2. Καταργείται το αφορολόγητο όριο για τους πρώην “ελεύθερους επαγγελματίες” και θεσπίζεται συντελεστής 26% από το πρώτο ευρώ για εισόδημα έως 50.000 ευρώ και 33% για εισόδημα υψηλότερο των 50.000 ευρώ. Η συγκεκριμένη διάταξη βρίσκει πεδίο εφαρμογής και για τις προσωπικές επιχειρήσεις (ομόρρυθμές – ετερόρρυθμες) που τηρούν απλογραφικά βιβλία, με τους επαγγελματίες και τις επιχειρήσεις να έχουν, ωστόσο, τη δυνατότητα να εκπίπτουν το σύνολο των επαγγελματικών τους δαπανών και των ασφαλιστικών τους εισφορών.
3. Θεσπίζεται αυτοτελής φορολόγηση για το εισόδημα από ενοίκια, με αποτέλεσμα οι φορολογούμενοι να χάνουν το αφορολόγητο όριο των 5.000 ευρώ που ίσχυε. Για ετήσιο εισόδημα έως 12.000 ευρώ ο φορολογικός συντελεστής ορίστηκε στο 11% και για υψηλότερο εισόδημα στο 33%. Με την αλλαγή αυτή επιβαρύνονται όσοι φορολογούμενοι έχουν χαμηλό εισόδημα από μισθώματα ακινήτων, ενώ αντίθετα ελαφρύνονται όσοι έχουν εισόδημα άνω των 50.000 ευρώ, με τον συντελεστή φορολόγησής να μειώνεται από το 45% στο 33%.
4. Αυξάνεται ο συντελεστής φορολόγησης των καθαρών κερδών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που διαθέτουν νομική μορφή ομόρρυθμων, ετερόρρυθμων, ανωνύμων και περιορισμένης ευθύνης εταιρειών (τήρηση διπλογραφικών βιβλίων), από το 20% στο 26% ενώ αντισταθμιστικά μειώνεται ο συντελεστής φορολόγησης των μερισμάτων από 25% σε 10%. Φοροδιαφυγή θεωρείται η μη καταβολή φόρου τουλάχιστον 10.000 ευρώ ανά έτος για όσους τηρούν απλογραφικά βιβλία (και για τα φυσικά πρόσωπα) και 60.000 ευρώ για όσους τηρούν αντίστοιχα διπλογραφικά.
5. Θεσπίζεται η υποχρέωση των αγροτών να φορολογούνται με συντελεστή 13% και υποχρεώνονται να τηρούν βιβλία εσόδων και εξόδων, να εκδίδουν παραστατικά πώλησης των προϊόντων, αλλά και να λαμβάνουν τιμολόγια για τις αγορές τους, σε περίπτωση πραγματοποίησης ετήσιου τζίρου άνω των 10.000 ευρώ ή λήψης επιδότησης άνω των 5.000 ευρώ ετησίως.
6. Θεσπίζεται φόρος υπεραξίας των μετοχών. Ο φόρος υπεραξίας μετοχών θα υπολογίζεται με συντελεστή 15% στη διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης και της τιμής πώλησης των μετοχών. Ο φόρος υπεραξίας θα εφαρμοστεί σε κάθε είδους επενδυτική αξία.
7. Επιβάλλεται φόρος υπεραξίας ακινήτων με συντελεστή 15% και αφορολόγητο όριο υπεραξίας τα 25.000 €. Ο φόρος από 1/1/2014 υπολογίζεται στη διαφορά μεταξύ τιμής κτήσης και τιμής πώλησης του ακινήτου. Ως τιμή κτήσης και τιμή πώλησης ορίζεται αυτή που έχει αναγραφεί στα σχετικά συμβόλαια. Η διαφορά που προκύπτει μεταξύ των δύο τιμών αποπληθωρίζεται και εφαρμόζεται ένας μειωτικός συντελεστής έως και 40%, ανάλογα με τα έτη κατοχής του ακινήτου πριν πωληθεί.
8. Επανέρχεται το «πόθεν έσχες» για την αγορά ακινήτων, τη σύσταση εταιρειών και την απόκτηση εταιρικών μεριδίων και χρεογράφων γενικώς, ώστε θεωρητικά να κλείσουν όλες οι «τρύπες» για νομιμοποίηση παράνομων εσόδων και «ξέπλυμα» μαύρου χρήματος.
