Του Κώστα Αλεξανδράκη, υποψηφίου Ευρωβουλευτή με την Χρυσή Αυγή
Οι λεγόμενες «Μεγάλες Δυνάμεις» ανέκαθεν είχαν σε ορισμένους τομείς αντικρουόμενα συμφέροντα, τα οποία μπορούσαν οι μικρότεροι γεωπολιτικοί «παίχτες» να εκμεταλλευτούν, προκειμένου να επιτύχουν κάποιους από τους σκοπούς τους. Τέτοιες διπλωματικές συγκυρίες ενίοτε εμφανίζονται χωρίς να τις έχει ευχηθεί η πλευρά των αδυνάτων και άλλοτε όταν υπάρχει καλή γνώση των γεωπολιτικών δεδομένων, αυτές οι συγκυρίες μπορούν να δημιουργηθούν από μία φωτισμένη ηγεσία. Ως ιστορικό παράδειγμα μίας τέτοιας τυχαίας συγκυρίας θα θέσουμε την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό Κράτος, στις 4 Ιουλίου του 1880. Τότε η πολεμική της θαλασσοκράτειρας Αγγλίας εναντίον της Τσαρικής Ρωσίας έδωσε στην Ελλάδα, χωρίς να πέσει κυριολεκτικά ούτε μία τουφεκιά, ολόκληρη την Θεσσαλία, θέτοντας παράλληλα τις βάσεις για τις μετέπειτα εξελίξεις στα Βαλκάνια που ονομάστηκαν στην διπλωματική γλώσσα και ως «πυριτιδαποθήκη». Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι σε εκείνη τη χρονική συγκυρία πραγματώθηκε η λεγόμενη «Μεγάλη Βουλγαρία» που διέλυσε η Ελλάς στους Βαλκανικούς Πολέμους και εκχωρήθηκε στην Μεγάλη Βρετανία η Κύπρος, της οποίας το όνειρο για Ένωση με την Μητέρα Ελλάδα, προδόθηκε μόλις πριν λίγες δεκαετίες.
Η παρούσα γεωπολιτική συγκυρία δείχνει ότι μαίνεται η μάχη μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων για την λεγόμενη «Καρδιογαία» της θεωρίας του MacKinder(1). Στην σχετική πρόσφατη, σχετικά, ειδησεογραφία, μπορούμε να διακρίνουμε τις αγωνιώδεις προσπάθειες των Αμερικανοσιωνιστών να πλησιάσουν την Καρδιογαία, χρησιμοποιώντας την περιοχή της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, με αλλεπάλληλες επαναστάσεις να ξεσπούν σε αυτές τις χώρες, ξεκινώντας από τη Λιβύη και φτάνοντας μέχρι σήμερα στην Συρία και εσχάτως στην περίπτωση της Ουκρανίας. Ο βραχυπρόθεσμος στόχος τους – και δεν το κρύβουν άλλωστε – είναι ο «εκδημοκρατισμός» του Ιράν, ώστε να μπορέσουν να ελέγξουν την περιοχή. Αντιστοίχως οι Ρώσοι αντιστέκονται σθεναρά σε μία τέτοια προοπτική προσπαθώντας, με εξίσου υποχθόνια μέσα, να κερδίσουν την έξοδο τους στην θάλασσα και να ανατρέψουν τα σχέδια των θαλάσσιων δυνάμεων για παντοκρατορία. Αμφότερες οι δύο πλευρές δείχνουν επιφυλακτικές, αλλά και αποφασισμένες για τα σχέδια τους, τα οποία τίθενται σε πρώτη προτεραιότητα.
Σε αυτή την ψυχροπολεμική αναμέτρηση μοιραία λαμβάνει μέρος και η χώρα μας, αν μη τι άλλο επειδή βρίσκεται στην περιοχή που αυτός διεξάγεται. Αντικειμενικά υπάρχουν τρεις επιλογές που μπορεί να ακολουθήσει μία χώρα σαν την Ελλάδα, στην συγκεκριμένη περιοχή. Η μία επιλογή είναι η ουδετερότητα, η οποία θα ήτο και η πιο βλακώδης, μιας και θα περιελάμβανε απομάκρυνση των αμερικανικών βάσεων, δηλαδή εχθρότητα έναντι των ΗΠΑ, εμφανίζοντας παράλληλα μία απροθυμία για ανάληψη ευθύνης, αλλά και επιβράβευσης, αν τελικώς οι αμερικανοσιωνιστές αποτύχουν στα σχέδια τους. Η δεύτερη επιλογή είναι η φιλοαμερικανική επιλογή που ακολουθεί ενεργά η κυβέρνηση της Ελλάδας. Η τρίτη επιλογή είναι η γεωπολιτική στροφή προς την Ρωσία. Τις δύο τελευταίες επιλογές θα τις συζητήσουμε και θα τις αναλύσουμε. Η ουδετερότητα δεν γίνεται να συζητηθεί γιατί θα ήταν καταστροφική όντας ταυτοχρόνως αντιαμερικανική και αντιρωσική, δηλαδή θα ήταν ενάντια και στους δύο μεγάλους γεωπολιτικούς «παίχτες» του παιγνίου.
Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση της φιλοαμερικανικής πλευράς επιχειρημάτων, να τονίσουμε προς άρση κάθε πιθανής και απίθανης παρεξηγήσεως, ότι όλα αυτά γίνονται θέμα συζήτησης βάσει του δεδομένου της περιορισμένης ισχύος της Πατρίδος μας σε όλους τους τομείς. Επειδή έχει γεμίσει ο τόπος και κυρίως το διαδίκτυο από χαχόλους που «αύριο παίρνουν μόνοι τους την Πόλη», οφείλουμε να πούμε ότι καλός ο ρομαντισμός, αρκεί να μην μετατρέπεται σε βλακεία και ενίοτε σε πρακτορισμό. Και ομιλούμε για πρακτορισμό, διότι η προπαγάνδιση τέτοιων ανεδαφικών θέσεων εις βάρος των πραγματικών λύσεων, μπορεί να εκληφθεί και ως κακόβουλη. Σίγουρα η Πατρίδα μας όφειλε να είναι Ανεξάρτητη και να μπορεί να χαράξει σε κάθε γεωπολιτικό παίγνιο την δική της ανεξάρτητη πολιτική, που θα εξυπηρετεί πρωτίστως τα δικά της συμφέροντα. Όμως, δεν θα πρέπει να αγνοούμε ότι έχουν περάσει 40 χρόνια μεταπολιτευτικής διάλυσης των πάντων και ως εκ τούτου τα δεδομένα είναι «ελαφρώς» διαφορετικά σε σχέση με τα ποθούμενα, γεγονός που επαναλαμβάνουμε δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Η μία επιλογή, όπως προείπαμε, είναι να ακολουθηθεί η αμερικανική πολιτική στο ζητούμενο των γεωπολιτικών εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Αυτό, εκ πρώτης απόψεως, θα εξαρτιόταν αποκλειστικά και μόνο από την πρόβλεψη εκάστου πολιτικού για την έκβαση αυτού του παιγνίου. Για να το θέσουμε πιο απλοϊκά, αν αγνοήσουμε ολόκληρη την Ιστορία της Διεθνούς Πολιτικής μία απόφαση για επιλογή πλευράς στο συγκεκριμένο παίγνιο θα ήταν συνάρτηση αποκλειστικά και μόνο του ποιος νομίζουμε ότι θα είναι ο τελικός νικητής, με το σκεπτικό ότι ευρισκόμενοι στην πλευρά των νικητών θα έχουμε και απολαβές. Όμως η ιστορία της Διεθνούς Πολιτικής δεν γίνεται να μην ληφθεί υπόψη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βρεθήκαμε στην μεριά των νικητών, όμως οι «σύμμαχοι» μας «φιλοδώρησαν» με ένα συμμοριτοπόλεμο που έφερε την χώρα πολλές δεκαετίες πίσω. Επανερχόμενοι στο σήμερα βλέπουμε ότι στον αμερικανικό συνασπισμό βρίσκονται όλοι οι βασικοί ανταγωνιστές μας στην περιοχή, όπως η Τουρκία, η Αλβανία, τα Σκόπια και το Ισραήλ. Με δηλώσεις τους οι αμερικανοί έχουν ταχθεί εναντίον των Ελληνικών Συμφερόντων μιλώντας ευθέως για συνεκμετάλλευση του Αιγαίου από κοινού με τους τούρκους, τασσόμενοι έτσι ακριβώς πάνω στην τουρκική προπαγανδιστική γραμμή. Επιπλέον δε με βάση το κριτήριο του Κονδύλη ότι «οι σύμμαχοι αξίζουν για σένα τόσο, όσο αξίζεις εσύ γι’ αυτούς», φαίνεται ότι η αμερικανοσιωνιστική πλευρά δεν αξίζει και τόσο, γιατί πολύ απλά η Ελλάδα δεν της είναι και τόσο απαραίτητη, ούτε τόσο ισχυρή, ώστε να εξαναγκάσει τον απαιτούμενο σεβασμό. Οι τούρκοι είναι μακράν καλύτερος σύμμαχος για αυτούς, αφού πρώτον είναι μία μουσουλμανική χώρα, οπότε μπορεί να λειτουργήσει ως διαμεσολαβητής με τον αραβικό κόσμο, όπως έπραττε τόσο καιρό η Σαουδική Αραβία και δεύτερον είναι πιο κοντά στην κρίσιμη περιοχή, ώστε να αποτελεί καλύτερη βάση. Το μόνο θεωρητικά σημείο, στο οποίο πλεονεκτεί η Ελλάδα είναι ότι διαθέτει πιο σταθερό και πειθήνιο πολιτικό περιβάλλον, την ίδια ώρα που η Τουρκία διαθέτει θύλακες Κούρδων και μια υποβόσκουσα κόντρα στρατιωτικών – πολιτικών, η οποία ενίοτε διαθέτει και εξάρσεις.
