Αναζητώντας την ουσία στην έννοια του Έρωτα, γνωρίζουμε εξαρχής την δυσκολία του εγχειρήματος. Εξετάζοντας μεθοδικά το όλο ζήτημα και ψάχνοντας κάτω από την επιφάνεια, διαπιστώνουμε ότι δεν είναι κάτι το σύγχρονο. Είναι τόσο παλιό όσο ο ίδιος ο άνθρωπος, αν και έχει τεθεί νοηματικά από τότε που μπορούμε να συλλέγουμε πληροφορίες σχετικά μ’ αυτό. Η δυσκολία του εγχειρήματος έγκειται στο γεγονός ότι παρερμηνείες θρησκευτικών δοξασιών, ενοχικά σύνδρομα καλλιεργημένα ποικιλοτρόπως, επιτηδευμένη παραπληροφόρηση, όλα αυτά οδήγησαν σε μια κατάσταση ημιμάθειας, αντιφάσεων και ισοπέδωσης του νοήματος του Έρωτα. Ανέκαθεν ο άνθρωπος ενδιαφερόταν να γνωρίζει τα πάντα γύρω από τον Έρωτα: Τι σημαίνει, τι έκταση έχει, ποιο έιναι το βάθος του και το αληθινό του νόημα. Και κυρίως την σχέση του Έρωτα με την Ευτυχία. Μπορεί ο άνθρωπος, βρίσκοντας τον Έρωτα, να βρει και την Ευτυχία; Στην σημερινή εποχή της γλωσσικής πενίας με μια μόνο λέξη πρέπει να κατονομάζουμε πολύ περισσότερα πράγματα. Θεωρούμε, λοιπόν, ότι ο Έρωτας είναι τόσο πλούσιος στο περιεχόμενο του, που δεν περιορίζεται σε ένα πρόβλημα λέξεων, ερμηνειών και ορισμών, αλλά αποτελεί ένα ζήτημα άπειρων χροιών, που ίσως σ’ όλη την διάρκεια της ζωής μας να μην προλάβουμε να κατανοήσουμε εντελώς. Προσπαθώντας, τουλάχιστον, να κάνουμε μια αξιοπρεπή προσέγγιση του θέματος, πιστεύουμε ότι πρέπει να εκθέσουμε μια σκάλα, μια κλίμακα αξιών για να φτάσουμε στην ουσία του Έρωτα.
Πού βρίσκεται το μυστικό της ανάλυσης και της ανεύρεσης της ουσίας αυτής; Ξεκινώντας από την θέαση ενός όμορφου σώματος, όσο λίγο και να το παρατηρήσουμε, θα διακρίνουμε κάτι πολύ σημαντικό: ότι η ομορφιά του σώματος ξεφεύγει από τα τετριμμένα, καθώς έγκειται σε κάτι πολύ πιο βαθύ και λεπτό. Ποιος είναι, άραγε, ο ορισμός του Όμορφου Ανθρώπου; Κάποιος είναι Όμορφος όταν διαθέτει κάτι πολύ σημαντικό, το οποίο δεν είναι μόνο το σώμα του, δεν είναι μονάχα η μορφή, ούτε το ανάστημα, το χρώμα των μαλλιών και των ματιών. Το πιο σημαντικό είναι ότι μια όμορφη ψυχή είναι αυτή που καθρεφτίζεται σε ένα ανάλογης ομορφιάς σώμα. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, το Όμορφο είναι ταυτόσημο με το Δίκαιο, το Ωραίο, το Αληθινό, το Καλό. Έτσι βρίσκουμε το μέρος της δικής μας ψυχής, της δικής μας οντότητας, που μας λείπει, σ’ έναν άλλον Άνθρωπο του αντίθετου φύλου, ο οποίος αντιπροσωπεύει για Εμάς όλες τις προαναφερθείσες ιδιότητες. Από αυτήν, λοιπόν, την άποψη αλλάζουν πολλά νοήματα, ακόμη και εκείνα περί αναπαραγωγής, με την έννοια ότι ο Έρωτας δεν μπορεί να έχει ως αποκλειστική σκοπιμότητα την αναπαραγωγή, όσο σημαντική κι