Έπεσε το προσωπείο των εγκάθετων ανθελλήνων που το παίζουν «αντιρατσιστές» και «ιστορικοί», ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε παραπάνω από εγκάθετους ανθέλληνες που μισούν οτιδήποτε το ελληνικό.
Το προσωπείο έπεσε μετά την δήλωση της Ρεπούση για το θέμα της Γενοκτονίας των Ποντίων, των Μικρασιατών, των Αρμενίων, των Ασσυρίων και εν γένει των Χριστιανών της Ανατολής. Ο λόγος που η Ρεπούση θέλησε να επέμβει στο ζήτημα είναι προκειμένου να μην ποινικοποιηθεί η άρνηση των Ολοκαυτωμάτων του Ελληνισμού, γεγονός που θα την οδηγούσε στην πολύ δύσκολη θέση να αρνείται κατηγορηματικά τον ίδιο της τον εαυτό, χώρια που θα έπληττε τα πολιτικά συμφέροντα της Τουρκίας και του Ισραήλ. Θυμίζουμε ότι η Ρεπούση και άλλοι παρόμοιοι ανθέλληνες πήραν θάρρος από την στιγμή που η ΝΔ πρώτα εξέδωσε το βιβλίο – έκτρωμά της και ακολούθως την έκανε και κυβερνητικό εταίρο.
Η Ρεπούση μετά το email που είχε στείλει σε Βουλευτές κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για κάθε ανθέλληνα, τώρα επέλεξε έναν πιο ύπουλο τρόπο για να καταδείξει τις διαφωνίες της, παραπέμποντας σε ένα άρθρο του καθηγητή Α. Λιάκου, υιοθετώντας προφανώς τις απόψεις που αναλύονται στο συγκεκριμένο άρθρο. Ας παραθέσουμε μερικές από αυτές τις «απόψεις», σχολιάζοντας τες παράλληλα:
«Το ερώτημα είναι τώρα γιατί επιμένουμε σε ένα αντιρατσιστικό νομοσχέδιο να υπάρχει διάταξη για την άρνηση του Ολοκαυτώματος, ενώ διστάζουμε να δεχτούμε κάτι παρόμοιο για το ποντιακό και το μικρασιατικό. Η πρώτη απάντηση αφορά τις νομικές συνεπαγωγές. Μπορούν να διωχθούν οι δράστες; Αν μια κυβέρνηση, όπως λ.χ. η προηγούμενη ιρανική, αρνείται το Ολοκαύτωμα, υφίσταται διεθνείς συνέπειες. Μπορεί να διωχθεί η τουρκική κυβέρνηση που το αρνείται; Είναι δυνατό να προβάλλουν οι Έλληνες ως όρο την αναγνώριση των γενοκτονιών κάθε φορά που συνάπτουν σχέσεις με τους Τούρκους; Ο νομικός ορισμός κατοχυρώνεται από τις κυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν. Στην αντίθετη περίπτωση, ο χαρακτηρισμός αδειάζει από το νόημά του και υπονομεύει τη μνήμη του ίδιου του γεγονότος. Να το πω διαφορετικά: Ο πληθωρισμός στη χρήση του όρου δημιουργεί δύο τάξεις γενοκτονιών. Τις ισχυρές, που επιβάλλουν νομικές δεσμεύσεις, και τις ανίσχυρες, που δεν μπορούν να επιβάλλουν. Βέβαια μερικοί εθνικιστές χρησιμοποιούν ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο την επίκληση των γενοκτονιών, για να δημιουργούν εστίες έντασης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Εδώ πρόκειται για κατάφωρη εργαλειοποίηση της μνήμης και των νεκρών. Η προβολή τους λίγο απέχει από την προσβολή τους.»
Κοινώς, σύμφωνα με τον «καθηγητή» και την Ρεπούση, δεν θα πρέπει να ποινικοποιηθεί η άρνηση της Γενοκτονίας των Ποντίων, των Αρμενίων, των Ασσυρίων και γενικότερα των Χριστιανών της Ανατολής για δύο λόγους: Πρώτον διότι αυτό θα έπληττε την «ελληνοτουρκική φιλία» και δεύτερον επειδή θα γινόταν «εθνικιστική» χρήση αυτού του νόμου, όπου ως «εθνικιστική» χρήση εννοείται περαιτέρω πληγές στην «ελληνοτουρκική φιλία».
