«Άστραψε και βρόντηξε» ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ Μάκης Βορίδης το βράδυ της Τρίτης σχετικά με τις κατηγορίες για το πολιτικό παρελθόν του. Ο ίδιος υποστήριξε «απλώς» ότι άλλαξε άποψη, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Με εγκαλούν οι της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ γιατί έχω αλλάξει άποψη; Απάντηση: Αν το εκτιμούν έτσι, έτσι συνέβη».
Έτσι, απλά, «άλλαξε άποψη», όπως αλλάζουμε τα εσώρουχα και τις μπλούζες… Θα πρέπει, όμως, να ξέρει ότι υπάρχει ένα λατινικό ρητό, το οποίο λέει scripta manent («τα γραπτά μένουν»). Αρχικά, λοιπόν, του παραθέτουμε κάποια δικά του γραφόμενα από το περιοδικό της Νεολαίας ΕΠΕΝ «Νέα Τάση».
Στο τεύχος 8 (Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1988) στο τετρασέλιδο άρθρο του με τίτλο: «Η δική μας Δεξιά: Ιστορική, Πολιτική και Ιδεολογική Ταυτότητα» υπάρχει ένα μακροσκελές σημείο το οποίο σας παραθέτουμε:
«Για μας, όπως νομίζουμε και για την GRECE όπως και για τον RAUTI, όπως και για όλη την μαχόμενη πρωτοπορία, δεν τίθεται ζήτημα ιδεολογικού ή πολιτικού συμβιβασμού. Είμαστε πολύ υπερήφανοι για την κουλτούρα μας και τις ρίζες μας για να τις απαρνηθούμε. Μπορεί, στις εσωτερικές μας διαδικασίες να τις υποβάλλουμε στην πιο σκληρή κριτική, να τονίζουμε λάθη που έγιναν και δεν πρέπει να ξαναγίνουν, αλλά προς τα έξω θα υπερασπιστούμε αυτά τα λάθη μέχρι θανάτου. Γιατί ξέρουμε ότι ο μόνος τρόπος για να μπορέσεις να συγκροτήσεις μια πραγματικά δυνατή πολιτική πρόταση είναι να συσπειρώνεσαι, αντλώντας την νομιμοποίησή σου απ΄αυτό που λέγεται ηρωικός υποκειμενισμός, βουλησιοκρατία, πιο εύκολα πίστη. Για μας, θρησκεία είναι το πολιτικό μας δόγμα, κι αν στις συνόδους μας διαπιστώνουμε «θεολογικά» σφάλματα, φταίνε οι άνθρωποι που δεν μπορούν να συλλάβουν με πληρότητα την αλήθεια. Γι΄αυτό κι όχι μόνο δεν πρόκειται ποτέ να εγκαταλείψουμε αυτό που είναι ο εθνικισμός, μα ούτε πρόκειται να υποχωρήσουμε στην παραμικρή, στην πιο ασήμαντη θέση. Το δόγμα είναι ένα και είναι αδιαίρετο. Αν υποχωρήσουμε έστω και σ΄ένα σημείο, διαταράσσουμε την ισορροπία, διαταράσσουμε την συνέχεια, σε τελική ανάλυση χαλάμε την πίστη μας. Όχι λοιπόν μόνο αρνούμαστε το συμβιβασμό, μα αρνούμαστε και την αμοιβαία προσέγγιση, τις αμοιβαίες παραχωρήσεις. Θα μπορούσαν κάποιοι να ανησυχήσουν ότι μια τέτοια δογματική και μονολιθική λογική κρύβει πίσω της μια επικίνδυνη αυταρέσκεια που μπορεί να οδηγήσει σ΄έναν απομονωτισμό. Κάθε άλλο. Η θέση μας δεν είναι αλαζονική, μα απόλυτα πραγματιστική και ρεαλιστική. Δεν αρνούμαστε τη δεξιά μας ταυτότητα, απλά την υποβάλλουμε στην αναγκαία κριτική