αν είναι για την διατήρηση και την συνέχιση της Φυλής. Το ένστικτο της αναπαραγωγής αντιπροσωπεύει, στην πραγματικότητα, μια αφηρημένη και αποσπασματική εξήγηση της σεξουαλικής ορμής και επιθυμίας, καθώς δεν έχει καμία ψυχολογική βάση και δεν βρίσκει έρεισμα στην συνειδητή ατομική εμπειρία. Σύμφωνα με τον Ιούλιο Έβολα: «Το ένστικτο στον άνθρωπο είναι μια κατάσταση της συνείδησης. Αλλά ως συνειδησιακό περιεχόμενο, το ένστικτο της αναπαραγωγής δεν υπάρχει στον άνθρωπο. Η στιγμή της «γέννησης» δεν παίζει κανέναν ρόλο στην σεξουαλική επιθυμία ως βίωμα ούτε στην ανάπτυξη της επιθυμίας. Η επίγνωση ότι ο σεξουαλικός πόθος και ο ερωτισμός, όταν οδηγούν στην ένωση του άνδρα και της γυναίκας, μπορούν να οδηγήσουν στην δημιουργία ενός καινούργιου όντος, είναι μια a posteriori εμπειρική γνώση». Αυτό σημαίνει ότι είναι συνειδητό λάθος να ονομάζουμε το σεξουαλικό ένστικτο ως «ένστικτο αναπαραγωγής», καθώς η αναπαραγωγή είναι μια συνέπεια της σεξουαλικής δραστηριότητας, αλλά με κανέναν τρόπο δεν περιέχεται στην πραγματική εμπειρία της σεξουαλικής διέγερσης. Το ζώο δεν την γνωρίζει, σε αντίθεση με τον Άνθρωπο, ο οποίος την έχει στο νου του, όχι όταν ζει το ένστικτο, αλλά όταν υποτάσσει το ένστικτο σε κάποιον σκοπό. Πάνω σ’ αυτήν την βάση ο Έβολα συνεχίζει λέγοντας τα εξής: «Και ακόμα και όταν η επιθυμία να κάνουν παιδιά παίζει θεμελιώδη ρόλο στην δημιουργία δεσμού ανάμεσα σ’ έναν άνδρα και μια γυναίκα, πρόκειται για εσκεμμένο υπολογισμό βασισμένο στις πραγματικότητες της κοινωνικής ζωής, και αυτή η επιθυμία δεν έχει να κάνει με το ένστικτο, εκτός ίσως με την ειδική μεταφυσική έννοια. Ακόμα και στην περίπτωση όπου ένας άνδρας και μια γυναίκα ζευγαρώνουν με σκοπό να φέρουν ένα παιδί στον κόσμο, οπωσδήποτε δεν έχουν αυτή την ιδέα στο νου τη στιγμή της ένωσής τους, ούτε είναι αυτή που τους ανυψώνει και τους μεταφέρει την ώρα της συνουσίας». Το πραγματικά ουσιαστικό και θεμελιώδες γεγονός είναι η έλξη που γεννιέται ανάμεσα σε δύο ανθρώπους διαφορετικού φύλου, μαζί με όλη την μαγεία, το μυστήριο και την μεταφυσική που συνεπάγεται αυτή η έλξη, δηλαδή την σφοδρή επιθυμία τους ενός για τον άλλον, η ακατανίκητη παρόρμηση για ένωση, ταύτιση και κατοχή. Αναμφισβήτητα θα χάναμε την ουσία της ανάλυσης αν επιχειρούσαμε να συνδέσουμε τα πιο υψηλά πρότυπα Ανθρώπινου Έρωτα στην Ιστορία και την Τέχνη, όπως ο Τριστάνος και η Ιζόλδη, ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα ή την αναζήτηση του Δον Κιχώτη για την Δουλτσινέα του, με έναν συμβατικό γάμο ή την άμεση προοπτική απόκτησης ενός μωρού. Έτσι, η ανατομία του Έρωτα στον Άνθρωπο προϋποθέτει ένα