του καθηγητή Πανεπιστημίου, Χρίστου Γούδη
Σε κείμενο που δημοσιεύτηκε πολύ πρόσφατα σε ηλεκτρονικό περιοδικό της πληροφορικής (www.deltahacker.gr), ένα τύπος που τσαντίζεται με τα πρώτα exit polls για την άνοδο της Χρυσής Αυγής, τρέχει αμέσως, παίρνει ένα εισιτήριο για το Λονδίνο, κάτι σαν να πετάγεται στο περίπτερο της γειτονιάς του για ν’ αγοράσει τσιχλόφουσκες, και τσουπ, νάτον στο Λονδίνο (!), στη Βρετανική Βιβλιοθήκη, στο αναγνωστήριο του τμήματος των ανθρωπιστικών σπουδών (!) για να ξεφύγει από την κρίση υστερίας που υπέστη από τα εκλογικά αποτελέσματα. Εκεί κάθεται δίπλα δίπλα με τον εν Λονδίνω παρεπηδημούντα ανεψιό του, και γράφει όσα κουβέντιαζαν μέσω «σκάϊπ» την Κυριακή των ευρωεκλογών, εν αναμονή των exit polls, αναλισκόμενος στην α-νοητική διερεύνηση των μυστηρίων της ζωής και του σύμπαντος, καθώς βαριέται που ζει, τον ενοχλεί, βλέπετε, και ο κακός του και μουντός καιρός. Ξαφνικά τρώει «φλασιά» και θυμάται μια ταινία, τον Ελέφαντα, που είχε δει κάπου, κάπως, κάποτε, όπου κάποιοι «μικροί διάβολοι» καταληφθέντες από τον «Άρχοντα των μυγών», απόγονοι αυτών που εξολόθρευσαν τους ερυθροδέρμους κυνηγώντας τους σαν να ήταν κουνέλια, παίρνουν τα όπλα στα χέρια τους, μπαίνουν μέσα σ’ ένα σχολείο και αρχίζουν άνευ λόγου και αιτίας να εξολοθρεύουν συμμαθητές και δάσκαλους. Αμέσως αντιλαμβάνεται ότι το βαθύτερο νόημα της «αμερικανιάς», ήταν ο Ελέφαντας, που ήταν η Χρυσή Αυγή (!!!), που μπήκε στο σαλόνι του σπιτιού του (!!!). Ευτυχώς δεν πρόλαβε να τον τσαλαπατήσει, γιατί, όπως θα έκανε ο κάθε ξύπνιος και εκπολιτισμένος Έλληνας ιθαγενής, πετάχτηκε μέχρι το Λονδίνο (!!!).
Και το ερώτημα είναι: «Γιατί ρε φίλε δεν πήγες μέχρι την πλατεία Αμερικής για να γλυτώσεις από τους χρυσαυγίτες; Μήπως γιατί έχει γίνει πλατεία Αφρικής και φοβάσαι τους κανίβαλους παρά τους ελέφαντες; Ή μέχρι την πλατεία Αττικής για να σωθείς; Μήπως γιατί είναι ήδη γεμάτη από τους προσκυνητές του Ισλάμ που την έκαναν πλατεία Μέκκας και Μεδίνας; Ή μέχρι την Πατησίων; Μήπως γιατί θα σε πατήσουν οι Ταλιμπάν και η Μπόκο Χαράμ; Και γιατί δεν κατέφυγες στον Άγιο Παντελεήμονα, όπου σίγουρα θα ήσουν ασφαλής, μια και παραδοσιακά βρίσκουν άσυλο εκεί όλοι οι «κουτσοί και στραβοί» τω πνεύματι; Μήπως γιατί θεωρείς τον εαυτό σου «δρομέα και ανοιχτομάτη» που τρέχει σαν να του έβαλαν νέφτι για να βρεθεί, μια και σου αρέσουν οι κινηματογραφικές ταινίες, «Μακριά απ’ το αγριεμένο πλήθος»;
Ρε αθεόφοβε, ο Ελέφαντας έσπρωξε 6.000 δυστυχισμένους συμπολίτες μας, που τους πτώχευσε εν μια νυκτί ένα αλήτικο αρπακτικό σύστημα, να πηδήσουν απ’ τα μπαλκόνια τους και να κρεμαστούν στα δέντρα; Ο Ελέφαντας διέρρηξε, λήστεψε, βίασε και κόπρισε σπίτια, νοικοκυραίους, γυναίκες και παιδιά στην πατρίδα μας; Ο Ελέφαντας δολοφόνησε 1.200 συμπολίτες μας μέσα στα σπίτια τους, στις γειτονιές τους, και στα μαγαζιά τους; Ο Ελέφαντας φταίει βρε που άφησαν την πατρίδα μας να γίνει ζούγκλα; Και μετά, εσύ βρε αφιλότιμε, ανέγγιχτος από τη συμφορά που μας βρήκε, ή μας επέβαλαν, αδιάφορος από την ανεργία, την πείνα, τον πόνο και τη δυστυχία που μαστίζει τον «λαουτζίκο» του τόπου σου, έχεις το θράσος και την αναίδεια να σκέφτεσαι βρε στο αναγνωστήριο των ανθρωπιστικών σπουδών (!), στο Λονδίνο (!), όσα άκαιρα, ανέμελα και πομφολυγώδη αναμασούσες με τον ανεψιό σου για τα «πράσινα άλογα στα κόκκινα λειβάδια»; Δεν έχεις ποτέ ακούσει για το «Έγκλημα στο Κολωνάκι»; Και δεν έχεις συναίσθηση της παρακμής, της κατάπτωσης και της σήψης του δικού σου αστικού σαλονιού που φοβάσαι μπας και το τσαλαπατήσει ο Ελέφαντας;