Από την άλλη μεριά, έχουμε την Ρωσία, η οποία ικανοποιεί το κριτήριο του Κονδύλη, εν μέρει, αφού τις είμαστε απαραίτητοι για την έξοδο της, ως χερσαίας δύναμης, προς την θάλασσα. Βεβαίως μία οιαδήποτε συμμαχία θα απαιτήσει εν τέλει η Ελλάς να πάψει να είναι το θλιβερό προτεκτοράτο του σήμερα και να κυνηγήσει το πεπρωμένο της, ώστε να καταστεί περιφερειακή και αργότερα παγκόσμια δύναμη. Επανερχόμενοι, προσωρινώς και δυστυχώς, στις παθογένειες του λεγόμενου «πατριωτικού χώρου», οφείλουμε να πετάξουμε στα σκουπίδια άνευ άλλης περιστροφής και περίσκεψης «επιχειρήματα» περί «ομοδοξίας», «προφητειών» και άλλων φαιδροτήτων που ουδεμία σχέση έχουν με το πώς εκτυλίσσεται το διεθνές διπλωματικό και γεωπολιτικό παίγνιο. Παρόλα αυτά η εκτίμηση για γεωπολιτική στροφή στην Ρωσία έχει ρεαλιστική βάση, όπως προείπαμε. Η Ρωσία μετά την πτώση του κομμουνισμού έχει αρχίσει και επανέρχεται στο διεθνές παίγνιο, αναδεικνυόμενη και πάλι σε μία εκ των μεγάλων δυνάμεων. Όμως θα πρέπει να έχουμε κατά νου τα λόγια του κορυφαίου Ρώσου γεωπολιτικού, Alexander Dugin, που σημείωνε ότι «ο Πούτιν ως ρεαλιστής, ποτέ δεν επιμένει σε περιπτώσεις που είναι σίγουρο ότι θα χάσει».
Με αυτά κατά νου καθίσταται σαφές ότι σε εμάς δεν ταιριάζει η «Μέκκα» του καραμανλισμού και σύσσωμου του πολιτικού κατεστημένου, της «μικράς και εντίμου Ελλάδος», της Ψωροκώσταινας, της κακομοίρας των νοτίων Βαλκανίων που καταντά κλωτσοσκούφι των λοιπών «συμμαχικών» δυνάμεων. Ευαγγελιζόμαστε μια Ελλάδα δυνατή και ισχυρή που θα είναι σεβαστή από τους συμμάχους της και θα αποτελεί φόβητρο για τους εχθρούς της. Όχι γιατί διακατεχόμαστε από μεγαλομανία ή αρχομανία, αλλά διότι μόνο αυτή η Ελλάδα μπορεί να διεκδικήσει τα δίκαια και τα συμφέροντα των Ελλήνων. Γιατί μόνο αυτή η Ελλάδα μπορεί να ανήκει πραγματικά στους Έλληνες! Οι Αμερικανοί όντως θέλουν την «μικρή και έντιμη Ελλάδα», η οποία θα συνεκμεταλλεύεται το Αιγαίο από κοινού με την Τουρκία, που την προορίζουν για περιφερειακή δύναμη. Ο λόγος είναι ότι ως θαλάσσια δύναμη, η Αμερική, δεν μπορεί να ανεχτεί μία κραταιά θαλάσσια δύναμη στην περιοχή συμφερόντων της. Δεν είναι μοναχά θέμα ανθελληνισμού των διάφορων σιωνιστικών κέντρων που ελέγχουν την κυβέρνηση των ΗΠΑ, είναι πρωτίστως θέμα ανταγωνισμού. Αντιθέτως η Ρωσία θέλει μία κραταιά θαλάσσια δύναμη για να συμπληρώσει την δική της χερσαία ισχύ. Είναι οπότε σαφές το ποια από τις δύο πλευρές επιθυμεί να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα της Ελλάδος και συνεπώς ποια πλευρά οφείλει να διαλέξει ο Ελληνισμός σε αυτή την γεωπολιτική διαμάχη.