ευρύ σύνολο από σύνθετους παράγοντες, το οποίο παρερμηνευόμενο μπορεί να κριθεί λανθασμένα ως «διαστροφή», αν κριθεί με κριτήρια που παραπέμπουν αποκλειστικά στο ζωικό βασίλειο. Σε αντίθεση με τα ζώα, στον Άνθρωπο η σεξουαλικότητα έχει την δική της ειδική και ξεχωριστή φυσιογνωμία, καθώς είναι απελευθερωμένη από τα δεσμά και τους εποχιακούς κύκλους του οίστρου που διατηρούνται στην σεξουαλικότητα των ζώων (ιδίως στα θηλυκά). Η ερωτική επιθυμία και συνεύρεση, επομένως, ανά πάσα στιγμή αποτελεί στον Άνθρωπο ένα φυσικό χαρακτηριστικό γι’ αυτόν και όχι ένα δήθεν τεχνητό «εκφυλιστικό» δεδομένο, προϊόν κάποιου «χωρισμού του από την Φύση». Πολύ πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι αυτή η σαφής, ξεκάθαρη και φυσιολογική επιθυμία και συμπεριφορά του Ανθρώπου είναι πάντοτε και ουσιωδώς ψυχική, με την σωματική όψη της επιθυμίας του να είναι απλώς μια μετάφραση και μια μεταφορά της ψυχικής του επιθυμίας και συμπεριφοράς.
Με βάση όλα αυτά, μπορούμε να κατανοήσουμε ότι ο Έρωτας, αυτό το Αιώνιο, Υπέροχο και Ανεξάντλητο θέμα της Ζωής, της Τέχνης, και της Λογοτεχνίας έχει κατορθώσει να επιβληθεί μέσα στην ιστορία του Ανθρώπινου είδους. Έχει υποκινήσει τόσο το Μεγαλείο, τον Ηρωισμό, την Αιωνιότητα, την Υπερηφάνεια όσο και την ταπεινότητα, την αναξιοπρέπεια, την δειλία, την προδοσία. Αν βλέπαμε τον Έρωτα και την σεξουαλική του έκφραση ως μια ενόρμηση γενετικά συνδεόμενη με την ζωική φύση, τότε θα έπρεπε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ο Άνθρωπος στέκεται σ’ ένα επίπεδο πολύ κατώτερο από εκείνο των άλλων ζωικών ειδών, γιατί μόνο αυτός έχει επιτρέψει στον Έρωτα και στο αντίθετο φύλο «να μεθύσει» και να κυβερνήσει, όχι μόνο την φυσική του ύπαρξη αλλά και -πολύ περισσότερο, μάλιστα- την σφαίρα των υψηλότερων λειτουργιών του, σε τέτοιο βαθμό που έχει επεκτείνει την κυριαρχία του πολύ πιο πέρα από την περιοχή των κοινών ενστίκτων. Αν, αντιθέτως, ακολουθήσουμε την μεταφυσική ερμηνεία του Έρωτα, όλα αυτά τα φαινόμενα θα αντιμετωπιστούν και θα αξιολογηθούν πολύ διαφορετικά. Η «τυραννία» του Έρωτα, η οποία είναι ικανή να υπερνικήσει, να υπονομεύσει και να υποτάξει καθετί άλλο, γίνεται όχι ένας ακραίος υποβιβασμός κι ένα ανεκρίζωτο κακό της ανθρώπινης φύσης, αλλά το έμβλημα της ορμής του Ανθρώπου να διαφύγει, να δραπετεύσει από τα στενά όρια της ατομικότητάς του. Ερμηνεύοντας όλα αυτά σ’ ένα ειδικό ψυχολογικό πεδίο, μπορούμε να διαπιστώσουμε τις συνέπειες του Έρωτα στην ζωή του Ανθρώπου, όπως π.χ. την ντροπή που νιώθει ο Εραστής, ειδικά προς την Ερωμένη του, όταν προβεί σε κάποια ανάρμοστη συμπεριφορά ή ταπεινή πράξη.
