς του ως το 1981 οπότε και “κοινωνικοποιήθηκε”. Στις αρχές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Πυρκάλ προμηθεύει με πυρομαχικά τον στρατό και στηρίζει τον Μεταξά στις πολεμικές προετοιμασίες εναντίον των Ιταλών και Γερμανών.
ΕΞΕΛΙΞΗ 1951-2005
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Πυρκαλ συνεχίζει να αναπτύσσεται και η τεχνογνωσία που εγκολπώνεται περιλαμβάνει τα διαμετρήματα 5.56, 7.62, 12.7, 20,30 και 35 mm. Επίσης βλήματα όλμων 60,81 και 120 mm όπως και βλήματα πυροβόλων 120 και 155 mm. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην συμπαραγωγή του πυραύλου IRIS-T, πύραυλος αέρος-αέρος μικρού βεληνεκούς με κεφαλή υπέρυθρης αναγνώρισης (η παραγωγή του γίνεται με συνεργασία έξι χωρών του NATO). Παράλληλα το ελληνικό κράτος αποφασίζει την δεκαετία το 1970 την ίδρυση των εταιρειών Ελληνική Βιομηχανία Όπλων (ΕΒΟ) και Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ).
Ήδη αρχές του 1970 είχε ιδρυθεί η Stayr Hellas η οποία κατασκεύαζε στρατιωτικά φορτηγά και άρματα μάχης. Τέλος της δεκαετίας του 1980 περιέρχεται υπό κρατικό έλεγχο με την επωνυμία ΕΛΒΟ. Στην εταιρεία αυτή κατασκευάστηκαν τα τεθωρακισμένα οχήματα μάχης Kurrasier, Λεωνίδας και Κένταυρος και διάφορα άλλα στρατιωτικά οχήματα. Την δεκαετία του 2000 περιέρχεται σε ιδιώτη (Μυτιληναίος) και επανέρχεται σε κρατικά χέρια το 2011. Πρέπει να ειπωθεί ότι η παραγωγική της δραστηριότητα είναι κυρίως συναρμολογική.
Η ΕΒΟ τα πρώτα χρόνια λειτουργίας της ακολουθεί μία αλματώδη πορεία και ιστορικά πραγματοποιεί την πρώτη επιτυχή παραγωγή φορητού οπλισμού στην χώρα μας. Η παραγωγή περιλαμβάνει τα εξής προϊόντα: G3A3 και G3A4 (φορητό όπλο του ελληνικού στρατού με διαμέτρημα 7.62 mm), πολυβόλο MG3 του ελληνικού στρατού (διαμέτρημα 7.62 mm), υποπολυβόλα MP5 και HK11 της ελληνικής αστυνομίας και του στρατού (διαμέτρημα 9mm), πιστόλια των 9mm, το φορητό όπλο της FN Minimi (διαμέτρημα 5.56 mm, μόνο συναρμολόγηση), όπως επίσης κάννες των 20 mm του αντιαεροπορικού Rheinmetall, το αντιαεροπορικό σύστημα Artemis 30mm, απορριπτόμενες δεξαμενές αεροπλάνων κ.α.
Ιδιαίτερη μνείας χρήζει η ανάπτυξη και παραγωγή των όλμων 60, 81 και 120 mm (ελληνικός και κυπριακός στρατός) όπως επίσης και η συμπαραγωγή των αντιπυραυλικών συστημάτων Patriot. H ΕΑΒ με την βοήθεια κυρίως αμερικανικής τεχνολογίας πραγματοποιεί επισκευές και αναβαθμίσεις αεροσκαφών και κινητήρων της ελληνικής αεροπορίας καθώς και κατασκευές τηλεπικοινωνιακών και οπτοηλεκτρονικών συστημάτων, ενώ οι πολιτικές της δραστηριότητες (Airbus, Boeing) είναι σημαντικές.
ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΕΝΗ ΑΠΑΞΙΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟ 2006
Στην ιστορική μας αναδρομή είχε αναφερθεί ο μπαρουτόμυλος των αφων Σπηλιωτόπουλων και η μέγιστη συνδρομή των στον αγώνα του 1821. Ένας άλλος Σπηλιωτόπουλος, ο οποίος γενεαλογικά δεν έχει καμία σχέση με την Δημητσάνα, πρώην υπ. Άμυνας, φροντίζει μαζί με άλλους πολιτικάντηδες, να βάλει κυριολεκτικά την ταφόπλακα στην εθνική αμυντική βιομηχανία. Από την περίοδο της υπουργείας του παύουν οι οποιεσδήποτε αναθέσεις παραγγελιών στην αμυντική βιομηχανία, ακυρώνεται μάλιστα με ατυχείς χειρισμούς, που μόνον τυχαίοι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν, συμφωνία που ήταν στα σκαριά για την παραγωγή και προμήθεια του ελληνικού στρατού (αρχικά των ειδικών δυνάμεων) του νέου υπερσύγχρονου φορητού όπλου G36 διαμετρήματος 5.56Χ45 mm. Επίσης ακυρώνεται η παραγωγή του βλήματος 120 mm για τα πυροβόλα των αρμάτων Leopard 2.
Σε προσωπική ερώτηση που του είχε γίνει για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της αμυντικής βιομηχανίας όπως απώλεια τεχνογνωσίας ,υποαπασχόληση, αμυντικό δόγμα, η απάντησή του ήταν “μα αφού πληρώνεστε ,γιατί διαμαρτύρεστε !!!”. Από το 2006 λοιπόν, μία ημερομηνία που είμαι σίγουρος θα μείνει στην ιστορία της αμυντικής βιομηχανίας ως απαρχή της απαξίωσής της, ο φυσικός πελάτης αυτής της βιομηχανίας που είναι το Υπ. Άμυνας παύει να αναθέτει παραγγελίες αμυντικού υλικού ενδοχωρίως. Συνεχίζει όμως να αναθέτει και να πληρώνει παραγγελίες σε ξένες εταιρείες και μάλιστα πολλές φορές για υλικά ποιοτικώς μη αποδεκτά αλλά και για υλικά που δεν απαιτούνται για το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων.
ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΜΥΝΤΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΣΤΗΝ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΔΑΦΙΚΗΣ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ
Τα ΕΑΣ είναι η μοναδική ελληνική αμυντική βιομηχανία παραγωγής πυρομαχικών, όπλων και οπλικών συστημάτων. Η ΕΛΒΟ είναι η μοναδική ελληνική εταιρία παραγωγής και συναρμολόγησης στρατιωτικών ελαφρών και βαρέων οχημάτων. Η ΕΑΒ η μοναδική ελληνική εταιρία συντήρησης πολεμικών αεροσκαφών.
Επειδή αποτελεί κοινό τόπο η αμφισβήτηση της εδαφικής μας ακεραιότητας από όμορα κράτη και προφανώς η στρατιωτική εμπλοκή μας σε θερμό επεισόδιο κάθε άλλο παρά αποτελεί ακραίο σενάριο. Επειδή, επιβάλλεται να έχουμε ως χώρα τη στοιχειώδη δυνατότητα αυξημένης αμυντικής θωράκισης, μέρος της οποίας αποτελούν τα όπλα, τα οπλικά συστήματα ,τα πυρομαχικά και προφανώς τα άρματα μάχης και τα πολεμικά αεροσκάφη. Η διατήρηση σε ετοιμότητα αυτών των μονάδων και ο εθνικός τους έλεγχος αποτελεί ύψιστη εθνική υποχρέωση. Οτιδήποτε άλλο είναι ΠΡΟΔΟΣΙΑ. Ουδείς μπορεί να διανοηθεί ότι δύνανται να διεξαχθούν πολεμικές επιχειρήσεις σε βάθος χρόνου χωρίς την ύπαρξη εθνικών πολεμικών βιομηχανιών. Ουδείς αντίπαλος που σε επιβουλεύεται, θα σε πάρει σοβαρά υπόψη του, εάν δεν έχεις σοβαρή υποδομή πολεμικής βιομηχανίας, εκτός και θέλεις να άγεσαι και να φέρεσαι από τους δήθεν φίλους σου.