Επανερχόμενοι στις «ομοδοξίες», τα «ξανθά γένη» και τις «προφητείες», οφείλουμε να υπογραμμίσουμε μία ιστορική λεπτομέρεια από το παράδειγμα που θέσαμε στην αρχή του κεφαλαίου για την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1880. Εκείνη την περίοδο, όπως προείπαμε, πραγματώθηκε η λεγόμενη «Μεγάλη Βουλγαρία», εις βάρος των εθνικών μας πόθων. Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι αυτό έγινε κατ’ εντολή της Ρωσίας, γεγονός που είναι συνεπές προς την ρωσική επιδίωξη για έξοδο σε θερμές θάλασσες. Αυτό που έχει αξία να αποκομίσουμε από το εν λόγω παράδειγμα είναι ότι τα σοβαρά έθνη κοιτάνε πρωτίστως τα συμφέροντα τους και δεν ασχολούνται με φαιδρότητες, ούτε αντιμετωπίζουν τις συμμαχίες ρομαντικά.Η ευκαιρία που μας δίνεται για μία γεωπολιτική στροφή προς την Ρωσία δεν είναι ούτε πανάκεια, ούτε ιερός προορισμός. Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι Ρώσοι θα προσπαθήσουν να επιτύχουν αυτή την έξοδο έτσι κι αλλιώς. Αν δεν τους την εξασφαλίσουμε εμείς, θα προσπαθήσουν να ανοίξουν τον «δρόμο» ακόμα και εις βάρος μας. Η μόνη πραγματική αξία που έχει μία τέτοια συμμαχία, αλλά και οποιαδήποτε συμμαχία, είναι να ισχυροποιήσουμε την θέση μας και ακολούθως να επαναπροσδιορίσουμε την στρατηγική μας. Στην δεδομένη χρονική περίοδο είναι συμφέρουσα μία συμμαχία με την Ρωσία. Στο μέλλον, με μία Μεγάλη Ελλάδα στον χάρτη, πιθανόν τα πράγματα να είναι διαφορετικά. Δεν θα πρέπει να επαναληφθούν λάθη του είδους «ανήκομεν εις την Δύσιν» και ρομαντικές θεωρήσεις των συμμαχιών.
Το παρόν αποτελεί προδημοσίευση από το υπό έκδοση πόνημα «Για Μια Εθνική Οικονομία»
(1)Στην θεωρία του MacKinder η γη είναι διαχωρίσιμη στις εξής περιοχές:
1) Το «παγκόσμιο νησί» που αποτελείται από τις συνδεδεμένες ηπείρους, την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική. Στο «παγκόσμιο νησί» περιλαμβάνεται και η περιοχή του «άξονα», η οποία είναι κομβικής σημασίας για την συγκεκριμένη θεωρία, αφού σύμφωνα με την σκέψη του MacKinder, όποιος ελέγχει την «Καρδιογαία», δηλαδή την περιοχή του άξονα, ελέγχει ολόκληρο τον κόσμο.
2) Στα υπεράκτια νησιά, δηλαδή την Μεγάλη Βρετανία και την Ιαπωνία και τέλος
3) στα νησιά του εξωτερικού δακτυλίου, δηλαδή την Αμερικανική ήπειρο και την Ωκεανία.
Σύμφωνα με τον MacKinder το όλο γεωπολιτικό παίγνιο αφορά τον έλεγχο της «Καρδιογαίας» που περιλαμβάνει την περιοχή που ξεκινά από το Ιράν και το Ιράκ και φτάνει μέχρι τον Βόρειο Παγωμένο Ωκεανό
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/index.php/enimerosi/view/gewpolitikh-analush-aparaithth-h-gewstrathgikh-strofh-pros-rwsia1#ixzz30nCuc6z9
Reblogged this on Macedonian Ancestry.