9. Μπαίνουν στο μικροσκόπιο της Εφορίας όλες οι τραπεζικές καταθέσεις, οι συναλλαγές με μετρητά, οι δαπάνες και τα έσοδα από κινητά και ακίνητα, με εφαρμογή του αμερικάνικου συστήματος (έμμεσες τεχνικές ελέγχου), για προσδιορισμό εισοδημάτων των φορολογουμένων. Το ΥΠΟΙΚ μελετά σοβαρά νέες τεχνικές ελέγχου για διαμόρφωση φορολογικών «προφίλ».
10. Όλοι ανεξαιρέτως οι ιδιοκτήτες ακινήτων και οικοπέδων πέφτουν από φέτος στα δίχτυα του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων, ο οποίος αντικατέστησε το «χαράτσι» της ΔΕΗ+4,82% και τον ΦΑΠ, με στόχο να αποφέρει στα δημόσια ταμεία περίπου 2,65 δισ. ευρώ. Με βάση το νέο καθεστώς θα απαιτείται πιστοποιητικό “καθαρότητας” ακινήτων την τελευταία πενταετία για τη μεταβίβασή τους.
11. Επιβάλλεται φόρος ανά τετραγωνικό για κατοικίες, επαγγελματικά ακίνητα και κτίσματα χωρίς αφορολόγητο όριο. Ο φόρος θα υπολογίζεται με συντελεστή 2 έως 13 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, ανάλογα με την τιμή ζώνης στην οποία βρίσκεται το ακίνητο. Με αυτόν τον τρόπο επέρχεται μια μείωση της επιβάρυνσης σε σχέση με το υφιστάμενο «χαράτσι» κατά 4% έως 21% ανάλογα με τη περιοχή.
12. Επιβάλλεται και πρόσθετος φόρος, τύπου Φόρου Ακίνητης Περιουσίας, στους φορολογουμένους που έχουν ακίνητη περιουσία αντικειμενικής αξίας άνω των 300.000 ευρώ σε ατομική βάση, με συντελεστές που θα ξεκινούν από 0,1% και θα φτάνουν έως και το 1%. Στο φόρο αυτό περιλαμβάνονται όλα τα κτίσματα και οι εντός σχεδίου εκτάσεις και απαλλάσσονται οι εκτός σχεδίου και οικισμού εκτάσεις.
13. Διευρύνεται η φορολογική βάση, καθώς εφαρμόζεται φόρος ακινήτων, κατ’ αποκοπήν ανά στρέμμα, και στις εκτός σχεδίου εκτάσεις, όπως είναι τα χωράφια, τα αγροτεμάχια και οι δασικές εκτάσεις. Ο φόρος θα υπολογίζεται με συντελεστή 1 ευρώ ανά στρέμμα και θα αυξομειώνεται ανάλογα με τη χρήση κάθε έκτασης.
14. Ο φόρος στα οικόπεδα θα υπολογίζεται με κλίμακα η οποία θα ξεκινά από τα 0,003 ευρώ έως και τα 9 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο. Με βάση αυτή την κλίμακα ένα στρέμμα εντός σχεδίου εκτάσεων θα βαρύνεται με φόρο από 3 ευρώ έως 9.000 ευρώ, ανάλογα με την περιοχή στην οποία βρίσκεται το ακίνητο. Απαλλάσσονται τα αγροτοκτηνοτροφικά κτίσματα, μαντριά, αγροτικές αποθήκες και στάνες.
15. Επιβάλλεται ετήσιο επιτόκιο 8,76% για ληξιπρόθεσμα χρέη στο Δημόσιο, ενώ για οφειλές του Δημοσίου το επιτόκιο είναι 6% μετά από καθυστέρηση 90 ημερών. Καθορίζονται οι περιπτώσεις κατά τις οποίες το Δημόσιο θα δεσμεύει το 50% των καταθέσεων, ενώ έχει δικαίωμα κατάσχεσης καταθέσεων για χρέη και δέσμευση περιεχομένου θυρίδων για επιχειρήσεις που φοροδιαφεύγουν.
16. Αυξάνεται το ακατάσχετο όριο των μισθών και των συντάξεων από τα 1.000 στα 1.500 ευρώ, γεγονός που σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται η κατάσχεση αποδοχών σε φορολογούμενο με μισθό ή σύνταξη χαμηλότερο των 1.500 € το μήνα. Ταυτόχρονα διευρύνεται χρονικά η κατάσχεση των μισθοδοτικών λογαριασμών από ένα 24ωρο σε μία εβδομάδα, ενώ δεν θα προχωρά όταν η οφειλή είναι κάτω των 500 ευρώ.