Το ψέμα, άραγε, τι θέση έχει ανάμεσα σ’ αυτά; Η άποψη του Έβολα πάνω σ’ αυτό είναι ότι «Στην ηθική των Αρείων Λαών, καμιά άλλη αρετή δεν ετιμάτο τόσο πολύ όσο η αλήθεια και τίποτα δεν προκαλούσε τέτοια αποστροφή όσο το ψέμα. Για τα ινδοάρεια ήθη, ένα ψέμα επιτρεπόταν μόνο όταν επρόκειτο να σώσει μια ανθρώπινη ζωή ή στον έρωτα. Παράλληλα με τον αυτοσεβασμό υπάρχει το κριτήριο της θεμιτότητας – όλα είναι θεμιτά στον έρωτα και στον πόλεμο». Ο ίδιος ο όρκος παύει να είναι ιερός: «Αυτός μόνο [που αγαπά] βρίσκει συχώρεση από τους θεούς αν πατήσει τον όρκο του» λέει ο Πλάτων και ο Οβίδιος, για να τον υποστηρίξει, λέει: «Η Ήρα από τους ουρανούς βοηθάει τους ερωτευμένους επίορκους, και κάνει τον άνεμο και την αύρα να τους μεταφέρουν χωρίς καμία συνέπεια». «Η αρετή… που έγινε απάτη και παραβαίνει την πίστη σε αυτές [τις γυναίκες] δεν πρέπει να λογίζεται ντροπή». Αν ακόμα και οι ηθικές αξίες μπορούν να καταπατηθούν, είναι επειδή ο έρωτας περικλείνει κάτι το απόλυτο, κάτι που παραβιάζει ακόμα και την ίδια την αρετή. Ο τελικός σκοπός του είναι πέραν του καλού και του κακού». Με όλα αυτά, βεβαίως, συνδέεται και ο πρωταγωνιστικός ρόλος, που έχει διογκωθεί ακόμη περισσότερο από την ρομαντική λογοτεχνία, τον οποίον έχει παίξει ο Έρωτας και η Γυναίκα στην εξώθηση των Ανδρών σε ριψοκίνδυνους άθλους και σε υψηλά έργα. Αν το «δεν υπάρχει τίποτα που να μην μπορώ να κάνω για σένα» μοιάζει σαν τετριμμένη κοινοτοπία στην γλώσσα των εραστών, εντούτοις απηχεί τα ιδεώδη της μεσαιωνικής Ιπποσύνης, σύμφωνα με τα οποία ένας Άνδρας μπορούσε πρόθυμα να διακινδυνεύσει την ζωή του για μια Γυναίκα, μέσα στην μάχη ή σε παρακινδυνευμένα επιχειρήματα, και να την κάνει πηγή της έμπνευσης για κάθε Δόξα και Τιμή, για κάθε Μεγαλείο της Ζωής του. Σύμφωνα με την Εβολιανή σκέψη: «Πρέπει να κάνουμε διάκριση ανάμεσα σε ό,τι κάνει κάποιος απλώς για να αποκτήσει τη γυναίκα που αγαπάει, και όλα όσα, στο επίπεδο των επιλογών και των κλίσεων, της αυτοκυριαρχίας και του δημιουργικού ενθουσιασμού, έχουν την γυναίκα και την ερωτική εμπειρία ως κίνητρο. Από τις δυο αυτές περιπτώσεις, μόνο την τελευταία πρέπει να λάβουμε πράγματι υπ’ όψιν μας». Ο Έβολα προχωρεί στην μελέτη των βαθύτερων διαστάσεων του Ιπποτικού Πνεύματος και ειδικά του γεγονότος ότι οι Ιππότες αφιέρωναν σε μια Γυναίκα τα ηρωικά κατορθώματά τους, δεδομένου μάλιστα ότι η λατρεία της Γυναίκας έφθανε σε μορφές τέτοιες ώστε να εμφανίζεται ως «παράλογη». Η δίχως όρια αφοσίωση σε μια Γυναίκα είναι, πράγματι, ένα από τα βασικά στοιχεία της ζωής στις ιπποτικές αυλές και, σύμφωνα με την «θεολογία των