Ο πρώτος νεκρός του Ελληνοϊταλικού πολέμου
Χαράματα της 28ης Οκτωβρίου στην Κηφισιά έξω από το σπίτι του εθνικού κυβερνήτη Ιωάννη Μεταξά εμφανίστηκε ένα μαύρο αυτοκίνητο. Ο φρουρός της πύλης ξαφνιάστηκε. Ποιος να ήταν άραγε, στις 3 τα χαράματα; Ήταν ο Ιταλός πρέσβης, ο Εμμανουέλε Γκράτσι, που ζήτησε να μιλήσει στον Μεταξά. Έτσι και έγινε, στην ολιγόλεπτη συνάντηση, ο Ιταλός αξίωσε να επιτρέψει η Ελλάδα να περάσουν τα Ιταλικά στρατεύματα μέσα από το έδαφός της. Ο Μεταξάς χωρίς δεύτερη σκέψη το αρνήθηκε και του είπε στα γαλλικά «alor c’est la guerre», που σημαίνει «λοιπόν, έχουμε πόλεμο». Ο Γκράτσι δεν μπορούσε να μεταπείσει τον Μεταξά και του είπε πως σε τρεις ώρες από εκείνη την στιγμή, δηλαδή, την έκτη πρωινή, η Ιταλία θα εισβάλει πάνοπλη. Ο Ιταλός πρέσβης αποχαιρέτισε τον κυβερνήτη και αποχώρησε.
Ο Μεταξάς συγκάλεσε αμέσως Στρατιωτικό Συμβούλιο. Γνώριζε τις προθέσεις των Ιταλών, γι’ αυτό τα αποσπάσματα του στρατού μας ανέμεναν πανέτοιμα στην Ελληνοαλβανική μεθόριο, με αιχμή του δόρατος το 51ο Σύνταγμα Πεζικού του Συνταγματάρχη Δαβάκη, που αποτελούνταν από Θεσσαλούς. Στο ύψωμα Καρδάρι στα ηπειρώτικα βουνά, στο φυλάκιο 21 (Γκόλιο), βρίσκονταν ο στρατιώτης Βασίλης Τσιαβαλιάρης από το χωριό Πιαλεία Τρικάλων. Ήταν 28 χρονών και είχε τρία παιδιά, τους Νικόλαο, Γεώργιο και Αλεξάνδρα, και η γυναίκα του ονομαζόταν Ελένη.
Το κρύο ήταν τσουχτερό. Κάθονταν μέσα, μιας και είχαν ενημερωθεί από την Αθήνα ότι επίκειται επίθεση. Ήταν σκοπευτής πολυβόλου του 5ου λόχου Πυρσόγιαννης του 51ου Συντάγματος. Οι εντολές ήταν ρητές, έπρεπε όλοι να ήταν σε επιφυλακή για την επίθεση. Οι Ιταλοί είχαν εισβάλει από την Αλβανία όπως είχαν κάνει 2.140 χρόνια πριν οι πρόγονοί τους οι Ρωμαίοι στην Ιλλυρία (σημερινή κεντρική και βόρεια Αλβανία) και στην Χαονία (βόρεια Ήπειρος), για να κατακτήσουν την Ελλάδα. Αυτήν την φορά όμως, στα σύνορα υπήρχαν άγρυπνοι φρουροί, οι στρατιώτες μας.
Ο Βασίλης μαζί με τους άλλους περίμενε μέσα στα σκοτάδια την επίθεση. Οι σκοποί διαδέχονταν ο ένας τον άλλον. Στο φυλάκιο ο Τσαβαλιάρης είχε πάει εθελοντικά, όταν ένας αξιωματικός ρώτησε τους οπλίτες, ποιος θέλει να πάει στα σύνορα απόψε, ήταν ο πρώτος που πετάχτηκε και ζήτησε να πάει.
Την ησυχία της νύχτας διατάρασσε πού και πού κανένα άγριο ζώο. Κάποια στιγμή έφτασε η σειρά του Τσιαβαλιάρη να μπει σκοπός. Ξαφνικά, μέσα στη σιγαλιά της νύχτας άκουσε έναν θόρυβο μπροστά του. Προέταξε το όπλο του με την ξιφολόγχη και φώναξε δυνατά: Αλτ! Τις ει; Τότε ένας όλμος έσκασε δίπλα του, πετάγοντας χώμα, πέτρες και θραύσματα. Ήταν 5 τα ξημερώματα, μία ώρα πριν από την ώρα που έλεγε το τελεσίγραφο του Ιταλού πρέσβη. Ένα θραύσμα βρήκε τον άτυχο Τσιαβαλιάρη πάνω από το μάτι, σωριάζοντάς τον στην κρύα γη της Ηπείρου. Οι στρατιώτες που ήταν κοντά, ακούγοντας την έκρηξη και τα πυκνά πυρά που έριχναν οι Ιταλοί, έτρεξαν προς την μεριά του Βασίλη. Ψάχνοντας μέσα στα σκοτάδια είδαν στο έδαφος τη σιλουέτα του που διαγραφόταν. Το αίμα είχε πλημμυρίσει το κεφάλι του και η τελευταία κουβέντα που με δυσκολία κατάφερε να ψελίσει, ήταν «πάνε τα παιδούλια μου» και να τα προσέχουν. Ξεψύχησε μέσα στα χέρια των συμπολεμιστών του Θεσσαλών. Δεν υπήρχε όμως χρόνος για δάκρυα. Οι στρατιώτες μας ανταπάντησαν με σφοδρά πυρά χτυπώντας τους Ιταλούς.
Αν και δεν πρόλαβε να πολεμήσει για την πατρίδα και την οικογένειά του που τόσο αγαπούσε, έπεσε την ώρα του καθήκοντος. Ακριβώς όπως ένας άλλος Θεσσαλός χιλιάδες χρόνια πίσω στις ακτές της Τροίας, ο Πρωτεσίλαος (ο πρώτος του λαού), σκοτώθηκε πρώτος μόλις αποβιβάστηκε από το πλοίο του στην ακτή, από ένα εχθρικό βέλος. Αλλά με τον θάνατό του έδωσε το έναυσμα στους υπόλοιπους να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων για να εκδικηθούν τον θάνατό του.
Αίας ο Τελαμώνιος
Τ. Ο. Καβάλας
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/index.php/enimerosi/view/agnwstes-morfes-tou-ellhnismou-basilhs-tsiabaliarhs1#ixzz2j6Xce8Tv