Δεν υπάρχει Αμυντική Βιομηχανία ανά τον κόσμο που πρωτίστως να μην είναι προσηλωμένη (εξαρτημένη) στην κάλυψη των αναγκών των εθνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Συναντούσαμε το εξής παράδοξο στην χώρα μας, να ζητείται η απεξάρτηση της Α.Β. απ’ την “εσωτερική ζήτηση”, που κυρίως εκφράζεται από τις ανάγκες του ΥΕΘΑ και των Ε.Δ. και να αναζητείτο η βιωσιμότητά της μέσω αύξησης της διεθνούς της παρουσίας (π.χ. των εξαγωγών), αντί να αναζητείται και να επιζητείται η αύξηση του μεριδίου συμμετοχής των εθνικών εταιριών στα εξοπλιστικά προγράμματα και γενικότερα στις προμήθειες των Ε.Δ. Ποία ξένη χώρα, πέραν των άλλων παραμέτρων, θα ενδιαφερθεί να αγοράσει ελληνικό πολεμικό υλικό παραγωγής ελληνικής εταιρίας το οποίο δεν έχουν προμηθευτεί οι ελληνικές Ε.Δ; Όσοι λοιπόν διατείνονται ότι δεν χρειαζόμαστε ως χώρα και ως έθνος αμυντική βιομηχανία υπό εθνικό έλεγχο ή είναι πολύ ηλίθιοι ή γιουσουφάκια ξένων συμφερόντων που σκοπό έχουν να οδηγήσουν την χώρα μας στρατηγικά σε μειονεκτική θέση με στόχο απεμπόληση κυριαρχικών μας δικαιωμάτων (τωρινά σύνορα, αλύτρωτες πατρίδες).
Στο ιδιωτικό αρχείο του Ι.Μεταξά, που βρίσκεται σήμερα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, υπάρχει σχετικό υπόμνημα της 12ης Μαΐου 1936, λίγα χρόνια πριν το ξέσπασμα του Β΄παγκόσμιου πολέμου, στο οποίο οι υπηρεσίες του ΓΕΣ τονίζουν τη σημασία ανάπτυξης εγχώριας πολεμικής βιομηχανίας. Οι απόψεις του ΓΕΣ για τους εξοπλισμούς μπορούν να συνοψιστούν σε τρία βασικά σημεία, στα οποία δίνουν έμφαση τα στελέχη του τότε στρατού. Πρώτον, έχοντας πλέον υπόψη τις εμπειρίες από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο και τη Μικρασιατική εκστρατεία οι αξιωματικοί του ΓΕΣ θεωρούσαν τον “υλικό εφοδιασμό” ως τον κυριότερο παράγοντα για την επιτυχία του στρατεύματος “[…] σήμερον αποτελούσι την βάσιν της επιτυχίας”. Δεύτερον, ενώ υπήρχαν στο στράτευμα αρκετοί αξιωματικοί που, εστιάζοντας στην αποτελεσματικότητα του υλικού στη μάχη, επιθυμούσαν τα πιο άρτια και ποιοτικά ανώτερα, σε σχέση με τα ελληνικά, οπλικά συστήματα και πυρομαχικά του εξωτερικού, στο ΓΕΣ φαίνεται πως επικρατεί διαφορετική αντίληψη, ότι “η ανάγκη[…] οργανώσεως Πολεμικής Βιομηχανίας είναι επιβεβλημένη […]” και επιπλέον ότι “[…] είναι ανάγκη να οργανωθή βιομηχανία δυναμένη να εξασφαλίσει εν τω μέτρω του δυνατού την άμυναν της χώρας”, ενώ “η αγορά εκάστοτε [πολεμικού υλικού] εκ του εξωτερικού δέον να αποκλεισθή ως η χειροτέρα λύσις”. Στο ΓΕΣ φαίνεται πως γνωρίζουν ότι αφενός με την οικονομική κρίση του ’29, που είχε οδηγήσει στο σύστημα των κλειστών οικονομιών, και αφετέρου με τη συνακόλουθη εσωστρέφεια των εξοπλιστικών προγραμμάτων στην Ευρώπη τα τελευταία μεσοπολεμικά χρόνια, η καλύτερη λύση για τη χώρα είναι να αναπτύξει μια ανεξάρτητη κρατική πολεμική βιομηχανία, “άποψιν [την οποία] έχουσι παραδεχθεί ήδη και εφαρμόζουσι εκτός των Μεγάλων Κρατών και οι γείτονές μας Τούρκοι, Βούλγαροι και Σέρβοι”.
