…Ο ήλιος είχε δύσει από ώρα στη φτωχογειτονιά, όταν ο Βλαδίμηρος κατέβηκε τα σκαλοπάτια της παλιάς ταβέρνας, κι έκατσε να πιεί ένα ποτήρι, να ξεκουραστεί και να περάσει λίγη ώρα μέχρι να πάει στο σπίτι του για ύπνο.
Πρώτη φορά ερχόταν σ’ αυτή την ταβέρνα. Πριν μπει διάβασε την περίεργη ονομασία στην επιγραφή πάνω απ’ την είσοδο: «Νέα Τάξη Πραγμάτων». Από το βάδισμα έδειχνε πολύ κουρασμένος. Έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω του και κάθισε σ’ ένα τραπέζι λίγο απόμερο, δίπλα σε δυο σειρές από μεγάλα βαρέλια κρασιού.
Υπήρχαν ήδη λίγες παρέες στο μαγαζί και δυο φίλοι του ταβερνιάρη, του «Τρελαντώνη» όπως ήταν το παρατσούκλι του, σε μια γωνιά «γρατζουνούσαν» μια κιθάρα κι ένα μπουζούκι, έτοιμοι να πιάσουν κανένα τραγουδάκι για να πάνε πιο εύκολα τα «φαρμάκια» κάτω.
Η εβδομάδα που πέρασε ήταν δύσκολη, όπως όλες οι βδομάδες άλλωστε τα τελευταία χρόνια. Η πιάτσα χάλασε από τότε που η πόλη γέμισε ξένους, πλανόδιους μικροπωλητές και εργάτες που δουλεύουν για ένα πιάτο φαϊ και το μεροκάματο πλέον βγαίνει πολύ δύσκολα. Κάποιες φορές μάλιστα, ο Βλαδίμηρος που κοντεύει κιόλας τα εξήντα, δεν βγάζει καθόλου μεροκάματο και κοιμάται νηστικός στο παγωμένο λόγω έλλειψης θέρμανσης δωμάτιό του. Αλλά αυτό είναι το λιγότερο, αφού δυο φορές οι ξένοι τον χτύπησαν άσχημα για να τον ληστέψουν και λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του, αν δεν εμφανιζόταν τυχαία μια παρέα μαυροντυμένων νεαρών, που στη θέα τους και μόνο οι παρ’ ολίγον «ευπαθείς» δολοφόνοι του έγιναν καπνός. Ευχαρίστησε τα παιδιά και το Θεό που τα έφερε στο δρόμο του και ευτυχώς το καροτσάκι που χρησιμοποιεί για να πουλάει κουλούρια και να βγάζει τα προς το ζειν δεν έπαθε μεγάλη ζημιά και με λίγα μαστορέματα το επισκεύασε.
Σκεφτικός στο απόμερο τραπέζι, με το κεφάλι ακουμπημένο στο χέρι του και το βλέμμα να ταξιδεύει μακριά, ο Βλαδίμηρος γρήγορα χάθηκε στις αναμνήσεις. Θυμήθηκε με πίκρα το παρελθόν και την παλιά Ελλάδα. Τότε που οι άνθρωποι κοιμόντουσαν με τις πόρτες ξεκλείδωτες και τα παράθυρα ανοικτά με μόνη έγνοια τον «επιούσιο άρτο», που παρ’ όλες τις δυσκολίες έφτανε για όλους. Θυμήθηκε την εποχή που οι δάσκαλοι στα σχολεία δεν ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά παιδαγωγοί και «οικοδόμοι» ανθρώπινων ψυχών. Τις μαθήτριες με τις γαλάζιες ποδιές και τους πειθαρχημένους μαθητές που πήγαιναν στο σχολείο χωρίς σκουλαρίκια, αλογοουρές και σκισμένα ρούχα. Τους δρόμους που μοσχοβολούσαν τα λουλούδια από τους κήπους των σπιτιών, μιας και δεν είχε αρχίσει ακόμη η «αντιπαροχή» και οι τερατώδεις πολυκατοικίες δεν είχαν κάνει την εμφάνισή τους. Θυμήθηκε τους ανθρώπους που παρότι οι περισσότεροι ήταν φτωχοί, ήταν σίγουροι ότι αυτά τα λίγα που έχουν θα τα έχουν και αύριο. Και το πιο σημαντικό, ότι περπατούσαν χαμογελαστοί και με μια κρυφή περηφάνια μέσα τους, ότι είναι αυτοί απόγονοι σπουδαίων προγόνων και ότι κάποτε μπορεί να ξαναγίνουν τέτοιοι. Θυμήθηκε…
– Συγγνώμη κύριε, τον διέκοψε μια φωνή.
– Σήκωσε τα μάτια του και είδε μπροστά του έναν νεαρό. Τον βοηθό του «Τρελαντώνη», τον Μαυρουδή, ένα γεροδεμένο αλλά «φευγάτο» σερβιτόρο να τον κοιτάει επίμονα.
– Τι συμβαίνει, ρώτησε ο Βλαδίμηρος.
– Ξέρετε σήμερα είναι Παρασκευή, του απαντάει ο άλλος.
– Ναι το ξέρω και χτες ήταν Πέμπτη κι αύριο θα ’ναι Σάββατο.
– Ναι, αλλά σήμερα είναι Παρασκευή κι έρχεται στο μαγαζί ο «μεγάλος»
– και δε γουστάρει άγνωστες φάτσες, του ξαναλέει ο Μαυρουδής.
– Πως τον λένε τον «μεγάλο»; Ρωτάει ο Βλαδίμηρος.