Μη φοβάσαι βρε, έχουν αντοχή τα παράσιτα, τα τρωκτικά, οι κότες και οι κατσαρίδες. Θα επιβιώσετε βρε, και χωρίς να τρέχετε στο Λονδίνο, αρκεί να κρυφτείτε μέσα στα φυσικά σας καταφύγια, τα σκατά. Μόνο αν ξεμυτίσετε καμιά φορά από αυτά, φροντίστε να κρεμάσετε μια πινακίδα στο λαιμό σας με την επιγραφή: «Προσοχή! Λερώνει!».
Υ.Γ. : Για όσους επιθυμούν να αηδιάσουν από την κοινωνική αναλγησία ορισμένων αποδομητών του ελληνικού έθνους που το παίζουν «πολίτες του κόσμου» των αερομεταφερόμενων σαρκίων τους, που δραπετεύουν για ψύλλου πήδημα ή για άλλα πηδήματα, όλων αυτών που ζουν άνευ λόγου υπάρξεως, για όσους θέλουν για μία ακόμα φορά να αγανακτήσουν με την απάνθρωπη αδιαφορία των ψώνιων των σαλονιών του Κολωνακίου που πάνε για ψώνια στα «σουβενιράδικα» (!) του Λονδίνου τρεις και λίγο, για να ξεφύγουν από την ανία τους, αλλά ποτέ από την διανοητική τους άνοια, όλων αυτών των σούργελων και των κραγμένων Ινδιάνων του «συνταγματικού τόξου», των παρατρεχάμενων και σφογγοκωλάριων ενός συστήματος διεφθαρμένων κρετίνων «δεξιών» και χλιδάτων λιγδάτων «αριστερών», όλων αυτών των μαυραγοριτών του χρήματος και της πλέμπας του πνεύματος, που έκανε πάνω από μισό εκατομμύριο πατριώτες, συνειδητά και εν γνώσει των συνεπειών του «νόμου των υπονόμων», να φωνάζουν αγανακτισμένοι, εν χορώ αρχαίας ελληνικής τραγωδίας: «Χρυσή Αυγή για να ξεβρωμίσει ο τόπος», παραθέτουμε αυτούσιο το φλύαρο και παρακμιακό κείμενο του ανώνυμου λιβελογράφου ως υπόδειγμα γραφής προς αποφυγήν.
Αγαπητοί μου,
· Ας αρχίσουμε από τα σημαντικά. Είναι Τετάρτη, 28 του μηνού, και είμαι με τον ανηψιό στη Βιβλιοθήκη. Είμαστε καθισμένοι σε διπλανά τραπέζια του Humanities I. Πρόκειται για το αναγνωστήριο που προτιμάει ο ανηψιός, γιατί έχει ψηλό ταβάνι και αρκετό φυσικό φως. Κατεβήκαμε μαζί, αυτός γιατί είχε ζητήσει κάτι βιβλία να τα κοιτάξει, κι εγώ γιατί δεν είχα τι να κάνω στο σπίτι. Έφερα φυσικά και τη γραφομηχανή μαζί μου, αλλά αναγκάστηκα να την αφήσω στο βεστιάριο γιατί δεν θα με άφηναν με τίποτα να τη βάλω στο αναγνωστήριο. Από προχτές Δευτέρα που έφτασα στο Λονδίνο, επομένη των εκλογών, ο καιρός είναι μίζερος: Ψιλόβροχο, ψύχρα και μουντάδα. Λες και το κάνει επίτηδες. Αλλά εντάξει. Αναμενόμενο. Τι άλλο να περιμένει κανείς Μάη μήνα, στη Γηραιά Αλβιώνα; Θα την ξέρετε δα την παροιμία για το Μάη στον καταραμένο τόπο, έτσι;
Είμαστε που λέτε στον πρώτο όροφο, της Βρετανικής Βιβλιοθήκης, στο Humanities I, και κοιτάζω τα περίεργα όντα γύρω μας. Όλοι σκυμμένοι στα βιβλία και τους κομπιούτορές τους. Χαρτιά απλωμένα, σημειώσεις, κόντρα σημειώσεις, ντοσιέ, κόντρα ντοσιέ, φωτοτυπίες… Χαμός. Εγώ έχω κάτι σελίδες Α4 που μου έδωσε ο ανηψιός, και σας γράφω με το μολύβι που αγόρασα από το σουβενιράδικο της βιβλιοθήκης. Θα το μεταγράψω στη γραφομηχανή αργότερα, που θα γυρίσουμε σπίτι. Τέλος πάντων, η βιβλιοθήκη έχει πλάκα και χαίρομαι που έκανα τον κόπο να γραφτώ μέλος πέρσυ, τότε που είχαμε ξαναέρθει στο Λονδίνο. Το είχαμε μαϊμουδέψει φυσικά λίγο, καθώς είχα δώσει για διεύθυνση μόνιμης κατοικίας τη διεύθυνση του ανηψιού, αλλά εντάξει.