Το τρίτο σημείο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι δείχνει ότι το ΓΕΣ έχει ρεαλιστική επίγνωση των (οικονομικών κυρίως) δυσχερειών ανάπτυξης μιας κρατικής πολεμικής βιομηχανίας. Επίσης, δείχνει ότι η στρατιωτική ηγεσία της εποχής έχει την ωριμότητα να συμβάλει εποικοδομητικά στο διάλογο και τον προβληματισμό που επικρατεί στους οικονομικούς-βιομηχανικούς κύκλους σχετικά με την ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας προτείνοντας ρεαλιστικές λύσεις. Έτσι, οι στρατιωτικοί επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον τους στη σιδηροβιομηχανία, την κατεξοχήν πολεμική βιομηχανία, παρόλο που γνωρίζουν τις ελλείψεις της χώρας σε πρώτες ύλες και την αδυναμία των υπαρχουσών ελληνικών βιομηχανιών για καθετοποίηση της παραγωγής και συνακόλουθη μείωση του κόστους του τελικού προϊόντος, προτείνουν την ενίσχυσή της από το κράτος ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες. Προτείνουν, δηλαδή, την ανάπτυξη της πολεμικής σιδηροβιομηχανίας όχι μέσα από την προσπάθεια καθετοποίησης της παραγωγής, εφόσον αυτή είναι δύσκολο να επιτευχθεί άμεσα, αλλά με τη συνέχιση και ανάπτυξη της προμήθειας των πρώτων υλών και ημιέτοιμων προϊόντων από το εξωτερικό. Πιστεύουν ότι “η μη ύπαρξις εν τη χώρα των πρώτων υλών δεν πρέπει να υπολογισθεί ως κώλυμα διά την ώθησιν της πολεμικής βιομηχανίας”. Εξάλλου, όπως ισχυρίζονται, ενώ “ουδεμία χώρα της Ευρώπης είναι πλήρως αυτάρκης εις πρώτας ύλας, εν τούτοις άπασαι οργάνωσαν σοβαράς βιομηχανίας”. Επίσης, τονίζουν ότι “αι πρώται ύλαι αντιπροσωπεύουν ελάχιστον ποσοστόν της αξίας του βιομηχανοποιημένου είδους, τονίζεται ότι ενώ η πρώτη ύλη ενός όπλου έχει αξία περίπου 30 δραχμές, το ίδιο το όπλο, αν αγοραστεί από το εξωτερικό, στοιχίζει 3-4 χιλιάδες δραχμές”.
