Περαιτέρω, πιστεύω ακράδαντα ότι δεν με βαρύνει καμία υποχρέωση να απολογηθώ ή λογοδοτήσω ενώπιον της Επιτροπής, όταν ουδεμία συγκεκριμένη κατηγορία μου αποδίδεται ή δύναται να μου αποδοθεί, πλην αυτή της συμμετοχής μου στον νόμιμο πολιτικό αγώνα του κόμματος, με το οποίο έχω την τιμή να εκλέγομαι βουλευτής στην Β΄ εκλογική περιφέρεια Αθηνών.
Σχετικώς, από κανένα σημείο της δικογραφίας δεν αναφέρεται το όνομά μου και η εμπλοκή ή συμμετοχή μου στον σχεδιασμό ή εκτέλεση οποιασδήποτε αξιόποινης πράξης, η δε ιδιότητά μου ως συζύγου του (κατά την πεποίθησή μου αθώου) Νικολάου Μιχαλολιάκου και αυτή της βουλευτού του κόμματος στο οποίο είμαι εντεταγμένη δεν μπορεί να με καταστήσει έστω και καταχρηστικά ύποπτη για την τέλεση οιουδήποτε εγκλήματος, υπό το σαθρό νομικώς κατασκεύασμα του χαρακτηρισμού ενός κόμματος με γνωστή και νόμιμη δραστηριότητα ως «εγκληματικής οργανώσεως» η οποία θέτει σε κίνδυνο την δημόσια τάξη. Περί τούτου έχει γνωμοδοτήσει μια πλειάδα έγκριτων νομικών, ακόμη και αντίθετων προς τις δικές μας πολιτικών πεποιθήσεων.
Υπενθυμίζω ότι σύμφωνα με το άρθρο 14 του Συντάγματος της Ελλάδος: «Καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του Τύπου τους στοχασμούς του τηρώντας τους νόμους του κράτους», ενώ σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 10): «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερία λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων», περαιτέρω δε, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα: «Κανείς δεν πρέπει να υπόκειται σε διακριτική μεταχείριση και να παρενοχλείται για τις απόψεις του. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης».
Τέλος, κατά την παρ. 3 του άρθρου 83 του Κανονισμού της Βουλής, «Η Επιτροπή…ερευνά εάν η πράξη για την οποία ζητείται (η άρση της βουλευτικής ασυλίας) συνδέεται με την πολιτική ή κοινοβουλευτική δραστηριότητα του Βουλευτή ή η δίωξη, η μήνυση ή έγκληση υποκρύπτει πολιτική σκοπιμότητα». Προκύπτει συνεπώς ότι ο νομοθέτης θεωρεί ότι η ποινική διαδικασία δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ο δικαστικός λειτουργός, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, να τύχει επηρεασμού, είτε αυτοβούλως λόγω των προσωπικών του πολιτικών πεποιθήσεων, είτε αποδεχόμενος την υλοποίηση σχεδίων της εκάστοτε εκτελεστικής εξουσίας, κατ’ εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Από το υπ’ αριθ. πρωτ. 305/19-02-2014 διαβιβαστικό έγγραφο που εστάλη από το Εφετείο Αθηνών στον Πρόεδρο της Βουλής, προκύπτει ότι οι ανακριτικές αρχές θεωρούν εμένα (συλλήβδην μάλιστα με όλα τα υπόλοιπα μέλη της Κοινοβουλευτικής Ομάδος στην οποία ανήκω) μέλος, και μάλιστα διευθυντικό, εγκληματικής οργάνωσης όχι με βάση τα όσα έχω πράξει, αλλά αποκλειστικά εξ αιτίας της πολιτικής μου ιδιότητας και του αξιώματος το οποίο κατέχω, ήτοι αυτό της εκλεγμένης Βουλευτού του Λαϊκού Συνδέσμου-Χρυσή Αυγή.
Υπογραμμίζω ότι αμέσως μόλις παραδόθηκε το ανωτέρω έγγραφο στην αρμόδια Γραμματεία, επιχείρησα να λάβω νομίμως αντίγραφο αυτού και των συνημμένων σε αυτό, πλην όμως αντιμετώπισα διάφορα κωλύματα ως προς την ενημέρωσή μου, όταν την ίδια στιγμή το σχετικό πόρισμα ήταν ήδη αναρτημένο στην ηλεκτρονική έκδοση του «ΒΗΜΑΤΟΣ» και εν συνεχεία σε όλες τις ενημερωτικές – ειδησιογραφικές σελίδες του διαδικτύου, εξόφθαλμα για λόγους πολιτικούς – επικοινωνιακούς.
Επίσης, καλούμαι τουλάχιστον παράτυπα να απολογηθώ ενώπιον μιας επιτροπής, της οποίας τα μέλη έχουν εκφράσει ανοιχτά την εμπάθεια τους απέναντι του κόμματός μου.
Θεωρώ συνεπώς αδιανόητο να απολογούμαι άνευ της υπάρξεως συγκεκριμένου κατηγορητηρίου, ιδιαίτερα όταν στην δικογραφία δεν περιλαμβάνεται καν το όνομά μου, και θεωρώ ευλόγως τις εις βάρος μου ενέργειες ως πολιτικές, όταν μάλιστα πέρα από την ανυπαρξία ενοχοποιητικών στοιχείων για διάπραξη εγκλημάτων, υπάρχουν αποδείξεις που επιβεβαιώνουν την παρέμβαση στο έργο της Δικαιοσύνης από τον αρμόδιο Υπουργό, γεγονός, που εν τέλει, ο ίδιος παραδέχθηκε από βήματος της βουλής, όταν επιβεβαίωσε πως πράγματι τηλεφώνησε στην προϊσταμένη ανακρίτρια κατά τη διάρκεια των απολογιών του Προέδρου της Κοινοβουλευτικής μας Ομάδας κι άλλων βουλευτών του κόμματος.
Άλλωστε τη θέση αυτή της Χρυσής Αυγής επιβεβαίωσε προ μηνών και ο πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Ρουπακιώτης, ο οποίος ανέφερε ότι ξένα κέντρα εξουσίας απαίτησαν τις διώξεις εναντίον μας και η μνημονιακή συγκυβέρνηση προέβη σε εκτέλεση εντολών χωρίς καμία καθυστέρηση.
Εν κατακλείδι επαναλαμβάνω ότι δεν υπάρχει καμία συγκεκριμένη και προσωποποιημένη αξιόποινη πράξη που να αποδίδεται σε μένα σχετικά με την συμμετοχή μου σε δήθεν εγκληματική οργάνωση, όταν μάλιστα η καθημερινότητά μου εξαντλείται αυστηρώς στην κοινοβουλευτική μου δραστηριότητα και στα καθήκοντά μου ως συζύγου και μητέρας, και συνεπώς ευλόγως κρίνω ότι η δίωξη εις βάρος μου είναι πολιτικής φύσεως, και τούτο με αναγκάζει να ζητήσω την μη άρση της ασυλίας μου.
ΕΛΕΝΗ ΖΑΡΟΥΛΙΑ
ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ Β’ ΑΘΗΝΩΝ
ΛΑΪΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