Ο άγνωστος «αυτόφωτος» αστρονόμος.
Ο Αυτόλυκος ο Πιταναίος ή Πιτανεύς συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πλέον επιφανείς αρχαίους Έλληνες αστρονόμους, μαθηματικούς και γεωγράφους. Το όνομα του σημαίνει «αυτόφωτος», δηλαδή αυτός που έχει δικό του φως. Εκτιμάται ότι γεννήθηκε περί το 360 π.Χ. στην Πιτάνη της Αιολίδας στη Μικρά Ασία, ενώ ο θάνατος του χρονολογείται περί το 290 π.Χ. Ωστόσο, αναφορικά με τη ζωή και τη δράση του δεν υπάρχουν πληροφορίες, εκτός από κάποια στοιχεία για το έργο του, τα οποία φαίνεται να γράφτηκαν ή τουλάχιστον να ολοκληρώθηκαν ανάμεσα στα έτη 335 π.Χ. και 300 π.Χ.
Τα σωζόμενα έργα του Αυτόλυκου περιλαμβάνουν ένα βιβλίο για τις σφαίρες, το «Περί της κινούμενης σφαίρας», το οποίο περιλαμβάνει δώδεκα ζητήματα περί σφαιρικής αστρονομίας και ειδικότερα περί της όψης του ουρανού και της θέσεως των περί αυτόν κύκλων, συναρτήσει του γεωγραφικού πλάτους του τόπου παρατήρησης και ένα ακόμα, το «Περί ανατολών και δύσεων των ουράνιων σωμάτων», που διαιρείται σε δυο μέρη. Συγκεκριμένα, στο πρώτο περιλαμβάνονται δεκατρείς αστρονομικές προτάσεις, ενώ το δεύτερο αναφέρεται στη διαίρεση του ζωδιακού κύκλου σε δωδεκατημόρια. Αξίζει να σημειωθεί ότι το έργο του «Περί της κινούμενης σφαίρας» θεωρείται η αρχαιότερη μαθηματική πραγματεία που διασώζεται στο σύνολο της. Επιπλέον, οι αστρονομικοί όροι «ακρονύκτιος» και «κοσμική ανατολή των αστέρων» αποτελούν αποκλειστική εισήγηση του Αυτόλυκου. Ειδικότερα, στο πρώτο του έργο προχωράει στην περιγραφή μιας σφαίρας που ο ίδιος έχει κατασκευάσει, ώστε να περιστρέφεται γύρω από τον άξονα της, πάνω στην οποία έχει τοποθετήσει τους δυο πόλους, τους μεσημβρινούς και τους παράλληλους. Ταυτοχρόνως, πηγές αναφέρουν ότι το συγκεκριμένο έργο αποτέλεσε και ένα είδος συμβουλευτικού συγγράμματος από τον Ευκλείδη, για το έργο του «Φαινόμενα».
Στον τομέα των Μαθηματικών και ιδιαίτερα της Γεωμετρίας, ο Αυτόλυκος μελέτησε τα χαρακτηριστικά και την κίνηση μιας σφαίρας στο ομώνυμο έργο του. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι ο Θεοδόσιος της Βιθυνίας βασίστηκε για το έργο του «Σφαιρικά» στην εργασία και την μελέτη που είχε πραγματοποιήσει ο Αυτόλυκος. Επιπλέον, όσον αφορά στον τομέα της Αστρονομίας, ο Αυτόλυκος επιδόθηκε στη μελέτη της σχέσης ανάμεσα στην ανατολή και τη δύση των ουράνιων σωμάτων, γράφοντας ότι κάθε αστέρας που ανατέλλει και δύει, πάντα ανατέλλει και δύει στα ίδια σημεία στον ορίζοντα. Σημειώνεται ότι προς τιμήν του αρχαίου Έλληνα, φέρει το όνομα του ο «Αυτόλυκος», ένας από τους τρεις μεγάλος κρατήρες που εντοπίζονται στο βόρειο ημισφαίριο της Σελήνης, πάνω από τα σεληνιακά Απέννινα Όρη, στη Θάλασσα των Βροχών.
Τα έργα του Αυτόλυκου «Περί κινούμενης σφαίρας» και «Περί ανατολών και δύσεων» αποτελούν τα παλαιότερα ολοκληρωμένα επιστημονικά κείμενα του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού που έχουν διασωθεί. Εκτός της αναμφισβήτητης ιστοριογραφικής αξίας των συγκεκριμένων έργων, εμπεριέχεται σε αυτά και μια αξιοσημείωτη ιστορικό-επιστημολογική ιδιαιτερότητα, καθώς αποτελούν την πρώτη ιστορική έκφανση αξιωματικής παρουσίασης επιστημονικού λόγου που είναι διαθέσιμη, μετά τη φιλοσοφική θεμελίωση του συγκεκριμένου τρόπου σκέψης, η οποία εντοπίζεται κυρίως στα «Αναλυτικά Ύστερα» του Αριστοτέλη. Κατά συνέπεια, το έργο του Αυτόλυκου όχι μόνο αναβαθμίζεται στο γνωστικό πλαίσιο του προβληματισμού της ανέλιξης της αρχαίας ελληνικής σκέψης, αλλά αποκτά και μια νέα μεθοδολογική αξία στη συγκεκριμένη ιστοριογραφική ανάλυση.