Λοιπόν, μου έχουν μείνει κάποια πράγματα να σας πω, εκκρεμότητες, από τον περασμένο μήνα. Κυρίως για τον Χώκινγκ. Το συζητούσαμε τις προάλλες με τον ανηψιό. Κυριακή των εκλογών, κι εγώ ήμουν ακόμα στην Αθήνα. Μιλάγαμε οικογενειακώς στο σκάιπ, περιμένοντας τα έξιτ πολλ. “Και πώς είσαι σίγουρος ότι ο Χώκινγκ κάνει το λάθος που του προσάπτεις;”, με ρωτάει σε κάποια φάση ο ανηψιός. “Γιατί λες ότι πήγε να μιλήσει για κανονικότητες και του βγήκε να πει για προθετικότητες; Πού το ξέρεις; Επιστήμονας είναι ο άνθρωπος, η κοσμολογία τον ενδιαφέρει, όχι οι προθετικότητες. Για κανονικότητες μίλαγε. Νομίζω ότι στο συγκεκριμένο θέμα το λάθος το έχεις κάνει εσύ, και όχι αυτός.” “Δε νομίζω”, του λέω εγώ. “Στον πρόλογο το γράφει καθαρά. Λέει ότι με το βιβλίο του θα επιχειρήσει να απαντήσει σε πανάρχαια και πανανθρώπινα ερωτήματα, όπως για παράδειγμα, ‘Γιατί υπάρχει κάτι παρά τίποτα;’, ‘Γιατί υπάρχουμε;’ και πάει λέγοντας. Τονίζει, μάλιστα, ότι αυτά τα ερωτήματα ήταν από πάντα ερωτήματα της φιλοσοφίας, ‘αλλά η φιλοσοφία έχει πεθάνει’.”
“Ε και;” “Τι ε και; Δεν το βλέπεις; Αντίθετα με αυτό που θέλει να πιστεύει ο Χώκινγκ, όταν οι άνθρωποι ρωτάνε ‘γιατί υπάρχουμε;’ δεν το κάνουν γιατί τους ενδιαφέρει η κοσμολογία αλλά γιατί τους πιάνουν τα υπαρξιακά τους. Θέλουν να καταλάβουν το νόημα της ζωής. Κι από αυτό που καταλαβαίνουν εξαρτώνται πολλά. Ο ένας πάει και γίνεται ερημίτης. Ο άλλος αυτοανατινάζεται στο παζάρι της Βαγδάτης. Ο ένας γίνεται μεγάλος φιλάνθρωπος. Ο άλλος αποφασίσει να οργανώσει την 11η Σεπτεμβρίου. Οι αντάρτες της Μπόκο Χαράμ πάνε στα σχολεία και αρπάζουν τις μαθήτριες για να τις αναγκάσουν να ασπαστούν το Ισλάμ. Και πάει λέγοντας.” “Τι σχέση έχει αυτό με αυτά που λέει ο Χώκινγκ;” “Καμία. Αλλά αυτό ακριβώς εννοώ. Ότι ο Χώκινγκ μπαίνει σε άγνωστα νερά χωρίς να το πάρει είδηση. Επειδή πιστεύει πως κατάλαβε το πώς λειτουργεί η διαδικασία της ‘αυθόρμητης δημιουργίας’, νομίζει ότι μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα ‘γιατί υπάρχουμε’ και ‘γιατί είμαστε εδώ’. Διακηρύσσει το θάνατο της φιλοσοφίας, χωρίς να βλέπει ότι κάνει a little step too far.”
