“Στην Κύπρο την Αθάνατη
την Κύπρο τη γενναία
είναι καιρός να στήσουμε ελληνική σημαία..”
Στα Φυλακισμένα μνήματα είναι θαμμένοι δεκατρείς αγωνιστές της Ε.Ο.Κ.Α από τους οποίους οι εννιά εκτελέστηκαν με απαγχονισμό στις φυλακές, τρεις έπεσαν στο πεδίο της μάχης και ένας πέθανε σε στρατιωτικό νοσοκομείο μετά τον τραυματισμό του σε μάχη. Η κηδεία γινόταν αμέσως μετά τον απαγχονισμό. Μοναδική παρουσία ήταν εκείνη του ιερέα των φυλακών που έψαλλε την νεκρώσιμη ακολουθία έξω από την κλειστή είσοδο του κοιμητηρίου. Ύστερα οι Βρετανοί τους έθαβαν χωρίς να επιτρέψουν σε κανένα συγγενή των νεκρών να παρευρεθεί, και αυτό για να αποφύγουν τον κίνδυνο μαζικών συλλαλητηρίων και μαχητικών διαδηλώσεων.
Οι συγγενείς των ηρώων μπόρεσαν να επισκεφτούν τους τάφους μόνο μετά το τέλος του Αγώνα, να επισκεφτούν μνήματα κενά γιατί οι Άγγλοι έκαιγαν με ασβέστη τα λείψανα των Αγωνιστών, εξαφανίζοντας έτσι τα ιερά τους κόκκαλα…Αγνοούσαν όμως ότι η μνήμη δεν αλυσοδένεται..!! Η μνήμη είναι το πιο ισχυρό προπύργιο ενός Έθνους. Κι αν σήμερα κάποιοι τσαρλατάνοι της ιστοριογραφίας παλεύουν να την εξαλείψουν, ματαιοπονούν.
Ανάμεσα στους εννέα αυτούς Ήρωες που απαγχονιστήκαν ήταν και ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης….
Ο νεώτερος σε ηλικία μάρτυρας από την Τσάδα της Πάφου. Πριν ακόμα ενταχθεί στην Ε.Ο.Κ.Α, έφηβος, οργανώνει αντί – βρετανικές εκδηλώσεις στην Πάφο και κινητοποιεί τους συμμαθητές του. Πλάι στον δυναμικό Ευαγόρα διαφαίνεται και η άλλη πλευρά, η συναισθηματική. Γράφει ακατάσχετα ποιήματα που αναβλύζουν μια ευγενική μελαγχολία και παράλληλα εθνική έξαρση…Όταν απαγχονίστηκαν οι Μαυρομμάτης, Παναγίδης και Κουτσόφτας, ο Ευαγόρας έγραφε… “Ποτέ δεν θα πεθάνουνε, όσοι πεθάναν σήμερα. Και της σκλαβιάς τα σίδερα θα σπάσουν κάποια μέρα και θα ακουστούν ελεύθερα, τραγούδια πέρα ως πέρα, στο ελληνικό νησί…”
Το Νοέμβριο του 1955 φεύγει στο βουνό, καταζητούμενος από τους Άγγλους. Ενεργοποιείται στις ομάδες της Ε.Ο.Κ.Α στην ορεινή Πάφο. Το βράδυ της 18ης Δεκεμβρίου 1956 σε μια μετακίνηση της ομάδας του από την περιοχή του Σταυρού της Ψώκας προς την περιοχή της Λυσού, βρέθηκε αντιμέτωπος με αγγλική περίπολο που εκινείτο με σβησμένες μηχανές των οχημάτων, στην περιοχή Κόπες, και συνελήφθη κρατώντας όπλο τύπου Bren, το οποίο βρισκόταν σε συντήρηση μέσα σε γράσο.
Βασανίστηκε άγρια για να καταδώσει συντρόφους του. Ακολούθησε η δίκη του στη Λευκωσία με τον Ευαγόρα να ανταποκρίνεται στον Άγγλο δικαστή που του ανακοίνωσε την καταδίκη του… “Γνωρίζω ότι θα καταδικαστώ σε θάνατο. Ότι έκανα το έκανα σαν Έλληνας Κύπριος που ζητά την λευτεριά του. Εύχομαι να είμαι ο τελευταίος Κύπριος που θα αντικρύσει την αγχόνη. Ζήτω η Ένωσις της Κύπρου με την Μητέρα Ελλάδα. Τίποτε άλλο…” Και ήταν, αλήθεια, ο τελευταίος που ανέβηκε στο ικρίωμα της αγχόνης….
Δυο λεπτά μετά τα μεσάνυχτα της 13ης Μαρτίου του 1957 και παρά τις εκκλήσεις Αθηνών και Λευκωσίας για να μην απαγχονιστεί ο νέος ( προς τις δυτικές κυβερνήσεις, τον Ο.Η.Ε , τη βασίλισσα της Αγγλίας και προς το δολοφονικό όργανό της στην Κύπρο, Χάρτινγκ), ο Ευαγόρας οδηγείται στην αγχόνη… Στα 19 του χρόνια.