καθάρσεως από στοιχεία που δεν είναι δικά της. Η λαϊκή και κοινωνική δεξιά, η εθνική δεξιά, δεν έχει την παραμικρή επαφή με την φιλελεύθερη και υλιστική, οικονομική, φιλοκαπιταλιστική, διεθνιστική δεξιά. Γιατί για μας, η υπόθεση της δεξιάς είναι υπόθεση λαού πάνω απ΄όλα, και ξέρουμε ότι ο ελληνικός λαός, έτσι την έζησε. Έτσι την έζησε το ΄21, έτσι τη δίδαξε ο Δραγούμης, το ΄40 έτσι ο Μεταξάς, κατά την Εθνική Αντίσταση, μα και τον ένδοξο αγώνα 45-49. Έτσι την έζησε τα χρόνια της ανασυγκρότησης, μα και τα χρόνια 67-74. Το αν κάποιοι πολιτικοί έφθειραν αυτή την υπόθεση, το αν κάποιοι εκμεταλλευόντουσαν την ατέλειωτη αγάπη του λαού της δεξιάς για την παράδοσή του, τον πολιτισμό του, την θρησκεία του, είναι σφάλμα και άδικο να επιρρίπτουμε ευθύνες στις ιδέες και όχι στα πρόσωπα. Εμείς αναγνωρίζουμε τα σημάδια της δεξιάς, στο πρόσωπο του Ελληνικού στρατού, που ενσαρκώνει την πειθαρχία, την αφοσίωση και την ιεραρχία στο πρόσωπο του λαϊκού αγωνιστή του Ζέρβα και της «Χ», που προσωποποιούν τη λαϊκή πρωτοβουλία και την ένοπλη υπεράσπιση της ελευθερίας και του πολιτισμού, στον αγώνα των ανώνυμων ανθρώπων ενάντια στην κομμουνιστική απειλή, στον αγώνα του Μεταξά για τη συγκρότηση ενός εθνικολαϊκού καθεστώτος που θα αδέλφωνε όλους τους Έλληνες, στον Ίωνα Δραγούμη και τον Περικλή Γιαννόπουλο και στη μάχη τους για τη διατήρηση της ευαισθησίας της ελληνικής φυλής, και ιδιαίτερα στον κολοσσιαίο αγώνα του πρώτου για εθνική ολοκλήρωση. Βλέπουμε την Δεξιά ακόμα στο πρόσωπο του στρατού που επαγρυπνεί, έναντι εσωτερικών κι εξωτερικών εχθρών (το άρθρο 120 του Συντάγματος του ΄75, είναι μια φενάκη μπροστά στον υπέρτατο νόμο της σωτηρίας της πατρίδας που δικαιώνει απόλυτα την επέμβαση του ελληνικού στρατού), στην ελληνική εκκλησία, που έδωσε και δίνει, όσο και όπου μπορεί τον αγώνα για την επιβίωση του ελληνισμού. Ακόμα περισσότερο διακρίνουμε τη δεξιά, εκεί που οι άλλοι δεν την βλέπουν, στα γραπτά του Ελύτη, του Σεφέρη, του Παλαμά, στις Δελφικές γιορτές του Σικελιανού, στον Καραγάτση και στον Ζαλοκώστα και στον Γαρδίκα και στον Βεζανή και στον Μελά και στον Βενέζη και στον Συκουτρή, και σε τόσους άλλους συμβατικά αριστερούς ή δεξιούς, μα αισθητικά και ηθικά ρητά δεξιούς, έτσι όπως το νιώθουμε εμείς. Μα ίσως πιο πολύ απ΄όλα νιώθουμε τη δεξιά στην μεγάλη Επανάσταση του ΄21 και περισσότερο απ΄όλους στις ηρωικές μορφές των οπλαρχηγών και κύρια του μοναδικού Κολοκοτρώνη. Αυτή την ιστορία, που μας άφησε αρχές και δόγματα να υπερασπίσουμε, δεν μπορούμε να την αρνηθούμε ποτέ, ούτε για μια στιγμή: Γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε ν΄αυτοαναιρέσουμε την ύπαρξή