Μας διέκοψε με έξαψη η μητέρα της Εξαδέλφης. “Ελάτε, ελάτε, αρχίζουνε τα έξιτ πολλ!” “Αμάν καλέ μαμά, πώς κάνετε έτσι με τα έξιτ πολλ;” διαμαρτυρήθηκε η Εξαδέλφη, σέρνοντας την καρέκλα της πιο κοντά στην τηλεόραση. “Άμα είναι να μην παιδευόμαστε με τις εκλογές, να κάνουμε ένα έξιτ πολλ που είναι και φτηνότερο και να τελειώνουμε…” “Άσε τις εξυπνάδες” αντέτεινε η μητέρα της Εξαδέλφης που είναι Ινδουίστρια. “Τα έξιτ πολλ δίνουν τον παλμό της υπόλοιπης βραδιάς των αποτελεσμάτων, και γι αυτό έχουν σημασία. Είτε βγαίνουν σωστά, είτε όχι.” Σ’ αυτό είχε δίκιο. Θυμάμαι πολλές χρονιές τα αποτελέσματα να ξεκινούν με κάποιο λανθασμένο ή αποπροσανατολιστικό έξιτ πολλ, και μετά τα κόμματα να τρέχουν και να μη φτάνουν. Έχει πλάκα. Στήθηκαν όλοι μπροστά στην τηλεόραση κι εγώ πήγα στην κουζίνα να πάρω ένα ποτήρι νερό.
“Εφτά με εννιά τοις εκατό;” είπε κάποιος για κάποιο από τα κόμματα. “Άλλο πάλι και τούτο.” “Πόσο παίρνει;” είπα εγώ ταραγμένος. “Τόσο ψηλά;” “Ναι…” είπε διστακτικά η εξαδέλφη. Το “ναι” αυτό ήταν για μένα η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει. Άφησα τους άλλους να βλέπουν τα έξιτ πολλ, πήρα τον φορητό της εξαδέλφης, πήγα στο μέσα δωμάτιο, συνδέθηκα στο ίντερνετ κι αγόρασα το πρώτο διαθέσιμο εισιτήριο προς Λονδίνο. Έτσι βρέθηκα να είμαι εδώ σήμερα, στο Αναγνωστήριο Humanities I, στον πρώτο όροφο της Βρετανικής Βιβλιοθήκης.
Αγαπητοί μου, Πριν από χρόνια είχα δει την ταινία “Ελέφαντας”. Ήταν του Gus van Sant. Επρόκειτο για μια σχεδόν ντοκυμενταρίστικη καταγραφή των γεγονότων κατά την διάρκεια μιας συγκεκριμένης ημέρας, σε ένα σχολείο κάπου στα βάθη της Αμερικής. Η μέρα εξελισσόταν με αργούς ρυθμούς και ενδεχομένως λίγο βαρετά — όσο βαρετά φαντάζεται κανείς να εξελίσσεται μια μέρα σε ένα σχολείο κάπου στα βάθη της Αμερικής. Η κάμερα κοιτούσε λίγο από εδώ και λίγο από κει. Σιγά σιγά αναγνώριζες ένα δύο πρόσωπα, μυριζόσουν ένα ή δύο νήματα ιστορίας, καταλάβαινες κάποιες σχέσεις μεταξύ προσώπων, ένα φλερτ εδώ, μια αντιπάθεια εκεί. Διέκρινες κάποιες αναφορές σε προηγούμενα γεγονότα, ασαφείς όμως και αδιάφορες.
Στην πραγματικότητα, δεν συνέβαινε τίποτα άξιο λόγου. Μέχρι που κάποια στιγμή δύο από τους χαρακτήρες έπαιρναν πιστόλια, πολυβόλα, και καραμπίνες, πήγαιναν στο σχολείο και, ξαφνικά, χωρίς καμιά προειδοποίηση, αρχινούσαν να μακελεύουν όσους συμμαθητές και δασκάλους έβλεπαν μπροστά τους. Έτσι απλά. Μακελειό. Στο τέλος η ταινία τελείωνε. Έτσι απλά. Χωρίς να εξηγήσει. Χωρίς να καταγγείλει. Χωρίς να προτείνει. Ελέφαντας. Έτσι νοιώθω σήμερα εδώ, καθισμένος στο Humanities I, γράφοντας με το μολύβι σε σελίδες Α4 που μου έχει δώσει ο ανιψιός. Νοιώθω ότι στο σαλόνι των σπιτιών μας έχει μπει ένας Ελέφαντας. Όσο ο Ελέφαντας παραμένει εκεί, και όσο το 9,40% του αυτού του λαού θα προτιμάει να τον αγνοεί, εγώ θα είμαι προσεκτικός. Ναι. Έχω φοβηθεί. Και τα βιβλία της ιστορίας στα ράφια του Humanities I δεν με καθησυχάζουν.
Σας ασπάζομαι
Θείος Ακάκιος
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/index.php/enimerosi/view/apantwntas-oti-den-eisai-elefantas#ixzz33jBMA957