Μολώχ
Τῶν Ἑλλήνων τὴν πατρίδα
βάρβαροι τὴν ἀτιμάζουν!
Ὅπου ἀνθοπετοῦσαν οἱ Ἔρωτες
παραδέρνει ἡ νυχτερίδα.
Στὴ νυχτιά μας μιὰ πυγολαμπίδα,
τῶν ἀρχαίων ἡ μνήμη, ψευτοφέγγει
κ᾿ εἶναι μιὰ νυχτιὰ ποὺ δὲν τὴ διώχνεις,
τοῦ παντοτινοῦ μας ἥλιου ἀχτίδα!
Καὶ πατρίδα καὶ ψυχὴ ρουφᾶν
βάρβαροι ἀπὸ βάθη καὶ ἀπὸ ὕψη.
Κι ὅταν, μ᾿ ἕνα τρίσβαθο ὤχ!
τῶν Ἑλλήνων θεέ, ρωτοῦμε σέ:
«Εἶσ᾿ ἐσὺ ὁ ξανθὸς Ἀπόλλωνας;»
Ἀποκρίνεσαι:-«Εἶμ᾿ ἐγὼ ὁ Μολώχ!»
Κωστής Παλαμάς
Ημέρες γιορτινές. Όμως, εκείνος, Προσκυνητής του Μολώχ και του Μαμμωνά, δε γιόρταζε. Ψυχή σκοτεινή. Ίσκιος βαρύς, τρομακτικός. Πρόσωπο σημαδεμένο από τα ξενύχτια, το άγχος, τα ποτά και της πάσης φύσεως καταχρήσεις.
Φόρεσε στο τρυφηλό, παρηκμασμένο και αδύναμο κορμί του, ρούχα καλά και ακριβά για να προσδώσει στον εαυτό του, μία ιδέα κύρους και καθωσπρεπισμού. Χτενίστηκε και λούστηκε με κολώνια. Θαρρούσε πως με το άρωμα θα καλύψει τη βρώμα από την κάπνα των τσιγάρων και τη δυσωδία της βρωμερής ύπαρξής του. Γλύστρησε σαν όφις φαρμακερός, στα σκοτεινά, υγρά και γεμάτα λάσπες δρομάκια της πνιγερής τσιμεντούπολης. Το πυκνό νέφος της αιθαλομίχλης έκανε την ατμόσφαιρα ασφυκτική. Μες στο ψύχος της νύχτας, θαρρείς υγροποιούνταν και δημιουργούσε την ψευδαίσθηση πως η πόλη βρισκόταν στον πάτο κάποιας απαίσιας βουρκοθάλασσας με τα πολύχρωμα φωτάκια να αποτελούν αντικαταστάτες των λαμπερών αστέρων του μαύρου πέπλου της Άρτεμης που μονάχα, ένα θλιμμένο, κόκκινο φεγγάρι έφεγγε θολά, προμηνύοντας πολλές συμφορές.
Καθώς περπάταγε, έβαζε συνεχώς το χέρι στην τσέπη. Εκεί βρισκόταν ο θεός του. Το χρήμα. Τούτο κυνήγαγε με τον “εύκολο” τρόπο. Τον τζόγο, τα τυχερά παίγνια. Όμως, ο Μολώχ και ο Μαμμωνάς, οι δύο διαστάσεις του Αντίχριστου, ήσαν θεοί, αιμοδιψείς και σκληροί. Απάνθρωποι και ανθρωποφάγοι. Στις αρχαίες τελετές, οι μάγοι-ιερείς υπηρέτες τους, τους προσέφεραν άφθονο αίμα για να ξεδιψάσουν κάπως, την αδηφάγα, ακόρεστη, αιώνια δίψα τους. Τέχνη απόκρυφη που φρόντισαν να διασωθεί μέσω κειμένων ανίερων, ως το Ταλμούδ ή άλλα μαύρης μαγείας.Ήταν ο τζόγος, πάθος μεγάλο της ψυχής. Πολλά δεινά και αιτία για να καταστραφούν πολλές οικογένειες. Επομένως, όχι εύκολα χρήματα, αλλά εύκολη δουλεία προσφέρει τούτη η σύγχρονη άσκηση της λατρείας του Μαμμωνά και του Μολώχ.
Έφτασε γρήγορα στον προορισμό του. Ένα μαγαζί που εξωτερικά έμοιαζε με τα υπόλοιπα του είδους του. Άλλωστε και κείνος έμοιαζε με κάποιον συνηθισμένο. Όπως στο πίσω μέρος του μαγαζιού υπήρχε, μία μεγάλη αίθουσα. Αίθουσα, γεμάτη καπνούς από τσιγάρα και φάτσες κάθε κάστας, κάθε ράτσας.