μας, να αρνηθούμε το είναι μας, να ξεχάσουμε τον εαυτό μας. Κανείς από μας, μα και κανείς στη δεξιά δεν συνέδεσε ποτέ την ιδεολογία του ή την πολιτική του ύπαρξη με τη μεγαλοαστική τάξη, με το κεφάλαιο, ή με την ξενοκρατία. Ο λαός της δεξιάς έχυσε το αίμα του το ΄55, και όχι βέβαια το ΚΚΕ, ούτε τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα της αριστεράς. Ο στρατηγός Γρίβας πολέμησε για την Ένωση, κι όχι οι προδότες ΕΛΑΣίτες που υπερψήφιζαν τις αποφάσεις της Διεθνούς για αυτόνομη Μακεδονία και Θράκη, και που κοιτούσαν νωχελικά τον Καραολή και το Δημητρίου, τον Αυξεντίου και τόσους άλλους να εκτελούνται από τους αποικιοκράτες ‘Άγγλους. Τη μάχη ενάντια στην αποικιοκρατία εμείς την κάναμε στην Κύπρο, κι ενάντια στον κατακτητή πάλι εμείς κι όχι οι κομμουνιστές που ξύπνησαν μετά την ατυχή κατάληξη του συμφώνου Ρίμπεντροφ – Μολότωφ. Τη μάχη για την απελευθέρωση της Μακεδονίας ο Δραγούμης την έδινε κι όχι το ΚΚΕ, ούτε κι ο πολιτικάντης Βενιζέλος. Και τη μάχη ενάντια στους Ιταλούς, ο Μεταξάς κι όχι το ΚΚΕ που χαρακτήριζε τον πόλεμο «ενδοκαπιταλιστικές εκκαθαρίσεις» και καλούσε το λαό να τον καταδικάσει. Μα και σήμερα, τη μάχη για την επιβίωση του πολιτισμού μας, εμείς τη δίνουμε κι όχι οι υποστηρικτές του 1264/82 και του 1268/82 και του 1329/83 και του 1250/82, τέσσερις νόμοι που διέλυσαν την ελληνική οικονομία, την ελληνική παιδεία και την ελληνική οικογένεια. Ενάντια στην άρση της εμπολέμου με την Αλβανία, εμείς διαδηλώσαμε κι όχι το ΠΑΣΟΚ ούτε το ΚΚΕ ούτε η άκρα αριστερά. Μα κι ενάντια στον Οζάλ, πάλι εμείς και οι κυπριακές ομάδες είμαστε στην πρώτη γραμμή φωνάζοντας «Ένωση» κι όχι οι αριστεριστές που διαδήλωναν ενάντια στο φασίστα Οζάλ. Ενάντια στους μουσουλμάνους και τους ξένους εργάτες, εμείς είμαστε πάλι, μπροστά στον αγώνα για τα δικαιώματα του Έλληνα εργάτη και αγρότη κι όχι η αριστερά να αγωνίζεται για τα δικαιώματα των ξένων εργατών.
Για όλους αυτούς τους λόγους μα και για χίλιους ακόμα, που θα ήταν κουραστικό να συνεχίσουμε να απαριθμούμε λέμε ότι το «άνοιγμα στ΄αριστερά» δεν είναι τελικά μια αριστερή πολιτική. Είναι ίσα-ίσα μια προβολή των κοινωνικών στοιχείων της δεξιάς, και γι΄αυτό ο Νικολαΐδης δεν το ονόμαζε έτσι αλλά «άνοιγμα στην κοινωνία». Η πρότασή μας είναι η αποκάθαρση της δεξιάς απ΄όλα εκείνα τα στοιχεία που είναι ξένα σ΄αυτήν και που είναι ο οικονομισμός και ο καπιταλιστικός ισοπεδωτισμός. Αλλ΄αυτό δε σημαίνει ότι έχουμε και κανένα σημείο επαφής με την αριστερά που αποτελεί τον κατεξοχήν φορέα παρακμής και ισοπέδωσης στον τόπο. Το άνοιγμα στην κοινωνία δεν είναι αριστερό άνοιγμα. Είναι έκκληση στο λαό που είναι