Αυτό λοιπόν που κατάλαβαν και έβαλαν σε εφαρμογή το 1936, με νικηφόρα αποτελέσματα, οι τότε ηγέτες μας, δηλ. την αναγκαιότητα ύπαρξης αμυντικής βιομηχανίας, οι σημερινοί κυβερνώντες θέτουν σε αμφιβολία. Και στον πλέον αδαή πρέπει να είναι προφανής η εξύφανση της προδοσίας, όταν μάλιστα ο σημερινός τούρκος πρωθυπουργός αποφάσισε να ενισχυθεί η πολεμική βιομηχανία της χώρας του και να είναι σε θέση ως το 2023 να παράγει το σύνολο(!) των οπλικών συστημάτων που χρειάζονται οι Ε.Δ της Τουρκίας.
Ας πούμε πως η Ελλάδα εμπλέκεται σε μια στρατιωτική σύρραξη. Ο χρόνος μιας σύρραξης δεν μπορεί να προβλεφθεί, όπως και ο χρόνος διάρκειάς της. Αυτό τι σημαίνει σε πρακτικό επίπεδο; Πυρομαχικά και εκατοντάδες ανταλλακτικά κάθε τύπου, από πέλματα ερπυστριών μέχρι κάννες όπλων και πυροβόλων. Η λογιστική υποστήριξη αποτελεί θεμελιώδες και δομικό συστατικό για την πορεία των επιχειρήσεων των ενόπλων δυνάμεων. Λόγω έλλειψης ανταλλακτικών και πυρομαχικών ακόμη κι αν ένα στράτευμα θριαμβεύει αρχικά, μπορεί τελικά να ηττηθεί.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το πώς μπορεί να ηττηθεί μια χώρα χωρίς αμυντική βιομηχανία είναι αυτό του Αραβοϊσραηλινού πολέμου του Γιόμ Κιπούρ το 1973. Οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις αν δεν είχαν την αμέριστη και συνεχή βοήθεια των ΗΠΑ για να τους αποστέλλουν πυρομαχικά και ανταλλακτικά θα είχαν ηττηθεί κατά κράτος. Το πρώτο συμπέρασμα που έβγαλαν οι ισραηλινοί στρατηγοί με το πέρας του πολέμου, ήταν η άμεση ανάγκη δημιουργίας αμυντικής βιομηχανίας που θα παρέχει αφενός συνεχή ροή πυρομαχικών και ανταλλακτικών και αφετέρου θα παράγει τα δικά της οπλικά συστήματα. Αποτέλεσμα; Η ισραηλινή αμυντική βιομηχανία θεωρείται σήμερα μια από τις πλέον κορυφαίες στον κόσμο.
Το οξύμωρο και συνάμα απογοητευτικό, είναι πως η Ελλάδα έχει αυτά τα παραδείγματα δίπλα της, στην γειτονιά της. Και αντί να πάρει τα μαθήματά της και να προχωρήσει στην διατήρηση και ανάπτυξη της δικής της αμυντικής βιομηχανίας, έκανε ακριβώς το αντίθετο, με τους ιθύνοντες να νομίζουν πως βρισκόμαστε στην… Ελβετία. Κανείς δεν λέει πως δεν έγιναν λάθη με τις κρατικές αμυντικές βιομηχανίες. Ούτε πως δεν χάθηκαν πολλά χρήματα. Όμως το ξεπούλημα ή και το κλείσιμο δεν είναι λύση. Λύση είναι η αναδιάρθρωση, ο εξορθολογισμός και η χάραξη μιας νέας πορείας που θα τις καταστήσει αποτελεσματικότερες και μη ζημιογόνες αρχικά, για να ακολουθήσει και το επόμενο στάδιο που θα είναι οι επικερδείς εξαγωγές.
ΟΦΕΛΗ ΑΠΟ ΤΗΝ Α.Β. ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ
Ας αφιερώσουμε σ ’αυτό το σημείο στις οικονομικές διάνοιες αυτής της χώρας δύο αποσπάσματα από δύο κορυφαίους οικονομολόγους όλων των εποχών, που σίγουρα δεν ήταν εθνικιστές: «Η άμυνα είναι κάτι πιο σημαντικό από την αφθονία»… Adam Smith, “An inquiry into the Nature and the Causes of the Wealth of Nations”.