Γιατί, όμως, να ποινικοποιηθεί η άρνηση του Ολοκαυτώματος και όχι η Γενοκτονία των Ποντίων; Μας «απαντά» και πάλι ο «καθηγητής» Λιάκος και η Ρεπούση:
«Αν το προηγούμενο επιχείρημα συνιστά μια αναγνώριση του πώς έχουν τα πράγματα, υπάρχει όμως και το δέον. Οι μαζικές σφαγές πληθυσμών είναι κάτι που δεν λείπει από την ιστορία. Και καθένα από αυτά τα γεγονότα έχει τις δικές του ιδιαίτερες συνθήκες. Αν σε κάτι διακρίνεται η εξόντωση των Εβραίων από τους ναζί, είναι γιατί ταυτόχρονα συνιστά και ιδιαίτερο και γενικό γεγονός. Ο αντισημιτισμός είναι ένα κουκούτσι που κρύβεται μέσα σε κάθε ρατσισμό και σε κάθε έξαψη του φασισμού. Η έκρηξη του νεοναζισμού είναι έκρηξη αντισημιτισμού. Πρόκειται για μια βαθιά ιδεολογία, για μια ριζωμένη καχυποψία που κρύβεται ακόμη και στις πιο αθώες προτάσεις. «Εντάξει, αλλά είναι διαφορετικοί» ακούς από τους πιο καλοπροαίρετους. Αυτό το διάχυτο αλλά βαθύ αίσθημα, μεταμορφώθηκε μεθοδικά από τους ναζί, σε μια συστηματική πολιτική εξόντωσης ολόκληρων πληθυσμών από το 1933 έως το 1945. Οι ναζί έβαλαν φωτιά σε ένα δάσος αντισημιτικών αντιλήψεων που υπήρχαν με τον πιο διαφορετικό τρόπο. Γι’ αυτό ακόμη και σήμερα, η άρνηση του Ολοκαυτώματος σημαίνει ρατσισμό. Κάθε είδους ρατσισμό. Το επιχείρημα αυτό δεν έχει να κάνει με τη συζήτηση για τη μοναδικότητα ή όχι του Ολοκαυτώματος. Το Ολοκαύτωμα είναι πάντα επίκαιρο, με την έννοια ότι δεν αποτελεί τη μνημόνευση ενός εγκλήματος ανάμεσα στα άλλα, αλλά τη μνημόνευση του εγκλήματος που αναπαράγεται σε κάθε νέο ρατσιστικό έγκλημα. Δεν συνιστά την εξόντωση του εθνικά διαφορετικού ή του θρησκευτικού «άλλου», αλλά την εξόντωση εκείνου που δεν θεωρείται πλέον άνθρωπος. Ακόμη κι όταν ένας Ισραηλινός στρατιώτης σπάει τα κόκαλα ενός Παλαιστίνιου νέου, είναι αντισημίτης. Από την άποψη αυτή, η παράθεση του Ολοκαυτώματος δίπλα στα άλλα εγκλήματα το ουδετεροποιεί και το εξουδετερώνει γιατί του αφαιρεί τον δυναμικό και διδακτικό του χαρακτήρα ως προς το σήμερα, επομένως τη σημασία του ως προς τον ρατσισμό που το νομοσχέδιο έχει σκοπό να καταπολεμήσει.»
Η άποψη του Λιάκου και της Ρεπούση είναι ότι το Ολοκαύτωμα είναι κάτι το διαφορετικό διότι «καταπολεμά το νεοναζισμό» και η εξόντωση των Εβραίων συνιστά «την εξόντωση εκείνου που δεν θεωρείται πλέον άνθρωπος». Υποθέτουμε, δηλαδή, ότι όταν ο Κεμάλ διέτασσε την εξόντωση εκατομμυρίων Χριστιανών, το έκανε με ένα κάποιο αίσθημα ανθρωπισμού, δηλαδή, κατά Λιάκο και Ρεπούση πάντα.
Το εντυπωσιακό σε όλο αυτό το ανθελληνικό παραλήρημα είναι ότι τιτλοφορείται «βγάλτε τους νεκρούς από τη ζυγαριά!», ενώ στην ουσία του «βάζει» μόνο του «τους νεκρούς στην ζυγαριά» και βγάζει τους Εβραίους του Ολοκαυτώματος κατά πολύ «βαρύτερους» της ιστορικής μνήμης των Ελλήνων, σε σημείο να την διαγράφει.
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/index.php/enimerosi/view/prokalei-kai-pali-h-repoush-genoktonia-einai-mono-to-olokautwma#ixzz3Ay8HwV1q