Το φθινόπωρο του 1990, η Δημοκρατική κυβέρνηση του Μητσοτάκη ανακοίνωσε πολυνομοσχέδιο για την Παιδεία που προέβλεπε μεταξύ άλλων λειτουργία ιδιωτικών ΑΕΙ, κατάργηση της δωρεάν παροχής συγγραμμάτων, επιβολή χρονικού ορίου στις σπουδές, πιθανό περιορισμό του πανεπιστημιακού ασύλου, επιβολή ομοιόμορφης ενδυμασίας, έπαρση της σημαίας κ.ά.
Η επόμενη περίοδος ήταν γεμάτη κινητοποιήσεις, αντιδράσεις και κοινωνικούς αγώνες. Στα τέλη του Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς, ξεκίνησαν οι πρώτες καταλήψεις με το 70% των Γυμνασίων και Λυκείων της χώρας να βάζουν “λουκέτο”.
Στις πορείες “κατέβαιναν” πάνω από 20.000 άτομα κάθε φορά. Η κυβέρνηση πίστευε ότι με τις διακοπές των Χριστουγέννων θα εκτονωνόταν το κλίμα κάτι που δεν έγινε.
Η κατάσταση ήταν έκρυθμη και πολιτικά οξυμένη, με την κυβέρνηση να δέχεται τα πυρά σύσσωμης της αντιπολίτευσης.
Αγανακτισμένοι γονείς και κάποια δυναμικά στελέχη της νεολαίας της Νέας Δημοκρατίας ζητούσαν τον τερματισμό των καταλήψεων, έστω και δια της βίας.
Γύρω στις 10:30 μ.μ. της 8ης Ιανουαρίου 1991, μέλη της ΟΝΝΕΔ προσπάθησαν να ανακαταλάβουν το 3ο Γυμνάσιο – Λύκειο Πάτρας. Κατά τη διάρκεια συμπλοκής που επακολούθησε βρέθηκε νεκρός, χτυπημένος με σιδερολοστό στο κεφάλι, ο καθηγητής του σχολείου Νίκος Τεμπονέρας, που είχε προστρέξει να βοηθήσει τους καταληψίες μαθητές του.
Την επομένη, ο Υπουργός Παιδείας Βασίλης Κοντογιαννόπουλος υπέβαλε την παραίτησή του και θεωρήθηκε από τον Τύπο ως το εξιλαστήριο θύμα της κυβέρνησης για την εκτόνωση της κρίσης. Νωρίτερα, είχε κατηγορηθεί από τον Ανδρέα Παπανδρέου ως ηθικός αυτουργός της δολοφονίας Τεμπονέρα. (Τα επόμενο χρόνια, όταν η υπόθεση είχε καταλαγιάσει, ο Βασίλης Κοντογιαννόπουλος προσχώρησε στο ΠΑΣΟΚ και αναδείχθηκε στέλεχος των κυβερνήσεων Σημίτη). Στη θέση του στο Υπουργείο Παιδείας τοποθετήθηκε ο Γιώργος Σουφλιάς, ο οποίος ανακοίνωσε την απόσυρση όλων των επίμαχων νομοθετημάτων και την έναρξη διαλόγου για την παιδεία “από μηδενική βάση”.
Στο αστυνομικό μέρος της υπόθεσης, ως δράστες της δολοφονίας Τεμπονέρα κατηγορήθηκαν ο πρόεδρος της ΟΝΝΕΔ Αχαΐας και δημοτικός σύμβουλος Ιωάννης Καλαμπόκας, και το μέλος της τοπικής ΟΝΝΕΔ Αλέκος Μαραγκός. Συνελήφθησαν και οι δύο και προφυλακίστηκαν.
Στις 10 Ιανουαρίου 1991 πραγματοποιήθηκε μεγάλο συλλαλητήριο στην Αθήνα, στο οποίο πήραν μέρος γύρω στα 100.000 άτομα.
Ήταν επεισοδιακό και είχε τραγική κατάληξη. Από τις συγκρούσεις ΜΑΤ και διαδηλωτών έπιασε φωτιά το πολυκατάστημα “Κάπα-Μαρούσης” στην Πανεπιστημίου, με αποτέλεσμα να βρουν τον θάνατο τέσσερις άνθρωποι.