κάστρων», δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο Άνδρας-Ιππότης, που πέθαινε για την Γυναίκα της Ζωής του, συμμετείχε στο ίδιο πεπρωμένο μακάριας αθανασίας, που ήταν εξασφαλισμένη στον Ιππότη, ο οποίος πέθαινε για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων. Συχνά, η Πίστη στον Θεό και η Πίστη στην Γυναίκα εμφανίζονται ισοδύναμες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επίσης, εμφανίζει η ανάλυση, από τον Έβολα, της έννοιας και του συμβολισμού της Υπερβατικής Γυναίκας ή Θείας Γυναίκας, της ενσαρκώσεως της δύναμης μιας πνευματικότητας που μας μεταμορφώνει και μιας ζωής που υπερβαίνει τον θάνατο. Οι Βαλκυρίες θεωρούνται ως «υπερβατικά μέρη της ανθρώπινης ψυχής», οι οποίες δίνουν Νίκη σ’ εκείνον που τις επικαλείται, Εύνοια σ’ αυτόν που τις αγαπά, Υγεία στους ασθενείς. Το θέμα αυτό δύναται να μας οδηγήσει στο βάθος της εσωτερικής διαστάσεως ενός μέρους της Ιπποτικής Ιδεολογίας σχετικά με την Γυναίκα και την λατρεία της. Κατά την σκέψη του Έβολα, ο βασικός άξονας της Ιπποσύνης συνδέεται με το ιδεώδες της Πνευματικής Αρρενωπότητας: «Μια σεξουαλική ανάπτυξη που εκδηλώνεται μόνο με σωματικούς όρους, όσο προχωρημένη και αν είναι, είναι με μια ορισμένη έννοια απατηλή και κενή. Εκείνος που δεν είναι άνδρας στο πνεύμα και στην ψυχή, δεν είναι πραγματικά άνδρας, και το ίδιο ισχύει και για μια γυναίκα. Είναι κατά συνέπεια η πνευματική αρρενωπότητα εκείνη που, έστω και με τρόπο σκοτεινό, διεγείρει και αφυπνίζει την απόλυτη γυναίκα. Στην ακραία περίπτωση αυτή η αρρενωπότητα, πολύ πιο πέρα από εκείνη του πολεμιστή ή του δυνάστη, οδηγεί έως και στο υπερφυσικό». Η συχνή χρησιμοποίηση γυναικείων μορφών σε πολιτισμικούς κύκλους ηρωικού τύπου, στην πραγματικότητα, δεν σημαίνει παρά το ότι ενώπιον της δυνάμεως που είναι δυνατόν να φωτίσει και να οδηγήσει σε κάτι, το οποίο υπερβαίνει το ανθρώπινο, ως Ιδεώδες του Ήρωα και του Ιππότη, ισχύει εκείνη η θετική και ενεργητική στάση που σε κάθε πολιτισμό προσδιορίζει τον Άνδρα έναντι της Γυναίκας. Αυτή η στάση είναι που, υπό μορφήν περισσότερο ή λιγότερο «λανθάνουσα» και κρυμμένη, έχει διαμορφώσει ένα μέρος της Ιπποτικής αντίληψης για την ερωτική σχέση. Οι «περίεργες» διακηρύξεις κάποιων ιπποτικών κωδικών ότι ο Ιππότης, -ο οποίος θεωρείται ότι έχει ιδιότητα ιερατική ή ότι είναι «ουράνιος ιππότης», έχει το δικαίωμα να κάνει δικές του γυναίκες άλλων, αν μπορούσε να αποδείξει ότι είναι ο πιο άξιος-, είναι δυνατόν να έχουν εσωτερικό περιεχόμενο. Εισερχόμαστε, έτσι, σε μια κατηγορία βιωμένων εμπειριών, απομακρυνόμενοι από την ιδέα ότι όλα αυτά είναι αφηρημένα και ανενεργά σύμβολα.