17. Παραμένει ο μειωμένος ΦΠΑ στην εστίαση 13%, ενώ αυξάνεται ο φόρος στα καπνικά προϊόντα (τσιγάρα, πούρα και πουράκια) ως ισοδύναμο αντισταθμιστικό μέτρο της κατάργησης υποχρεωτικής καταβολής των 25 € από ασθενείς, προκειμένου να εισαχθούν σε δημόσιο νοσοκομείο.
18. Μειώνεται το απαιτούμενο ποσοστό αποδείξεων επί του εισοδήματος, από το 25% (2013) στο 10%, με το μέτρο να εξακολουθεί να έχει ισχύ μόνο για μισθωτούς και συνταξιούχους.
19. Το όριο των συναλλαγών πάνω από το οποίο απαιτείται χρεωστική ή πιστωτική κάρτα ή πληρωμή μέσω τραπεζών μειώνεται στα 500 ευρώ δημιουργώντας πολλά προβλήματα στο χονδρικό εμπόριο και στην αγορά. Συγκεκριμένα, φορολογικά στοιχεία αξίας άνω των 500 ευρώ, που εκδίδονται μεταξύ επιτηδευματιών για πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών (χονδρικό εμπόριο), θα εξοφλούνται αποκλειστικά μέσω τραπέζης, με χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες του αγοραστή των αγαθών/ λήπτη των υπηρεσιών ή μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με επιταγές. Διατηρείται το υφιστάμενο πλαίσιο των 1.500 €, όσον αφορά στις λιανικές συναλλαγές για την πώληση αγαθών όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 7 του Κ.Φ.Α.Σ.. Καταργείται το δελτίο αποστολής και η διακίνηση μπορεί να γίνεται με το τιμολόγιο ή με δικαιολογητικό έγγραφο μη τιμολογηθέντων αποθεμάτων.
20. Η “λογική” των εξωπραγματικών προστίμων συνεχίζεται ακάθεκτη. Σύμφωνα με το νόμο 4174/13 οι καθυστερήσεις καταβολής φόρων εκ μέρους των επιχειρήσεων για ΦΠΑ και φόρου μισθωτών υπηρεσιών προκαλούν βαρύτατες ποινές. Έτσι η αμέλεια καταβολής υποχρέωσης, έστω και για μια ημέρα, οδηγεί σε πρόστιμο 1.000 ευρώ σε εταιρίες, που τηρούν απλογραφικό λογιστικό σύστημα και σε όσες τηρούν διπλογραφικό 2.500 ευρώ. Σε περίπτωση υποτροπής της ίδιας παράβασης εντός πέντε ετών, το πρόστιμο ανέρχεται στο διπλάσιο και σε περίπτωση δεύτερης υποτροπής (πάλι εντός πέντε ετών) ανέρχεται στο τετραπλάσιο του αρχικού προστίμου. Τα πρόστιμα για τη μη υποβολή δήλωσης ή εντοπισμού ανακριβειών σε αυτή ανέρχονται σε 10%, 30% και 100% του ποσού της διαφοράς, εάν αυτή κυμαίνεται αντίστοιχα από 5-20%, 20-50% και άνω του 50% του φόρου που προκύπτει από τη δήλωση, ενώ εάν οι μεγάλες επιχειρήσεις (ΑΕ και ΕΠΕ) αρνηθούν τους ελέγχους των αρμόδιων κλιμακίων του Υπουργείου Οικονομικών, απειλούνται με την επιβολή εξοντωτικών προστίμων που κυμαίνονται από 5.000 έως 40.000 ευρώ.
21. Ως προς τα φυσικά πρόσωπα, συμπληρωματικές διατάξεις του νόμου 4174/13 αναφέρουν ότι οποιοδήποτε ποσό φόρου αν δεν καταβληθεί το αργότερο εντός δύο μηνών από την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας καταβολής (εκπρόθεσμη καταβολή), υπολογίζεται πρόστιμο ίσο με 10% του φόρου που δεν καταβλήθηκε εμπρόθεσμα. Μετά την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της νόμιμης προθεσμίας καταβολής το παραπάνω πρόστιμο ανέρχεται σε 20% του φόρου. Μετά την πάροδο δύο ετών ανέρχεται σε 30% του φόρου, ενώ ισχύουν όλα όσα προβλέπονται για τις προσαυξήσεις λόγω καθυστερήσεων με επιτόκιο 0,73% το μήνα ή 8,76% τον χρόνο.