«Η δύναμη έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από τον πλούτο, διότι το αντίθετο της δύναμης, δηλαδή η αδυναμία, οδηγεί στην παράδοση όλων όσων κατέχουμε, όχι μόνο του πλούτου που έχουμε αποκτήσει αλλά και των παραγωγικών μας ικανοτήτων, του πολιτισμού μας, της ελευθερίας μας, ακόμα και της εθνικής μας ανεξαρτησίας στα χέρια εκείνων που είναι ισχυρότεροί μας» Friedrich List, “Das nationale System der Politishen Ökonomie.
Τα οφέλη για την οικονομία της χώρας και τις Ένοπλες Δυνάμεις από την ενεργό συμμετοχή των Ελληνικών Αμυντικών Βιομηχανιών στα εξοπλιστικά προγράμματα είναι πολλαπλά. Περιορίζεται η εκροή πόρων, εξασφαλίζεται οικονομική ανάπτυξη, απασχολείται εξειδικευμένο προσωπικό, αυξάνονται οι ειδικευμένες θέσεις εργασίας ενώ αποκτά αυτοδυναμία η Αμυντική Βιομηχανία. Παράλληλα, οι Ένοπλες Δυνάμεις απεξαρτώνται κατά ένα μεγάλο ποσοστό από τους ξένους προμηθευτές, βασίζονται σε εγχώρια τεχνογνωσία και τεχνική υποστήριξη με συνέπεια ο χρόνος επισκευών να είναι μικρότερος και τέλος η επέμβαση της Ελληνικής Βιομηχανίας σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης ή κρίσιμης κατάστασης να είναι άμεση.
Η εφαρμογή των ανωτέρω σε συνδυασμό με την ίση μεταχείριση μεταξύ ιδιωτικών και κρατικών βιομηχανιών, στο πλαίσιο του υγιούς και θεμιτού ανταγωνισμού, συμβάλει αφενός στην αμυντική θωράκιση και οικονομική τόνωση της χώρας και αφετέρου θα προσφέρει τη δυνατότητα στις ίδιες τις βιομηχανίες συνεργαζόμενες με σημαντικούς διεθνείς αμυντικούς οίκους σε νέα και σύγχρονα οπλικά συστήματα, να διεκδικήσουν ένα σημαντικό μερίδιο όχι μόνο των εγχώριων αλλά και των διεθνών εξοπλιστικών προγραμμάτων. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι από το 2006 που ξεκίνησε η απαξίωση έχει χαθεί το 75% των θέσεων απασχόλησης στον τομέα αυτό της οικονομίας, χωρίς να υπολογίζουμε την πολύ σοβαρή απώλεια τεχνογνωσίας. Επίσης έχουν απολεσθεί μη υπολογίσιμες θέσεις εργασίας και στις δορυφορικές προς την Α.Β. επιχειρήσεις.
ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
Σε μια εποχή που οι εντολοδόχοι της τρόικα και οι υπάλληλοι των διεθνών τοκογλύφων αποφασίζουν το κλείσιμο της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας η ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ έχει σχέδιο για ουσιαστική επανάσταση στην φιλοσοφία των αμυντικών προμηθειών και Στρατηγικό Σχεδιασμό με σκοπό η Αμυντική Βιομηχανία να αποτελέσει επένδυση για την ασφάλεια της πατρίδας μας και πηγή απασχόλησης για τον ελληνικό λαό.
Γ. ΛΙΝΑΡΔΗΣ
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/index.php/enimerosi/view/analush-h-dhmiourgia-ths-ellhnikhs-amuntikhs-biomhchanias-h-apajiwsh-kai-h#.UihJzsbIbSI#ixzz2e0XC0iM5