Σύμφωνα με τον Έβολα πάντα, η «μυητική γυναίκα» ή η «μυστική γυναίκα» είναι δυνατόν να μετουσιωθεί σε μια Γυναίκα πραγματικά, ενώ ο Έρωτας χρησιμοποιείται σύμφωνα με τις αληθινές δυνατότητες υπέρβασης σε τέτοιο σημείο, ώστε να προσδιορίζουν μια ειδική «οδό» διεύρυνσης του ορίου του Εγώ, καθώς και την συμμετοχή σε ανώτερες μορφές του Είναι. Υπαρξιακά, η ευγενής -όσο και σκληροτράχηλη- φύση του Ιππότη είναι κατάλληλη για την «οδό» αυτή. Για τον Ιππότη υπάρχει η Ουράνια Γυναίκα (η Βασίλισσα των Ουρανών) και η επίγεια Γυναίκα, στην οποία αφοσιώνεται. Την Τιμά, την «Υπηρετεί», την Προστατεύει, της Αφιερώνει τα Ανδραγαθήματά του, έτοιμος πάντα να της προσφέρει ακόμα και την ζωή του, αν χρειαστεί. Ο Έρωτας του Ιππότη στηρίζεται στην Αφοσίωση και την Θυσία. Η αγαπημένη του συνενώνει το μυστήριο του Κάλλους, του Έρωτα και της Σοφίας. Αποτελεί την εσωτερική εκείνη Δύναμη και Ενέργεια που τον παροτρύνει και τον ωθεί προς την Δημιουργία, την Καλλιέργεια, την Βελτίωση του Εαυτού του, την επιβεβαίωση του Ανδρισμού του. Η σωματική συνεύρεση μαζί της είναι το συμπλήρωμα μιας ένωσης πολύ περισσότερο εσωτερικής και αληθινής, καθώς το ψυχολογικό αρχίζει να υποσκελίζει το βιολογικό. Στον Ιπποτικό Έρωτα υπάρχει κάτι πολύ ανώτερο από τον γάμο και τους σκοπούς του: Η Ανασυγκρότηση της Αρχέγονης Ενότητας (ψυχής- πνεύματος, σκέψης- δράσης, ορατού κόσμου- μη ορατού κόσμου). Εξ αυτού του λόγου και σύμφωνα με την Ιπποτική Ηθική, ο Ιππότης έχει το Ερωτικό Δικαίωμα να ενωθεί με την Γυναίκα που προορίζεται γι’ αυτόν και στην οποία θα αφοσιωθεί, έστω και αν αυτή, παροδικά ή φαινομενικά, ανήκει σε άλλον. Το κυρίαρχο σκεπτικό αυτής της λογικής είναι ότι στην Γυναίκα όχι απλώς βρίσκεται η Ζωή, αλλά, πολύ περισσότερο, Εκείνη η ίδια είναι η Ζωή, στην Ύψιστη έννοια της. Επομένως, είναι φυσικό ο Έρωτας να συνδέεται στενά με την αγωνία, την αβεβαιότητα, το απρόβλεπτο και με την ανάγκη να κάνουμε τον εαυτό μας Αιώνιο. Γι’ αυτό, άλλωστε, υπάρχει πάντοτε ο φόβος της πτώσης, ακόμα και στις πιο έντονες στιγμές. Το συναίσθημα μάς κυριεύει, ακόμη και όταν η λογική γνωρίζει πολύ καλά την παράλογη και ψευδαισθησιακή του φύση, ακόμη και όταν το ίδιο το συναίσθημα αναζωπυρώνεται -ξανά και ξανά- σε αλλεπάλληλες ερωτικές σχέσεις. Η ίδια η πραγματικότητα καταδεικνύει ότι οι καταστάσεις μεγάλου ερωτικού πάθους μπορούν να καταλήξουν σε εσωτερική κρίση και κατάρρευση. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας της διαδικασίας ειδωλοποίησης της Γυναίκας, όταν κάποιος της αποδίδει, φαντασιώμενος, μια εξωπραγματική ηθική αξία, δίπλα στην οποία κανένας κοινός άνθρωπος δεν θα μπορούσε να ζήσει.
