Με άρθρο του, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Δημοκρατία”, ο Σάββας Καλεντερίδης σχολιάζει την αναγκαία και δημοκρατική Αρχή της διάκρισης των εξουσιών, η οποία από το περιεχόμενο της συνομιλίας Μπαλτάκου – Κασιδιάρη αποδεικνύεται ότι έχει καταλυθεί!
Με ζήλο στα σκολειά της προδοσίας – του σάπιου αιώνα σέπεται η γενιά!
Χαίρονται της σκλαβιάς την ξεγνοιασιά – και τρέμουν του λαού την παρουσία.
Κι αν στα βουνά κράξ’ η τρομπέτα: «Ανάστα!» – θα τρέξουν τον οχτρό να διπλαρώσουν,
να ξαναδέσουν τη φτωχιά πατρίδα, – κι όσοι απροσκύνητοι, όλους ντουφεκίδι.
Μακρυγιάννη, οι πληγές σου από τα βόλια – τρέχαν αίματα κι όμπυο ολοζωής,
μα τώρα διπλοτρέχουνε, Πατέρα, – της ψυχής σου οι πληγές από ντροπή.
Αυτό το ποίημα του Κώστα Βάρναλη, ενός Έλληνα του μείζονος Ελληνισμού, επιλέξαμε για να αρχίσουμε το σημερινό μας άρθρο, το οποίο δικαιωματικά είχαμε αποφασίσει να αφιερώσουμε στον Ερντογάν και στις αυτοδιοικητικές εκλογές της Τουρκίας, πλην όμως οι εξελίξεις που σχετίζονται με τη συνομιλία Μπαλτάκου – Κασιδιάρη μας υποχρεώνουν να ασχοληθούμε με τα ημέτερα.
Παραμερίζοντας τα ελάσσονα, που είναι το γεγονός της συνομιλίας του γ.γ. της κυβέρνησης με τον υπόδικο βουλευτή της Χρυσής Αυγής και το δυσαπάντητο ερώτημα πώς είναι δυνατόν ένας δικηγόρος να μην αντιλήφθηκε ότι ο Κασιδιάρης με τις ερωτήσεις του τον παγίδευε, και μάλιστα με χονδροειδή τρόπο, στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με τα μείζονα.
Και τα μείζονα είναι αυτά που συνεπάγονται από τις απαράδεκτες πρόνοιες του ισχύοντος Συντάγματος, το οποίο όχι μόνο επιτρέπει, αλλά επιβάλλει, και μάλιστα νομοτελειακά, την εμφάνιση τέτοιων φαινομένων. Το μείζον, λοιπόν, είναι το γεγονός ότι το Σύνταγμα, που επιβάλλει τον διορισμό της δικαστικής εξουσίας από την κυβέρνηση, δηλαδή από την εκτελεστική εξουσία, δημιουργεί συνθήκες που οδηγούν στην εμφάνιση φαινομένων όπως αυτό της συνομιλίας Μπαλτάκου – Κασιδιάρη, το περιεχόμενο της οποίας αναδεικνύει με ενάργεια την παθογένεια του πολιτεύματός μας.
Επίσης, το γεγονός ότι το ίδιο το Σύνταγμα δίνει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση, δηλαδή στην εκτελεστική εξουσία, να νομοθετεί, και μάλιστα με τις περίφημες Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, περιορίζοντας τον ρόλο της νομοθετικής εξουσίας σε αυτόν του «τροχονόμου», μας δείχνει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο γιατί η Ελλάδα «κωλοσούρνεται» από το 1830 μέχρι σήμερα, όπως χαρακτηριστικά προέβλεψε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, μας δείχνει το πώς και το γιατί φθάσαμε στην τραγική κατάσταση που βρισκόμαστε σήμερα.
Όταν κάποια στιγμή ο γράφων συνομιλούσε με κορυφαίο στέλεχος εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος και αναφέρθηκε σε ενέργειες του κινήματος που αποδείχτηκαν άδικες για πρόσωπα και πράγματα, το στέλεχος απάντησε ως εξής: «Εμείς είμαστε ένα μαχόμενο κίνημα και στις περισσότερες περιπτώσεις ένα άτομο ή μια μικρή ομάδα είναι αυτή που νομοθετεί, δικάζει και διοικεί/εκτελεί. Και όταν συμβαίνει αυτό, είναι πολύ εύκολο να γίνει λάθος, να γίνει αδικία, εν τέλει να πληγεί το ίδιο το κίνημα. Ενώ εσείς είστε τυχεροί, γιατί άλλοι νομοθετούν, άλλοι δικάζουν, άλλοι διοικούν τη χώρα».
Τελικώς, με την περίπτωση της συνομιλίας Μπαλτάκου – Κασιδιάρη αποδεικνύεται ότι στην ουσία στην Ελλάδα δεν υφίσταται η αναγκαία και δημοκρατική Αρχή της διάκρισης των εξουσιών, που ορίστηκε με καθαρότητα από τον Αριστοτέλη και επανήλθε σε σύγχρονη μορφή από τον Μοντεσκιέ, γεγονός που οφείλεται στο Σύνταγμα με την υφιστάμενη μορφή του, το οποίο αποδεικνύεται πηγή όλων των κακών και των προδοσιών που έχουν υποστεί η δύσμοιρη πατρίδα μας και ο Ελληνισμός.
Η απόλυτη κυριαρχία της εκτελεστικής εξουσίας έναντι των άλλων δύο και των πολιτικών έναντι των πάντων και των πολιτών επιτρέπει σε κάποιους από τους πολιτικούς να προδίδουν την πατρίδα και να υπηρετούν εξωγενή συμφέροντα, χωρίς να έχουν κανέναν φόβο ότι θα σημάνει γι’ αυτούς κάποια στιγμή η ώρα της Δικαιοσύνης και της νεμέσεως.
Αν, για παράδειγμα, μια πραγματικά ανεξάρτητη δικαστική εξουσία είχε ερευνήσει πώς και γιατί η Ελλάδα τέθηκε στην κλίνη του Προκρούστη, δηλαδή στο Μνημόνιο και την τρόικα, αλυσοδένοντας μια χώρα και έναν ολόκληρο λαό, αν είχε ερευνήσει ποιος ήταν ο ρόλος ελληνόφωνων πρακτόρων που δρούσαν ανενόχλητοι στα ανώτατα κλιμάκια της εξουσίας, χρηματοδοτώντας μάλιστα με εκατοντάδες εκατομμύρια τους μηχανισμούς τους από τα κονδύλια του υπουργείου Εξωτερικών και όχι μόνο, σήμερα δεν θα υπήρχε καν στο προσκήνιο το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής και άρα η συνομιλία Μπαλτάκου – Κασιδιάρη. Την ασθένεια (αιτία) πρέπει να καταπολεμήσουμε, αδέλφια, και όχι να θεραπεύσουμε τον ασθενή (αποτέλεσμα).
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/index.php/enimerosi/view/sabbas-kalenteridhs-h-sunomilia-mpaltakou-kasidiarh-apodeiknuei-oti-sthn-el#ixzz2zZ1CNqJX