Ο εθνομάρτυρας ανεβαίνει γαλήνιος τα σκαλοπάτια της Θυσίας και της Δόξας..!! Το εικονοστάσι του Γένους, το συναξάρι της Πατρίδας λαμπρύνεται με έναν ακόμα Ήρωα..!!
Στο άκουσμα του θανάτου του Ευαγόρα Παλληκαρίδη, ο Δωδεκανήσιος Φώτης Βαρέλης έγραψε ένα εξαίσιο ποίημα το οποίο ο ραδιοσταθμός της Λευκωσίας το μετέδωσε τότε ως δημοτικό κυπριακό τραγούδι…
“Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα
μες στης κρεμάλας τη θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης του δεμένος,
οι νιοί συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν,
η νια που τον ορμήνευε δεν είχε νυχτοπούλι.
Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.
Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας.
Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη κι η τρίτη που διαβάζει,
μπαίνει κι η πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.
– Παρόντες όλοι;
– Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.
– Παρόντες, λέει ο δάσκαλος. Και με φωνή που τρέμει:
– Σήκω, Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.
Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.
– Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα,
πάντα πρώτος,
στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία.
Τα ‘πε κι απλώθηκε σιωπή πα’ στα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο.”
Αυτό το αριστούργημα περιεχόταν στο παλιό, προ του 2006, βιβλίο Γλώσσας της ΣΤ’ Δημοτικού, στο Γ’ τεύχος. Δεν άρεσε όμως στα κνώδαλα του πολυπολιτισμού και του “συνωστισμού”… Για ηρωισμούς θα μιλάμε τώρα στους μαθητές;
Τη θέση των Ηρώων πήρε “η Σόνια η γάτα..”
Εκεί που κρεμούσαν οι καπεταναίοι τ’ άρματα, κρεμούν οι γύφτοι τα νταούλια. Και τα λόγια του Σεφέρη, επίκαιρα όσο ποτέ, απεικονίζουν την σημερινή πραγματικότητα… “Όσο προχωρεί ο καιρός και τα γεγονότα, ζω ολοένα με το εντονότερο συναίσθημα πως δεν είμαστε στην Ελλάδα, πως αυτό το κατασκεύασμα που τόσο σπουδαίοι και ποικίλοι απεικονίζουν καθημερινά, δεν είναι ο τόπος μας, αλλά ένας εφιάλτης με ελάχιστα φωτεινά διαλλείματα γεμάτα με μια πολύ βαριά νοσταλγία… Να νοσταλγείς τον τόπο σου ζώντας στον τόπο σου, τίποτε δεν είναι πιο πικρό..”
Οι θυσίες του κυπριακού ελληνισμού δεν ευοδώθηκαν. Το νησί, εξαιτίας των συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων και των “λαθών” των ελληνικών κυβερνήσεων, έμεινε εκτός ελληνικού κράτους. Αυτό όμως που μένει στις ψυχές όλων των Ελλήνων είναι τα διδάγματα, οι Αγώνες και οι Θυσίες των νέων της Ε.Ο.Κ.Α οι οποίες συνέθεσαν ισχυρές και απαράγραπτες παρακαταθήκες πέρα και πάνω από το εφήμερο και το ιδιοτελές. Στις κρίσιμες αυτές στιγμές που βιώνει το Έθνος μας και η Πατρίδα μας πρέπει να βροντοφωνάξουμε με όλη τη δύναμη της φωνής μας τα λόγια εκείνα του δασκάλου του Ευαγόρα… “Σήκω Ευαγόρα να μας πεις ελληνική Ιστορία…!!”
“Παλιοί συμμαθηταί,
Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του, Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Θ΄ αφήσω αδέλφια συγγενείς, τη μάνα, τον πατέρα
μεσ΄ τα λαγκάδια πέρα και στις βουνοπλαγιές.
Ψάχνοντας για τη Λευτεριά θα ΄χω παρέα μόνη
κατάλευκο το χιόνι, βουνά και ρεματιές.
Τώρα κι αν είναι χειμωνιά, θα ΄ρθει το καλοκαίρι
Τη Λευτεριά να φέρει σε πόλεις και χωριά.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Τα σκαλοπάτια θ΄ ανεβώ, θα μπω σ΄ ενα παλάτι,
το ξέρω θαν απάτη, δεν θαν αληθινό.
Μεσ΄ το παλάτι θα γυρνώ ώσπου να βρω τον θρόνο,
βασίλισσα μια μόνο να κάθεται σ΄ αυτό.
Κόρη πανώρια θα της πω, άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου, μονάχα αυτό ζητώ.
Γειά σας παλιοί συμμαθηταί. Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας.
Κι όποιος θελήσει για να βρει ένα χαμένο αδελφό, ένα παλιό του φίλο, ας πάρει μιαν ανηφοριά ας πάρει μονοπάτια να βρει τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Με την ελευθερία μαζί, μπορεί να βρει και μένα. Αν ζω, θα μ΄ βρει εκεί.
Ευαγόρας Παλληκαρίδης”
Ελένη Κλαπανάρα
Τ.Ο Τρικάλων
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/index.php/enimerosi/view/tou-antreiwmenou-euagora-h-thusia#ixzz2vtPHqJAZ