Ο Αυτόλυκος φαίνεται ότι είχε στενές σχέσεις με τον κύκλο της Ακαδημίας, στην μετά τον Πλάτωνα περίοδο, και τα δυο έργα του αποτελούν μια προσπάθεια βελτίωσης, αλλά και υπεράσπισης, της αστρονομικής θεωρίας των ομόκεντρων περιστρεφόμενων σφαιρών από τις κριτικές αντιπαραθέσεις, κυρίως, του Αριστόθηρου. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι οι αντιπαραθέσεις αυτές επικεντρώνονταν στην αδυναμία της συγκεκριμένης θεωρίας να εξηγήσει τη διακύμανση της φωτεινότητας των πλανητών, καθώς θεωρούσε σταθερές τις αποστάσεις των πλανητών από τη Γη. Ωστόσο, ο Πιταναίος αστρονόμος ήταν ο πρώτος που προσπάθησε να ξεπεράσει τις αδυναμίες της αστρονομικής θεωρίας των ομόκεντρων σφαιρών του Εύδοξου, υποστηρίζοντας ότι οι διαφορές στη φωτεινότητα των ουράνιων σωμάτων υποδεικνύουν μεταβολές στις αποστάσεις τους από τη Γη. Στο βιβλίο του «Περί κινούμενης σφαίρας», όπου η «κινούμενη σφαίρα» είναι η σφαίρα των αστέρων, πραγματεύεται τη γεωμετρία των τομών της σφαίρας με επίπεδα, με έναν συμπερασματικό συλλογισμό, παρά με την αστρονομική πλευρά του θέματος. Αντιθέτως, το «Περί ανατολών και δύσεων» έχει έναν καθαρά αστρονομικό χαρακτήρα, καθώς θεωρεί ότι η ουράνια σφαίρα συμπληρώνει με μια πλήρη περιστροφή σε μια μέρα και νύχτα, ότι ο Ήλιος περιφέρεται αντίθετα από την ημερήσια περιστροφή της σφαίρας και διαγράφει την εκλειπτική σε ένα χρόνο. Επιπλέον, προσθέτει ότι την ημέρα δεν είναι ορατοί οι αστέρες πάνω από τον ορίζοντα λόγω της ακτινοβολίας του Ήλιου και αρχίζουν να φαίνονται μόνο όταν ο Ήλιος είναι 15ο ή περισσότερο κάτω από τον ορίζοντα, σε σχέση με τον ζωδιακό κύκλο.
Το έργο του Αυτόλυκου δεν αγνοήθηκε, καθώς σχετικά σχόλια έκανε ο Πάππος και ο Συμπλίκιος στην ύστερη περίοδο της Αρχαιότητας. Ωστόσο, ούτε οι Βυζαντινοί τον λησμόνησαν, όπως φαίνεται από τον κώδικα του Βατικανού Vat. Gr. 204, ο οποίος περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τα «Σφαιρικά» του Αυτόλυκου και οι ρίζες του εντοπίζονται στη βυζαντινή παιδεία του 9ου αιώνα. Ακόμη, στις αρχές του 16ου αιώνα τα σωζόμενα έργα του μεταφράστηκαν από τον Φραγκίσκο Μαυρόλυκο και παρουσιάστηκαν σε τυπωμένη μορφή. Δυστυχώς, στην νεοελληνική παιδεία η παρουσία και η επιστημονική σκέψη του Αυτόλυκου είναι υποτυπώδης, έως και ανύπαρκτη. Το κενό αυτό, όμως, καλύφθηκε από τον Ευάγγελο Σπανδάγο, ο οποίος συμπλήρωσε με μια έκδοση την νεοελληνική αναπαράσταση της τριλογίας της «αρχαίας μικράς αστρονομικής συλλογής», που αποτελούν τα «Σφαιρικά» του Αυτόλυκου, τα «Φαινόμενα» του Ευκλείδη και τα «Σφαιρικά» του Θεοδοσίου. Με αυτό τον τρόπο επετεύχθη η προέκταση του προγράμματος της μεταφοράς των μαθηματικών και αστρονομικών έργων της Αρχαίας Ελληνικής Κληρονομιάς στη σύγχρονη ελληνική παιδεία. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι 20 χειρόγραφα με κείμενα του Αυτόλυκου, της μεσαιωνικής και αναγεννησιακής περιόδου, έχουν καταγραφεί σε ευρωπαϊκές, ως επί το πλείστον, βιβλιοθήκες, γεγονός που αποτυπώνεται στη βάση πληροφοριών Jordanus, που πραγματοποιήθηκε από το Institute for the History of Science του Πανεπιστημίου του Μονάχου, με επικεφαλής τον καθηγητή Menso Folkerts και τον Max Planck στο Institute for the History of Science στο Βερολίνο.
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/index.php/enimerosi/view/autolukos-o-pitaneus#ixzz2iu1UfH1A