απογοητευμένος από τη σημερινή κατάσταση να συστρατευθεί μαζί μας, σ΄ένα μαζικό εθνικό μέτωπο που μπορεί να σώσει την πατρίδα. Το αν αυτοί οι νέοι συναγωνιστές προέρχονται από την αριστερά ή από την οικονομική δεξιά δεν μας ενδιαφέρει. Αρκεί ερχόμενοι, να έχουν κάνει την αυτοκριτική τους, να έχουν συνειδητοποιήσει τα λάθη τους, τα ολέθρια σφάλματά τους και να θέλουν ειλικρινά μια νέα αρχή: Εμείς τους υποσχόμαστε μια καθαρή και υγιά εθνική παράταξη που θ΄αγωνιστεί για τον λαό και το έθνος. Το άνοιγμα στην κοινωνία δεν σημαίνει λοιπόν για μας μετατόπιση ή δικές μας παραχωρήσεις. Η τιμημένη και περήφανη ιδεολογία του εθνικισμού, οι καλλίτεροι Έλληνες αυτού του τόπου δεν θα δεχόντουσαν ποτέ να απολογηθούν. Και στο κάτω-κάτω γιατί; Γιατί έχτισαν και κράτησαν ζωντανή την Ελλάδα; Βέβαια, όλη αυτή η όψιμη «επαναστατική» κριτική στην παράδοση της δεξιάς μας κάνει να σκεφτόμαστε μήπως για κάποιους πίσω απ΄την ταμπέλλα της προοδευτικής πολιτικής της αριστερής τάσης, πίσω απ΄αυτόν τον εξευτελιστικό διάλογο με την άκρα αριστερά και τους σταλινικούς, που μέχρι πριν μερικά χρόνια δολοφονούσαν συναγωνιστές μας στην Ευρώπη, κρύβεται μια ενδόμυχη διάθεση εισόδου, μια διάθεση να μπούνε κι αυτοί στο σύστημα από την πίσω πόρτα, μια διάθεση για νομιμοποίηση που στις μέρες μας προέρχεται απ΄τα αριστερά. Κι όσο το σκεφτόμαστε, τόσο πιο πιθανό μας φαίνεται.
Εμείς λοιπόν θα επιμείνουμε στην περηφάνια μας γι΄αυτά που πιστεύουμε και γι΄ αυτό που είμαστε, στη λεβέντικη υπεράσπιση των ιδεών μας, στην ένθερμη υποστήριξη της πολιτικής και ιδεολογικής καθοδήγησής μας. Και ελπίζουμε να κατανοούν όλοι το πραγματικό νόημα των όσων έγραψε ο συν. Νικολαΐδης: το άνοιγμα στην κοινωνία είναι το άνοιγμα σε κοινωνικούς χώρους χωρίς ιδιαίτερες ιδεολογικές ευαισθησίες, ευαισθησίες που σήμερα πια έχουν φθαρεί από την αλόγιστη χρήση όρων και εννοιών. Αυτό το άνοιγμα δεν μπορεί να γίνει με θεωρητικά ή ιστορικά επιχειρήματα, αλλά μόνο με πολιτικές θέσεις που θα επιχειρούν να δώσουν απάντηση στα μεγάλα προβλήματα του λαού. Κι επειδή αυτά τα προβλήματα είναι δημιουργήματα κατά λογική αναγκαιότητα του συστήματος της Μεταπολίτευσης, η λύση τους περνά μέσα από την νομική και ηθική ανατροπή του. Στην πάλη για την ανατροπή αυτή, που είναι στην ουσία η πάλη για την εγκαθίδρυση της αλήθειας και της δικαιοσύνης, μοναδική σημασία έχει η πίστη μας στο δόγμα μας και στις αρχές, καθώς και στην πρωτοπόρα καθοδήγηση που τα εκφράζει. Μες από την αφοσίωση και την σιδερένια πειθαρχία θα μπορέσουμε, αφενός να κερδίσουμε τη συμπαράσταση του λαού και με τη βοήθειά του να φτάσουμε στην θεμελίωση της Νέας Πολιτείας».