Μπρος στο πάθος του να παίζει και του άγχους που γέμιζε τη μίζερη ζωή του η ανυπόμονη προσμονή για το κέρδος ή τη χασούρα, αδιαφορούσε για το ποιόν των ανθρώπων με τους οποίους συναστραφόταν. Έτσι, κατέληξε να έχει διαπράξει κάθε είδους αδικία και ανομία για να ικανοποιήσει το εγώ του.Έκλεβε γονείς και αδέρφια. Καταχραζόταν δανεικά φίλων. Έπειτα, συνεργούσε σε μεγαλύτερα εγκλήματα. Αρχικά, παρείχε πληροφορίες, αργότερα δε δίστασε να πάρει μέρος σε ληστείες ή κλοπές που πραγματοποιούσαν οι ανθέλληνες Αλβανοί που σύχναζαν κατά κώρον σε κείνο το καταγώγι για να καλύψει χρέη ή να βγάλει κάποιο “χαρτζηλίκι” της προκοπής. Ήταν τέτοια δε, η κατάπτωση του, που πλέον έκανε χρήση και διακίνηση ναρκωτικών που έφερναν στην Ιερή Πατρίδα του, οι συμμορίες των αλλοδαπών.
Υποταγμένος, ψυχή τε και σώματι στο σύγχρονο, αντι-παραδοσιακό τρόπο ζωής, ήταν ακόμα ένα πιόνι του Συστήματος. Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει σε τι τέρας, είχε μεταμορφωθεί. Γευόταν, νόμιζε απαγορευμένους καρπούς που ευαγγελίζονταν οι κοινωνίες του μέλλοντος των φιλελεύθερων. Απελευθερωμένων, ανοιχτών κοινωνιών των σιωνιστών και της κάθε “ράτσας” υποτακτικών τους με κύριους φορείς όμως τους καπιταλιστές των ανώνυμων εταιρειών των αγγλοσαξώνων και των μη κυβερνητικών εταιρειών αντι-ρατσιστών, αναρχομπολσεβίκων. Μα, τούτη η άνομη ελευθερία, δεν ήσαν παρά η πνευματική τροφή που επιφύλασσε η Παγκόσμια Δυναστεία των Περιούσιων Τοκογλύφων για να κρατά σε αδυναμία, δηλαδή σε ομηρία τους δεσμώτες τους.
Αγνοούσε τούτος ο νεοραγιάς, πως λειτουργούσε σα σε ύπνωση κατά τις προσταγές και τα συμφέροντα των Μεγάλων Αυθεντών. Των Παγκόσμιων Δυναστών της Οικουμένης. Των Περιούσιων Τοκογλύφων. Αγνοούσε ο γραικύλος, την Αρχαίων Σοφία των Προγόνων του. Αγνοούσε, όχι μονάχα το Μύθο του Σπηλαίου του Πλάτωνα αλλά ολάκερα το έργο του. Μονάχα το όνομά του ήξερε και από κει και πέρα τίποτα άλλο. Αγνοούσε, ο σύγχρονος δούλος τη φράση του Αθηναίου στρατηγού, του Θουκυδίδη, πως η απόλυτη “ελευθερία”, εις μέγαν δουλείαν άγει.
Αγνοούσε ο αφελής, πως τα καζίνο, ο τζόγος, η “ιδέα” του εύκολου κέρδους δεν είναι παρά “όπλα” που ελέγχει ο Προαιώνιος Εχθρός και εξαπολύει για να διαλύσει την Εθνική Κοινωνία και ως φλόγες δράκου τρομερού να την κατακαύσει. Αγνοεί, ο δυστυχής μαζάνθρωπος,το Παρελθόν, το Παρών και το Μέλλον της Φυλής του, θαμπωμένος στη σκέψη θησαυρού αφάνταστου που θαρρεί μες στην πλάνη του, πως ο Αφέντης θα μοιραστεί με το δούλο του. Και όχι μόνο αγνοεί αλλά βαδίζοντας τη Λεωφόρο της Κακίας, πράττει αντίθετα προς το Φωτεινό Παράδειγμα-Πρότυπο του Μεγάλου Ήρωα της Ελληνικής Φυλής, του Ηρακλή που ζώντας βίο δωρικό, λιττό, βάδισε το στενό μονοπάτι της Αρετής.
Στον αντίποδα του γραικύλου, βρίσκεται ο Ιχνηλάτης των Τρανών Ελλήνων Προγόνων. Σιωπηλός και ακούραστος, ο γνήσιος Αγωνιστής του Λαϊκού Εθνικισμού. Αντίθετος με τις μόδα που προσπαθεί να πλασάρουν οι βραχίονες της κυβέρνησης, στέκεται Αγέρωχος και Σταθερός σα Βράχος μπρος στα κύμματα των επιθέσεων που εξαπολύει το Σύστημα για να τον αναγκάσει να εγκαταλείψει τον Αγώνα. Ο Χρυσαυγίτης, αντλεί Δύναμη από τη Λαϊκή Ψυχή, Μνήμη, Ιστορία και Παράδοση. Τιμά και τηρεί τη Θρησκευτική Παράδοση του Λαού των Ελλήνων. Όμοια και σχεδόν απαράλλακτη από την Εποχή του Ομήρου. Απόδειξη τρανή για τη Βιολογική Συνέχεια του Έθνους, το Αιμάτινο Ποτάμι στο Χώρο και το Χρόνο.