– Δεν ξέρω το πραγματικό του όνομα, αλλά όλοι τον φωνάζουνε Μπαράκ, γιατί είναι «θεριό ανήμερο» και όλοι τον φοβούνται, όπως φοβούνται τον παντοδύναμο «πλανητάρχη».
– Ε και τι θέλεις τώρα, να φύγω; Ρωτάει ο Βλαδίμηρος.
– Συγγνώμη κύριε, αλλά φοβάμαι πως ναι, πρέπει να φύγετε για το καλό σας. Αλλιώς δεν μπορούμε να εγγυηθούμε για τη σωματική σας ακεραιότητα όταν έρθει.
– Ε λοιπόν δεν φεύγω κι άμα έλθει ο «μεγάλος», ο Μπαράκ, ας έρθει να με διώξει μόνος του.
Οι άνθρωποι από τα διπλανά τραπέζια, παρακολουθούσαν έντρομοι τον διάλογο του Μαυρουδή με τον άγνωστο «μελλοθάνατο» κι άρχισαν να λένε μεταξύ τους λόγια συμπάθειας για αυτόν, μιας και όλοι γνώριζαν ότι τον περιμένει σκληρή τιμωρία, αφού πολλοί από αυτούς είχαν ήδη νοιώσει το «χάδι» του χεριού του για ασήμαντες αφορμές.
Δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί ο σερβιτόρος και η πόρτα της ταβέρνας άνοιξε με κλωτσιά και εμφανίσθηκε ο Μπαράκ. Ένα επιφώνημα φόβου ξέφυγε από τους τρομοκρατημένους θαμώνες και αμέσως όλοι άρχισαν να μιλούν ψιθυριστά χωρίς να τολμούν ούτε καν να κοιτάξουν προς το μέρος του «μεγάλου».
Όλοι, εκτός από τον Βλαδίμηρο. Που με τα σπινθηροβόλα γαλάζια μάτια του «κάρφωνε» τον «μεγάλο» σε κάθε του κίνηση.
Ο Μπαράκ, προχώρησε βαρύς κι ασήκωτος, αφήνοντας να φανεί το πιστόλι και το μαχαίρι που είχε στη ζώνη του. Έφτασε μπροστά στον πάγκο, όπου ο ταβερνιάρης έτρεμε κατάχλωμος από το φόβο και σκύβοντας του είπε κάτι στο αυτί κάνοντας ένα νεύμα προς το μέρος του Βλαδίμηρου.
Αμέσως ο «Τρελαντώνης» έτρεξε στο Βλαδίμηρο, που είχε σηκώσει το ποτήρι να πιεί λίγο κρασί.
– Τάδες που στα ’λεγα; Είπε να φύγεις γρήγορα, αλλιώς …
– Να του πεις, να ’ρθει να μου το πει ο ίδιος. Απαντάει ο Βλαδίμηρος.
– Ο «Τρελαντώνης» χλώμιασε.
– Είσαι με τα καλά σου φίλε, ξέρεις τι θα σου κάνει;
– Να του πεις αυτό που σου είπα. Αν θέλει να φύγω να έρθει να μου το πει ο ίδιος. Ξαναλέει ο Βλαδίμηρος.
Ο «Τρελαντώνης», τρελαμένος πραγματικά, γυρίζει με διστακτικά βήματα στο πάγκο που περίμενε ο «μεγάλος» και δειλά και με τρεμάμενη φωνή ψελλίζει την απάντηση του Βλαδίμηρου.
Ο Μπαράκ πετάχτηκε σαν τον χτύπησε ρεύμα. Με μιας κάνει μεταβολή και με το ίδιο βαρύ κι ασήκωτο βήμα, που είχε όταν μπήκε, φτάνει μπροστά στον Βλαδίμηρο.
– Δε σου ’πανε ότι δε γουστάρω τις άγνωστες φάτσες; Λέει απειλητικά, «χαϊδεύοντας» τη λαβή του μαχαιριού που είχε στη ζώνη.
– Εσύ είσαι ο «μεγάλος»; Ρωτάει ο Βλαδίμηρος.
– Ναι, εγώ είμαι και τώρα σπάσε πριν σε τσαλακώσω. Απαντάει ο Μπαράκ.
Με μια ξαφνική κίνηση ο Βλαδίμηρος πετάγεται όρθιος και τον πλακώνει στα κατακέφαλα και τις κλωτσιές. Ο «μεγάλος» βρέθηκε στο πάτωμα φαρδύς πλατύς πριν προλάβει να βγάλει «άχνα» και κάθε φορά που έτρωγε και μια κλωτσιά βογκούσε σαν παλιόγρια.
Το πιστόλι και το μαχαίρι, καθώς έπεσε πετάχτηκαν πιο πέρα. Οι θαμώνες ξεκαρδίστηκαν στα γέλια. Δυο τρεις μάλιστα σηκώθηκαν και του ’ριξαν κι αυτοί μια-δυο κλωτσιές για να τους φύγει το άχτι μιας και ο «μεγάλος» τους είχε πρήξει τόσα χρόνια με τα χούγια του και την τρομοκρατία.
Έτσι τέλειωσε το μαρτύριο των ανθρώπων από τον μπουλασίκη τον Μπαράκ στη ταβέρνα του «Τρελαντώνη», τη «Νέα Τάξη Πραγμάτων». Από ’κείνη τη μέρα και προς τιμή του σωτήρα τους οι πελάτες απαίτησαν από την ταβέρνα να αλλάξει όνομα και να λέγεται «το στέκι των φίλων του Βλαδίμηρου».
Όπερ και εγένετο και ο κόσμος ανάσανε.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΟΣ
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/index.php/enimerosi/view/autos-einai-o-megalos-ena-paramuthi-gia-katagelastous-mikromegalous#ixzz2vqLq4uV4