η μάνα των επαναστατημένων Ελλήνων
Η φλόγα της επανάστασης είχε ανάψει απ’ άκρη σ’ άκρη του Ελληνισμού, ενώ οι τουρκαλβανοί κατέστρεφαν τα πάντα στο διάβα τους και ο τουρκικός στόλος πυρπολούσε τις ελληνικές πολιτείες του Αιγαίου. Στις Κυδωνιές (Αϊβαλί), στις βορειοδυτικές ακτές της Μικράς Ασίας ζούσε με την οικογένειά της η Πανωραία Χατζηκώστα, μια αρχόντισσα. Ο πόλεμος χτύπησε την πόρτα της την 1η Ιουνίου του 1826, όταν τα τούρκικα πλοία εμφανίστηκαν στα ανοιχτά των Κυδωνιών.
Η καταστροφή της πόλης και η σφαγή των κατοίκων, ήταν προ των πυλών. Μπροστά στα μάτια της οι τούρκοι σκότωσαν τα παιδιά της και τον άντρα της. Μέσα σε μια μόνο στιγμή έμεινε ολομόναχη στον κόσμο! Με όσες δυνάμεις τις απόμειναν μπήκε σε μια βάρκα και κατέφυγε στα Ψαρά. Από εκεί πήγε στο Ναύπλιο όπου έπλενε ρούχα για να βγάζει τα προς το ζην, ενώ περιμάζευε και φρόντιζε συνεχώς τα ορφανά παιδιά των Αγωνιστών. Στο Ναύπλιο την πήρε υπό την προστασία του, ο δάσκαλος του γένους, ο Βενιαμίν ο Λέσβιος, όμως το 1824 πέθανε από τύφο, αφήνοντας έτσι την Πανωραία μόνη και απροστάτευτη σε τούτον τον κόσμο. Χωρίς να χάσει το κουράγιο της συνέχισε να βοηθάει όσο μπορούσε.
Στα 1826 οι απώλειες της επανάστασης σε έμψυχο και άψυχο υλικό ήταν πολύ μεγάλες, τα χρήματα για τις ανάγκες του Αγώνα σπάνιζαν, μιας και οι περισσότεροι κάτοικοι της μικρής ακόμη Ελλάδας ήταν εξαθλιωμένοι. Απαιτούνταν όμως όπλα και άλλα πολεμοφόδια για την συνέχιση του Αγώνα. Το Μεσολόγγι πολιορκούνταν από χιλιάδες τουρκαλαβανούς, την στιγμή που οι Έλληνες καραβοκύρηδες προσπαθούσαν με ό,τι μέσα διέθεταν να βοηθήσουν τους πολιορκημένους.
Στο Ναύπλιο την ίδια ώρα, ο Γεννάδιος, ένας δάσκαλος προσπαθούσε να πείσει τους υπόλοιπους Έλληνες να δώσουν ό,τι μπορούσαν για την ενίσχυση των Μεσολογγιτών. Ο Γεννάδιος είπε στους Έλληνες ότι θα έκανε για δύο χρόνια μαθήματα στα παιδιά και τα λεφτά που θα κέρδιζε θα τα έδινε όλα στον Αγώνα. Εκείνη την στιγμή η Πανωραία έκλαψε με την βαθύτατη αγάπη που έδειξε αυτός ο δάσκαλος. Τότε πλησίασε το τραπέζι του εράνου, έβγαλε το δαχτυλίδι που φορούσε και το ακούμπησε πάνω του λέγοντας: «Δεν έχω τίποτα άλλο απ’ αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι». Με αυτήν την πράξη της συγκίνησε βαθιά τους γύρω της, με αποτέλεσμα τα γρόσια και τα τιμαλφή να βγούν από τις τσέπες όλων, πλούσιων και φτωχών, που έδιναν από το υστέρημά τους ό,τι είχαν για το Μεσολόγγι. Από τότε της έδωσαν το όνομα Ψωροκώσταινα, γιατί ενώ δεν είχε η ίδια τα αναγκαία για να ζήσει, βοηθούσε τους άλλους.
Όταν ήρθε ο Καποδίστριας μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, η χώρα ήταν ένας τεράστιος ερειπιώνας, με χιλιάδες πάμφτωχους και εξαντλημένους Έλληνες από τις πολεμικές συγκρούσεις, την πείνα και τις κακουχίες. Η Πανωραία τότε γύριζε στους δρόμους του Ναυπλίου φορώντας κουρέλια, έχοντας χάσει τα λογικά της. Ο Καποδίστριας ίδρυσε ένα ορφανοτροφείο για τα παιδιά που έχασαν τους γονείς τους μέσα στην λαίλαπα του πολέμου. Η Πανωραία, ούσα εξαθλιωμένη, προσφέρθηκε να πλένει τα ρούχα των παιδιών χωρίς καμμία απολύτως αμοιβή.
Τέτοιος άνθρωπος ήταν η Πανωραία Χατζηκώστα ή Ψωροκώσταινα, η κατασυκοφαντημένη και λοιδορημένη γυναίκα, που ενώ ίδια έχριζε η ίδια βοηθείας σαν μόνη γυναίκα και χήρα, βοηθούσε όλους τους υπόλοιπους.
Η Πανωραία Χατζηκώστα πέθανε μετά από λίγο καιρό. Οι μόνοι που τίμησαν αυτήν την μεγάλη Ελληνίδα ήταν τα παιδιά του ορφανοτροφείου που την συνόδεψαν μέσα σε θρήνους και λυγμούς στην τελευταία της κατοικία.
Αίας ο Τελαμώνιος
Τ. Ο. Καβάλας
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/index.php/enimerosi/view/agnwstes-morfes-tou-ellhnismou-panwraia-chatzhkwsta-pswrokwstaina#ixzz2lqXBx9ga