Ομολογώ ότι δεν βρίσκω λόγια να περιγράψω την μετεξέλιξη του Βορίδη. Αν, πάντως, υπάρχει μια λέξη που μπορεί να περιγράψει την πορεία του αυτή είναι η λέξη «κατάντια». Από τις μεγαλοστομίες και τα φουσκωμένα γραπτά του παρελθόντος, στην σημερινή εθνοπροδοτική κυβέρνηση του μνημονίου. Από τον Δραγούμη, τον Μεταξά, τον Γιαννόπουλο, τον Κολοκοτρώνη, τον Παλαμά και τόσους άλλους Αληθινούς Συνειδησιακά Έλληνες έγινε συνοδοιπόρος του Στουρνάρα και της Πιπιλή. Σύμμαχος του Βενιζέλου και της Αλ Σάλεχ…
Όταν, λοιπόν, στο ίδιο άρθρο λίγο πριν το τέλος λέει ότι: «Εμείς λοιπόν θα επιμείνουμε στην περηφάνια μας γι΄αυτά που πιστεύουμε και γι΄ αυτό που είμαστε, στη λεβέντικη υπεράσπιση των ιδεών μας, στην ένθερμη υποστήριξη της πολιτικής και ιδεολογικής καθοδήγησής μας» προκαλεί ασύστολα με την σημερινή του κατάσταση. Αυτοαναιρείται και εξευτελίζεται ταυτιζόμενος με μια κυβέρνηση υποτελή στους διεθνείς τοκογλύφους. Αλλά είπαμε: ο ίδιος ο Βορίδης παραδέχεται ότι «απλά» άλλαξε άποψη… Αντί άλλης απαντήσεως παραθέτουμε το τελείωμα της εισήγησης του Μάκη Βορίδη στην Ζ΄ Σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής της Νεολαίας ΕΠΕΝ στις 22 Ιανουαρίου 1989, όπως αυτή δημοσιεύτηκε στο τεύχος 9 (Μάρτιος – Απρίλιος 1989) της «Νέας Τάσης». Με στόμφο ο Βορίδης τελειώνει την (δεκασέλιδη) ομιλία του ως εξής:
«Ο αγώνας μας θα είναι μακρύς, και δεν θα κριθεί από τις κοινοβουλευτικές εκλογικές αναμετρήσεις. Θα κριθεί από την πίστη μας και την αφοσίωσή μας, θα κριθεί από την αντοχή μας και τις θυσίες μας. Κυρίως δε από τις τελευταίες. Γιατί όπως είχε πει κι ο EZRA POUND «Όταν ένας άνθρωπος δεν δέχεται να θυσιαστεί για τις ιδέες του, αυτό μπορεί να σημαίνει δύο πράγματα: είτε ο ίδιος δεν αξίζει, είτε οι ιδέες του δεν αξίζουν». Αγαπητοί συναγωνιστές, ελπίζω να αποδείξουμε ότι τόσο εμείς όσο και οι ιδέες μας αξίζουμε και με το παραπάνω».
Το μόνο που έχουμε να προσθέσουμε είναι ότι με βάση τα λεγόμενα του Έζρα Πάουντ που χρησιμοποιεί ως παράδειγμα ο ίδιος, δεν αξίζει τίποτα… Ή, για να είμαστε ακριβείς, αξίζει να είναι «συναγωνιστής» του Σαμαρά, του Στουρνάρα, του Παυλόπουλου, του Βαρβιτσιώτη, της Πιπιλή στον αγώνα τους ως εντολοδόχοι των διεθνών τοκογλύφων. Τι μέγιστη «Τιμή»…
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΣΤΟΡΑΣ
Υ.Γ. Νομική και ηθική ανατροπή του συστήματος της μεταπολίτευσης, θεμελίωση της Νέας Πολιτείας. Αλήθεια, αυτές οι απόψεις του Βορίδη δεν συνιστούν απόπειρα ανατροπής του κοινοβουλευτικού καθεστώτος; Ή μήπως ο «κίνδυνος» συνίσταται μόνο σε παλαιότερα, από τα λεγόμενα του Βορίδη, γραπτά της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ και σε ανύπαρκτα καταστατικά;
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/index.php/enimerosi/view/boridhs-otan-ta-grapta-tou-parelthontos-ton-ekthetoun-anepanorthwta#ixzz2jkveyqXq