Σε έναν Περσικό θρύλο, ανάμεσα στις ιδιότητες, από τις οποίες λέγεται ότι συνίσταται η Γυναίκα, αναφέρονται «η σκληρότητα του διαμαντιού, η γλυκύτητα του μελιού, η αγριότητα της τίγρης, η ζεστή φωτεινότητα της φωτιάς και η παγερότητα του χιονιού». Από την άλλη ο Κνουτ Χάμσουν, μιλώντας για τον Έρωτα, τον αποκάλεσε «δύναμη, η οποία μπορεί να θυμίσει τον άνθρωπο στο μηδέν και ύστερα να τον υψώσει και πάλι στους ουρανούς, σημαδεύοντας τον με την πυρωμένη της σφραγίδα». Την απόγνωση, την απορία, αλλά και την πεσιμιστική αντίληψη-διαπίστωση του εκφράζει ο Έζρα Πάουντ, λέγοντας «Έρωτά μου, Έρωτά μου, τι είναι αυτό που αγαπώ και εσύ πού βρίσκεσαι; Τα όνειρά μου συγκρούονται κι εγώ προσπάθησα να χτίσω έναν επίγειο παράδεισο». Διαφορετικές προσεγγίσεις, οι οποίες, όμως, αντικατοπτρίζουν υπέροχα την σύνδεση Άνδρας-Γυναίκα-Έρωτας. Μια σύνδεση, η οποία δίνει την δική της απάντηση στο αδόκιμο ερώτημα σχετικά με την κατωτερότητα, την ανωτερότητα ή την ισότητα της Γυναίκας ως προς τον Άνδρα. Ένα τέτοιο ερώτημα στερείται νοήματος, αφού προϋποθέτει ότι και οι δυο μπορούν να μετρηθούν με κοινό μέτρο. Δεν μπορούμε, λοιπόν, να αναρωτιόμαστε για την ανωτερότητα ή την κατωτερότητα των δυο φύλων, καθώς θα ήταν σαν να αναρωτιόμαστε αν το χιόνι είναι ανώτερο από την βροχή ή η βελανιδιά από το πεύκο. Το κριτήριο μέτρησης καθενός από τα δυο φύλα δεν μπορεί να γίνει από το αντίθετο φύλο, αλλά μόνο από την «ιδέα» του ίδιου του φύλου. Με άλλα λόγια, για το μόνο για το οποίο μπορούμε να ασχοληθούμε είναι η ανωτερότητα ή η κατωτερότητα μιας συγκεκριμένης Γυναίκας ως προς τον βαθμό εγγύτητας της προς έναν θηλυκό τύπο, την καθαρή και Απόλυτη Γυναίκα, ενώ το ίδιο πράγμα ισχύει και για τον Άνδρα.