Την πυρκαγιά προκάλεσε ένα καπνογόνο που ρίχτηκε από τους αστυνομικούς. Τις επόμενες μέρες η κατάσταση άρχισε να ομαλοποιείται και από την πυροσβεστική πολιτική Σουφλιά. Οι μαθητές ξαναγύρισαν στα μαθήματά τους στις 13 Ιανουαρίου.
Στο δικαστικό μέρος της υπόθεσης Τεμπονέρα, ο Αλέκος Μαραγκός απαλλάχθηκε με βούλευμα για τη δολοφονία του καθηγητή και στο εδώλιο κάθισε ως βασικός αυτουργός ο Ιωάννης Καλαμπόκας. Η δίκη του διάρκεσε σχεδόν ένα χρόνο (22 Ιουνίου 1992 – 9 Μαρτίου 1993) και έγινε στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Βόλου. Πρωτοδίκως καταδικάσθηκε σε ισόβια για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, χωρίς να του αναγνωρισθεί κανένα ελαφρυντικό.
Λίγους μήνες αργότερα έγινε η δίκη του σε δεύτερο βαθμό (7 Δεκεμβρίου 1993 – 19 Απριλίου 1994) ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λάρισας. Οι δικαστές του αναγνώρισαν ελαφρυντικά και τον καταδίκασαν σε κάθειρξη 17 ετών και τριών μηνών. Το 1996 άσκησε αναίρεση, προκειμένου να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του “βρασμού ψυχικής ορμής”, αλλά το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας (1 Οκτωβρίου 1996 – 17 Οκτωβρίου 1996) δεν του αναγνώρισε και διατήρησε την ποινή 17 ετών και τριών μηνών, η οποία αργότερα μειώθηκε κατόπιν νέας επιμέτρησης στα 16 χρόνια και 9 μήνες. Στις 2 Φεβρουαρίου 1998 αφέθηκε ελεύθερος, αφού εξέτισε τα 3/5 της ποινής του. Μέχρι σήμερα ισχυρίζεται ότι είναι αθώος και δράστης της δολοφονίας Τεμπονέρα ο “συναγωνιστής” του στην ΟΝΝΕΔ, Αλέκος Μαραγκός.
Ο Ι. Καλαμπόκας στις 2 Φεβρουαρίου 1998 αφέθηκε ελεύθερος λόγω “καλής συμπεριφοράς”. Σήμερα ζει και εργάζεται στο Βόλο ως υπεύθυνος παραρτήματος της Εθνικής Τράπεζας…
Η ίδια “Δημοκρατική” Κυβέρνηση βρίσκετε και πάλι στο “πάνελ” της δημοσιότητας, ως κατήγορος, εναντίων της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής στην υπόθεση του αδικοχαμένου Φύσσα. Παραβιάζοντας την Δημοκρατία αλλά και τους Νόμους του Κράτους, με την καταστρατήγηση των αρμοδιοτήτων από κάποιους επίορκους υπαλλήλους, μέλη εγκληματικής οργάνωσης.
Γιατί ο κ. Μητσοτάκης και οι βουλευτές του, δεν μπήκαν τότε στην φυλακή για τον θάνατο του αδικοχαμένου Τεμπονέρα, αλλά και για τους θανάτους στο πολυκατάστημα “Κάπα-Μαρούσης” των τεσσάρων ανθρώπων;
Η φυλάκιση του Αρχηγού αλλά και των υπόλοιπων βουλευτών της Χρυσής Αυγής, αποδεικνύει περίτρανα τον φασισμό της κυβερνήσεως Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, που βιώνουμε καθημερινά.
Για αυτήν την “Δημοκρατική” κυβέρνηση, υπήρξε νεκρός, μόνο ο αδικοχαμένος Φύσσας;
Τα ανύποπτα, αδικοχαμένα, λεβεντόπαιδα, Καπελώνης και Φουντούλης δεν υπήρξαν για αυτούς;
Δεν υπήρξαν ποτέ;
Οι πολίτες της Ελλάδας, σε λίγες ημέρες θα δικάσουν το Χουντικό και παράνομο ψευτοκαθεστώς της δικομματικής συγκυβέρνησης Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ.
Ο Λαός των Ελλήνων, θα τους τιμωρήσει με την ψήφο του. Και με το τέλος αυτής της εκλογικής αναμέτρησης, θα είναι η αρχή για το ξεκίνημα, μιας νέας εποχής για την Πατρίδα μας…
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Π. ΠΕΤΡΟΜΙΧΕΛΗΣ
(Υπάλληλος Υπουργείου Εξωτερικών)