Οι αξιώσεις και οι επιθυμίες της σύγχρονης γυναίκας πηγάζουν τόσο από εσφαλμένες φιλοδοξίες όσο και από ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας, από την πλάνη δηλαδή ότι μια Γυναίκα είναι υποδεέστερη από έναν Άνδρα. Η λαίλαπα του φεμινισμού δεν αγωνίζεται για κανένα ουσιαστικό Γυναικείο δικαίωμα, αλλά για το αφύσικο «δικαίωμα» των Γυναικών να εξομοιωθούν με τους Άνδρες. Το δικαίωμα, δηλαδή, στον εκφυλισμό της αληθινής τους φύσης. Το μόνο πραγματικό κριτήριο είναι ο βαθμός πραγμάτωσης που αντιστοιχεί σ’ ένα πρόσωπο. Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμιά αμφιβολία ότι μια Γυναίκα, η οποία είναι ολοκληρωμένη στην Θηλυκότητά της, είναι ανώτερη από έναν ανολοκλήρωτο, στον δικό του ρόλο, άνδρα. Έτσι, στο πλαίσιο των Ιδεών που διαπραγματευόμαστε, πρέπει να θεωρούμε ως δεδομένο ότι ο Ανδρισμός και η Θηλυκότητα είναι, πάνω απ’ όλα, γεγονότα και εκφράσεις μιας εσωτερικής φύσης. Είναι γνωστό ότι μπορεί να είναι κανείς άνδρας στο σώμα χωρίς να είναι το ίδιο στην ψυχή (άνανδρος), ενώ το ίδιο ισχύει, εννοείται, και για μια γυναίκα. Σ’ όλα αυτά, όπως και στην αναζήτηση του Απόλυτου, σημαντικό ρόλο παίζει η Φυλετική Συγγένεια, καθώς όπως αναφέρει ο Έβολα «Είναι απίθανο ένας άνδρας να βρει σε μια γυναίκα διαφορετικής φυλής το έναυσμα που θα αφυπνίσει μέσα του την αρχέγονη εικόνα του θηλυκού.»
Συνοψίζοντας, λοιπόν, θεωρούμε ότι ο Έρωτας εκφράζεται σ’ όλα τα επίπεδα ζωής του Ανθρώπου, στην προσπάθειά του να βρει την Ευτυχία και το Αληθινό Νόημα της Ζωής, κατάλληλα για την Ανθρώπινη Σκέψη και Νοοτροπία και όχι για τα ζώα, τα δέντρα ή τα βράχια. Αντιλαμβανόμαστε τον Έρωτα μεταξύ δύο Ανθρώπων, Άνδρα και Γυναίκας, ως την εισαγωγή για ένα άλλο είδος Έρωτα, μη σεξουαλικής φύσης, ο οποίος έχει να κάνει με την Αγάπη προς την Φυλή, την Πατρίδα, την Ιδεολογία, το Κίνημα (ως κοινή συνισταμένη Αιώνιων Αξιών), την Σοφία, τον Ηρωισμό της Δράσης, ό,τι μεταμορφώνει τον Άνθρωπο σε μια οντότητα με υψηλή αισθητική και ανάλογη αποστολή. Η Αθανασία της Ζωής περνά μέσα από την υπέρβαση κάθε πλαδαρής και ανιαρής συμβατικότητας, μέσα από έναν Νέο Τρόπο Ζωής, όπου η Θεϊκή ιδιότητα του Έρωτα (κάτι το οποίο οι Αρχαίοι Έλληνες προσωποποίησαν στην Θεά Αφροδίτη) αποτελεί το εφαλτήριο, τον κινητήριο μοχλό για την διαδικασία ολοκλήρωσης της Ανθρώπινης Ύπαρξης και Ευτυχίας!
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΣΤΟΡΑΣ
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/index.php/enimerosi/view/proseggizontas-thn-ennoia-tou-erwta#.UjfnpcbIbSI#ixzz2f7nhQvLa